Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Τέλος

Draco's POV

3 μήνες μετά...

Είχαν περάσει τρεις μήνες από το κλείσιμο της υπόθεσης. Τρεις μήνες από τότε που μπήκε ένα τέλος σε αυτήν την θλιβερή ιστορία.

Οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές, αλλά οφείλαμε να προσπαθούμε καθημερινά, ώστε να προχωρήσουμε. Κάποιοι έχασαν άδικα την ζωή τους, για να έχουμε αυτήν την πολυτέλεια... Και στο παρελθόν, και στο παρόν. Μόνο με το να ζήσουμε θα βοηθούσαμε, προκειμένου να αναπαυθούν οι ψυχές τους εν ειρήνη.

Ήταν δύσκολο όμως. Και δεν είχα κάνει το επόμενο βήμα, όπως ήλπιζα κάποτε.

<<Ντράκο! Γη καλεί Ντράκο!>>, άκουσα τον κολλητό μου να φωνάξει λίγα μέτρα μακριά από το γραφείο μου και μία μπάλα από χαρτί προσγειώθηκε στο πρόσωπο μου, βγάζοντας με από τις σκέψεις μου.

<<Το καλάθι είναι εκεί, όχι σε εμένα. Να στοχεύεις τα σκουπίδια>>, του επισήμανα, δείχνοντας τον μικρό κάδο κοντά στην πόρτα.

<<Μα αυτά στόχευα>>, ανταπάντησε μεταξύ σοβαρού και αστείου και μου ξέφυγαν μερικά χαχανητά.

Δεν του πήρε και πολύ καιρό να ξαναβρεί τον παλιό, καλό του εαυτό του. Αφότου η υπόθεση μπήκε στο αρχείο και πρακτικά την αφήσαμε πίσω μας, ζήτησε και επίσημα από την Βάλερι να είναι μαζί και από τότε, ήταν αχώριστοι, χωρίς να κρύβουν την αγάπη τους.

Στο τμήμα, φρόντιζαν να φαίνεται περισσότερο η επαγγελματική τους σχέση, γιατί στην τελική δεν αφορούσε και κανέναν τί έκαναν εκτός δουλειάς. Όταν όμως βγαίναμε οι τρεις, ήταν πιο άνετοι και έδειχναν τρυφερότητα ο ένας στον άλλον. Φρόντιζαν βέβαια να μην το παρακάνουν, για να μην αισθάνομαι εγώ άβολα.

Εγώ δεν είχα πρόβλημα και τους το είχα πει. Περίμεναν πολύ καιρό για να είναι μαζί και ήθελα να απολαύσουν την σχέση τους. Ήμουν πολύ χαρούμενος και για τους δύο. Οι δύο πιο στενοί μου φίλοι μαζί. Άξιζαν ο ένας τον άλλον, από όλες τις απόψεις. Δεν θα έπρεπε να το κρύβουν.

<<Πού ταξιδεύεις πάλι;>>, με ρώτησε, ενώ εγώ κρατούσα σημειώσεις σχετικά με ένα ζήτημα που δεν είχε πάψει να με απασχολεί, παρόλο που η υπόθεση Κουνσέν είχε λήξει.

Μετά από μία έρευνα που διεξήγαγα μόνος μου, είχα φτάσει σε κάποια συμπεράσματα, τα οποία φυσικά δεν μπορούσα να μοιραστώ με κάποιον. Ήδη είχαμε αρκετά θέματα να λύσουμε. Αυτό ήταν κάτι που μπορούσα να λύσω, χωρίς να δημιουργηθεί αναστάτωση.

<<Δεν είναι τίποτα σημαντικό>>, του απάντησα και έκλεισα το τετράδιο μου... Σε λίγο θα ξεκαθάριζαν όλα.

Ο Ματ ξεφύσηξε δυνατά, φανερώνοντας την αγανάκτηση του. Ήξερα πολύ καλά τι σήμαινε αυτό, αλλά επέλεξα να μην το σχολιάσω. Θα μου έλεγε την γνώμη του ούτως ή άλλως. <<Δεν μου λες, έχεις μιλήσει καθόλου με την Ίνγκριντ;>>

Έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω και ακούμπησα την πλάτη μου στην ράχη της καρέκλας.

Δεν ήθελα να κάνω αυτήν την συζήτηση και το γνώριζε πολύ καλά αυτό. Δεν του είχε πει τον λόγο και έτσι, αυτός έμενε μόνο στο προφανές. Γι' αυτό και κατέληγε σε καυγά. Πίστευε ότι απλά αδιαφορούσα και αυτό με στεναχωρούσε πολύ. Λες και δεν με ήξερε.

Από την άλλη, πώς να τον κατηγορήσω; Δεν του είχε αποκαλύψει τί σκόπευα να κάνω.

<<Ζήτησε χρόνο, Ματ>>.

Περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του, δίχως να κρύψει τον εκνευρισμό του. <<Ακριβώς. Χρόνο. Όχι να εξαφανιστείς από την ζωή της. Ξανά. Και μάλιστα, χωρίς καμία λογική εξήγηση. Τουλάχιστον τότε οι συνθήκες δικαιολογούσαν την συναισθηματική σου φόρτιση. Τώρα απλώς... Εξαφανίστηκες>>, είπε και το αίμα μου άρχισε να ανεβαίνει στο κεφάλι.

<<Ματ... Πρώτον, εγώ δεν ανακατεύομαι στην προσωπική σου ζωή, αν δεν ζητήσεις την γνώμη μου. Δεύτερον, δεν μπορώ να είμαι μαζί της, αν δεν σιγουρευτώ ότι είναι απόλυτα ασφαλής. Και τρίτον, πήρε τον χρόνο της, διότι πέρασε πάρα πολλά. Το γεγονός ότι σκότωσε άνθρωπο, την τσάκισε ψυχολογικά. Της εξήγησα ότι βρισκόταν σε άμυνα ουσιαστικά, αλλά δεν ήταν σε θέση να το επεξεργαστεί. Έχει ανάγκη να μείνει μόνη της. Πίστεψε με... Την αγαπώ υπερβολικά πολύ για να την αφήσω ξανά. Όλα γι' αυτήν την τα κάνω>>, του είπα, με σκοπό να λήξω την κουβέντα εκεί.

Τις προηγούμενες φορές, ίσως και εγώ δεν έδινα πιο ξεκάθαρες απαντήσεις. Στον κολλητό μου τουλάχιστον, τις όφειλα. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση να πω κάτι παραπάνω.

Η έκφραση του μαλάκωσε. Πρέπει να κατάλαβε ότι το να συνεχίσει δεν αποτελούσε επιλογή, οπότε κατάπιε τα άλλα τα επιχειρήματα που ήθελε να πει και περιορίστηκε σε μερικές, απλές λέξεις. <<Εσύ ξέρεις, φίλε. Το ξέρεις όμως πως το μόνο που θέλω, είναι το καλό σου. Σε νοιάζομαι πάρα πολύ. Αυτή η κοπέλα, μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένο. Μην σου φύγει μέσα από τα χέρια, γιατί θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο>>.

Οι άκρες των χειλιών μου ανασηκώθηκαν, σχηματίζοντας ένα χαμόγελο.

Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Και δεν χρειαζόταν να του το πω. Τα μάτια μου εξέφραζαν όλα όσα ένιωσα για την Ίνγκριντ, με εμένα να παραμένω σιωπηλός.

<<Το ξέρω, Ματ. Έκανα μία φορά το λάθος. Θα είμαι χαζός αν το κάνω>>.

<<Θα είσαι;>>, με πείραξε και τον χτύπησα φιλικά στον ώμο.

Μιλήσαμε λίγο ακόμα και μετά αυτός έφυγε. Είχε ραντεβού με την Βάλερι και αργότερα το βράδυ, θα βρισκόμασταν πάλι όλοι μαζί, αν όλα πήγαιναν όπως τα είχα σχεδιάσει στο μυαλό μου.

Μόλις συγκέντρωσα όλα τα χαρτιά που χρειαζόμουν, βγήκα και εγώ από το γραφείο. Πήρα το ασανσέρ για τον πρώτο όροφο και περίμενα υπομονετικά, ενώ η απαλή μουσική έπαιζε ασταμάτητα. Κάποτε αυτό θα με ενοχλούσε αφάνταστα και θα το έβλεπα ως διατάραξη της ησυχίας στον εργασιακό χώρο. Θα με εκνεύριζε και δεν θα μπορούσα να κάνω σωστά την δουλειά μου. Τώρα καταλάβαινα ότι αυτό δεν είχε καμία σχέση. Εγώ είχα θέματα μέσα μου, τα οποία δεν είχα καταφέρει να λύσω. Ναι, ήμασταν σε αστυνομικό τμήμα και έπρεπε να εκπέμπουμε σοβαρότητα. Ωστόσο, βλέπαμε τόσα ειδεχθή πράγματα κάθε μέρα, που μία ανάλαφρη ατμόσφαιρα δεν θα μας έκανε κακό πού και πού.

Η αυτόματη πόρτα άνοιξε και ένας τεράσττος διάδρομος απλώθηκε μπροστά μου. Η μεγάλη μπεζ μοκέτα έπνιγε τον ήχο των βημάτων μου, καθώς κατευθυνόμουν στο γραφείο του αρχηγού. Νωρίτερα τον είχα ενημερώσει μέσα τηλεφώνου ότι ήθελα να του μιλήσω για μία πολύ σημαντική υπόθεση. Δεν του είπα ποιά συγκεκριμένα. Καλύτερα. Ήθελα να τον πιάσω απροετοίμαστο.

Χτύπησα απαλά την πόρτα. Καμία απάντηση. Την δεύτερη φορά, μια μπάσα φωνή ακούστηκε, η οποία μου έδινε την άδεια να περάσω, το οποίο και έκανα αμέσως.

Δεν αντίκρισα κανένα χάος αυτήν την φορά. Όλα στο γραφείο του, ήταν στην εντέλεια. Όσο για τον ίδιο, τακτοποιούσε μερικούς φακέλους στα ράφια της νέας του βιβλιοθήκης. Είχε κάνει πρόσφατα ανακαίνιση.

<<Ναθάρα, καλώς τον. Με συγχωρείς που σου έχω γυρισμένη την πλάτη, αλλά έχω δουλειά εδώ>>, μου είπε και γύρισε προς το μέρος μου.

Ακούμπησα το φάκελο στο γραφείο του και τον κοίταξα. <<Δεν θα σας απασχολήσω πολύ. Απλά θέλω να σας μιλήσω για μία υπόθεση>>, του εξήγησα και με πλησίασε.

<<Για ποιά υπόθεση;>>

<<Για την υπόθεση της Ίνγκριντ Κουνσέν>>, του απάντησα.

Του κεφάλι του υψώθηκε και με κοίταξε με ανασηκωμένα φρύδια. <<Τί μπορεί να θες να μου πεις γι' αυτήν; Έχουνε περάσει τρεις μήνες. Η ιστορία αυτή τελείωσε. Τί άλλο έχει μείνει να πούμε;>>

Σταύρωσα τα χέρια μου κάτω από το στήθος και πήρα μία βαθιά ανάσα. Δεν μου ήταν εύκολο αυτό που σκόπευα να κάνω. Μα δεν είχα άλλη επιλογή. Αυτά που θα κερδίζαμε, ήταν πολύ περισσότερα από αυτά που θα χάναμε. Και μόνο έτσι θα φρόντιζα να είναι απολύτως ασφαλής η Ίνγκριντ.

<<Κατά την διάρκεια των γεγονότων τότε, είχαμε κάποιον προδότη ανάμεσα μας. Κάποιος έξω γνώριζε πολλές φορές τις κινήσεις και την τοποθεσία μας, παρόλο που κανείς από την ομάδα μου δεν είχε μιλήσει γι' αυτό>>.

Την χαλαρή έκφραση του αντικατέστησεμ μία πιο αγχωμένη. Χλώμιασε ολόκληρος. <<Πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι δεν είναι κάποιος από αυτήν; Ίσως εκείνος ο αστυνομικός που είχατε μαζί σας;>>

Χαμογέλασα θλιμμένα. Αυτός ο νεοσύλλεκτος μπορεί να είχε θέματα πειθαρχίας, αλλά ταυτόχρονα διέθετε περισσότερο τσαγανό και θάρρος από τα περισσότερα νεαρά άτομα που είχα υπό την επίβλεψη μου σε αυτήν την δουλειά. Θα πετύχανε πολλά μία μέρα. Πολύ κρίμα που σκοτώθηκε τότε στην έκρηξη. Η οικογένεια του ήταν σε άσχημα ψυχολογική κατάσταση, από όταν τους το είπαμε. Λογικό. Έχασαν το παιδί τους... Ευτυχώς η Βάλερι ανέλαβε το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της δουλειάς.

<<Αυτός ο μικρός πέθανε, κάνοντας την δουλειά του. Δεν είχε κανέναν λόγο να μας προδώσει... Αντιθέτως, εσείς είχατε>>.

Του είπα ξεκάθαρα αυτό που πίστευα. Και συνήθως, σε θέματα δουλειάς, αυτό που πίστευα ήταν και η αλήθεια.

<<Ναθάρα, έχεις ιδέα για ποιό πράγμα με κατηγορείς; Θα μπορούσα να σε διώξω και μόνο που τόλμησες να ξεστομίσεις τέτοιο πράγμα>>, είπε με σταθερή φωνή, αλλά ο πανικός ήταν ευδιάκριτος στα μάτια του και έδειχνε έτοιμος να εκραγεί από θυμό.

Τα μάτια του γούρλωσαν και ήταν λες και μόλις έχασε την γη κάτω από τα πόδια του.

Οι απειλές του δεν με τρόμαξαν. Είχα έρθει με έναν στόχο και δεν θα έφευγα, αν δεν τον πετύχαινα.

<<Δεν έχει νόημα να το αρνείστε. Είναι η μόνη λογική εξήγηση. Μόνο εσείς ξέρατε κάθε μας κίνηση και είχατε την δυνατότητα να δώσετε στοιχεία σε κάποιον απ' έξω. Κανείς δεν θα σας υποψιαζόταν>>.

<<Δεν έχεις αποδείξεις γι' αυτά που λες, Ντράκο. Κανείς δεν θα σε πιστέψει, ό,τι και να πεις>>.

Είχε δίκιο σε αυτό. Δεν είχα τίποτα χειροπιαστό στα χέρια μου, πέρα από μερικές προσωπικές σημειώσεις και καταγραφές από τα γεγονότα τότε. Με κανέναν τρόπο δεν μπορούσα να τον συνδέσω με όσα είχαν συμβεί. Αν το έκανα δημόσια, πιθανόν θα έχανα και στην δουλειά μου.

Κάποιος θα μπορούσε να πει λοιπόν ότι δεν είχε νόημα αυτό έκανα εκείνη την στιγμή, ρισκάρωντας τα πάντα. Όμως εγώ είχα άλλον σκοπό. Δεν με ένοιαζε να το κατηγορήσω ανοιχτά, σε κανέναν.

<<Έχετε δίκιο. Δεν μπορώ να αποδείξω τίποτα από όσα λέω. Αλλά δεν είναι αυτό που επιθυμώ>>, του είπα, δίχως ίχνος χρώματος στην φωνή μου. Τον κοιτούσα ανέκφραστος.

<<Τότε τί θες;>>, με ρώτησε, έκπληκτος μάλλον από αυτό που το είπα.

Μάλλον περίμενε ότι θα έχανα την ψυχραιμία μου και θα είχε την ευκαιρία να με στήσει στον τοίχο μετά από αυτό. Δύο όμως μπορούσαν να παίξουν αυτό το παιχνίδι, σωστά;

<<Θα παραιτηθείς οικειοθελώς από την θέση του αρχηγού. Καιρός να βγεις στην σύνταξη, δεν νομίζεις; Το αστυνομικό μας τμήμα δεν χρειάζεται κάποιον σκάρτο, σαν κι' εσένα>>, του είπα, αδιαφορώντας πλέον να κρατήσω τα προσχήματα ανάμεσα μας. Ούτε η αντίδραση του με ενδιέφερε.

Ούτε και ο πληθυντικός ήταν απαραίτητος. Σεβασμό έδειχνα μόνο σε όσους το άξιζαν και τον είχαν κερδίσει. Αυτό που φρόντιζα να κάνω εγώ, περίμενα το ίδιο και από τους άλλους.

<<Δεν πρόκειται, Ναθάρα>>.

<<Τότε δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή. Θα πρέπει να μιλήσω στους ανώτερους>>.

Τα φρύδια του έσμιξαν. <<Δεν θα πετύχεις τίποτα, σου το ξαναλέω>>.

<<Το ξέρω. Όμως οι φήμες θα διαδοθούν έτσι κι' αλλιώς. Κάποιοι μπορεί να με πιστέψουν κιόλας. Δεν έχει σημασία λοιπόν που δεν μπορώ να αποδείξεις. Η υπόληψη σου θα καταστραφεί έτσι κι' αλλιώς. Θα σε διώξουν, για να προστατέψουν την φήμη του τμήματος. Αν όμως φύγεις από μόνος σου, θα πάρεις μαζί σου και όλες τις τιμές που σου αναλογούν και μία αξιοπρεπή σύνταξη. Σαν βασιλιάς θα ζεις και μάλιστα, θα θέλουν την γνώμη σου για τον επόμενο αρχηγό. Πιο πολλά καλά θα προσφέρεις έξω από αυτό το μέρος, παρά κακά... Όσοι λιγότεροι υποκριτές, τόσο το καλύτερο>>, του είπα, δίχως να πάρω τα μάτια μου από πάνω του.

Γέλασε σαρκαστικά. <<Να προτείνω εσένα θες, έτσι; Αυτό δεν επιδίωκες πάντα; Εποφθαλμιούσες την θέση μου και ακόμα το κάνεις, γιατί πιστεύεις ότι με την ελπίδα σου, μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο. Ε λοιπόν, κάνεις λάθος. Δεν είναι η ελπίδα που σώζει τον κόσμο. Δεν προχωράμε μπροστά με τον σταυρό στο χέρι. Κάνουμε θυσίες, όταν δεν μας μένει πια τίποτα άλλο>>.

<<Έχεις δίκιο σε αυτό. Όμως έκανες και ένα μικρό λάθος. Δεν με καθοδηγεί η ελπίδα... Μα η επιθυμία να κάνω τον κόσμο καλύτερο. Κάποιος που ελπίζει μόνο, δεν θα πετύχει πολλά. Προσπαθώντας παράλληλα, ίσως τα καταφέρω στο τέλος. Και τη ζωή ενός μόνο να αλλάξω, είναι σημαντικό>>.

Η Ίνγκριντ μου το είχε κάποια στιγμή αυτό, όταν μου εξέφρασε να την αγάπη της για την ψυχολογία και τα παιδιά. Θεωρούσε πάντα πως όλα ξεκινούσαν από αυτά και ότι, αν κάποιος τους πρόσφερε απλόχερα την απαραίτητη βοήθεια, θα άλλαζαν μία μέρα τον κόσμο. Αυτά που πέρασε, ενίσχυσαν την άποψη αυτή.

Όντας πια ελεύθερη, επέστρεψε στο πανεπιστήμιο και στις σπουδές που τόσο αγαπούσε, από ό,τι είχα μάθει μέσω την Βάλερι. Κράτησαν επαφές και ήταν πολύ καλές φίλες.

Επέστρεψα στο παρόν και τον είδα να με κοιτάζει. Αν και ήθελε να αρνηθεί να κάνει αυτό που το είπα, αλλά στα μάτια του διέκρινα ήδη την παραίτηση. Συνειδητοποιούσε και ο ίδιος πως δεν είχε πολλές επιλογές και ότι δεν θα δίσταζα να προχωρήσω με το σχέδιο μου, ανεξάρτητα από τις συνέπειες που θα είχε αυτό σε εμένα.

<<Περιμένω μέσα στις δύο επόμενες εβδομάδες να ακούσω τα νέα της παραίτησης σου... Και σε παρακαλώ, φρόντισε να βρεις μία καλή δικαιολογία για τα παιδιά σου. Δεν νομίζω πως θες να μάθουν τη αλήθεια... Ειδικά μετά από αυτά που έζησαν πριν λίγο καιρό>>, του επισήμανα, αν και ήμουν βέβαιος ότι ήδη είχε αρχίσει να σκέφτεται μία καλά φτιαγμένη ιστορία, ώστε να την πει σε όλους.

Του γύρισα την πλάτη και κατευθύνθηκα προς την πόρτα.

Ένα κομμάτι μου πονούσε που αναγκαζόμουν να το κάνω αυτό. Σχεδόν δέκα χρόνια έκανα αυτήν την δουλειά και πάντα ακολουθούσε τις δικές του εντολές. Μπορεί να μην είχαμε την τέλεια σχέση και συχνά να με επέπλητε για τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε, όμως πάντα εκτιμούσε τον κόπο μου και μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν δίκαιος άνθρωπος. Χάρις αυτός είχαμε λύσει τόσες υποθέσεις στο παρελθόν και κάναμε τον κόσμο λίγο καλύτερο.

Μου ήταν ακόμα δύσκολο να πιστέψω ότι είχε πέσει τόσο χαμηλά και έθεσε τις ζωές όλων μας σε κίνδυνο. Δεν είχε να κάνει με την θέση που είχε στην αστυνομία. Αφορούσε και τον ίδιο, ως άνθρωπο. Δεν γινόταν να μην αναρωτιέμαι πώς θα το άντεχε αυτό η συνείδηση του.

Τα δάχτυλα μου άγγιξαν το χερούλι της πόρτας. Ήμουν πραγματικά έτοιμος να φύγω. Αλλά η απορία που είχα εδώ και περίπου δύο μήνες, δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό μου. Και ίσως είχε έρθει η ώρα να θέσω αυτό το ερώτημα μπροστά του.

<<Γιατί;>>

Χαμογέλασε με τέτοια πίκρα, που για μία στιγμή, άφησε να φανεί λίγο και η πιο ανθρώπινη πλευρά του. <<Αν ποτέ αποφασίσεις να κάνεις δική σου οικογένεια, παιδί μου, θα συνειδητοποιήσεις αμέσως ότι δεν θα υπάρξει κάτι που δεν θα κάνεις γι' αυτήν. Δεν θα έχεις τίποτα πιο πολύτιμο στον κόσμο. Πάνω και από το καθήκον, θα μπαίνουν πάντα τα παιδιά σου. Για αυτά θα κάνεις ό,τι κάνεις. Για αυτά... Μπορεί να χρειαστεί να κάνεις και πράγματα που ποτέ δεν είχες σκεφτεί>>.

Τον κοίταξα πάνω από τον ώμο μου, προτού κάνω μία πλήρη στροφή προς αυτόν και τα βλέμματα μας συναντηθούν... Στα αλήθεια φαινόταν πιο ανθρώπινος. Δεν μιλούσε ως αρχηγός της αστυνομίας, αλλά ως πατέρας.

<<Τί θες να πεις;>>

<<Δεν είμαι περήφανος γι' αυτό που έκανα. Όμως δεν το μετανιώνω κιόλας. Λυπάμαι που μία οικογένεια έχασε το παιδί της... Όμως ξέρω ότι έσωσα τα δικά μου. Θα μπορέσεις να με καταλάβεις, μόνο όταν κάνεις παιδιά>>.

Κάτι μέσα μου σφίχτηκε. Όχι επειδή με ενόχλησε αυτό που είπε, αλλά γιατί ένα κομμάτι μου συμφώνησε.

Δεν εμεινα να ακούσω άλλα. Δεν χρειαζόταν να μάθω άλλες λεπτομέρειες για την ιστορία του. Εφόσον είχαμε καταλήξει σε μία συμφωνία, τα υπόλοιπα ήταν περιττά. Οπότε έφυγα και επέστρεψα στο γραφείο μου.

Τώρα που είχα ξεφορτωθεί και τον τελευταίο πιθανό κίνδυνο και είχα διασφαλίσει ότι αυτή η υπόθεση έληξε οριστικά... Μπορούσα να κάνω αυτό που περίμενα τρεις μήνες, για να κάνω. Χωρίς κανένα εμπόδιο.

Η Ίνγκριντ ήταν απολύτως ασφαλής... Και επιτέλους, μπορούσα να την διεκδικήσω άφοβα.

Ingrid's POV

Με αργές κινήσεις, άφησα τα λουλούδια στον τάφο της γιαγιάς μου.

Είχε υποσχεθεί στον εαυτό μου να φανώ δυνατή και της πω επιτέλους αντίο υπό φυσιολογικές συνθήκες. Και μέχρι το νεκροταφείο, τα είχα καταφέρει... Αλλά πόσο εύκολο ήταν να επισκέπτεται κανείς τον τάφο ενός αγαπημένου του προσώπου και να μην δακρύσει;

Μετά από τόσες συνεδρίες με την ψυχολόγο μου βέβαια, είχα αποδεχτεί ότι η συναισθηματική ευαισθησία ήταν ένα χαρακτηριστικό μου, το οποίο δεν θα απέβαλα ποτέ. Πάντα θα έκλαιγα όταν θα ήθελα να εκφραστώ, ή απλά να αποφορτιστώ από το άγχος της καθημερινότητας. Και δεν ήταν καθόλου κακό αυτό.

Όποιος είχε πρόβλημα πλέον μαζί μου, ας ερχόταν να μου το πει κατάμουτρα. Ήξερα πώς να απαντήσω, ή και να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου, ώστε να αγνοήσω το κάθε ηλίθιο, που θα νόμιζε ότι μπορεί να με πληγώσει με τα κακεντρεχή του σχόλια.

Όμως αυτό... Αυτό ήταν εντελώς διαφορετικό. Ένα κομμάτι μου δεν θα σταματούσε ποτέ να πονά για όσα έχασα. Και στο παρελθόν, και στο παρόν. Θα μου έλειπε η οικογένεια μου, όταν θα θυμόμουν και σίγουρα θα ευχόμουν εκείνες τις στιγμές να ήταν αλλιώς τα πράγματα.

Όμως, πλέον, είχα αρχίσει να συνηθίζω την ύπαρξη αυτού του πόνου. Είχε πάψει ως έναν βαθμό να κατηγορώ τον εαυτό μου. Έκανα βήματα μπροστά. Αργά, αλλά σταθερά. Και αυτό ήταν το πιο σημαντικό.

Είχα επιστρέψει στα μαθήματα στο πανεπιστήμιο και προσπαθούσα να είμαι πιο κοινωνική. Μέχρι και κάποιες παρέες είχα κάνει, τα μέλη των οποίων με αποδέχονταν γι' αυτό που ήμουν. Ανακάλυψα ότι πιο πολλά κοινά με τους συμφοιτητές μου, από όσα πίστευα κάποτε. Και είχα το θάρρος να εξερευνήσω τις πιθανότητες, χωρίς άγχος για το αύριο.

<<Γειά σου, γιαγιά... Συγγνώμη που άργησα τόσο πολύ να σε επισκεφτώ. Πολύ καιρό τώρα παλεύω με τους δαίμονες μου. Δεν ήταν εύκολη η μάχη, αλλά έχω κάνει πρόοδο. Και τώρα είμαι σε θέση να έρχομαι πιο συχνά και να σου αφήσω λουλούδια. Κρίνους, που τους αγαπάς τόσο πολύ>>, είπα, λες και μιλούσα σε πραγματικό πρόσωπο. Πολύ θα ήθελα να την έχω απέναντι μου ωστόσο...

Μου έλειπε πάρα πολύ. Για οχτώ χρόνια, την είχα σαν δεύτερη μητέρα. Είχε σταθεί στο πλάι μου με κάθε τρόπο, όταν μετακόμισα στην Νέα Υόρκη. Και πάρα τα προβλήματα που μπορεί να της δημιούργησα, εκείνη την παραπονέθηκε ούτε μία φορά. Και παρόλα αυτά, έφυγε από την ζωή με τόσο άδικο τρόπο... Ευελπιστούσα ότι ήταν πιο ευτυχισμένη στον παράδεισο, κοντά στους γονείς μου και τον αδερφό μου.

<<Θα ξαναέρθω. Δεν ξέρω αν θα είναι σύντομα, αλλά θα έρθω. Και κάποια στιγμή, θα σε επισκεφτώ μαζί με την αδερφή μου, την Χλόη...>>.

Τώρα είχα έναν παραπάνω λόγο να παλέψω με τους δαίμονες μου... Να τα καταφέρω, ώστε να σταθώ δίπλα στην αδερφή μου, οι οποία αντιμετώπιζε τώρα πια τους δικούς της. Βρισκόταν σε πολύ χειρότερη θέση από εμένα... Και εγώ θα διένυα αυτήν την διαδρομή μαζί της.

Άγγιξα με τα δάχτυλα μου την ταφόπλακα και απελευθερώνοντας μία ανάσα, γύρισα την πλάτη μου και έφυγα.

Είχε έρθει η ώρα να αφήσω πίσω μου το παρελθόν και να κάνω πραγματικά μία νέα αρχή στην ζωή μου. Μαζί με τους ανθρώπους που ανήκαν στο παρόν μου. Σε εκείνο ζούσα άλλωστε. Και δεν είχα κανέναν λόγο να ζω στα σκοτάδια του παρελθόντος.

Μετά από αρκετή περπατήματος, έφτασα σχεδόν έξω από το σπίτι μου... Για να βρω τον Ντράκο να με περιμένει στα σκαλιά, καθισμένος.

Δεν πρόλαβα να φτάσω κοντά του και το κεφάλι του τινάχθηκε προς τα πάνω και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν.

Πριν τρεις μήνες, όταν επιτέλους ο κίνδυνος είχε περάσει, είχαμε κάνει μία κουβέντα οι δυο μας. Παρόλο που τα αισθήματα μας ήταν έντονα και θέλαμε πολύ να προχωρήσουμε, αναγνωρίζαμε πως δεν ήμασταν έτοιμοι να τα εξερευνήσουμε στο άμεσο μέλλον. Ο καθένας μας έπρεπε να πάρει τις αποστάσεις του από τα πράγματα και να ασχοληθούμε με τους εαυτούς μας, προτού προσπαθήσουμε να είμαστε μαζί... Το επιθυμούσα όσο τίποτα άλλο, όμως έπρεπε να λύσω κάποια από τα δικά μου θέματα.

Τώρα, η παρουσία του, μου προκάλεσε μία ανακούφιση. Γιατί μου είχε λείψει πολύ. Βέβαια, ακόμα χρειαζόμουν χρόνο και πολλές συνεδρίες για να τα βρω με τον εαυτό μου. Και αυτό δεν ήξερε αν θα το κατάφερνα ποτέ απόλυτα... Αλλά ένα βήμα την φορά.

Ωστόσο, δεν ήταν εύκολο να μην πάει ο νους μου στο κακό. Όποτε εμφανίζονταν αστυνομικοί στην πόρτα μου, ποτέ δεν είχαν καλά νέα να μου πουν. Πάντα κάτι άσχημο συνέβαινε. Κάτι σκοτεινό ελλόχευε στις σκιές.

Πρέπει να διαισθάνθηκε την ταραχή μου, γιατί σήκωσε τα χέρια του, σε μία απόπειρα να με καθησυχάσει. <<Μην αγχώνεσαι, όλα καλά. Δεν ήρθα εδώ για να σε αναστατώσω>>, είπε και ένα βάρος έφυγε από τους ώμους μου.

Χαμογέλασα. <<Θες να περάσεις μέσα;>>, τον ρώτησα και η νευρικότητα του εξαφανίστηκε αμέσως. Τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν και ένευσε θετικά.

Ξεκλείδωσα την πόρτα και περάσαμε το κατώφλι. Την έκλεισα πίσω μας απαλά.

Είχα την εντύπωση ότι ο ένας περίμενε από τον άλλον να μιλήσει πρώτος. Δεν ήξερα γιατί, αλλά η ιδέα να ξεκινήσω εγώ την κουβέντα με τρόμαζε κάπως. Ήξερα τί ήθελα να του πω, όμως για κάποιον λόγο, οι λέξεις είχαν κολλήσει στον λαιμό μου και δεν έβγαιναν με τίποτα. Υπήρχαν τόσα πολλά που έπρεπε να πούμε, αλλά εκείνη την στιγμή, αυτό ήταν αδύνατον.

Είχε περάσει αρκετή ώρα σιωπής και μάλλον αυτό τον κούρασε, διότι άνοιξε το στόμα του και μίλησε. <<Πώς είσαι;>>

Μία ερώτηση τόσο απλή... Που σήμαινε όμως τόσα πολλά. <<Καλά. Δηλαδή, καλύτερα από άλλες φορές>>, απάντησα και τύλιξα μία τούφα από τα καστανά μαλλιά μου γύρω από τον δάχτυλο μου.

<<Χαίρομαι... Ίνγκριντ, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι. Που έλειψες πάρα πολύ όλο αυτό το διάστημα. Το ξέρω πως υποσχέθηκα να μείνω μακριά σου, μέχρι να νιώσεις έτοιμη... Αλλά δεν αντέχω άλλο, Ίνγκριντ. Τώρα ο κίνδυνος πέρασε για τα καλά. Μπορώ να είμαι ο άντρας που σου αξίζει... Αγάπη μου>>.

Η καρδιά μου σφυροκοπούσε μέσα στο στήθος μου και ένιωσα τον εσωτερικό μου κόσμο να λιώνει από την συγκίνηση.

<<Σε αγαπώ γι' αυτό που είσαι, Ντράκο>>, του είπα με απόλυτη ειλικρίνεια και ένα δάκρυ χαράς κύλησε στο μάγουλο μου.

Έσπευσε να το σκουπίσει, μειδιάζοντας. <<Και εγώ σε αγαπώ, Ίνγκριντ. Πιο πολύ και από την ζωή μου>>.

Έκλεισε το πρόσωπο μου στις παλάμες του. Την αγάπη την έβλεπα να ξεχειλίζει από τα μάτια του. Με τα σώματα μας τόσο κοντά, μπορούσα να αισθανθώ τους παλμούς της καρδιάς του... Και να μην μου έλεγε ποτέ τίποτα, υπήρχαν άλλες ενδείξεις που θα με βοηθούσαν να καταλάβω.

<<Φοβάμαι πολύ Ντράκο... Θα πετύχει;>>

<<Αγάπη μου, γιατί το λες αυτό;>>

Τον κοίταξα. Είχε ξεχάσει μία πολύ σημαντική λεπτομέρεια. <<Ντράκο, έχω μία αδερφή που με έχει ανάγκη περισσότερο από τότε. Αυτήν την στιγμή που μιλάμε, βρίσκεται σε μία ψυχιατρική κλινική. Δεν πρόκειται να την εγκαταλείψω, ό,τι κι' αν έχει κάνει... Αλλά εσύ; Εσύ είσαι στην πλευρά του νόμου. Πάντα θα την βλέπεις ως μία δολοφόνο και μέσα σου, δεν θα αντέχεις να βρίσκεσαι κοντά της>>.

Πήρε τα μάτια του από πάνω μου για λίγο. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε, σαν να νόμιζε πως έτσι θα με έπειθε για το αντίθετο. Ύστερα, το ύψωσε ξανά και τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου. Έμοιαζε σαν να είναι έτοιμος να μου αποκαλύψει ένα πολύ μεγάλο μυστικό. Μία πολύ πονεμένη αλήθεια <<Θυμάσαι τότε στο ξενοδοχείο, τότε που είδες εκείνη την φωτογραφία στο πορτοφόλι μου;>>

<<Ναι... Ναι, το θυμάμαι. Είχες θυμώσει πολύ μαζί>>.

<<Ναι. Και δεν είμαι περήφανος γι' αυτό... Ίνγκριντ, η γυναίκα που είδες ήταν η σύζυγος μου. Και το παιδί που κρατούσε στην αγκαλιά της, η κόρη μας>>.

Τα μάτια μου γούρλωσαν και έμεινα να τον κοιτάζω αποσβολωμένη, με μοισάνοιχτα χείλη. Χίλιες δύο απορίες δημιουργήθηκαν μέσα μου, όμως δεν μπορούσα να διατυπώσω καμία. Διότι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω από εκείνον.

Ο Ντράκο είχε οικογένεια; Δηλαδή, προφανώς και θα είχε κάνει σχέσεις στο παρελθόν. Δεν ήμουν εγώ ή πρώτη κοπέλα που ερωτευόταν. Όμως αυτό... Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό η πιθανότητα να έχει αγαπήσει τόσο πολύ κάποια άλλη, που να θέλει να αποκτήσει και οικογένεια μαζί της. Βέβαια, αυτό το γεγονός δεν με έκανε να ζηλέψω. Ούτε να νιώσω άσχημα. Γιατί κάτι στα μάτια του, μου έλεγε ότι δεν ήταν μία ιστορία με χαρούμενο τέλος.

<<Τί απέγιναν;>>

Ανοιγόκλεισε τα μάτια, αλλά δεν κατάφερε να συγκρατήσει λίγα δάκρυα που ξέφυγαν. <<Πέθαναν σε δυστύχημα πριν τέσσερα χρόνια>>.

Κατέπνιξα μία κραυγή και αρκέστηκα στο να βουρκώσω. Που και πάλι δεν θα έπρεπε, δεδομένου ότι αυτή η στιγμή ήταν δική του και όφειλα να του σταθώ, όχι να δείχνω την δική μου στεναχώρια. Μα ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου.

Ποιός δεν θα λύγιζε άλλωστε, ακούγοντας κάτι τέτοιο;

<<Ντράκο... Λυπάμαι πολύ...>>.

Τα χείλη του άγγιξαν το μέτωπο μου. <<Μην στεναχωριέσαι αγάπη μου. Έχει περάσει καιρός από τότε... Έχω μάθει να ζω πια με τον πόνο. Δεν με πειράζει. Εξάλλου, μία κοπέλα μου έδειξε ότι ο έρωτας έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις. Όταν πιστεύεις ότι αυτός ο κύκλος έκλεισε για εσένα, από το πουθενά, θα σου δοθεί μια καινούργια ευκαιρία>>.

Ακουμπάει το μέτωπο του πάνω στο δικό μου και μία ζεστασιά εξαπλώνεται στο στήθος μου, δημιουργώντας μου μόνο όμορφα συναισθήματα.

<<Και εσύ... Τί θα κάνεις με αυτήν την ευκαιρία που δίνει η ζωή;>>

Χαμογέλασε ξανά. <<Θα την αξιοποιήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Θα βοηθήσω αυτήν την υπέροχη γυναίκα με την σειρά μου, ώστε να κατανοήσει το αληθινό νόημα του έρωτα... Και της αγάπης. Γιατί μόνο αυτά της αξίζουν. Σου αξίζουν, Ίνγκριντ. Θα σου σταθώ σε όλα. Πέρα από αστυνομικός, μου θύμισες ότι είμαι και άνθρωπος. Ό,τι χρειαστεί η αδερφή σου από εμάς.. Θα το έχει>>.

Δεν χρειάστηκε να μου πει τίποτα άλλο. Η ειλικρίνεια του ήταν αρκετή για να με παρασύρει.

Στηρίχτηκα στις μύτες των ποδιών και χωρίς δεύτερη σκέψη, σφράγισα τα χείλη μου με τα δικά του. Οι πεταλούδες στο στομάχι μου, πετάρισαν πιο γρήγορα.

Ανταποκρίθηκε αμέσως, με αυτοπεποίθηση. Ένιωσα μία οικεία αίσθηση σιγουριάς να κατακλύζει κάθε μόριο του κορμιού μου. Το σώμα μου άρχισε είχε ανάψει από την επιθυμία. Η καρδιά μου χοροπηδούσε σε έναν δικό της, ζωηρό χορό.

Τα χείλη μου χωρίστηκαν και έδωσα πρόσβαση στην γλώσσα του να τα προσπεράσει και να αγγίξει την δική μου, απαλά και με τρυφερότητα.

Θεέ μου, πόσο πολύ μου είχε λείψει το φιλί του.

Ήταν τόσο όμορφο το συναίσθημα, που το μυαλό μου το καλωσόριζε με ανοιχτές αγκάλες. Το χέρι του έπιασε τον αυχένα μου και η επαφή μας έγινε πιο έντονη.

Ήξερα τι θα ακολουθούσε. Και δεν με πείραζε καθόλου. Ίσα ίσα, πρώτη φορά το αποζητούσα την επαφή με τόση θέρμη. Γιατί δεν την φοβόμουν πια. Όχι με αυτόν τον άντρα.

Ήθελα να με αγγίξει. Ήθελα να μου δείξει τί έχανα τόσα χρόνια... Και αυτό ακριβώς έκανε, με τον πιο όμορφο τρόπο.

Ακύρωσε τα σχέδια του και περάσαμε όλη την υπόλοιπη μέρα μαζί, κάνοντας έρωτα. Δεν με πίεσε καθόλου. Ούτε μία στιγμή... Μόνο αγάπη υπήρχε στην ατμόσφαιρα.

Επιτέλους, είχα βρει αυτό που έψαχνα μία ζωή. Έναν άνθρωπο, στο οποίο θα μπορούσα να στηριχτώ και όχι να εξαρτώμαι από αυτόν. Να αντιμετωπίζουμε μαζί τα δύσκολα, ο ένας στο πλάι του, χωρίς φόβο.

Για πρώτη φορά μετά από οχτώ, η προοπτική μίας δικής μου οικογένειας στο μέλλον, δεν φάνταζε τόσο τρομακτική. Γενικότερα, η ιδέα να αρχίσω να κάνω πράγματα, ώστε να βγω έξω από το καβούκι μου, ήταν πιο κοντά από ποτέ.

Διότι ήμουν σίγουρη πως ό,τι κι' αν συνέβαινε... Ο Ντράκο θα ήταν για πάντα ο ανθρώπος μου. Η αδερφή ψυχή μου.

Τώρα πια συνειδητοποιούσα πως το μόνο που είχα ανάγκη τελικά για να προχωρήσω την ζωή μου, ήταν να πιστέψω ξανά στον έρωτα.

Με αυτόν, αισθανόμουν πια ολοκληρωμένη. Και αυτό δεν θα μου το έπαιρνε κανένας. Ποτέ ξανά.








Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro