Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

𝟙𝟚: Γνωστός, εσύ

___________________________________________

Ό,τι είναι πέρα από τις δυνάμεις μας αρχίζει από θήτα: θάλασσα, Θεός, θάνατος...

Ανώνυμος
___________________________________________

"Δεν υπάρχει τίποτα μεγαλύτερο και γηραιότερο από το σύμπαν" είπε κάποια στιγμή ο Στίβεν Χόκινγκ.

Κι ίσως να είχε δίκιο, ίσως και όχι.

Ποια είμαι εγώ να το αμφισβητήσω αράγε.

Καμία, αυτή είμαι καταβάθος.

-Από τί αποτελείται, όμως, το σύμπαν;
-(Σιωπή)

-Υποθέτω ότι πρέπει να απαντήσεις.
-Από αστέρια, πλανήτες και τον Ήλιο.

Σωστά αράγε;

Όλα κινούνται γύρω από τον Ήλιο, σαν να κινεί αυτός τα νήματα, δηλώνοντας ότι είναι ο βασιλιάς του Σύμπαντος.

-Τί είναι ο Ήλιος;
-Είναι ο πιο μεγάλος ουράνιος αστέρας, το φως του αγγίζει και τον πιο μακρινό πλανήτη.

-Και οι πλανήτες; Τι είναι αυτοί;
-Ουράνια σώματα, νομίζω, που κινούνται γύρω από τον Ήλιο.

-Ποιός είναι ο αγαπημένος σου;
-Αγαπημένος μου τι;

-Πλανήτης, αφού για πλανήτες μιλάμε.
-Δεν ξέρω ποιον να διαλέξω.

-Γιατί;
-Γιατί είναι πολλοί.

-Πόσοι είναι;
-Τρείς.

-Ποιοί είναι;
-Ο ουρανός...

-Γιατί; Τον διέκοψα πριν προλάβει να μου πει τους υπόλοιπους.
-Είναι μπλέ.

-Ο άλλος;
-Ο Ποσειδώνας.

-Αυτός γιατί;
-Είναι μπλέ κι αυτός.

-Και τι με αυτό;
-Μου αρέσει το μπλε.

-Γιατί;
-Μου την θυμίζει.

-Ποια;
-Κάποια.

-Ο τρίτος;
-Η γη.

-Κι αυτή για το μπλε;
-Όχι ακριβώς.

-Τότε;
-Αν δεν ήταν η Γη πως θα την γνώριζα;

-Ο Ήλιος σου αρέσει;
-Ναι.

-Γιατί;
-Επειδή της θυμίζει εμένα;

-Τι ακριβώς της θυμίζεις;
-Δεν γνωρίζω.

-Τα αστέρια;
-Τι με τα αστέρια;

-Σου αρέσουν;
-Γιατί με ρωτάς;

-Δεν ξέρω.
-(Σιωπή)

-Νομίζω είναι το κίτρινο που σε θυμίζει.
-Ορίστε;

-Το κίτρινο λέω.
-Το κίτρινο τι;

-Το κίτρινο σου πάει.
-(Σιωπή)
___________________________________

Η ημέρα του προβλεπόταν δύσκολη και κουραστική, καθώς είχε τρεις αποστολές να εκπληρώσει. Ήταν από τους λίγους Δαίμονες που δεν είχε ηττηθεί ποτέ. Όποιος κι αν ήταν ο αντίπαλος του, κατάφερνε να ξεγελάσει τον θνητό που είχε αναλάβει και να τον οδηγήσει στον λάθος δρόμο, κι όλα αυτά χωρίς την παραμικρή δυσκολία.

Η τελειότητά του ήταν και αυτή που τον οδήγησε στην επιτυχία. Από μαθητευόμενος έγινε Δαίμονας και στην συνέχεια Μέντορας, βοηθώντας τους νεοφερμένους. Οι υπόλοιποι Δαίμονες της Ακαδημίας τον σέβονταν, δεν τον ήθελαν για εχθρό. 

Οποιος είχε απέναντί του τον Έριξ, αυτομάτως ήταν ξοφλημένος.

Στόχος του ήταν να κατέβει κι' άλλο. Ήθελε να γίνει Αρχιδαίμονας. Αυτό θα σήμαινε το τέλος του από την ακαδημία. Θα μπορούσε να ζήσει ήρεμος στην κόλαση, χωρίς να τραβολογιέται στην Γη για αποστολές. Για να κατορθώσει κάτι τέτοιο, όμως, θα έπρεπε να δουλέψει πολύ σκληρά, κάτι που ήδη έκανε. 

Ήταν συνεπής στις αποστολές του και δεν σταμάταγε να μελετάει για να γίνει ακόμη χειρότερος.

Ποιος είπε, άραγε, ότι οι Δαίμονες δεν διαβάζουν;

Οι περισσότεροι, όντως δεν διάβαζαν, κι αυτός ήταν ο λόγος για την αποτυχία τους. Ήταν ανίκανοι να το σκεφτούν. Ίσως έφταιγε η τεμπελιά τους.

Οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους ότι πρέπει να έχουν την τεμπελιά, το ψέμα και την σκανταλιά στο αίμα τους. Αυτή, όμως, ήταν η μισή αλήθεια.

Ο Έριξ, ωστόσο, ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να μην αποτύχει. Ατελείωτες ώρες στην βιβλιοθήκη, να μελετάει και να διαβάζει βιβλία του σκότους. 

Για να νικήσεις, όμως, τον αντίπαλο δεν είναι αρκετό αυτό. Πρέπει να ξέρεις πως σκέφτονται οι Άγγελοι, αυτή είναι μία από τις πολυάριθμες συμβουλές που έδινε στους νεοφερμένους εκπαιδευόμενους Δαίμονες. Όσοι ήταν αρκετά έξυπνοι, τον άκουγαν και ακολουθούσαν την συμβουλή του. Όσοι δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά θα έμεναν για πάντα στην Ακαδημία.

Με πιο απλά λόγια, διάβαζε κρυφά και τα βιβλία των Αγγέλων. Καμιά φορά τους παρακολουθούσε κιόλας για να κατανοήσει καλύτερα τον τρόπο, με τον οποίο σκέφτονται και πράττουν. Με αυτόν τον πονηρό, κατά τα άλλα, τρόπο, στις αποστολές ήταν δέκα βήματα πιο μπροστά, ξέροντας τις κινήσεις του αντιπάλου.

Για εκείνον, δεν έιχε κανένα απολύτως νόημα, το γεγονός ότι κάποτε υπήρξε Άγγελος. Ήταν κάτι, που ο ίδιος είχε αφήσει πίσω του. Δεν θυμόταν καν το συναίσθημα του "να είσαι Άγγελος". Οπότε, τα βιβλία των Αγγέλων φαίνονταν να είναι η μόνη λύση.

Μία λύση που είχε γίνει καθημερινότητα. Κρυβόταν πίσω από την τελευταία ραφιέρα και διάβαζε ανενόχλητος. Κανείς δεν σύχναζε εκεί, είτε γιατί τα βιβλία στα τελευταία ράφια ήταν λιγοστά, είτε γιατί ήταν βαρετά. Κάτι που στην συνέχεια φάνηκε να τον ωφελεί. Ήταν το πιο απόκρυφο μέρος της βιβλιοθήκης, μέχρι και το φως του ηλίου ήταν περιορισμένο. Όταν έπεφτε το απόγευμα, το σημείο γινόταν σκοτεινό, καθώς το παράθυρο που υπήρχε στην γωνία, δεν ήταν αρκετό για να φωτίσει τον μικρό, αυτόν, διάδρομο.

Στα χέρια του κρατούσε ένα σύγγραμμα των Αγγέλων.

"Αγγελική αποστολή", γραμμένο από τον Αρχάγγελο Ραφαήλ. 

Ήταν χωμένος και πάλι πίσω από την αγαπημένη του ραφιέρα, έχωντας το βιβλίο ανοιχτό στην σελίδα Εξήντα Δύο (62). Ήταν κάτι σαν εγχειρίδιο για τις μεθόδους πειθούς που θα πρέπει οι Άγγελοι να ακολουθούν πάνω στους θνητούς. 

Ήταν αφηρημένος να διαβάζει για τους κανόνες περί αλήθειας και ψέματος. Τόσο αφηρημένος που δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στους θορύβους από την απέναντι μεριά της ραφιέρας. Του φαινόταν πολύ γελοία η Αγγελική Αρχή περί κανονισμών. Οι Άγγελοι παίζαν πάντοτε δίκαια, πράγμα που λειτουργούσε υπέρ των Δαιμόνων, οι οποίοι δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στους Νόμους. Ο Έριξ, βέβαια, δεν χρειάστηκε ποτέ του να παίξει βρώμικα. 

Ξαφνικά, άκουσε έναν κοντινό θόρυβο. Ανασήκωσε το κεφάλι του ανήσυχος, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν η υποψία των Αγγέλων. 

Η ραφιέρα στην δική του μεριά ήταν άδεια, γι' αυτό τον λόγο, μπορούσε να δει καθαρά, τα βιβλία από την άλλη μεριά να μετακινούνται. Μόνο ένα, όμως, βγήκε από την θέση του ενώ τα υπόλοιπα μείναν ακλόνητα. Ο Έριξ δεν σκέφτηκε ούτε για μία στιγμή να κρυφτεί, αντιθέτως έμεινε κοκαλωμένος στην θέση του.

Το βιβλίο, τελικά, αποχωρίστηκε τα υπόλοιπα, δημιουργώντας μία ορθογώνια τρύπα. Ήταν αρκετά μεγάλη για να χωρέσει το φως από τον διπλανό διάδρομο. Το πρόσωπό του φωτίστηκε και ένιωσε μία θέρμη να αγκαλιάζει το πρόσωπό του. Η όμορφη αίσθηση τον παρέσυρε, κάνοντας τον να ξεχνάει την αιτία αυτής. Σήκωσε το βλέμμα του, μόνο για να δει ένα αγγελικά πλασμένο πρόσωπο. 

Ήταν εκείνη.

Ι Ο Λ Η

Ένα πέρασμα φτιαγμένο από βιβλία,
βιβλία φτιαγμένα από σελίδες,
σελίδες γεμάτες με φράσεις,
φράσεις γεμάτες νόημα. 

Το νόημα βρισκόταν στα χέρια της,
Αγάπα το κίτρινο,
Μόνο που εκείνος δεν ήξερε τι κρατά.

Ήταν ευδιάκριτο, το χαμόγελο που στόλιζε το πρόσωπό της. Χαμογελούσε στο βιβλίο που μόλις βρήκε. Του φάνηκε τόσο όμορφη και τόσο αθώα ταυτόχρονα. Πρώτη φορά έβλεπε κάποιον να είναι τόσο χαρούμενος για ένα βιβλίο. 

Η Ιόλη δεν είχε αντιληφθεί ακόμη την παρουσία του, αλλά τα μάτια της έλαμπαν πριν τα δικά του. Ο ήλιος διαπερνούσε το παράθυρο και έπεφτε πάνω στα ξανθά της μαλλιά, κάνοντας τα να φαίνονται πιο φωτεινά από ότι είναι ήδη. Η εικόνα της ταξίδευε μέσα από το πέρασμα και εισχωρούσε στα μάτια του.

Στραβοκατάπιε το σάλιο του στο θέαμα αυτό και ένιωσε σαν να ακούστηκε αυτή η πράξη, παραπάνω από όσο θα έπρεπε. Γιατί, μόνο τότε, εκείνη ύψωσε το κεφάλι της σε ευθεία κατεύθυνση και τον είδε. 

Το πρώτο πράγμα που είδε είναι ένα ζευγάρι ματιών, να την κοιτά επίμονα. Ένα ζευγάρι από κίτρινες ίριδες. Η αναπνοή της σταμάτησε και το αίμα της πάγωσε. Το χαμόγελο σβήστηκε από τα χείλια της και το βλέμμα της έγινε χαμένο. Ένιωθε την βιβλιοθήκη να μικραίνει και να την πνίγει.

Δεν ήξερε αν για την τωρινή της αδιαθεσία ευθυνόταν η τρομάρα που πήρε όταν τον είδε μπροστά της ή η κρυφή της επιθυμία.

Από τον λήθαργο την έβγαλε η φωνή του, που για πρώτη φορά άκουγε να της απευθύνεται. 

«Μην πεις σε κανέναν ότι με είδες εδώ» της είπε, σχεδόν παρακλητικά. Υπήρχαν τόσα πολλά πράγματα που θα μπορούσε να της πει, αλλά κάτι τον εμπόδιζε.

Εκείνη, με την σειρά της, κατέβηκε από την σκάλα και με σταθερά βήματα κατευθύνθηκε προς το πίσω μέρος της βιβλιοθήκης, εκεί όπου ο Δαίμονας είχε την τάση να κρύβεται. Όταν έφτασε, τον είδε να αιωρείται στα μεσαία ράφια κρατώντας ένα αγγελικό βιβλίο. 

Μα καλά, τί κάνει;

Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Το θέαμα την άφησε άναυδη, ένας Δαίμονας να διαβάζει αγγελικά συγγράμματα. 

«Μην μιλάς δυνατά» της είπε καθώς προγειωνόταν στο μαρμάρινο δάπεδο. Πλέον στεκόταν απεναντί της, με τα μάτια του κολλημένα στα δικό της. 

Έβλεπε κάτι περίεργο πάνω της, την πιο ήρεμη θάλασσα, κάπου στο Αιγαίο ίσως. Ή και στο Ιόνιο Πέλαγος.

«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε αρπάζοντας το βιβλίο από τα χέρια του για να μπορέσει να διαβάσει τον τίτλο.

Εκείνος δεν μιλούσε, ήταν σιωπηλός μπροστά της.

«Όντως τώρα; Αγγελική αποστολή;» τον ρώτησε πάλι και μόνο τότε τον κοίταξε και η θάλασσα έγινε άγρια, σαν να ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα. 

Δεν χρειαζόταν, όμως, την απάντησή του. 'Ηξερε ήδη τι έκανε. 

Η θάλασσα ηρέμησε, λιακάδα βγήκε πάλι και ο ήλιος βασίλεψε.

«Ορίστε» του είπε και του έδωσε πίσω το βιβλίο που διάβαζε προ ολίγου.

«Ευχαριστώ!» της απάντησε και γούρλωσε τα μάτια του σοκαρισμένος από την κίνησή της.

«Αυτό πρέπει να μείνει μεταξύ μας» συνέχισε να της λέει, θέλοντας να σιγουρέψει την εχεμύθεια της. Κάτι που η ίδια δεν ήξερε αν θα τηρούσε, παρόλο που του έγνεψε θετικά.

«Έριξ».

«Ορίστε;» τον ρώτησε απορημένη, μην καταλαβάινοντας ότι επιτέλους ήξερε το όνομά του.

«Με λένε Έριξ» της έδωσε το χέρι του ως ένδειξη φιλικής διάθεσης και εκείνη ανταπέδωσε στην χειραψία του.

«Ιόλη» του απάντησε. Ο Έριξ, όμως, το ήξερε ήδη. Κι' ομως, έκανε σαν να μην το είχε ξανά ακούσει.

Το κεφάλι του έσκυψε ασυναίσθητα και η ματιά του έπεσε πάνω στο δικό της βιβλίο αυτή την φορά. 

«Αγάπα το κίτρινο» είπε ψιθυριστά διαβάζοντας τον τίτλου του βιβλίου με το κίτρινο εξώφυλλο.

Τρεις λέξεις που έκαναν την Ιόλη να ανατριχιάσει.

Το κίτρινο, σκεφτόταν ενώ τα μάτια της κοιτούσαν τα δικά του. Κίτρινο είχαν τα μάτια του και τα έκαναν να ξεχωρίζουν από όλα τα υπόλοιπα. Ίσως είχε μπροστά της, τις πιο συγκλονιστικές ίριδες που είχε δει ποτέ της.

«Άνοιξέ το στην σελίδα είκοσι εφτά» της είπε και τα χέρια της μηχανικά ξεφύλλισαν τις σελίδες, ώσπου να δει τον αριθμό 27.

Ήταν ένα μικρό ποίημα των 13 σειρών, γραμμένο με πλάγια γράμματα. Και βλέποντας το ξεκίνησε να το διαβάζει από μέσα της.

"Το κίτρινο,
φτιαγμένο από κόκκινο και πράσινο..."

«Απέξω», την διέταξε και τον κοίταξε με απορία.

Κοίταξε τριγύρω της για να σιγουρευτεί ότι δεν υπάρχει κανένας τριγύρω της.

«Το κίτρινο,
φτιαγμένο από κόκκινο και πράσινο.
Κι' εγώ, ο φτωχός, που νόμιζα ότι δεν μπορώ να φτιάξω κίτρινο,
μα πως τόλμησαν να μας πουν τέτοιο ψέμα.
Ίσως είναι πολύτιμο για δαύτους,
κι όταν κάτι είναι πολύτιμο το κρύβεις από την ανθρωπότητα.
Δεν θες να το δει κανένας άλλος, νιώθεις την ανάγκη να το προστατεύσεις.
Τι πιο πολύτιμο από το κίτρινο;
Το χρώμα του ήλιου και του λεμονιού.
Το πιο όμορφο ηλιοτρόπιο και το πιο γευστικό μέλι.
Εμένα το κίτρινο μου θυμίζει ελπίδα, χαρά και αισιοδοξία.
Αν δεν το προστατεύσεις, όμως, μετατρέπεται σε δειλία και σε πλάνη.
Τώρα καταλαβαίνω, για πρώτη φορά, αυτό το φριχτό ψέμα».

Και η σελίδα έφτασε στο τέλος της και η επόμενη θα έπρεπε να έρθει. Το μελάνι είχε εξαφανιστεί αλλά το βλέμμα της έμενε κολλημένο πάνω σε αυτή την μίζερη σελίδα. 

«Μαλακίες» του είπε αλλά βαθιά μέσα της πίστευε αυτά που διάβαζε. Ίσως, το ποίημα αυτό να έκανε την καρδιά της να χάσει ένα χτύπο. Ένα χτύπο, που ποτέ δεν θα ξανά έβρισκε.

«Μπορεί, μπορεί και όχι» της απάντησε έχοντας στο πρόσωπό του ένα στραβό χαμόγελο.

«Θα τα πούμε, έχω αποστολή. Καλή επιλογή βιβλίου» συνέχιζε να της λέει χτυπώντας της τον ώμο. Δεν πρόλαβε να του απαντήσει. Μόνο έμεινε να κοιτάζει το κενό. 

Έφταιγε το βιβλίο, άραγε, για τον χτύπο που έχασε ή ο Έριξ;
__________________________________________
Ήταν, πλέον, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Την ακαδημία είχε αποχαιρετήσει ο ήλιος, αφήνοντας ένα μαύρο πέπλο να πέσει πάνω της. Το φως από το λαμπατέρ δίπλα της, την βοηθούσε να διακρίνει τις αποτυπωμένες λέξεις του χαρτιού. 

Την είχε λούσει η ανυπομονησία, ήθελε απελπισμένα να διαβάσει τον λόγο που αυτό το βιβλίο την είχε τραβήξει πάνω του, σαν μαγνήτης. 

Τα μπλε της μάτια ήταν κολλημένα πάνω στο χαρτί που κράταγε μπροστά της.
Διάβαζε ευλαβικά κάθε λέξη, κάθε φράση.
Σελίδα με την σελίδα. 
Τα ποιήματα του βιβλίου την έκαναν να ταξιδέψει κάπου αλλού.
Κάπου μακριά.
__________________________________________
Αγάπα το κίτρινο (Σελίδα 43)

Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ,
κάνω μία ιεροτελεστία.
Κλείνω τα μάτια μου και 
φαντάζομαι πως ταξιδεύω σε μέρη μαγικά.
Βλέπω δέντρα, λουλούδια και ζώα 
βγαλμένα από άλλους κόσμους,
αλλόκοτους, όχι σαν τον δικό μας.
Βλέπω το σύμπαν και τα αστέρια.
Ονειρεύομαι ότι μπορώ να τα πιάσω,
γίνονται δικά μου.
Με χαρά επανέρχομαι πίσω σε σένα,
για να στα προσφέρω.
Μόνο που εσύ δεν είσαι εκεί,
Έχεις χαθεί.
__________________________________________
Αγάπα το κίτρινο (Σελίδα 57)

Μετά τον ουρανό, τί έρχεται;
Τα σύννεφα.
Και μετά η θάλασσα.
Αχ, αυτή η θάλασσα, 
που πιο ωραία δεν έχω ξαναδεί.
Όταν αγγίξω τα γεράματα,
και ζυγώνει η ώρα μου.
Ένα πράγμα ποθώ.
Ένα σπιτάκι, με θέα στο Αιγαίο.
Να κάθομαι και να αγναντεύω,
Να θυμάμαι τα όνειρα που έκανα,
Να θυμάμαι τα μάτια σου.
Αυτή την εικόνα θέλω να πάρω μαζί μου όταν φύγω.
__________________________________________
Αγάπα το κίτρινο (Σελίδα 66)

Ένα μικρό σπουργιτάκι,
τι όμορφα που τιτιβίζει.
Μου θυμίζει εσένα, 
την φωνή και το τραγούδι σου.
Μικρά βηματάκια κάνει για να φτάσει ένα μικρό σποράκι.
Και με χάρη να τον καταβροχθίσει.
Δεν ξέρω αν είναι θηλυκό ή αρσενικό,
αλλά το ονόμασα χιονούλα, 
γιατί σε θύμισε.
__________________________________________
Αγάπα το κίτρινο (Σελίδα 78)

Μία χαλαρή Κυριακή,
Ο σκύλος λιάζεται, ξαπλωμένος στο γρασίδι.
Εγώ, να τον χαζεύω από το παράθυρο, 
καθώς ο ήλιος πέφτει πάνω μου.
Ο ήλιος, που τόσο αγαπώ, γιατί τόσο σε θυμίζει.
Όλα σε θυμίζουν.
__________________________________________

Μπλε και κίτρινο,
ένας αρμονικός και συνάμα χαώδης συνδυασμός.

Το φωτεινό και το σκοτεινό μαζί. 
Η μέρα και η νύχτα,
ο ήλιος και το φεγγάρι.

Αυτό ήταν το μόνο που σκεφτόταν, το μόνο που είχε καταλάβει.
Το βιβλίο περιέγραφε μία τραγική αντίθεση.
Τα αντώνυμα έλκονται και τα συνώνυμα απωθούνται.

Τα συν της και τα πλήν του.
__________________________________________

Την ίδια στιγμή ο Έριξ μπήκε στο δωμάτιο του, μέσα στο οποίο βρήκε τον φίλο του.

Ο Όσκαρ ήταν φανερά εκνευρισμένος, το βλέμμα του ήταν σκυθρωπό και το στόμα του σφιγμένο. Υπέθεσε ότι δάγκωνε τα χείλη του από τον θυμό του. 

Ο Δαίμονας με τα κίτρινα μάτια κοίταξε με περιέργεια τον φίλο του, θέλοντας να μάθει τον υπαίτιο λόγο.

«Δεν φοβάσαι;» τον ρώτησε ο Όσκαρ, όπως στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου, έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα.

Ήταν εξοργισμένος με τον φίλο του. Ανέκαθεν τον θαύμαζε για την πονηριά, την αταξία και το χάος που προκαλούσε. Δεν λογάριαζε τρίτους, πόσο μάλλον Αγγέλους. Η ένοχη απόλαυσή του ήταν να ανακατεύει καταστάσεις και να κατατροπωνει τους αντιπάλους του.
Ήταν το πρότυπο του, ο δαίμονας στον οποίο ήθελε να μοιάσει. Και ξαφνικά, σαν κάτι να έχει αλλάξει μέσα του, σαν να έχει μαλακώσει χωρίς λόγο.

«Τι να φοβηθώ ακριβώς;» ερώτηση στην ερώτηση, αυτό ήταν που έκανε τον Όσκαρ να απευδήσει. Ο θυμός του, όσο πήγαινε, τόσο μεγάλωνε.

«Με περνάς για ηλίθιο;» το ερώτημα ήταν απλό, γι' αυτό τον λόγο περίμενε μια ξεκάθαρη απάντηση. Ήταν κάτι, όμως, που δεν έβλεπε να έρχεται.
«Εχω καταλάβει τι παίζει Έριξ, σας είδα στην Μάζωξη και μετά στην βιβλιοθήκη» συνέχισε να λεει στον φίλο του, προσπαθώντας να τον συνετίσει και να τον πάρει με το καλό.

«Δεν καταλαβαίνω».

Σταγόνα με την σταγόνα και το ποτήρι του είχε ξεχειλίσει. Τα μάτια του έγιναν κόκκινα και από τα αυτιά και την μύτη του έβγαιναν φωτιές. Δεν ήταν οι βλακείες του φίλου του, που τον εξόργιζαν και τον έβγαζαν εκτός εαυτού. Αλλά το γεγονός ότι επιλεκτικά τον κορόιδευε και τον έβγαζε για τρελό.

«Έριξ, σε είδα πως κοιτούσες τον χαζοάγγελο. Σαν μαλάκας την κοιτούσες». Πλέον η απόσταση ανάμεσα τους ήταν απειλητική, καθώς ο Όσκαρ από τα νεύρα του είχε κάνει κάποια βήματα εμπρός.

«Ποιόν άγγελο;».

Είχε πέσει και η τελευταία σταγόνα και το ποτήρι πλέον, όχι απλά είχε ξεχειλίσει, αλλά είχε υπερχειλίσει. Τα χέρια του Όσκαρ σηκώθηκαν και έφτασαν στον γιακά του πουκαμίσου του Έριξ. Τον άρπαξε με δύναμη και τον έφερε πιο κοντά του.

«Ξέρεις τι θα γίνει αν σε ανακαλύψουν μαλακά;» ήθελε πίσω το παλιό καλό του φιλαράκι και θα έκανε τα πάντα για να τον ξυπνήσει από αυτό τον μικρό λήθαργο.

«Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς» είπε ως απάντηση ο Έριξ και μια δυνατή μπουνιά προσγειώθηκε στο πρόσωπο του. Ένας οξύς πόνος απλώθηκε στο μάγουλό του, ο οποίος μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα έσβησε.

«Δεν θα σε αφήσω να καταστραφείς για ένα μυξιάρικο» του είπε και η δεύτερη μπουνιά έφτασε στο ίδιο μάγουλο.

«Ξέρεις τι θα πάθεις αν σε καταλάβουν; Θα την γαμήσεις» το ύφος του ήταν προειδοποιητικό. Ο Έριξ μπορούσε να καταλάβει ότι πίσω από όλη αυτή τη βία, βρισκόταν η φιλική του ανησυχία.

 Ο Όσκαρ, πάντα, εξέφραζε με έναν περίεργο τρόπο την αγάπη του.

«Σύνελθε ρε, ξυπνά» είπε προσπαθώντας να βγάλει έστω μια λέξη από τον Έριξ, αλλά το μόνο που πήρε ήταν ενα γελάκι.

«Είναι μεγάλη η αιωνιότητα Έριξ, πόσο μάλλον για να την περάσεις φυλακισμένος» είπε και μία τρίτη μπουνιά έφυγε από το χέρι του και έφτασε στο μάτι του Έριξ, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στα γόνατά του.

Ο Όσκαρ έπεσε στο ύψος του και τον ξανά έπιασε από τον γιακά.

«Είναι επικίνδυνο αυτό που πας να κάνεις, μπορεί να έχεις όποια θέλεις αλλά όχι αυτή».

Και είχε δίκιο, ήταν επικίνδυνη. Θα μπορούσε να χάσει την θέση του εξαιτίας της. 

Δεν μπορούσε να καταλάβει, ωστόσο, τι ήταν αυτό που τον τραβούσε πάνω της. Τόσες πολλές συμπτώσεις, μαζεμένες, η μία μετά την άλλη. 

Πρώτα, η Θεία Κρίση της, εκείνη την ημέρα είχε νιώσει κάτι κοινό να τους ενώνει.

Μετά, η μέρα που την είδε στην κόλαση. Η μέρα που έμαθε το όνομά της.

Ύστερα, η μάζωξη. Περίμενε πως και πως να ανέβει στην Ακαδημία, μόνο για να την δει.

Τώρα, η βιβλιοθήκη. Βρέθηκαν την ίδια στιγμή, στο ίδιο σημείο.

Με τις σκέψεις αυτές, έκλεισε τα μάτια του. 

«Έχεις δίκιο», είπε στον Όσκαρ και ένιωσε το κράτημά του να χαλαρώνει.
«Ό,τι κι αν ήταν, έχει τελειώσει» συνέχισε και άνοιξε τα βλέφαρά του.

Το σκοτεινό του βλέμμα είχε επιστρέψει και ένα πονηρό χαμόγελο θριάμβευσε. Ο Όσκαρ δεν χρειάστηκε καμία απόδειξη, είχε καταλάβει ήδη.

Ο Δαίμονας είχε καταφέρει να βρει τον κακό του εαυτό, αυτόν που δεν θα έπρεπε να είχε χάσει εξ' αρχής.
___________________________________________
Το κίτρινο είχε εξαφανιστεί, έγινε ένα σκούρο καφέ.
Το πιο άσχημο καφέ που είχε γεννήσει ποτέ η Γη. 

Η ήλιος έσβησε, μία για πάντα. Άφησε τα πάντα να παγώσουν.

Τα αστέρια του έπεσαν και ό,τι ελπίδα κι αν υπήρχε ναυάγησε.

Ναυάγησε στην φωτεινή της θάλασσα,

χωρίς λόγο, καθώς τρικυμία δεν υπήρχε.
___________________________________________

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro