Στο νοσοκομείο
Draco's POV
Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια, προκειμένου να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου. Δεν ήθελα να δώσω στους δημοσιογράφους άλλο θέαμα. Ήδη είχαν μπλεχτεί στα πόδια μας παραπάνω από όσο έπρεπε και αν δεν είχε πιο σοβαρά προβλήματα, θα τους έκανα μια πολύ σοβαρή κουβέντα σχετικά με την τάση τους να δυσκολεύουν την δουλειά μας.
Ευτυχώς που δεν χρειαζόταν, μιας και ο Ματ τους ζήτησε, όπως τις περισσότερες φορές άλλωστε, να είναι πιο διακριτικοί και να μην μας ενοχλήσουν κατά την διάρκεια των ανακρίσεων, αλλά και όλης της έρευνας γενικά... Και όλα αυτά με την χαρακτηριστική του ευγένεια. Απορώ πώς τα κατάφερνε πάντα.
Αποδίωξα γρήγορα αυτές τις σκέψεις και επικεντρώθηκα ξανά στην οδήγηση, ενώ ο Ματ βρισκόταν στην θέση του συνοδηγού. Κατευθυνόμασταν προς το νοσοκομείο όπου βρήκαν μία γυναίκα, την οποία κάποιοι φοιτητές ανακάλυψαν στην καφετέρια του πανεπιστημίου, όταν άκουσαν το ξέρω πυροβολισμό και έτρεξαν να δουν τι συνέβη. Κάλεσαν ασθενοφόρο και ύστερα την αστυνομία. Και σίγουρα ένας από αυτούς ενημέρωσε και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Γι' αυτό και έφτασαν πριν από εμάς.
Το τελευταίο που μου είπαν ήταν ότι το κορίτσι είχε πλαντάξει στο κλάμα και δεν επέτρεπε σε κανέναν να την πλησιάσει. Ειδικά τα αγόρια, τα οποία έκαναν τα πάντα για να την ηρεμήσουν.
Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί, μα διαισθάνθηκα πως αυτή η πληροφορία θα ήταν χρήσιμη στο μέλλον. Για την ώρα όμως, την κρατούσα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Πάρκαρα στην πρώτη κενή θέση που βρήκα και βγήκαμε έξω από το αμάξι. Ο Ματ κάλυψε το κεφάλι του με την κουκούλα από το μπουφάν, για να προφυλαχτεί από την δυνατή βροχή, ενώ εγώ συνέχισα να περπατάω στο οδόστρωμα, χωρίς να με απασχολεί η γλιστερή επιφάνεια του δρόμου. Εξάλλου, το κτίριο ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά. Δεν με ένοιαζε να βραχώ μέσα σε αυτά τα δευτερόλεπτα.
<<Φίλε, σε ανάκριση πάμε, όχι να δούμε ποδόσφαιρο στο σπίτι σου>>, μου είπε ο Ματ και έδειξε τα βρεγμένα ρούχα μου, ενώ παράλληλα περάσαμε την συρόμενη πόρτα του νοσοκομείου.
<<Σε κάποιο δωμάτιο, υπάρχει μία γυναίκα, η οποία είναι πιθανή μάρτυρας σε μία δολοφονία. Νομίζω πως το τελευταίο που θα την ενδιαφέρει αυτή την στιγμή, είναι η εικόνα μου>>, του απάντησα και εκείνος ρόλαρε τα μάτια του, αλλά όχι με ειρωνικό τρόπο.
Το έκανε πάντα αυτό, όταν καταλάβαινε πως έχω δίκιο. Το έβρισκα αστείο συνήθως, αλλά προείχαν άλλα εκείνη την στιγμή και όχι τα πειράγματα μας.
Πλησιάσαμε μία νοσοκόμα και αφού βγάλαμε τα σήματα μας και της εξηγήσαμε την κατάσταση, μας οδήγησε στο δωμάτιο της κοπέλας.
<<Η Βάλερι γιατί δεν ήρθε; Ο αρχηγός την έβαλε στην υπόθεση>>, ρώτησα τον Ματ.
<<Έμεινε στον τόπο του εγκλήματος. Θα βρεθούμε αργότερα στο τμήμα, για να μας ενημερώσει>>, είπε και έγνεψα θετικά.
Η νοσοκόμα μας άφησε έξω από το δωμάτιο και σχεδόν αμέσως, είδαμε τον γιατρό να πλησιάζει επίσης. Το βλέμμα του ήταν σοβαρό, πίσω όμως στα μάτια του διέκρινα μια στεναχώρια, από αυτές που σε βασανίζουν για χρόνια ολόκληρα. Λες και προστέθηκε κι' άλλο βάρος στο φορτίο που κουβαλούσε στους ώμους του.
<<Είστε αστυνομικοί;>>, μας ρώτησε και ο Ματ ένευσε. <<Να σας διαβεβαιώσω πως σωματικά, δεν έχει κάποιο σοβαρό τραύμα, εκτός από μερικές γρατζουνιές. Ωστόσο, η ψυχική της υγεία βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Γι' αυτό σας παρακαλώ πολύ... Μην την πιέσετε>>.
Με παραξένεψε η στάση του. Γνώριζα ότι οι γιατροί ήταν αφοσιωμένοι στην δουλειά τους και συμπάσχουν με τους ασθενείς τους. Θεωρούσαν πως είναι λειτούργημα και όχι απλώς επάγγελμα. Αλλά προσωπικά, δεν είχα ξαναδεί κανέναν να επηρεάζεται τόσο πολύ από κάποιο περιστατικό.
<<Σας είναι γνωστή η κοπέλα;>>, τον ρώτησα και στράφηκε προς το μέρος μου.
<<Ναι... Ναι, είναι κόρη ενός αγαπημένου μου φίλου. Δεν ζει πια>>.
Αυτές οι λέξεις που θύμισαν πως δεν έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο, χωρίς πρώτα να συγκεντρώσω όλα τα απαραίτητα στοιχεία γι' αυτήν την κοπέλα. Ήμουν τόσο απορροφημένος στο προλάβω τους δημοσιογράφους, που ξέχασα ότι αυτό που κάνω αρχικά, είναι να αποκτώ μια πλήρη εικόνα της υπόθεσης, προτού ξεκινήσω. Ούτε το όνομα της δεν ήξερα... Γαμώτο!
<<Θα πρέπει να μιλήσουμε και εσάς κάποια στιγμή, εφόσον την ξέρετε. Είστε εντάξει με αυτό;>>
Ρητορική ήταν η ερώτηση προφανώς, αλλά ο Ματ φέρθηκε με ευγένεια, ώστε να μην τον τρομάξει. Σε αντίθεση με εμένα, που απλώς ήθελα να κάνω την δουλειά μου σωστά, εκείνος προσπαθούσε να διατηρεί τις ισορροπίες και να παραμένει ψύχραιμος όταν έπρεπε. Δεν τον είχα ακούσει να φωνάζει ποτέ, ούτε καν στις ανακρίσεις, παρόλο που έβλεπα κάθε φορά τον εκνευρισμό του. Ευτυχώς, είχε καταφέρει να με επηρεάσει και εμένα ως προς αυτό, οπότε κατόρθωνα να είμαι ήρεμος... Κάποιες στιγμές.
Μερικές φορές, με έκανε να αναρωτιέμαι γιατί έγινε αστυνομικός και δεν διάλεξε κάτι σχετικά με τους ανθρώπους. Σίγουρα η κοινωνία θα γινόταν πολύ καλύτερη, αν οι ψυχές των ανθρώπων άλλαζαν από την παιδική τους ηλικία... Τότε που είναι ακόμη αθώες.
<<Φυσικά... Θα με βρείτε οποιοδήποτε ώρα μέσα στην ημέρα, μέχρι τα μεσάνυχτα>>.
<<Ωραία... Μπορούμε να περάσουμε τώρα;>>. Ο Ματ με σκούντησε στον ώμο διακριτικά, αλλά εγώ δεν αντέδρασα.
Ο γιατρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και στην συνέχεια, άνοιξε την πόρτα. Μπήκε μέσα πρώτος και άφησε και εμάς να κάνουμε το ίδιο, κάνοντας μας νόημα να είμαστε όσο πιο ήσυχοι μπορούμε, σε περίπτωση που κοιμόταν ή ήταν πολύ αναστατωμένη. Αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει και ότι εμείς δεν θα την αναστατώσουμε, αποχώρησε χωρίς πολλές κουβέντες, αφήνοντας μας μόνους.
Ο ήχος από τα μηχανήματα έφτασε στα αυτιά μου. Πρέπει να ξημέρωνε, διότι οι αχτίδες του ήλιου διεισδούσαν στο δωμάτιο μέσα από τις κουρτίνες, προσφέροντας ως σε όλον τον χώρο.
Τα μάτια μου εστίασαν σε μια συγκεκριμένη, η οποία έπεφτε πάνω σε ένα από τα τέσσερα κρεβάτια του δωματίου. Τα σεντόνια ήταν τσαλακωμένα και δύο πόδα προεξείχαν. Το βλέμμα μου ανέβηκε προς τα πάνω, παρατηρώντας την τρομαγμένη φιγούρα, η οποία έτρεμε ασταμάτητα κάτω από το λεπτό, κατάλευκο σκέπασμα.
Σταμάτησα, όταν την αντίκρισα. Τα απλωμένα και μπερδεμένα μαλλιά της πάνω στο μαξιλάρι. Το χλωμό και γεμάτο υγρές ραβδώσεις από τα δάκρυα πρόσωπο της. Το στόμα της που ανοιγόκλεινε κατά διαστήματα και ο ακανόνιστος ρυθμός της αναπνοής της... Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως τα πράγματα ήταν πολύ πιο σοβαρά από όσο πίστευα.
Αυτή η υπόθεση δεν ήταν απλή, το είχα αποδεχτεί πια. Αλλά μέχρι τώρα, υπήρχε ένα συγκεκριμένο μοτίβο, που πλέον είχε αλλάξει.
Σε όλες τις προηγούμενες δολοφονίες, δεν υπήρχε ούτε ένας μάρτυρας. Όποιος ή όποιοι κι αν το έκαναν, φρόντιζαν να είναι διακριτικοί, γι' αυτό και βρίσκαμε τα πτώματα σε όχι και τόσο πολυσύχναστα μέρη. Το γεγονός λοιπόν πως αυτό το περιστατικό συνέβη σε ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Αμερικής, το οποίο είναι γεμάτο με φοιτητές όλο το εικοσιτετράωρο, ήταν από μόνο του περίεργο.
Θα περιμέναμε βέβαια και απαντήσεις σχετικά με τον θάνατο του θύματος, αλλά ήμουν βέβαιος ότι ως προς αυτό, δεν διέφερε με τις υπόλοιπες γυναίκες.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα το στόμα μου, για να κάνω τις αναγκαίες ερωτήσεις.
<<Καλημέρα. Ονομάζομαι Ντράκο Ναθάρα και αυτός είναι ο συνεργάτης μου, ο Ματ Μοντέ. Είμαστε αστυνομικοί. Ήσουν το μόνο άτομο που βρέθηκε κοντά στον τόπο του εγκλήματος, σε σύγκριση με άλλα άτομα και κάποιοι συμφοιτητές σου σε βρήκαν τραυματισμένη>>.
Οι μυς τις συσπάστηκαν και έκλεισε τα μάτια της, εισπνέοντας και εκπνέοντας.
<<Πώς σε λένε;>>, την ρώτησε ο Ματ απαλά, αλλά εκείνη γύρισε προς το μέρος μου, κοιτώντας με κατάματα.
Την παρατήρησα για λίγο. Τα μάτια της, παρά το συνηθισμένο, καστανό τους χρώμα, ήταν μεγάλα και εντυπωσιακά. Αυτό μου τράβηξε την προσοχή περισσότερο από τα άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τα υπόλοιπα δεν ήταν άξια θαυμασμού. Έδειχνε σοβαρή και ώριμη, αλλά διέθετε και μια αθωότητα... Μια αθωότητα, από την οποία δεν είχε απομείνει σχεδόν τίποτα, αν έκρινα σωστά από την τρομοκρατημένη έκφραση της.
<<Ίνγκριντ... Ίνγκριντ Κουνσέν>>. Η φωνή, αν και ψίθυρος, με επανέφερε ευτυχώς στην πραγματικότητα και μου υπενθύμισε ότι έπρεπε να συγκεντρωθώ στον στόχο μου.
Ίνγκριντ Κουνσέν... Για κάποιον λόγο, αυτό το όνομα μου φάνηκε γνωστό.
<<Καταλαβαίνουμε ότι βρίσκεσε σε κατάσταση σοκ. Δεν θα σε πιέσουμε να μιλήσεις... Αλλά αν μπορείς, θα θέλαμε να μας περιγράψεις με κάθε λεπτομέρεια αυτά που έγιναν από εχθές το πρωΐ, μέχρι και τώρα, που είμαστε εδώ. Αν είδες κάτι. Οτιδήποτε το οποίο μπορεί να είναι χρήσιμο για την έρευνα μας>>, αποκρίθηκε ο Ματ, με σταθερή φωνή αυτήν την φορά, και σταύρωσε τα χέρια του κάτω από το στήθος.
Πίεσε τις παλάμες της πάνω στο στρώμα και επιχείρησε να μετακινηθεί, αλλά έβγαλε μία μικρή κραυγή πόνου και έπεσε ξανά πίσω. Όταν εγώ και ο Ματ προθυμοποιηθήκαμε με την διευκολύνουμε, αποτίναξε τα χέρια μας μακριά και μάζεψε τα πόδια της όσο το δυνατόν πιο κοντά της, λες και προφύλασσε τον εαυτό της από πιθανή επίθεση.
Δεν της άρεσε η σωματική επαφή... Άλλο ένα στοιχείο που με έβαζε σε σκέψεις.
<<Ξύπνησα χθες το πρωΐ... Και εκείνη μου... Μου έκανε έκπληξη για τα γενέθλια μου. Πάντα τα γιορτάζαμε μαζί, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια... Εγώ πήγα στα μαθήματα μου, ξέροντας ότι αργότερα θα βλέπαμε ταινία μαζί... Ασχέτως που δεν...>>.
Δάκρυα, που εδώ και αρκετή ώρα είχα συσσωρευτεί στα μάτια της, κυλούσαν τώρα στα κατακόκκινα μάγουλα της, σαν ορμητικός χείμαρρος. Έκλαιγε σιωπηλά και κοιτούσε το ταβάνι, δεν έμοιαζε όμως να έχει τον νου της εκεί. Ήταν λες και είχε χαθεί στο παρελθόν, ζώντας ξανά και ξανά στο μυαλό της αυτά που της προκάλεσαν πόνο και λύπη. Σαν να ονειρευόταν με ανοιχτά μάτια, ή μάλλον σωστότερα, σαν να έβλεπε εφιάλτη.
Ξεροκατάπιε και συνέχισε την αφήγησή της.
<<Όταν... Όταν επέστρεψα, η Μιράντα ήταν στο δωμάτιο με μερικούς φίλους της. Υπόθηκαν κάποια πράγματα και... Και όταν έφυγαν, τσακώθηκα μαζί της και πέρασα όλη την υπόλοιπη μέρα στο άλσος του πανεπιστημίου. Ήθελα... Ήθελα να μείνω μόνη, μετά τον καυγά μας. Αργά το βράδυ, αποφάσισα να γυρίσω στην φοιτητική εστία και να τα βρω μαζί της. Είναι... Ήταν φίλη μου. Αλλά μόλις πάτησα το πόδι μου στον διάδρομο που βρισκόταν το δωμάτιο μας... Άκουσα μια κραυγή. Το ξέρω, δεν έπρεπε να πλησιάσω. Ήταν... Ανώριμο από μεριάς μου. Όμως το έκανα και δεν ξέρω γιατί. Τέλος πάντων... Άνοιξα την πόρτα. Και το μόνο που θυμάμαι... Είναι ο φόβος εξαιτίας του θεάματος. Αυτός με παρακίνησε να τρέξω μακριά... Και το έκανα... Ενώ... Ενώ θα μπορούσα ίσως να...>>.
Η φωνή της έσβησε πάλι και οι λέξεις αντικαταστάθηκαν από σιγανούς λυγμούς και κοφτές ανάσες.
Ύστερα, έκλεισε το στόμα της. Τα χείλη της σφιχτηκαν σε μία ίσια, λεπτή γραμμή. Χωρίς να το σκεφτώ και πολύ, έβγαλα από την τσέπη μου ένα πακέτο χαρτομάντιλα και της το έδωσα, για να σκουπίσει το πρόσωπό της. Το πήρε διστακτικά από τα χέρια μου και ψιθύρισε ένα ευχαριστώ.
Το βλέμμα της ταξίδευε εναλλάξ σε εμένα, τον Ματ και το ταβάνι. Τα δάχτυλα των χεριών της είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους και τα έσφιγγε με τόση δύναμη, που οι αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει. Η σιωπή που επικρατούσε, της προκαλούσε νευρικότητα. Ήταν ολοφάνερο πως, όσο κι αν εμείς δεν την πιέζαμε, η ίδια κόπιαζε ακόμα και να μιλήσει.
Ένιωσα μια διαπεραστική σουβλιά οίκτου γι' αυτήν, όμως την κατέπνιξα το ίδιο γρήγορα που εμφανίστηκε. Ανεξάρτητα από το τι ήθελα εγώ, δεν είχα χρόνο να την κατανοήσω. Ο χρόνος κυλούσε και μάλιστα, όχι υπέρ μας. Δεν γινόταν να καθυστερήσουμε κι' άλλο.
<<Τα υπόλοιπα είναι... Αυτονόητα. Με την πρώτη ευκαιρία, κρύφτηκα. Λίγη ώρα αργότερα, με βρήκαν οι συμφοιτητές μου... Και μετά... Κατέληξα εδώ...>>, κατάφερε να ολοκληρώσει και ήπιε μια γουλιά νερό από το ποτήρι πάνω στο κομοδίνο της.
<<Γιατί μάλωσες μαζί της;>>, την ρώτησε ο Ματ.
<<Είναι... Πολύ προσωπικό. Δεν ξέρω αν πρέπει να...>>.
<<Άκου, Ίνγκριντ. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Εσύ μπορεί να μην το καταλαβαίνεις, αλλά η κάθε λεπτομέρεια μετράει. Πρέπει να είμαστε σίγουροι αν κάποιος από αυτός που συναναστρεφόταν είχε σχέση. Ο καυγάς σας ίσως είναι όντως άσχετος. Προτιμάμε όμως να είμαστε σίγουροι>>, αποκρίθηκα και τα μάτια της γούρλωσαν... Πιθανότατα εξαιτίας του απότομου τόνου μου. Ξεφύσηξα και ένωσα τα χέρια μου μεταξύ τους, επιδιώκοντας να παραμείνω ήρεμος.
Κανονικά, θα έπρεπε να απολογηθώ. Αυτή η μέθοδος προσέγγισης ήταν λάθος και το αναγνώριζα. Ευτυχώς, μετά από τόσα χρόνια στην υπηρεσία, σπανίως έχανα τον έλεγχο, και αυτό μόνο όταν ερχόμουν αντιμέτωπος με αληθινά καθάρματα. Όχι με τρομοκρατημένες κοπέλες που παρά τρίχα γλύτωσαν από τον θάνατο.
<<Αυτό που ο συνάδερφος μου θέλει να πει...>>, με αγριοκοίταξε, προτού στραφεί ξανά σε εκείνη <<Είναι ότι στην δουλειά μας, αυτά που οι απλοί πολίτες δεν παρατηρούν, εμάς ίσως μας βοηθήσουν>>.
Εκείνη χαλάρωσε κάπως. <<Το μεσημέρι που γύρισα στο δωμάτιο, μετά τα μαθήματα μου, όπως είπα, ήταν εκεί και οι φίλοι. Συνήθως... Με κοροϊδεύουν, για τους δικούς τους λόγους. Η Μιράντα... Η Μιράντα με υπερασπίστηκε... Και σχολίασαν την σεξουαλικότητά της. Τους έδιωξε και όταν μείναμε μόνες... Παραδέχτηκε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Εγώ... Εγώ ήξερα πως ήταν λεσβία, αλλά ποτέ στο παλιότερα δεν έκανε κάποια κίνηση, υπέθεσα ότι με έβλεπε φιλικά, όπως και εγώ άλλωστε... Αλλά.. Δεν της άρεσε που της το εξήγησα αυτό και... Μαλώσαμε>>.
Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα με τον Ματ και είδα το κρατούσε σημειώσεις στο μικρό μπλοκάκι του. Σε αντίθεση με εμένα, δεν διέθετε και την καλύτερη μνήμη, οπότε αναγκαζόταν να γράφει τις περισσότερες φορές.
<<Ερχόταν συχνά σε ρήξη με τους φίλους της;>>
<<Όταν με χλεύαζαν. Κατά τα άλλα, δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια άλλη στιγμή>>, απάντησε και χάιδεψε νευρικά τους ώμους της.
<<Επιμείναμε στο να μας πεις, γιατί θέλουμε να εξακριβώσουμε αν θα μπορούσε κάποιος από τους φίλους να είναι υπεύθυνος για ό,τι έγινε>>, της εξήγησε ο Ματ και η Ίνγκριντ τον κοίταξε σοκαρισμένη.
<<Αποκλείεται! Η άσχημη συμπεριφορά τους απέναντι σε εμένα και σε άλλα άτομα, δεν τους κάνει δολοφόνους. Εξάλλου... Είμαι βέβαιη πως όλοι τους ήταν στο πάρτι εκείνη την ώρα. Θα σας πω τα ονόματα τους και θα το ψάξετε εσείς>>.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτά τα λόγια μου δημιούργησαν μια αίσθηση θαυμασμού. Λίγοι στην σύγχρονη εποχή διακατέχονταν από την δικαιοσύνη και επιθυμούσαν να νικάει πάντα το καλό. Τουλάχιστον, μεταξύ αυτών που είχα γνωρίσει μέχρι τώρα. Δυστυχώς, οι υπόλοιποι από αυτούς ενδιαφέρονταν απλώς να ικανοποιήσουν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες και να σώσουν το τομάρι τους από τις δυσκολίες.
<<Στο τέλος αυτό. Προέχει κάτι πολύ πιο σημαντικό που πρέπει να ξέρουμε... Τους είδες; Αυτούς που σκότωσαν την φίλη σου;>>, ρώτησα ευθέως και αυτήν την φορά, κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω της.
Το πρόσωπό της ζάρωσε και έσφιξε το σεντόνι στις παλάμες της. Ήμουν σίγουρος πως δεν ανυπομονούσε γι' αυτήν την στιγμή, μα δεν είχαμε άλλη επιλογή.
<<Ναι...>>, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της.
<<Μπορείς να τους περιγράψεις;>>
<<Ναι>>, απάντησε με αποφασιστηκότητα... Το πρώτο δείγμα δύναμης από την στιγμή που την είδα.
<<Τέλεια. Ντράκο, βγαίνω λίγο έξω, για να καλέσω τον σκιτσογράφο και ύστερα την Βάλερι. Θα υπάρχει κάτι που μπορεί να μας πει>>.
Έφυγε με γοργό βήμα, πριν προλάβω να πω κάτι.
Μόνος μαζί της... Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου προκαλούσε αμηχανία αυτό. Δεν είχε συμβεί ξανά άλλωστε. Όμως το γεγονός ότι ήμουν υποχρεωμένος να περάσω χρόνο μαζί της, και λόγω της υπόθεσης, αλλά και επειδή θα έμπαινε σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, έως ότου να πιάσουμε τους ενόχους, μου δημιούργησε την αίσθηση ότι έπρεπε να απολογηθώ για την στάση μου. Όφειλα να κάνω την δουλειά μου σωστά, χωρίς να τρομάζω τους γύρω μου. Ειδικά όταν που συνδέονται με την υπόθεση, είναι άτομα που μάλλον φοβούνται μέχρι και στην σκιά τους.
Κάποιοι με θεωρούσαν άξεστο, κάποια τρελό και κάποιοι απλώς ηλίθιο. Αλλά αυτό που με βεβαιότητα δεν με χαρακτήριζε, ήταν η αναισθησία. Όσο κι' αν προσπαθούσα κάποιες φορές να το φέρομαι αντικειμενικά και σκληρά.
<<Συγγνώμη αν σε... Εκνεύρισα πριν. Φαντάζομαι κάποιος να σε αγχώνει είναι το τελευταίο που χρειάζεσαι>>, είπα, φροντίζοντας να ακούγομαι ουδέτερος, αλλά όχι αγενής.
<<Αυτό που πρέπει κάνετε>>.
<<Μπορείς να αφήσεις τον πληθυντικό. Δεν είμαι και τόσο μεγαλύτερος από εσένα>>, αποκρίθηκα και αναστέναξε.
<<Ντράκο... Ασυνήθιστο όνομα. Δεν το έχω ξανακούσει σε άνθρωπο>>.
<<Μόνο μην κάνεις αναφορά στον χαρακτήρα του Χάρι Πότερ>>, την παρακάλεσα και για πρώτη φορά, πρόσεξα ένα ίχνος χαμόγελου να τρεμοπαίζει στα χείλη της.
<<Δεν σκόπευα... Αν και μου αρέσουν πολύ τα βιβλία... Δεκτή η συγγνώμη πάντως>>, είπε, με μία παράξενη χροιά στον τόνο της, η οποία με προβλημάτισε.
<<Γιατί το λες έτσι;>>
<<Γιατί δεν θα ζητούσαν όλοι συγγνώμη. Μερικοί είναι πολύ πεισματάρηδες και εγωϊστές για να το κάνουν>>, ανταπάντησε και θαυμασμός μου για εκείνη, μεγάλωσε λίγο, αλλά το έκρυψα καλά.
<<Το να είναι κάποιος αστυνομικός απαιτεί και την αποδοχή της ήττας. Όσο καλή θέληση κι' αν υπάρχει, το αίσιο τέλος δεν είναι δεδομένο για καμιά υπόθεση. Στην αρχή, ήταν δύσκολο. Αλλά αποφάσισα να εργαστώ σκληρά και έτσι, έμαθα να διαχειρίζομαι την αποτυχία μου. Έτσι είναι η ζωή>>.
<<Ακόμα και με τις αδικίες της;>>.
Ίσα που κατάλαβα τι είπε. Μία σκιά πέρασε από τα μάτια της και λίγα δάκρυα συσσωρεύτηκαν, μα τα εξαφάνισε, προτού μπορέσω να τα επεξεργαστώ.
<<Θα πρέπει να φύγω τώρα. Αλλά θα βάλω κάποιον έξω από την πόρτα, για να σε προσέχει>>. Σηκώθηκα από την καρέκλα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα, διώχνοντας από το μυαλό μου την μελαγχολική έκφραση της.
Ήμουν έτοιμος να βγω έξω, αλλά μια λέξη από το στόμα της με σταμάτησε.
<<Κινδυνεύω;>>
Την κοίταξα και πάλι... Ένας συνδυασμός συναισθημάτων είχε διατυπωθεί στο πρόσωπο της, ωστόσο η αγωνία κυριαρχούσε. Στηριζόταν πάνω σε εμένα και ολόκληρο το σώμα, ώστε να την προστατεύσουμε. Διέκρινα παρόλα αυτά και κάτι άλλο, το οποίο ήταν αδύνατον να το προσδιορίσω... Έμοιαζε σαν να μην ήξερε αν μπορούσε να με εμπιστευτεί.
<<Δεν θα σου πω ψέματα... Ναι. Τους είδες. Είσαι απειλή γι' αυτούς. Θα σε κυνηγήσουν. Δεν θα τους αφήσουμε όμως να σε βλάψουν. Η αστυνομία θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να τους βρει>>, την διαβεβαίωσα και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
Μετά από αυτά, έφυγα... Και για κάποιον λόγο, διαισθανόμουν πως θα την έβλεπα ξανά πολύ σύντομα. Πιο νωρίς από όσο υπολόγιζα. Σε εκείνο το νοσοκομείο. Και κάτι μου έλεγε πως δεν θα ήταν για καλό.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro