Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

𝟙𝟛: Καρδίαν μη εσθίειν

🆘🆘ΠΡΟΣΟΧΗ!! ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΕ ΝΑΡΚΩΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ!
ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΜΕ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΕΥΘΥΝΗ.

_______________________________________

Μία ηλιόλουστη μέρα στην θάλασσα.

Εκείνη με τα μπρατσάκια της και το δέρμα της παστωμενο από το αντηλιακό. 

Έπαιζε με τα πρώτα κύματα της ακτής, έτρεχε για να τα αποφύγει, να μην την πιάσουν. Η μαμά της κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα διάβαζε το βιβλίο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα. Που και πού διέκοπτε την ανάγνωση της για να ελέγχει την Ιόλη.

Ο μπαμπάς της ερχόμενος προς την Ιόλη του, έτοιμος για να την βοηθήσει να φτιάξει κάστρα. Έπαιρνε τα πλαστικά κουβαδάκια της κόρης του, τα γέμιζε με βρεγμένη άμμο και ύστερα τα αναποδογύριζε.

Η Ιόλη είχε αναλάβει να χτυπάει τα κουβαδάκια με το φτυάρι της για να ξεκολλήσει καλύτερα η άμμος. Κάθε φορά που ο κουβάς σχημάτιζε ένα τέλειο κύλινδρο, χοροπήδαγε και φώναζε από την χαρά της.
Πάντα γινόταν θέαμα στις παραλίες.

Το κάστρο όμως ήταν πολύ κοντά στην θάλασσα, και τα αργία κύματα της, το διέλυαν και το έσπαγαν σιγά σιγά. Κατακτώντας το μικρό της βασίλειο.

Τι βάρβαρη που είναι η θάλασσα;
Να κλέβει έτσι τα όνειρα ενός παιδιού.

Τα μάτια της γέμιζαν με δάκρυα και πλέον ούρλιαζε από θλίψη.
Ο μπαμπάς της, την έπιανε από τα χέρια και την κοίταζε στα μάτια λέγοντας της.
"Μην στεναχωριέσαι Ιόλη, θα φτιάξουμε άλλο κάστρο, πιο μεγάλο και πιο δυνατό."
Και όντως αυτό έκανε, κάθε φορά, κάθε καλοκαίρι.
Τηρούσε την υπόσχεση του και της έχτιζε ένα αμμώδες κάστρο, πιο ψηλό και πιο μεγάλο.
Η θάλασσα δεν έφτανε να το ακουμπήσει γιατί τα κύματα δεν ήταν τόσο δυνατά πλέον.

Οπότε όταν η θάλασσα διαλύει το κάστρο σου, μην κλάψεις.
Γιατί θα το ξανά φτιάξεις μακριά της, εκεί που η εξουσία της δεν έχει ισχύ.
Έτσι το βασίλειο σου θα σωθεί, και εσύ θα είσαι ο βασιλιάς.

Μόνο που αυτή η σελίδα δεν είναι για κάστρα και πριγκίπισσες, αλλά για την ζωή.

Ακόμη και αν διαλυθεί η ευτυχία σου,
Μπορείς να την ξανά πλάσεις από την αρχή, με μόνα υλικά, τα χέρια σου.
Πρόσεχε όμως, πρέπει να απομακρυνθείς από ότι σε κατέστρεψε.
_________________________________________

Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, η αγαπημένη του ώρα.

Η όρασή του ήταν αρκετά καλή, έτσι ώστε να φτάνει και έξω από το παράθυρο. Ο ουρανός στο χρώμα της πίσσας, μαύρος και σκοτεινός. Δεν υπήρχαν αστέρια, ή τουλάχιστον δεν τα έβλεπε. Μόνο ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι, κι αυτό κρυμμένο πίσω από κάτι σύννεφα. Η λάμψη του, όμως, ήταν αρκετή για να φανεί. 

Πόσο ύπουλα είναι τα σύννεφα;

Κρύβουν το φεγγάρι για να φανούν τα ίδια. Υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν αόρατα και άυλα. Είχαν βρει, ωστόσο, κάτι να τους δίνει φως, κάτι που δεν τους άνηκε.

Αυτό το κάτι, αργά ή γρήγορα θα χανόταν. 

Το πρόσωπό του, πλέον, ήταν καθαρό, χωρίς ψεγάδι, μελανιές και αίματα. Η ιδιότητα της αυτοθεραπείας του είχε λύσει τα χέρια.

Tο ελάχιστο φως απέξω, εισέβαλε στο δωμάτιό του και έλουζε το όμορφό του πρόσωπο. Φώτιζε τα μάτια του, ειδικά το κίτρινο μέρος. Τα χείλη του φάνταζαν ελκυστικά και σαγηνευτικά, κανένας δεν θα μπορούσε να αντισταθεί. 

Έκλεινε τα βλέφαρά του για να στεφτεί, και το φεγγάρι ξεγελιόταν. Τάχα του νόμιζε πως τον πήρε ο ύπνος. Αν ήξερε μόνο, ότι εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε καθόλου.

Έμεινε ξύπνιος. Πότε όρθιος να στηρίζεται στον τοίχο του παραθύρου, για να μπορεί να μυρίζει τα τριαντάφυλλά απέξω, ενώ άλλοτε να τριγυρνάει ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους.

Στο τέλος, είδε τον Ήλιο να αγνοφαίνεται και το φεγγάρι να χάνεται. 

Πόσο απίστευτο το σύμπαν.

Το ταξίδι όλου του κόσμου, μέσα σε μία μέρα. Αυτό έκανε ο Ήλιος, έβλεπε τα πάντα.

Το πρωί όμως είχε καταφθάσει, και είχε μία αποστολή να εκπληρώσει.

Οι αποστολές στην Γη είχαν γίνει η ρουτίνα του, τις είχε συνηθίσει. Αλλά, και τι δεν θα δίνε για να σταματούσαν. Η καθημερινή επαφή του με τους θνητούς τον είχε κουράσει. Τους είχε βαρεθεί κατά βάθος, αυτός ήταν και ο λόγος που ήθελε να κατέβει ιεραρχικά και να φύγει από την Ακαδημία.

Δεν έπαιζε βρώμικα, σήμερα όμως θα ήταν η εξαίρεση ή η αρχή. Συνήθως οι αποστολές ξεκινούσαν το μεσημέρι, ο Έριξ θα πήγαινε νωρίτερα. Έτσι, θα κέρδιζε περισσότερο χρόνο με τον θνητό, για να τον μάθει καλύτερα και να ανακαλύψει πρώτος τον τρόπο που θα τον έφερνε στον κακό δρόμο.

Ο θνητός του ονομαζόταν Άρης και ήταν μόλις εικοσιπέντε ετών. Τα τελευταία τρία χρόνια ζούσε με τους γονείς του, σε ένα ήσυχο και μικρό χωριό της Ορεινής Κορινθίας, στην Πελοπόννησο. Ο Άρης ήταν πρώην χρήστης ουσιών, είχε μπει σε ένα από τα καλύτερα προγράμματα απεξάρτησης της Αμερικής. Οι γονείς του, όντας θρήσκοι, θέλαν να κρύψουν την κατάντια του παιδιού τους, γι' αυτό το λόγο είχαν διαδώσει ότι έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές. 

Μέσα σε δύο, ο Άρης κατάφερε να ορθοποδήσει, και μόλις στα είκοσι δύο του επέστρεψε στο χωριό του. Η ζωή του ήρθε στους φυσιολογικούς ρυθμούς και για τρία χρόνια ήταν καθαρός από ναρκωτικά.

Σήμερα, ο Άρης θα ερχόταν σε ένα δίλημμα και σκοπός του Έριξ ήταν να τον κάνει να κυλίσει πίσω στο λάθος μονοπάτι, ενώ ο Άγγελος θα πρέπει να τον αποτρέψει.
_________________________________________

Η ώρα ήταν εφτά το πρωί και βρισκόταν στους διαδρόμους τις ακαδημίας. Προορισμός του ήταν το δωμάτιο μεταφοράς. 

Το ίδιο δωμάτιο που πριν κάτι μέρες, είχε χρησιμοποιήσει η Ιόλη με την Αννελίζ για να μεταφερθούν στην Kόλαση. 

Η πόρτα, αυτή, αποτελούσε μέσο σύνδεσης και μεταφοράς σε άλλες διαστάσεις, όπως αυτή της Γης και της κόλασης. 

Για λόγους ασφάλειας δεν μπορούσε κανείς να βγει από την Ακαδημία. Ο μόνος τρόπος είναι το ξύλινο πέρασμα, που αυτή την στιγμή βρισκόταν απέναντί του, ο Έριξ.

«Aperta» είπε και η πόρτα ελευθερώθηκε και άνοιξε στο σπρώξιμο του.

Τα ξύλινα αγγελάκια, που ήταν σκαλισμένα πάνω στην πόρτα, τον καλωσόριζαν καθώς εισερχόταν. Το απόλυτο σκοτάδι έπεφτε πάνω του και τον κάλυπτε, ένα πολύ γνώριμο σκοτάδι. Το ψύχος του δωματίου δεν τον επηρέαζε πλέον, η σκληρή του πέτσα το είχε συνηθίσει.

«Τerra». Η φωνή του βγήκε βαριά και επιβλητική, σαν να περίμενε την μεταφορά να πραγματοποιηθεί πιο γρήγορα από ότι συνήθως. 

Η λέξη "terra" σηματοδοτούσε την μεταφορά στην Γη. Έκλεισε τα μάτια του και μετά από κάποια δευτερόλεπτα βρισκόταν εκεί, όπου ήθελε.

Το μόνο που έμενε πλέον, ήταν η μεταμόρφωσή του. Στον γήινο κόσμο κανείς δεν μπορούσε να τους δει, πράγμα που θα καθιστούσε δυσκολότερη την επαφή τους με τους θνητούς. Έτσι, έπαιρναν την γήινη μορφή τους, αυτή που είχαν πριν πεθάνουν. 

Η πλάτη του ξεκίνησε να ρουφάει τα φτερά του, μία κίνηση που δεν επέφερε πόνο. Τα πούπουλα, ένα ένα βυθίζονταν μέσα στο δέρμα του, μέχρις ότου δεν μείνει τίποτα εκτεθειμένο. Η χλωμό του δέρμα έγινε πιο ζεστό και τα μικρά κέρατα στο κεφάλι του χάθηκαν.

Ήταν, πλέον, έτοιμος να ξεκινήσει το καθήκον του. Έτσι το είχε ονομάσει, καθήκον.

Τις πρώτες φορές του ήταν δύσκολο, να φέρει έναν θνητό στην απόγνωση της λάθος επιλογής. Με τον καιρό, όμως το συνήθισε. Μέρα με την μέρα, ξεχνούσε την αγγελικά πλασμένη του φύση και βούλιαζε, όλο και περισσότερο στο δρόμο της πλάνης. 

Ήταν καθήκον του, πλέον, να βρίσκει το σκοτάδι μέσα στους ανθρώπους και να το μεγαλώνει. Να ξυπνά μέσα τους το άθλιο τέρας, μία χίμαιρα που τρέφεται με τον φόβο, τα λάθη και την απόγνωση των ανθρώπων.

Μαζί με αυτήν, είχε ξυπνήσει και ένας άλλος Έριξ. 

Ένας Έριξ που δεν θα άφηνε ούτε σπιθαμή φωτός μέσα του. Είχε σκοπό να πατήσει και την πιο μικρή λάμψη, που θα βρισκόταν στον δρόμο του. Δεν υπήρχε πισωγύρισμα ούτως ή άλλως.

Πλέον, περπατούσε χαλαρός σε ένα από τα στενάκια του χωριού. Το πράσινο των δέντρων δεν του έκανε εντύπωση, άλλωστε στην ακαδημία είχε δει, πόσο όμορφη μπορεί να γίνει η φύση. Ούτε τα χρώματα των λουλουδιών τον κέρδιζαν, αυτά της ακαδημίας ήταν πιο ζωηρά, πιο έντονα, πιο μυρωδάτα.

Το μόνο που έπρεπε να κάνει, πλέον ήταν να βρει ένα τρόπο να έρθει πιο κοντά στον γήινο, ο οποίος βρισκόταν είκοσι μέτρα μακριά του. Ήταν μαζί με την παρέα του σε μία καφετέρια της πλατείας. Ο ξανθός άντρας φαινόταν χαρούμενος με τους φίλους του. Κρίμα που το γέλιο δεν θα κρατούσε για πολύ ακόμη.

«Ορίστε» ένα παιδί του έδωσε ένα διαφημιστικό φυλλάδιο από ένα κλαμπάκι της περιοχής.

Εκείνος το κράτησε στα χέρια του και ξεκίνησε να το διαβάζει.

«Το CaptainRoom κάνει opening για πρώτη φορά απόψε το βράδυ, θα σας περιμένουμε» του είπε το νεαρό αγόρι που μοίραζε διαφημιστικά φυλλάδια και έκανε να φύγει. Ο Έριξ, όμως, είχε μία φοβερή ιδέα.

«Στάσου» του είπε και του άρπαξε το χέρι για να τον φέρει κοντά του. Άρπαξε τα φυλλάδια από τα χέρια του και του έκανε νόημα να φύγει. Σαν μαγεμένο το αγόρι δεν έφερε αντίρρηση. Ήταν η δύναμη της χειριστικότητας, ιδιότητα κάποιων δαιμόνων, η οποία είχε επιρροή μόνο στους θνητούς. 

Ακολούθησαν βήματα γεμάτα αυτοπεποίθηση, μέχρι να φτάσει στο τραπέζι, που καθόταν ο Άρης. Δεν χρειάστηκε καν να ψάξει λύση στο πρόβλημά του, τον είχε βρει εκείνη πρώτη.

Ξεκίνησε να μοιράζει τα φυλλάδια στην παρέα του τραπεζιού, και τέλος έδωσε ένα στον Άρη.

«Ανοίγει ένα καινούργιο κλαμπ και απόψε κάνουν opening. Αν έρθετε τα πρώτα δύο ποτά είναι κερασμένα από εμένα» τους είπε, ξέροντας ότι με τα κερασμένα ποτά, η αποστολή θα ήταν κερδισμένο παιχνίδι.

«Θα είμαστε εκεί φίλε μου» του απάντησε ο Άρης αποφασισμένος.

Ήταν σίγουρος, είχε κερδίσει ήδη. Όλα τα υπόλοιπα ήταν θέμα τύχης. Ο Άγγελος δεν θα ξέρει ότι το κλαμπ ήταν δική του προτροπή, με λίγη τύχη θα κερδίσει πριν καν εμφανιστεί.
_________________________________________

Ο Ερμής είχε καταφέρει να περάσει τα στάδια της μεταφοράς και της μεταμόρφωσης και πλέον κατευθυνόταν προς τον θνητό που είχε αναλάβει. Ένιωθε ότι βρισκόταν κάπου κοντά του, παρά τους τοίχους και τα κτήρια που τους χώριζαν μπορούσε να αισθανθεί την παρουσία του. Βρίσκοταν μέσα σε ένα κλάμπ, του οποίου η νίον πινακίδα αναβόσβηνε ενοχλητικά. Το ρόζ χρώμα της, τον τύφλωνε. Παρόλα αυτά μπήκε μέσα στο χώρο. 

Η μουσική του τρυπούσε τα αυτιά. Μπροστά του ξεχυνόταν ένα κύμα από κορμιά που χόρευαν στον ρυθμό της μουσικής. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, όλο και κάποιος μεθυσμένος θα έπεφτε πάνω του. Η εικόνα αυτή τον έθλιβε, λες και η κατάντια του κόσμου να έχει τρυπήσει στα ανθρώπινα σωθικά. Ο αλκοολισμός επέπλεε στην ατμόσφαιρα, σαν να ήταν κάποιος ιός και μεταφερόταν από ποτήρι σε ποτήρι. 

Η απόλυτη εξαθλίωση, κρίμα. 

Στο βάθος έβλεπε και τον θνητό που του είχε ανατεθεί, για να προσέχει. Φαινόταν χαρούμενος και ήρεμος, καμία σχέση με όλους τους υπόλοιπους. Ένιωθε σαν να έβλεπε μία μύγα μέσα σε γάλα. Το μαύρο πρόβατο ανάμεσα στα άσπρα. Αυτό ήταν που τον έκανε χαρούμενο, καθώς φαινόταν ξένος μέσα στον μεθυσμένο όχλο.

Σε δεύτερες σκέψεις, όμως, τον προβλημάτισε. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν ο κίνδυνος. Ο Άρης φαινόταν ασφαλής, χωρίς δαίμονες να τον περιτριγυρίζουν. 

Η αποστολή φάνταζε παιχνιδάκι για τον Ερμή. Πίστευε ότι είχε κερδίσει ήδη. Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφάσισε να χαλαρώσει και να κάτσει στο μπαρ. Ο Έριξ, όμως, δίπλα του γελούσε. Γελούσε η ψυχή του με την απερισκεψία του Ερμή, ο οποίος δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι ο Δαίμονας είχε πάρει άλλη ανθρώπινη μορφή, διαφορετική από την δική του.

Ένας από τους πιο βασικούς κανονισμούς των αποστολών ήταν η γήινη μορφή. Οι δαίμονες και οι Άγγελοι πρέπει να παίρνουν την γήινη μορφή που είχαν πριν πεθάνουν. Οτιδήποτε άλλο αποτελούσε παράβαση των κανονισμών, και ο Έριξ μόλις το είχε κάνει.
_________________________________________

Η ώρα μέσα στο κλαμπ περνούσε αργά και βασανιστικά. Στο μυαλό του Έρικ όμως ήταν όλα προκαθορισμένα. Το σακουλάκι, που ήταν κρυμμένο στην τσέπη του παντελονιού του, περιείχε αυτό που θα τον βοηθούσε. 

Διακετυλομορφίνη, αλλιώς γνωστή ως ηρωίνη. Μία λευκή σκόνη που θα προκαλέσει συναισθηματική αποστασιοποίηση, εμετούς, αδυναμία και απάθεια. Το ίδιο ναρκωτικό που ο Άρης απέφευγε σαν διάολος. Η αιτία της καταστροφής και των κακουχιών που κλήθηκε να αντιμετωπίσει.

Πλέον βρισκόταν στα χέρια του. Στο κεφάλι του επικρατούσε μια εσωτερική διαμάχη, όσο έπαιζε με την σκόνη. Οι δαίμονες μέσα του οργίαζαν, τον προκαλούσαν και τον παρακαλούσαν. Οι ίδιοι δαίμονες πήραν το χέρι του και άνοιξαν το διάφανο σακουλάκι. Έχυσαν το περιεχόμενό του στο τραπεζάκι του μπάνιου και σχημάτισαν λευκές γραμμές με την χρεωστική του κάρτα. Με το άλλο χέρι, του έκλεισαν το ένα ρουθούνι και τον ανάγκασαν να εισπνεύσει τους λεπτούς άσπρους κόκκους.

«Yπερβολική δόση» είπε ο γιατρός του νοσοκομείου στους γονείς του Άρη. Η κατάστασή  του ήταν κρίσιμη.

Ο Ερμής ένιωθε ηλίθιος.

Πως άφησα τον εαυτό μου να πιστέψει ότι όλα ήταν εντάξει, ρώταγε και ξανά ρώταγε τον εαυτό του.

Αυτό είπε και όταν βρήκε τον Άρη λιπόθυμο στο πάτωμα του μπάνιο, με αφρούς να βγαίνουν από το στόμα του και αίματα στα αυτιά του. Η κατάστασή του ήταν όντως κρίσιμη. 

Είχε χάσει, ο θνητός παραλίγο να πεθάνει και εκείνος είχε παραπλανηθεί από τις ζαβολιές ενός διάβολου.

Στον δρόμο του για την επιστροφή στην ακαδημία ήταν απαρηγόρητος.
________________________________________

Στην ακαδημία, όμως, τα πράγματα είναι ήσυχα και ήρεμα. Κανένα χάος, κανένας πανικός. Εκείνη βρίσκεται στο δωμάτιό της και μελετάει, σκυμμένη πάνω από ένα αρχαίο βιβλίο, με την βοήθεια της Αννελίζ, η οποία της εξηγεί για της φωτεινές τέχνες.

«Πάμε πάλι» ξεφυσάει καθώς θα αναλύσει για έκτη φορά το ίδιο πράγμα. «Υπάρχουν οι φωτεινές και οι σκοτεινές τέχνες. Σκοτεινές είναι η μαύρη μαγεία, ταρομαντεία, νεκρομαντεία και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Φωτεινές τέχνες είναι η λευκή μαγεία, αυτή που χρησιμοποιούμε εμείς. Είναι οι ενέργειες, το Καθαρό Αγνό Φως, η Φύση».

«Δεν καταλαβαίνω ρε Αννελίζ» γκρίνιαξε. «Αφού και τα δύο μαγείες είναι. Ποια η διαφορά τους;».

«Το κίνητρο ρε Ιόλη, πόσες φορές να στο πω» είχε αγανακτήσει. Η Ιόλη ήταν πολύ πεισματάρα όταν δεν καταλάβαινε κάτι ή όταν ήταν έξω από την λογική της. Σε αντίθεση με την Αννελίζ, που ήταν πιο υποτακτική, δεν έφερνε ποτέ αντίρρηση.

«Όταν η πρόθεση είναι αγνή, κατατάσσεται στην Λευκή μαγεία, όταν όμως η πρόθεση είναι πονηρή και μοχθηρή, μιλάμε για Μαύρη μαγεία» της εξήγησε πιο ήρεμα αυτή την φορά.

«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω το γιατί, αλλά τέλος πάντων» είπε απογοητευμένη καθώς έκλεινε το βιβλίο.

Εκείνη την ώρα δύο φάκελοι εμφανίστηκαν από το πουθενά. Ο ένας μπροστά στην Ιόλη και ο άλλος στην Αννελίζ. Η πρώτη παραξενεύτηκε, καθώς δεν είχε δει κάτι αντίστοιχο. 

Η δεύτερη, όμως, πήρε τον φάκελο και τον άνοιξε. 

«Άνοιξέ το, έχει το όνομά σου» της είπε δείχνοντας τον φάκελο μπροστά από την φίλη της.

Τον πήρε στα χέρια της, όντως έγραφε πάνω το όνομά της, με ωραία καλλιγραφικά γράμματα.

"Για την Ιόλη"

Το χαρτί του φακέλου φαινόταν παλιό και κιτρινισμένο. Η μυρωδιά του φανέρωνε μούχλα ή υγρασία. Τον άνοιξε για να δει το περιεχόμενό του. Ένα χαρτί εξίσου βρωμερό.

"Καλώς ήρθατε στην ακαδημία,

Σας προσκαλούμε στο πάρτι Καλωσορίσματος προς τιμή των νεοφερμένων.

Πίσω από το σιντριβάνι, στον κήπο με τα λουλούδια."

Η Ιόλη κοίταξε την Αννελίζ μπερδεμένη. 

«Κάθε χρόνο διοργανώνεται ένα πάρτι για τους νεοφερμένους» της εξήγησε σαν να ήξερε ήδη την απάντησή της. Η απορία όμως παρέμεινε στο πρόσωπό της.

«Δεν έγινε ήδη;» την ρώτησε, αναφερόμενη στην δεξίωση.

«Αυτό εδώ» είπε πεταρίζοντας το γράμμα στα χέρια της, θέλοντας να δηλώσει ότι αναφέρεται στο σημερινό πάρτι. «είναι χωρίς καθηγητές».

Η απορία της λύθηκε, έβγαζε νόημα.

«Θα έρθω να σε πάρω όταν είναι η ώρα, έχω μία αποστολή να εκπληρώσω».

Και κάπως έτσι έμεινε μόνη της με το γράμμα.

Λες να είναι κι αυτός εκεί;

Πόσο πολύ ήθελε να τον ξαναδεί, που ούτε στον εαυτό της δεν το παραδεχόταν.
________________________________________

Ένα απαλό κραγιόν σε γήινη απόχρωση έντυνε τα χείλια της. Τα μάτια της ήταν πιο έντονα από ποτέ, με τις βλεφαρίδες βαμμένες. Τα μάγουλά της κόκκινα από το ρουζ, ενώ τα μαλλιά της έπεφταν ίσια στην πλάτη της. 

Το δέρμα της, σαν πορσελάνινο, κάτω από το μεταξένιο της μπλε φόρεμα. 

Ήταν χάρμα οφθαλμών. Ποιος θα μπορούσε να της αντισταθεί αν έβλεπε την αγγελική της όψη;

Η Αννελίζ την κρατούσε σφιχτά από το χέρι και κατευθυνόντουσαν προς τον Κήπο με τα λουλούδια. Το πάρτι θα γινόταν πίσω από το συντριβάνι, το πιο απόμακρο μέρος της ακαδημίας. Εκεί όπου δεν θα γίνονταν αντιληπτοί από τους καθηγητές. Τελικά οι Άγγελοι δεν φάνταζαν τόσο αθώοι, όσο πίστευε. Έκαναν παρατυπίες και καμιά φορά σκανταλιές, λες και το είχαν στο αίμα τους. 

Όταν κατέφθασαν, οι περισσότεροι βρίσκονταν εκεί. Η Αννελίζ ξεκίνησε να τρέχει προς την παρέα της, κρατώντας ακόμη την Ιόλη, η οποία δεν είχε άλλη επίλογη, παρά να τρέξει μαζί της.

Δεν ήταν για καλό, όμως, καθώς αντίκρυσαν έναν Ερμή που έβγαζε φωτιές. Φαινόταν εξοργισμένος, δεν μπορούσες να του πάρεις λέξη. Το βλέμμα του είχε γίνει κόκκινο και το στόμα του άνοιγε μόνο για να πετάξει βρισιές. Η Ιόλη δεν τον ήξερε πολλές μερές, αλλά μπορούσε να καταλάβει ότι αυτό που έβλεπε ήταν κάτι ξένο. 

Ένας εξοργισμένος Άγγελος που βρίζει, πιο πολύ για Δαίμονας φαινόταν. 

Ένιωσε ότι όφειλε να κάνει μια προσπάθεια να τον πλησιάσει. Έκανε δύο-τρία βήματα προς το μέρος του. Αργά και σταθερά το ένα πόδι της ακολουθούσε την πορεία που χάραζε το άλλο. Λες και έπαιζαν κάποιο παιχνίδι. Είχε φτάσει δίπλα του, τότε ήταν που σήκωσε το χέρι της για να ακουμπήσει τον ώμο τους. Μία κίνηση συμπαράστασης.

«Τι έπαθες;» τον ρώτησε καθώς το κεφάλι του γυρνούσε προς το μέρος της.

«Δεν σε αφορά» της απάντησε απότομα και λοξά.

«Νόμιζα πως ήμασταν φίλοι» τον ένιωθε όντως σαν φίλο της.

«Και τι ξέρεις εσύ από φιλίες;» γρύλισε με ένα ειρωνικό χαμόγελο, σαν να ήθελε να πονέσει οτιδήποτε τον προσεγγίζει. Η Ιόλη, όμως, ήξερε καλύτερα. 

Ήταν ένας μηχανισμός αυτοάμυνας. Ο Ερμής ένιωθε απειλή, μία απειλή που θα μπορούσε να του στερήσει την θέση του ως Άγγελος. Έπρεπε να τον βοηθήσει.

«Σωστά, τι να ξέρω άραγε» του είπε και έστριξε το κεφάλι της ευθεία, να χαζεύει από μακριά Άγγελους και Δαίμονες.

Εκείνος, ωστόσο, ήταν σιωπηλός.

«Τι έπαθες και είσαι έτσι;». Δεν θα το έβαζε κάτω τόσο απλά.

«Δεν σε αφορά!» της ξανά είπε αλλά αυτή την φορά ουρλιάζοντας. Είχε καταφέρει να στρέψει όλα τα βλέμματα πάνω τους. Η Ιόλη δεν πτοήθηκε, θα επέμενε κι' άλλο αν χρειαζόταν.

«Όσο ήμουν στη Γη, ένιωσα την έσχατη προδωσία, την μεγαλύτερη από όλες. Μέσα σε μία νύχτα έχασα ότι είχα. Τους απομάκρυνα όλους και κλείστηκα στον εαυτό μου» του είπε γυρνώντας πάλι προς το μέρος του για να τον βλέπει καλύτερα. Οι λέξεις έβγαιναν αβίαστα, στην προσπάθεια της να τον βοηθήσει.

«Το ξέρω ήδη» της απάντησε.

«Αν το ξέρεις ήδη, κοίτα να μην κάνεις το ίδιο λάθος».

Ήταν κάθετη και αυστηρή, χωρίς να αφήσει χώρο για περισσότερη ειρωνία. Έκανε να φύγει και να γυρίσει πίσω στην Αννελίζ, μέχρι που της άρπαξε τον καρπό.

Τα είχε καταφέρει, τον είχε κάνει να λυγίσει, να σπάσει, να ανοιχτεί.

«Είμαι ηλίθιος, αυτό έγινε» ξεφύσιξε καθώς της άφησε το χέρι.

«Δεν είσαι, όλοι έχουμε δικαίωμα στα λάθη». 

Καταβάθος ήξερε ότι κάτι είχε πάει λάθος με την αποστολή του.

«Ένας Δαίμονας με παγίδευσε, και εγώ σαν πρωτάρης έπεσα στην παγίδα του» είπε σιγανά για να μην τον ακούσει κανένας.

Αυτό ήταν όλο; Γι' αυτό είναι έτσι;

«'Ηταν μία αποτυχία ανάμεσα σε πολλές επιτυχίες. Δεν πρέπει να το αφήνεις να σε αλλοιώνει».

«Πιστεύεις όντως ότι με πείραξε που έχασα;» τα μάτια του φαινόντουσαν χαμένα. «Παραπλανήθηκα, αυτό είναι το πρόβλημά μου. Πίστεψα ότι είμαι ικανός να κάνω τα πάντα. Και ξαφνικά έπεσα, βρέθηκα στον πάτο. Από νικητής έγινα χαμένος».

Δεν έβρισκε τις σωστές λέξεις για να του πει, ίσως να μην υπήρχαν εν τέλει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να τον παρηγορήσει με το βλέμμα της και με το άγγιγμά της στον ώμο του. Και όμως, ήταν αρκετά. Ήταν αρκετά για να βρει την έξοδο, σε μία άβυσσο που μόνος του είχε χαθεί.

«Τυχόν και τον δω μπροστά μου τον παλιοδαίμονα» συχτίρισε.

«Ποιός ήταν;» τον ρώτησε έχοντας περιέργεια να μάθει.

«Ο Έριξ» της απάντησε.

Και η περιέργεια κόπηκε.

Μακάρι να μην είχε γεννηθεί εξαρχής, 

έτσι ώστε να μην είχε θέσει αυτή την ερώτηση.

<3 Alkionides

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro