Η απόφαση
Draco's POV
<<ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ!>>, φώναξα με όλη την δύναμη μου στους άλλους, οι οποίοι με ακολουθούσαν.
Κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να με προλάβουν, αλλά εγώ έτρεχα τόσο γρήγορα, που θα τους ξεχνούσα, αν ο Ματ δεν με εκλιπαρούσε να ελαττώσω ταχύτητα.
Αυτό όμως δεν μπορούσα να το κάνω. Αν σταματούσα, ίσως δεν προλαβαίναμε να την σώσουμε... Και αυτή η πιθανότητα προκαλούσε έναν αβάσταχτο πόνο στο στήθος μου. Λες και μία γιγάντια πέτρα είχε κάτσει εκεί ώρες τώρα μου και εμπόδιζε την ροή του οξυγόνου στους πνεύμονες μου.
Αν σε χάσω... Αν σε χάσω, γλυκιά μου...
Ένα συναίσθημα ανέβηκε στον λαιμό μου, καθώς αυτή η σκέψη διείσδυσε στο υποσυνείδητο μου και έκανε την καρδιά μου να σπάσει σε χίλια μικρά κομματάκια, με το καθένα από αυτά να προσγειώνεται στα όργανα του εσωτερικού μου κόσμου και να τα ξεσκίζουν, δίχως οίκτο.
Καθώς διέσχιζα τον μακρύ διάδρομο του ξενοδοχείου με γοργό βήμα, με προορισμό το δωμάτιο μου, την κοίταξα μόνο για ελάχιστα δευτερόλεπτα... Το θέαμα ήταν αρκετό, ώστε να φέρει δάκρυα στα μάτια μου. Από την μέση και κάτω, ήταν καλυμμένη με αίμα, την ροή του οποίου ευτυχώς σταματήσαμε προσωρινά, όταν την βρήκαμε. Η Βάλερι είχε δέσει σφιχτά γύρω από την πληγή το φουλάρι της, ενώ ο Ματ είχε τοποθετήσει την μπλούζα κάτω από αυτό.
Τα μάτια ήταν κλειστά. Είχε χάσει τελείως τις αισθήσεις της, κάτι που μας έδινε την ευκαιρία να την φροντίσουμε, χωρίς την πονέσουμε... Ή τουλάχιστον έτσι ελπίζαμε.
Έστρεψα ξανά την προσοχή μου στον διάδρομο. Πήρα μία βαθιά ανάσα και φόρεσα ξανά το σκληρό προσωπείο μου, το οποίο ήταν απαραίτητο τώρα. Απέβαλα τον αρνητισμό και αποφάσισα να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων. Για την ώρα, τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό από το να κρατήσω την Ίνγκριντ στην ζωή. Και θα το κατάφερνα με όποιο κόστος. Δεν θα έχανα για δεύτερη φορά αυτήν που α... Αυτή που νοιαζόμουν τόσο βαθιά και αληθινά.
<<Κάνε το σωστό... Είμαι περήφανη για εσένα>>.
Αυτή η φωνή... Μου φάνηκε τόσο οικεία και ταυτόχρονα, τόσο μακριά από εμένα. Είχε περάσει καιρός, από τότε που την άκουγα σε καθημερινή βάση και ήταν σαν μία μελωδία, την οποία δεν χόρταινα. Παρόλα αυτά, ένιωσα μια σπίθα ενθάρρυνσης να απλώνεται μέσα μου και να μου δίνει δύναμη να συνεχίσω να παλεύω για ένα καλύτερο μέλλον. Και πλέον, αδυνατούσα να το φανταστώ χωρίς την Ίνγκριντ.
Κάποια στιγμή, θα κατάφερνα να ξεδιαλύνω αυτό το κουβάρι και να βγω από τον λαβύρινθο των συναισθημάτων μου. Θα έλυνα αυτό το μπέρδεμα. Όχι όμως πριν το τέλος αυτής της ιστορίας.
Ο νεαρός αστυνομικός ξεκλείδωσε την πόρτα. Τον παραμέρισα και μπήκα μέσα. Ακούμπησα την Ίνγκριντ απαλά στο κρεβάτι και έκατσα δίπλα της.
Μην χάσεις την αυτοκυριαρχία σου, Ντράκο...
<<Επιμένω να την πάμε στο νοσοκομείο!>>, είπε η Βάλερι, αδιαφορώντας για το απότομο ύφος της.
Ο Ματ την έπιασε από τους ώμους. <<Βάλερι, πρέπει να ηρεμήσεις. Σε παρακαλώ–>>.
<<Μην μου λες να ηρεμήσω!!!>>
Σε άλλη περίπτωση, θα με ανησυχούσε πολύ το ξέσπασμα της. Ο θυμός δεν ήταν στην φύση της. Πάντα εκείνη κράταγε τις ισορροπίες στην ομάδα και ήξερε πώς να ηρεμεί τα πνεύματα, όταν η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο. Διατηρούσε την ψυχραιμία της, όσο κι' αν δυσκόλευαν τα πράγματα.
Όμως, στην συγκεκριμένη φάση, δεν με ενδιέφερε καθόλου η δική της ψυχική υγεία. Το μόνο στο οποίο εστίασα την προσοχή μου, ήταν η θεραπεία της κοπέλας, την οποία είχα ερωτευτεί παράφορα. Κι' αν η Βάλερι την εμπόδιζε με οποιονδήποτε τρόπο... Δεν είχα ιδέα μέχρι που θα έφτανα.
<<Δεν έπρεπε να σε αφήσω μόνο μαζί της! Κάθε φορά που αναλαμβάνεις κάτι μόνος σου, όλα πάνε λάθος! Γιατί μόνη σου έννοια, είναι να γίνεις ήρωας, Ντράκο Ναθάρα!>>.
Τα νεύρα μου χτύπησαν κόκκινο. Δεν άντεξα άλλο. Είχα ήδη τα άγχη μου και πάλευα να μην τρελαθώ. Δεν χρειαζόμουν μία συνάδελφο να υποδεικνύει τα λάθη μου.
Γύρισα απότομα προς το μέρους τους. Ο Ματ την είχε κινητοποιήσει, ενώ από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα... Δεν με ένοιαζε καθόλου.
<<Αρκετά! Δεν είναι ωραία να μου επιρρίπτεις ευθύνες! Η Ίνγκριντ πεθαίνει! Γι' αυτό σκάσε και πήγαινε να φέρεις ό,τι θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε, για να την σώσουμε!>>.
Κοκάλωσε στην θέση της. Το βλέμμα της απόμακρο, χαμένο σε ένα άλλο μέρος. Η έκφραση της φανέρωνε πόσο είχε μετανιώσει τα λόγια της, αλλά δεν έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις για να απολογηθεί.
Ένιωσα μια διαπεραστική σουβλιά οίκτου γι' αυτήν, δεδομένου ότι γνώριζα πως δεν της άρεσε να πληγώνει τους άλλους, όμως την κατέπνιξα το ίδιο γρήγορα που εμφανίστηκε. Ανεξάρτητα από το τι ήθελε εκείνη, δεν είχα χρόνο να την κατανοήσω, ούτε να συμπάσχω μαζί της.
<<Γαμώτο Βάλερι, πήγαινε!>>.
Με υπάκουσε και ένας βάρος έφυγε από τους ώμους μου. Όμως είχαμε ακόμη πολύ δρόμο, μέχρι να μπορέσουμε να ανασάνουμε ξανά, με ανακούφιση.
Με τον ανταλλάξαμε ένα βλέμμα και αμέσως συνεννοηθήκαμε για το τι έπρεπε να κάνουμε, δίχως να ειπωθεί κάτι ανάμεσα μας. Πήγε από την άλλη μεριά του κρεβατιού και έσκυψε από πάνω της. Μαζί, αρχίσαμε να μετακινούμε προσεκτικά τα κομμάτια υφάσματα. Είχαν κοκκινίσει πολύ, αλλά ευτυχώς δεν είχαν κολλήσει πάνω της.
Έριξα μία φευγαλέα ματιά στον νεοσύλλεκτο. Αν δεν ήμουν τόσο απορροφημένος στην Ίνγκριντ, θα με σόκαρε η απάθεια στο βλέμμα του. Ωστόσο, δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ. <<Εσύ να έχεις τον νου σου στο διάδρομο. Δεν θέλω κάνεις να μπει μέσα, για κανέναν λόγο>>, του είπα κοφτά. Δεν του είχα καμία εμπιστοσύνη, αλλά εκείνη την στιγμή, οι αντιπάθειες μπήκαν στην άκρη.
Έγνεψε θετικά και βγήκε από τον δωμάτιο, το ίδιο λεπτό που η Βάλερι επέστρεψε, έχοντας στα χέρια της όλα τα απαραίτητα πράγματα για να σώσουμε την Ίνγκριντ.
<<Δώσε μου το αλκοόλ>>, την διέταξα, χωρίς περιστροφές, και εκείνη υπάκουσε.
Πήρα δύο χειρουργικά γάντια από το κουτί και τα φόρεσα. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι δύο, για παν ενδεχόμενο. Άνοιξα το μπουκάλι και έριξα αρκετό πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι βαμβάκι. Ύστερα, πήρα μία βαθιά ανάσα και με πολύ αργές κινήσεις, ξεκίνησα να καθαρίζω την πληγή.
Δεν μου άρεσε που το παραδεχόμουν, όμως ήταν καλύτερα που κοιμόταν τόσο βαθιά. Η πληγή ήταν τόσο βαθιά, που θα σφάδαζε από τον πόνο, αν μπορούσε να το νιώσει. Θα έκλαιγε ασταμάτητα και εκτός από την άσχημη ψυχολογική κατάσταση της, θα ήταν δύσκολο να την ακινητοππιήσουμε, ώστε να κάνουμε την δουλειά μας.
Το ότι έχασε την αίσθηση του τόπου και του χρόνου, είχε και τα πλεονεκτήματα του τελικά. Ευελπιστούσα μόνο ότι αυτό δεν ήταν άσχημο σημάδι μεσοπρόθεσμα. Πως δεν ήταν αργά και ότι δεν θα την χάσαμε... Δεν ήξερα τι θα έκανα, αν έπρεπε να ζήσω σε έναν κόσμο, χωρίς αυτήν.
<<Το αίμα που έχασε... Πώς ξέρουμε ότι δεν χρειάζεται αναπλήρωση;>>, ρώτησε η Βάλερι τακτοποιούσε τα αντικείμενα πάνω στο κομοδίνο, το οποίο πρώτα απολύμανε ο Ματ.
Τα μάτια μου παρέμεναν κολλημένα στην πληγή της Ίνγκριντ, με το καθάρισμα της οποίας σχεδόν είχα τελειώσει. <<Αν κάνουμε πρώτα ράμματα, για να κλείσει για την ώρα η πληγή. Και μόλις συνέλθει, βλέπουμε πώς θα το χειριστούμε>>.
<<Αν συνέλθει>>, είπε ο Ματ. Με το ζόρι συγκρατήθηκα να μην φωνάξω και σε αυτόν.
Μα καλά, λίγο πιο αισιόδοξοι δεν μπορούσαν να 'ναι;
Αγνόησα τον εκνευρισμό μου και επικεντρώθηκα σε αυτό που έκανα. Μετά, πέταξα στο πάτωμα.
<<Χρειαζόμαστε ένα σταθερό χέρι>>, επισήμανα, πιο πολύ για να θυμίσω στον εαυτό μου ότι δεν διέθετα την ψυχική ηρεμία για να το κάνω εγώ αυτό.
Η Βάλερι χλώμιασε και ακούμπησε την παλάμη της πάνω στο στόμα της. Η έκφραση της δήλωνε ότι ήθελε να κάνει εμετό. Με δυσκολία είχε κατορθώσει να παραμείνει όρθια μέχρι τώρα. Και γνώριζα πως δεν άντεχε τα αίματα. Ποτέ της δεν ξεπέρασε αυτήν την φοβία, μετά τον θάνατο των γονιών της. Ένα κομμάτι μου θαύμαζε την αντοχή και την υπομονή της, μπροστά σε αυτό το θέαμα.
Δεν μπορούσα να την υποβάλω σε κάτι τέτοιο. Θα ήταν καταστροφικό και για τις δυο τους.
Στράφηκα στον Ματ. <<Φίλε...>>, είπα όσο πιο απαλά μπορούσα, όμως το ύφος του έδειχνε το πόσο απρόθυμος ήταν και αυτό ήταν αρκετό για να εξαλείψει τα απομεινάρια της ηρεμίας μου.
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. <<Ντράκο, ξέχασε το. Ξέρεις ότι δεν μπορώ να πάρω τέτοια ευθύνη. Διάολε, γιατί δεν–>>.
Έσφιξα τα χέρια μου σε δύο γροθιές, διακόπτωντάς τον. <<Ματ, για όνομα του Θεού! Αυτό δεν έχει να κάνει με κανέναν από εμάς! Η Βάλερι δεν είναι την ψυχραιμία που απαιτεί η περίσταση και εγώ δεν έχω σταθερό χέρι! Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ αρκετά για κάτι τέτοιο! Εσύ μόνο μπορείς να το κάνεις! Σε παρακαλώ...>>.
Σταμάτησα να μιλάω. Για λίγα δευτερόλεπτα, αισθάνθηκα έναν κόμπο στον λαιμό μου, ο οποίος δεν με άφηνε να πω αυτά που ήθελα. Ένα γνώριμο βουητό εισέβαλε στο κεφάλι μου και η καρδιά μου είχε πιάσει τέτοιους ρυθμούς, που θα μου προκαλούσε καρδιακή προσβολή από στιγμή σε στιγμή.
Που να πάρει...
<<Ντράκο, εισπνοή, εκπνοή! Θα το κάνω, εντάξει;! Σε παρακαλώ, μην πάθεις κάτι και εσύ τώρα! Δεν γίνεται να γιατροπορεύσουμε και τους δυο σας!>>.
Η φωνή του με επανέφερε στο παρόν. Ένας μεγάλο μέρος του πανικού μου, υποχώρησε προς το παρόν. Δεν μπορούσα να πω το ίδιο και για το χτυποκάρδι μου.
<<Σε παρακαλώ...>>, ψέλλισε και ανοιγόκλεισα τα μάτια μου γρήγορα, για να διώξω τα δάκρυα.
Γεμάτος αποφασιστικότητα, με έσπρωξε στην άκρη και έσκυψε πάνω από την Ίνγκριντ. Έπιασε τις απολυμένες βελόνες και την κλωστή.
Παρατηρούσα την σκηνή, αγχωμένος. Η αδρεναλίνη μου πρέπει να είχε φτάσει στα ύψη... Ευχόμουν μόνο να τα κατάφερνε ο φίλος μου. Και μετά, θα έκανα ό,τι μου ζητούσε.
[...]
Καθόμουν σε μία καρέκλα απέναντι από το κρεβάτι και την παρατηρούσα, καθώς κοιμόταν. Ευτυχώς, ο Ματ είχε κάνει καλή δουλειά και σταδιακά, η αναπνοή της είχε επιστρέψει στον κανονικό της ρυθμό. Όταν θα ξυπνούσε, σίγουρα θα αισθανόταν μία έντονη ενόχληση στο σημείο των ραμμάτων, αλλά αυτό θα μας απασχολούσε τότε.
Ο Ματ μπήκε στο δωμάτιο και ήταν έτοιμος να μου πει κάτι, αλλά του έκανα νόημα να μην βγάλει άχνα, από φόβο μήπως κάνουμε θόρυβο. Σηκώθηκα όρθιος και κοίταξα την Ίνγκριντ πάλι, πριν στρέψω το βλέμμα μου πάνω του.
Τον τράβηξα στην πιο απομακρυσμένη γωνία του δωματίου, ώστε να μην ενοχλησουμε την Ίνγκριντ με την συζήτηση μας.
<<Πώς είναι;>>, ρώτησε ψιθυριστά, με τα μάτια του να ταξιδεύουν μία σε εμένα και μία σε εκείνη.
Αναστέναξα. <<Κοιμάται... Και αναπνέει. Μόνο αυτό με νοιάζει για την ώρα>>.
Έγειρα πάνω στον τοίχο. Ανήσυχες σκέψεις κατέλαβαν το μυαλό μου, αλλά γρήγορα τις απώθησα στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Όπως και τις ιδέες που δεν με άφηναν να χαλαρώσω εδώ και τόσες νύχτες... Και το περιστατικό εκείνη την ημέρα, μου έδωσε ένα ακόμα κίνητρο για να στραφώ προς τα εκεί.
<<Τι σκέφτεσαι;>>
Τον κοίταξα. <<Αισθάνομαι... Κενός. Σαν να έχω χάσει τον προσανατολισμό μου. Είμαι τόσο μπερδεμένος..Δεν έχω ιδέα πώς να διαχειριστώ την κατάσταση. Κάθε φορά που παλεύω να προστατέψω την Ίνγκριντ... Στο τέλος, μοιάζει αδύνατον>>, παραδέχτηκα ανοιχτά και χτύπησα απαλά το κεφάλι μου στον τοίχο.
<<Δεν φταις εσύ. Πού να φανταστείς ότι θα το έσκαγε από το παράθυρο;>>
<<Δεν έπρεπε να την αφήσω μόνη της εξαρχής. Έτσι λέω πάντα και καταλήγω να κάνω το αντίθετο, με αποτέλεσμα να πλησιάζει πιο κοντά στον θάνατο. Ήταν ευθύνη μου να μην την εγκαταλείψω... Και έσφαλα, φίλε μου>>, είπα και τα μάτια μου έτσουξαν.
Δεν πίστευα ότι θα ερωτευόμουν ξανά στην ζωή μου. Ούτε ότι θα έβλεπα μια γυναίκα να υποφέρει και η καρδιά μου θα σπάραζε, από φόβο μην την χάσω.
Η πιθανότητα ενός μέλλοντος χωρίς την Ίνγκριντ, ήταν χειρότερη από ένα παρόν, δίχως την παρουσία της. Και για κάποιον λόγο, ήμουν βέβαιος πως το δεύτερο θα υπερίσχυσε στο τέλος, αν συνέχιζα να χειρίζομαι τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο. Και ήδη της είχα προκαλέσει αρκετό πόνο.
<<Ντράκο, μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου. Τόσα χρόνια, δουλεύεις με αυτόν τρόπο και είχε πολλές επιτυχές. Το ότι αντιμετωπίζεις κάποιες δυσκολίες τώρα, δεν σημαίνει ότι η μέθοδος σου είναι λάθος>>.
Μου ξέφυγε ένα γελάκι, όλο πικρία. <<Δεν με πείθεις Ματ, και το ξέρεις. Καταβάθος, όλοι την ίδια άποψη έχετε για εμένα. Μην υποκρίνεσαι ότι έχω δίκιο, λοιπόν>>, του είπα και αμέσως μετάνιωσα για τον απότομο τόνο μου.
Ο Ματ ήταν ο κολλητός μου. Ο συνεργάτης μου. Σαν αδερφό μου τον είχα, από όταν ήμασταν παιδιά. Με στήριζε. Ακόμα και τις φορές που δεν το άξιζε. Όφειλα να του συμπεριφέρομαι καλύτερα.
<<Συγγνώμη>>, απολογήθηκα και έτριψα την ράχη της μύτης μου, ξεφυσώντας.
Μου χαμογέλασε και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. <<Δεν πειράζει. Γι' αυτό είμαι εγώ εδώ, άλλωστε. Για να σε βοηθάω. Αν και μπορεί να γίνεσαι ηλίθιος πού και πού>>.
Κατέπνιξα ένα γέλιο, καταλήγοντας απλώς να του χαμογελάσω αμυδρά.
Κοίταξα για λίγο έξω από το παράθυρο. Ο ήλιος είχε αρχίσει να φαίνεται στον ορίζοντα. Οι αχτίδες του έλουζαν με φως το καταπράσινο το τοπίο. Όλα έδειχναν πως ο καιρός θα ήταν καλός και χωρίς ιδιαίτερο κρύο, παράξενο για χειμώνα.
Αυτή η ξαφνική καλοκαιρία, θα έπρεπε κανονικά να φτιάξει την διάθεση όλων μας. Οι συνθήκες όμως, δεν το ευνοούσαν και πολύ αυτό. Κανείς δεν μπορούσε να χαλαρώσει και να απολαύσει την λιακάδα, όσο διαρκούσε αυτός ο εφιάλτης.
Αναρωτήθηκα πως δεν θα ήταν να κάνουμε βόλτα με την Ίνγκριντ σε αυτό το μέρος, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου... Και εξεπλάγην, όταν το έκανα εικόνα.
Είχα πολύ καιρό να φανταστώ μία τόσο ρομαντική σκηνή. Κάτι ζεστό εξαπλώθηκε στο στήθος μου.
Μου ξέφυγε πάλι ένας αναστεναγμός. Ποιόν πήγαινα να ξεγελάσω; Ποτέ αυτό δεν θα γινόταν πραγματικότητα. Στην Ίνγκριντ άξιζε κάτι πολύ καλύτερο από κάποιον που δείλιαζε να εκφράσει στα συναισθήματα του ή που αδυνατούσε να την προστατέψει και να της σταθεί στα δύσκολα.
Είχα αποτύχει στο να το καταφέρω αυτό, ό,τι και να έλεγε ο Ματ... Και αυτό σήμαινε πως δεν ήμουν ικανός πλέον να την προσέχω.
<<Ωχ... Το ξέρω αυτό το ύφος. Και δεν μου αρέσει καθόλου. Τι έχεις στον νου σου Ντράκο;>>, με ρώτησε και θύμωσα, επειδή δεν μπορούσε να κρύψω τίποτα από εκείνον και αυτό κάποιες φορές, ήταν ενοχλητικό.
Έστρεψα τα μάτια μου πάνω του. Αυτό που κρυβόταν πίσω από αυτά, ισοδυναμούσε με χίλιες λέξεις, τις οποίες μπορούσε να διαβάσει μέσα σε δευτερόλεπτα. Κατάλαβε πολύ καλά τι είχα στο μυαλό μου, παρόλο που ρώτησε.
<<Ντράκο... Σοβαρέψου. Μην τολμήσεις να ξεστομίσεις αυτό που είμαι βέβαιος ότι σκέφτεσαι. Διότι αν το κάνεις, θα σε μισήσει. Δεν θα θέλει να σου μιλήσει ξανά. Είσαι το μοναδικό άτομο που εμπιστεύεται. Αν το χαλάσεις αυτό... Δεν θα έχεις καμία ευκαιρία μαζί της. Γιατί κανένας έρωτας δεν θα την πείσει να σε δεχτεί πίσω>>.
Τα λόγια του με τάραξαν. Ωστόσο, δεν ήταν αρκετά για να με οδηγήσουν προς διαφορετική κατεύθυνση. Η πιθανότητα να βρεθεί ξανά σε μία κατάσταση, όπως την τωρινή, ήταν πολύ χειρότερη.
<<Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, Ματ. Είναι η τέταρτη φορά που την απογοητεύω και–>>.
<<Δεν έχει να κάνει με εσένα όλο αυτό!>>, φώναξε ψιθυριστά και του έκλεισα το στόμα. Το έδιωξε, μόλις ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του.
<<Ματ, είναι για το δικό της καλό. Εσύ δεν το βλέπεις, αλλά εγώ το καταλαβαίνω. Της αξίζει κάτι πολύ καλύτερο, από όλες τις απόψεις. Εσείς... Θα κάνετε αυτό που εγώ δεν μπόρεσα>>, είπα και αναλουφίστηκα, αφού είδα το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει. Ανέπνεε φυσιολογικά.
Πέρασε το χέρι του μέσα από τα ξανθά, μπερδεμένα μαλλιά του. <<Δηλαδή μου λες ότι αυτό που έχεις στον νου σου, δεν θα την πληγώσει; Δεν θα την βάλεις σε κίνδυν, ενώ την ίδια στιγμή υποπτεύεσαι πως ο νεαρός δεν είναι με το μέρος μας; Σε μία τόσο κρίσιμη περίοδο, κάνεις αυτό που ωφελεί μόνο εσένα. Έχεις ιδέα πόσο εγωϊστικό είναι αυτό;>>
Έμπηξα τα νύχια μου στις παλάμες μου, συγκρατώντας τον εαυτό μου από το να ξεστομίσει πράγματα που θα μετάνιωνε στην πορεία.
<<Στα αλήθεια με θεωρείς εγωϊστή;>>
<<Εσένα προσωπικά; Όχι. Αλλά οι πράξεις αυτό δείχνουν>>.
Ένιωσα τα νεύρα μου να χτυπάνε το κόκκινο. <<Κάνω αυτήν την δουλειά, πάντα με γνώμονα το καλό των ανθρώπων. Πώς μπορείς να–>>.
<<Και την προηγούμενη φορά για το καλό των ανθρώπων ήταν, Ντράκο; Έδρασες, επειδή νόμιζες ότι έκανες το σωστό. Και θυμήσου τί σου στοίχησε η επιλογή σου>>.
Έσφιξα τόσο δυνατά την άκρη του τραπεζιού, που οι αρθρώσεις μου άσπρισαν. <<Ματ... Μην το συνεχίζεις>>, τον προειδοποίησα.
<<Γιατί; Επειδή η αλήθεια πονάει; Το ίδιο και οι αποφάσεις που παίρνουμε καμιά φορά, Ντράκο. Η Μαρία και το–>>.
Δεν άντεξα άλλο. Αντί να τσακωθώ μαζί του, απλώς έκανα μεταβολή και βγήκα έξω από το δωμάτιο, προτού μαλώσω άσχημα μαζί του. Και αυτό ήταν κάτι που δεν το επιθυμούσα, δεδομένων των συνθηκών.
Έφυγα από το ξενοδοχείο και κατευθύνθηκα προς ένα κοντινό αλσάκι στην περιοχή. Είχα ανάγκη να μείνω μόνος μου και να βάλω τις σκέψεις μου σε μία σειρά, πριν τρελαθώ εντελώς.
Στάθηκα για λίγο, εκμεταλλευόμενος τον καθαρό αέρα. Τον άφησα να κυκλοφορήσει στους πνεύμονες μου, ελπίζοντας να αποβάλω έστω και λίγο το άγχος μου.
Προσπάθησα να εμποδίσω τον πανικό από το να με κατακλύσει. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και συνέχισα να εισπνέω και να εκπνέω, μέχρι που δεν απέμεινε σχεδόν τίποτα.
Σε αντίθεση με το μυαλό μου, στο οποίο οι σκέψεις έκαναν πάρτυ. Από την μία, η φωνή του Ματ, που μου έλεγε να κάνω το σωστό και όχι να διαλέξω τον εύκολο κατά την άποψή του δρόμο. Και από την άλλη, η φωνή των συναισθημάτων μου, που μου παρουσίαζαν ξανά και ξανά λογικά επιχειρήματα, πείθοντας με να μην αλλάξω γνώμη.
Ένα κομμάτι μου δεν ήθελε να το κάνω αυτό στην Ίνγκριντ. Είχαμε έρθει κοντά και μετά το φιλί, ήμουν βέβαιος ότι και εκείνη έτρεφε αισθήματα για εμένα, ασχέτως που δεν το έδειχνε.
Ωστόσο, άξιζε κάτι πολύ καλύτερο από τον πόνο που θα της έφερνα εγώ. Δεν μπορούσα να ρισκάρω άλλο την σωματική και ψυχική της ακεραιότητα, με τις μεθόδους μου.
Καλύτερα μακριά μου και ζωντανή... Παρά νεκρή.
Απελευθέρωσα μία ανάσα... Και τότε, δαγκώνοντας νευρικά το κάτω χείλος μου, έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη μου.
Τα χέρια μου έτρεμαν και το μυαλό μου βρισκόταν σε μία σύγκρουση με τα συναισθήματα μου, για το αν έκανα την σωστή επιλογή ή όχι.
Τελικά, προτού κάποια ανόητη δεύτερη σκέψη μου αλλάξει γνώμη, κάλεσα τον αριθμό και ακούμπησα το ακουστικό στο αυτί μου.
Ό,τι κι' αν μου έλεγαν μετά οι άλλοι, εγώ είχα πάρει την απόφαση μου. Ήταν για το καλό όλων μας... Και πολύ περισσότερο, της Ίνγκριντ.
<<Παρακαλώ;>>
Η φωνή του αρχηγού ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής. Κανονικά, δεν θα αργούσε να με αποκαλέσει με το όνομα μου, αλλά όταν δεν καταλάβαινε αμέσως ποιός του τηλεφωνούσε, σήμαινε ότι είχε πολύ πιο σημαντικά πράγματα να κάνει, από το να τσεκάρει το όνομα στην οθόνη του κινητού του.
Συμπέρασμα; Γινόταν χαμός πίσω στο τμήμα.
<<Αρχηγέ, Ντράκο Ναθάρα εδώ>>, είπα, χωρίς ίχνος χρώματος στην φωνή μου.
Ακολούθησε ενός λεπτού σιγή, προτού μου μιλήσει. <<Ακούω, Ναθάρα. Τι νέα έχεις για εμένα>>, με ρώτησε, περνώντας κατευθείαν στο θέμα.
Ο τόνος του αποκάλυπτε την αδημονία του να κλείσουμε όσο πιο σύντομα γίνεται.
<<Πέρα από αυτά που σας είπα πριν δύο μέρες, όχι... Αλλά δεν κάλεσα γι' αυτό>>, είπα και έπιασε τον αυχένα μου, τρίβοντας τον νευρικά.
Πάλι σιωπή... Αναρωτήθηκα αν ήταν ακόμη στην γραμμή. Μέχρι που τον άκουσα να ξεφυσάει εκνευρισμένος. <<Και τότε γιατί σπαταλάς τον χρόνου μου; Νομίζεις ότι δεν έχω ήδη αρκετές υποχρεώσεις, στις οποίες οφείλω να ανταποκριθώ>>.
Είχα ανεχτεί πολλές προσβολές και ξεσπάσματα από μεριάς του. Δεν ήξερα γιατί συνέχιζα να το κάνω. Ίσως επειδή τον σεβόμουν βαθιά, για όσα καταφέρει από όταν μπήκε στο σώμα. Είχε ζήσει πολλά και οι καταστάσεις τον σκλήρυναν και τον έκαναν λιγότερο ανεκτικό. Τον θαύμαζα για τα κατορθώματά του και τον κατανοούσα, ως έναν βαθμό.
Και αυτός ήταν ο λόγος, που έπρεπε να προσπαθήσω πολύ, προκειμένου να μην του απαντήσω αναλόγως. Δεν με ενδιέφερε σε αυτήν την φάση να θέσω όρια.
<<Θέλω να ζητήσω μία χάρη>>.
Ξεφύσηξε ξανά. <<Τι χάρη;>>
Έσφιξα το τηλέφωνο λίγο παραπάνω από όσο έπρεπε. Η συνείδηση μου, επιχείρησε για τελευταία φορά να με πείσει να κάνω πίσω στην απόφαση μου, αλλά δεν πέτυχε τίποτα... Διότι η κοινή λογική, επέμενε μόνο σε έναν δρόμο.
<<Θέλω να βγω από την υπόθεση της Ίνγκριντ Κουνσέν>>.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro