𝟙𝟙: Ανώνυμος, εγώ
___________________________________________
Χωρίς αυτοσεβασμό,
δεν έχεις αυτοπεποίθηση,
χωρίς αυτοπεποίθηση,
δεν έχεις ταυτότητα και χωρίς ταυτότητα,
δεν έχεις στυλ.
Kenneth Tynan, 1927-1980
___________________________________________
Μικρές μπλε κεχριμπαρένιες χάντρες τα μάτια της, ενωμένες με μια πολύτιμη μεταξωτή κλωστή. Θύμιζε ένα από τα πιο ακριβά κομπολόγια.
Ένας ατελείωτος ξανθός καταρράκτης ξεκινά από το κεφάλι της και καταλήγει στους γλουτούς της, κρύβοντας ότι πρέπει να κρυφτεί.
Σαν μούσα έμοιαζε, κάθε ποιητής και ζωγράφος θα την ήθελε για έμπνευση.
Ο τόνος των μαλλιών της ήταν μεταξύ του ηλιοτρόπιοου και του λεμονιού. Στην ρίζα της κεφαλής της, κάποιες τούφες ήταν πιο ανοιχτές, οριακά άσπες, λόγω της έκθεσης στον ήλιο.
Στο πρόσωπό της κρύβονταν τα αστέρια, τα ματάκια της έλαμπαν, ενώ το χαμόγελό της άστραφτε.
Του χαμογελούσε και άκουγε μία μουσική να παίζει. Το μόνο που ηχούσε στα αυτιά του ήταν μία γλυκιά μελωδία από πιάνο.
Η Λίμνη των Κύκνων,
ένα έργο του Τσαϊκόφκσι,
ένα παραμύθι,
μία όμορφη γυναίκα μεταμορφωμένη σε κύκνο.
Ο πιο όμορφος κύκνος που γεννήθηκε ποτέ στον κόσμο αυτό.
Μόνο ένας αληθινός έρωτας μπορεί να λύσει την κατάρα του μάγου.
Αυτό θα πει ευτυχία, να έχεις τον πιο όμορφο κύκνο μπροστά σου.
Μόνο χαρά και χάρη θα μπορούσε να νιώσει.
Κι' ο λόγος ήταν εκείνη, ο κύκνος του.
Ο κύκνος του Τσαϊκόφκσι.
Αυτή ήταν, η Ιόλη.
Με τις μπλε χάντρες για μάτια, τον ξανθό χείμαρρο για μαλλιά και τον ήλιο για χαμόγελο.
_______________________________
Ι Ο Λ Η.
Έλεγε και ξανά έλεγε από μέσα του
Κάθε γράμμα στο όνομά της είχε κάποιο νόημα ή κάποιο λόγο που υπήρχε, τουλάχιστον για εκείνον.
Ιδιαίτερη και μοναδική για το "Γιώτα", δεν είχε δει ξανά κάτι ή κάποιον παρόμοιο με εκείνη.
Ομορφιά για το "Όμικρον", μία ομορφιά που προκαλούσε οδύνη και πόνο, γιατί δεν μπορούσες να την ακουμπήσεις. Όσο κι αν τέντωνε τα δάχτυλά του, του φαινόταν ακατόρθωτο. Δεν θα ήταν ποτέ του αρκετά καλός για να την φτάσει.
Ήλιος για το "Ήτα", ένας ήλιος τόσο δυνατός, όσο κανένας άλλος. Σε άλλους πλανήτες υπάρχουν δύο και τρία ηλιακά σώματα. Όλα τα αστέρια και οι ήλιοι του κόσμου δεν ήταν αρκετά φωτεινοί για να την ξεπεράσουν.
Που πήγε το "Λάμδα" όμως;
"Λάμδα" σημαίνει λάθος, το μεγαλύτερό του λάθος. Ένα σφάλμα που δεν μπορούσε να αποτρέψει ή να σταματήσει με κάποιον τρόπο. Ήταν ήδη πολύ αργά.
Το σώμα του έκανε κινήσεις που ο ίδιος δεν ενέκρινε, το στόμα του άνοιγε και σχημάτιζε λέξεις που δεν είχε σκοπό να πει. Όσο για το μυαλό του, έκανε σκέψεις που ο ίδιος δεν ήθελε να σκέφτεται. Ανήμπορος να αντισταθεί σε εκέινη, στο χαμόγελό της, στην φωνή της και στην ακαταμάχητη ομορφιά της.
Σαν κάποιος να είχε κλέψει την κλωστή από το όμορφο κομπολόι και να τους είχε ενώσει με δύο κόμπους. Από την μία μεριά η Ιόλη και από την άλλη εκείνος.
Και για όσο καιρό θα έμεναν δεμένοι, δεν θα μπορούσαν να πετάξουν μακριά. Ο ένας θα γύρναγε πίσω στον άλλο για να βρει το οξυγόνο του και την ανάσα του. Για να ξαποστάσουν.
Γιατί όση προσπάθεια και να εναπόθεταν, το σχοινί δεν θα κοβόταν ποτέ και οι κόμποι ήταν αρκετά γεροί για να λυθούν.
Πόσο άδικο ήταν αυτό; Να καθορίζει κάποιος άλλος ποιο θα είναι το πεπρωμένο σου.
Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να την βγάλει από την σκέψη του. Πόσο μάλλον τώρα, που βρίσκονταν στον ίδιο χώρο.
Δέκα βήματα μακριά, ήταν η απόστασή του από εκείνη.
Ποιος ξέρει τώρα τι να σκέφτεται;
Στην πραγματικότητα, έκανε παρόμοιες σκέψεις, τις οποίες με μεγάλο αγώνα συγκρατούσε.
Έχεις ένας στόχο, να ανέλθεις, θύμιζε και ξανά θύμιζε στον εαυτό της.
Η κλωστή, όμως, τεντωνόταν και δεν μπορούσε να πάει παραπέρα. Μέχρι εκεί έφτανε η σκέψη της και διέταζε το κορμί της να γυρίσει πίσω.
Γυρνώντας το σώμα της 180 μοίρες, τον είδε να στέκεται μπροστά της. Το βλέμμα του ήταν περίεργο, δεν μπορούσε να το μεταφράσει στην γλώσσα της. Το σώμα του έμοιαζε περισσότερο με άδειο κουφάρι, που περίμενε κάτι να τον γεμίσει και να του δώσει νόημα. Να του δώσει, έστω, τον ελάχιστο λόγο για να περιμένει με ανυπομονησία το αύριο και να μην μπορεί να κοιμηθεί το βράδυ από την αγωνία του. Αλλά, αυτές του τις σκέψεις, ήταν ανίκανος να τις εκφράσει.
Η δική της ματιά έκρυβε μία σκανδαλώδης σπίθα, αποκαλύπτοντας ότι θέλει να γνωρίσει το άγνωστο και να αποχαιρετήσει το γνωστό, το δεδομένο, το ασφαλές. Χαστούκισε εγκεφαλικά τον εαυτό της, ως τιμωρία για τις άτακτες σκέψεις της. Δεν θα σταματούσε ποτέ να αυτομαστιγώνεται.
Τα πόδια του, άξαφνα, σαν να πήραν φωτιά. Δεν θα έμενε άλλο πια ακίνητος και άπραγος. Έπρεπε να την γνωρίσει. Υποσχέθηκε σιωπηλά στον εαυτό του να μείνει μόνο εκεί, στην γνωριμία. Μία υπόσχεση που δεν ήταν σίγουρος αν θα κρατούσε.
Αργά και σταθερά βήματα, χωρίς να αποχωριστούν τα βλέμματά τους. Εκείνη ακούνητη και στάσιμη εμπρός του. Το μέσα της έβραζε, την έκαιγε ακόμη περισσότερο ότι αργούσε να βρεθεί απέναντί της. Σαν να το έκανε επίτηδες για να την βασανίσει. Την εσωτερική της καύση σκέπαζε ένα ήρεμο και υπομονετικό περίβλημα. Δεν ήθελε να του δώσει την ικανοποίηση της ανυπομονησίας της.
Κρατούσε την ψυχή της στα χέρια του, και σαν να ήταν κομπολόι έπαιζε. Οι μπλε χάντρες έβγαζαν έναν ωραίο ήχο, καθώς συγκρούονταν η μία με την άλλη. Ήταν ο πιο απολαυστικός ήχος που είχε τολμήσει, ποτέ του, να ακούσει. Εκείνος της καρδιάς της.
Είχαν περάσει πέντε βασανιστικά δευτερόλεπτα. Πιο πολύ, όμως, έμοιαζαν με πέντε ατελείωτες ζωές. Πέντε ζωές είχαν περάσει, που αυτός προσπαθούσε να την φτάσει, τρέχοντας από πίσω της. Το παιχνίδι του χρόνου, ωστόσο, είναι βρώμικο.
Μία ζωή ισούται με εκατό χρόνια, έναν αιώνα δηλαδή.
Πέντε ζωές, με πόσο;
Η απάντηση είναι απλά μαθηματικά, μέθοδος των τριών.
Πέντε αιώνες, πεντακόσια χρόνια μακριά της. Γιατί στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η απουσία της.
Μία ανθρώπινη ζωή και άλλες τέσσερις αθάνατες.
Πλέον, όμως, την είχε εμπρός του, την αντίκριζε. Μπορούσε να την αγγίξει. Σήκωσε το χέρι του και με τα δάχτυλά του, ίσα που ακούμπησε το δέρμα στο μπράτσο της. Το μόνο που ήθελε ήταν να βεβαιωθεί ότι ήταν αληθινή. Κι' όμως, αυτή την φορά ήταν.
Με σάρκα και οστά έστεκε μπροστά του.
Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, μικρά σωματίδια προκαλούσαν τσιμπιές στα δέρματά τους, κάνοντάς τους να ανατριχιάσουν. Μια ανατριχίλα που ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει.
Τι είναι αυτό που με τραβάει πάνω σου Ιόλη;
Τι το ξεχωριστό με εσένα;
Πέντε ζωές είχαν περάσει, λοιπόν, και ένιωθε σαν μόλις να γεννήθηκε.
____________________________________
«Λοιπόν, θέλω την προσοχή σας», είπε ο Φαίδων, ένας από τους καθηγητές των δαιμόνων, χτυπώντας δυνατά τις παλάμες του. Όλοι οι μαθητές γύρισαν και τον κοίταξαν, όχι από σεβασμό, αλλά επειδή τους ενοχλούσε με τον θόρυβο που προκαλούσε.
«Έχουμε και λέμε, γιατί αν δεν είχαμε δεν θα λέγαμε» συνέχισε να λεει και το κρύο του αστείο επέφερε την απόλυτη σιωπή. Μέσα σε δύο, μόλις, δευτερόλεπτα είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα περίεργο και άβολο κλίμα, αφού ήταν και ο μοναδικός που γέλασε με το χιούμορ του.
«Λοιπόν, οι νεοφερμένοι χωριστείτε σε ομάδες. Στα δεξιά μου οι Άγγελοι και στα αριστερά οι Δαίμονες», για καλή τους τύχη, ο Χένρι είχε αντιληφθεί την ηλιθιότητα του Δαίμονα και αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Ο άγνωστος δαίμονας όμως, δεν ήταν χαρούμενος γι' αυτή την διακοπή καθώς έβλεπε την Ιόλη να απομακρύνεται και να κατευθύνεται προς τον καθηγητή της. Είχε χάσει την ευκαιρία του να της μιλήσει και να την μάθει. Ίσως ήταν για το καλύτερο όλων τους.
Την ίδια δυσανασχέτεια έδειχνε και εκείνη, δεν ζητούσε πολλά. Το μόνο που ήθελε ήταν να μάθει το όνομά του. Είχε, ήδη, μετανιώσει που δεν το έκανε νωρίτερα.
Πλέον ήταν αργά, βρισκόταν ήδη στο πλευρό του καθηγητή της. Δίπλα της βρισκόταν και ο Καθηγητής Υάκινθος. Δεν τον ήξερε προσωπικά αλλά τον θαύμαζε, φαινόταν υπομονετικός και καλόκαρδος. Ίσως της θύμιζε κομμάτια από τον χαμένο πατέρα της. Κομμάτια από την πατρική φιγούρα, που τόσο της έλειπε.
«Αύριο, στις 8 το πρωί θα πρέπει να βρίσκεστε εδώ. Θα σας ενημερώσουμε για το πρόγραμμα σπουδών σας και τα μαθήματά σας. Θα βρίσκεστε σε διαφορετικές αίθουσες Άγγελοι και Δαίμονες, αλλά θα διδαχθείτε το έργο της αποστολής σας». Ο Χένρι φαινόταν αυστηρός όταν κοιτούσε τους Αγγέλους και υποτιμητικός όταν αναφερόταν στους Δαίμονες. Η Ιόλη μπορούσε να καταλάβει τον λόγο, κι ας τον θεωρούσε άδικο.
____________________________
Οι ώρες περνούσαν ευχάριστα, στον Κήπο της Ακαδημίας τόσο για εκείνη, όσο και για τους υπόλοιπους. Η μουσική είχε ηρεμήσει και οι συζητήσεις ήταν πολλές αλλά όχι και τόσο ενδιαφέρουσες. Είχε γνωρίσει δύο νέους Αγγέλους, την Δάφνη και τον Ίων. Και οι δύο ήταν νεοφερμένοι, όπως και η ίδια. Εδώ και δύο ώρες της μιλούσαν για φτερά και για θανάτους.
Η Δάφνη τους είχε εξηγήσει ήδη τέσσερις φορές πως είχε βρεθεί στην Ακαδημία, στραβοκατάπιε ένα κουκούτσι και πέθανε.
Αν ξανά ακούσω άλλη μία φορά αυτή την ιστορία θα μου πέσουν τα φτερά, είπε στο εαυτό της από την απελπισία της.
Δεν θα μπορούσε ποτέ να συνυπάρξει μαζί της, της φαινόταν τόσο εγωκεντρική και εγωπαθής. Καταβάθος απορούσε για την παρουσία της ως Άγγελος.
Από την άλλη, ο Ίων ήταν το άκρως αντίθετο. Καλός, ευγενικός και τρομερά συμπαθητικός
...
Έκείνος όμως ήταν χαμένος από το οπτικό της πεδίο. Έπιασε τον εαυτό της να τον ψάχνει με τα ματιά της, αλλά μόλις συνειδητοποίησε τις σκέψεις της, μάλωσε το ασυνείδητό της.
...
«Μου πήρε δύο ολόκληρες μέρες για να μάθω να τα χρησιμοποιώ, και εξακολουθώ να κάνω λάθη», είπε η Δάφνη με την απογοήτευση να πλημμυρίζει το πρόσωπό της. Με το άκουσμα των λέξεων αυτών, η Ιόλη βγήκε έκτος σκέψεων και εκτός εαυτου. Της ήταν αδύνατο να μείνει περεταίρω εκεί.
«Μην ανυσηχείς κάποια στιγμή θα γίνεις τέλεια», ο καινούργιος της φίλος προσπαθούσε να την καθυσηχάσει. Άλλωστε, δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Είχαν μπροστά τους όλο τον χρόνο του κόσμου για να εξασκηθούν και να γίνουν καλύτεροι.
«Έχεις δίκιο», παραδέχτηκε στον εαυτό της και ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης εμφανίστηκε.
Η Ιόλη κατευθυνόταν προς την Αννελίζ και τους φίλους της, θέλοντας να αποφύγει την άσκοπη συζήτηση.
«Καλώς την» είπε ο Ερμής καθώς την είδε και πέρασε το χέρι του στον ώμο της, κάτι που η Ιόλη δεν θεώρησε καθόλου περίεργο.
«Δεν άντεξες με τα φλωράκια», συνέχισε να λέει και η Ιόλη του χάρισε μία δυνατή αγκωνιά στα πλευρά. Την ενοχλούσε που δεν μπορούσε να μαζέψει την γλώσσα του και γινόταν αγενής. Ούτε εκείνη τρελάθηκε με την καινούργια της παρέα, αλλά αυτό δεν δίνει σε κανέναν το δικαίωμα να τους προσβάλλει.
«Είναι καλά παιδιά» τόνισε εκείνη ως απάντηση. Δεν ήταν σίγουρη ότι το εννοούσε, καθώς μέχρι και ο Ερμής ήταν προτιμότερος για συζήτηση.
«Γι' αυτό έφυγες σκαστή;» δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο, ο τρόπος που μίλαγε ο Ερμής, της φαινόταν πολύ αστείος. Ένα μικρό γέλιο ξέφυγε από τα δόντια της, δίνοντας στην παρέα της την επιβεβαίωση που έψαχνε.
__________________________________
Πλέον βρίσκονταν στο δωμάτιο της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Η Αννελίζ την συνόδεψε έως την πόρτα και ύστερα χάθηκε στο δικό της δωμάτιο. Την έζωνε η περιέργεια να δει πώς είναι ο δικός της χώρος και αν θα ταίριαζε με το στυλ της Αννελίζ.
Η βραδιά ήταν καταπληκτική, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε περάσει τόσο όμορφα. Το μόνο που της έλειπε ήταν το όνομα του.
Ο ανώνυμος Δαίμονας είχε τρυπώσει για τα καλά στις σκέψεις της, στις σκέψεις με τις οποίες έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε στον ύπνο.
Αύριο, όμως, θα μάθω. Πιο πολύ έμοιαζε με υπόσχεση.
___________________________________
Μα καλά, που είμαι; Αναρωτήθηκε κοιτώντας γύρω της.
Βρισκόταν σε ένα περίεργο μέρος που δεν είχε ξαναδεί. Ήταν σχετικά σκοτεινό, μόνο ένα παράθυρο φώτιζε τον χώρο, το οποίο και πάλι ήταν μικρό συγκριτικά με το δωμάτιο που βρισκόταν.
Έκανε να το πλησιάσει με μικρά και σταθερά βήματα, την φόβιζε το άγνωστο. Όταν έφτασε μπροστά του, άπλωσε το χέρι της και έπιασε το σκουριασμένο σιδερένιο χερούλι που θα άνοιγε το παλιό, αυτό, παράθυρο. Ένας περίεργο ήχος τριξίματος ακούστηκε και ενα δροσερό αεράκι χτύπησε το πρόσωπο της. Ο αέρας που γέμιζε τον χώρο είχε μια δόση από άρωμα τριαντάφυλλου.
Έκλεισε τα μάτια της με σκοπό να απολαύσει το μοναδικό άρωμα που πλημμύριζε τα ρουθούνια της.
Κάτι της φαινόταν περίεργο όμως. Πως είχε βρεθεί εκεί;
Σαν να είχε ξυπνήσει ξαφνικά, με το άνοιγμα των βλεφάρων της.
Άνοιξε τα μάτια της για να ψάξει τον χώρο για στοιχεία.
Είδε έξω από το παράθυρο ενα κτήμα με τριανταφυλλιές.
Τώρα εξηγείται η ευωδία, σκέφτηκε.
Μπροστά της απλώνονταν όλων των ειδών τα χρώματα. Ροζ, κόκκινα και πορτοκάλι τριαντάφυλλα. Μα την καρδιά της είχαν κερδίσει τα κίτρινα. Από μικρό κοριτσάκι θυμάται τα κίτρινα τριαντάφυλλα να την έλκουν περισσότερο. Πότε της δεν κατάλαβε αν ήταν το χρωμα ή η μυρωδιά τους. Κι αν καμιά φορά τα μυτερά αγκάθια τρυπούσαν τα λεπτεπίλεπτα παιδικά δαχτυλάκια της, δεν στεναχωριοταν, δεν την ένοιαζε, μήτε έκλαιγε. Η ομορφιά του λουλουδιού αυτού, την έκανε να ξεχνάει άγχη, πόνους και στεναχώριες.
Γύρισε το κορμί της για να ελέγξει για ακόμη μια φορά τον χώρο. Ήταν το ίδιο σκοτεινός, μόνο που τώρα υπήρχαν έπιπλα. Δεν ήταν απλά ενας χώρος, αλλά ένα υπνοδωμάτιο. Ένα υπέρδιπλο κρεβάτι, με μαύρα μεταξωτά σεντόνια, καταλάμβανε τον περισσότερο χώρο. Πάνω του υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα μαξιλάρια, επενδεδυμένα με το ίδιο ύφασμα. Στα δεξιά υπήρχε ενα μικρό κομοδίνο με ένα λαμπατέρ πάνω, ήταν πολύ όμοιο με το δικό της. Ασυναίσθητα κατευθύνθηκε προς το φωτιστικό και το άναψε. Τα χρώματα πλέον ήταν πιο καθαρά, και τα έπιπλα πιο ευδιάκριτα.
Το κεφάλι της κοίταξε ψηλά, το ταβάνι και το θέαμα την άφησε άναυδη. Τοιχογραφίες απλώνονταν μπροστά της. Παρόμοιες με εκείνες στο δικό της δωμάτιο, ή με εκείνες στην αίθουσα της Θείας Κρίσης.
Αυτό, ένα πράγμα θα μπορούσε να σημαίνει, το δωμάτιο αυτό ήταν μέρος της Ακαδημίας. Το ερώτημα πλέον ήταν άλλο.
Ποιανού είναι αυτό το δωμάτιο και πως βρέθηκα εδώ;
Το κεφάλι της γύρισε για ακόμη μία φορά προς το παράθυρο. Αυτό που ήθελε να πετύχει είναι να αναγνωρίσει σε πιο μέρος της ακαδημίας βρίσκεται, αλλά το τοπίο δεν της έλεγε τίποτα. Δυστυχώς, η πτέρυγα ήταν άγνωστη για εκείνη.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;», άκουσε μία φωνή από πίσω της και γεμάτη απορία γύρισε το κεφάλι της.
Ένα ζευγάρι ματιών την κοίταζε λες και είδε φάντασμα. Ένα έντονο κίτρινο, τα μάτια του. Το βλέμμα του ήταν γνώριμο.
Ο άγνωστος Δαίμονας ξεκίνησε να την πλησιάζει με ένα βήμα την φορά.
«Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ», του απάντησε ελπίζοντας να μην ζητήσει περεταίρω πληροφορίες, που η ίδια δεν ήξερε να απαντήσει.
Ώστε βρισκόταν στο δωμάτιό του, στην πτέρυγα των Δαιμόνων.
Γι' αυτό δεν μπορούσε να αναγνωρίσει που βρισκόταν, δεν είχε ξανά έρθει προς αυτήν την μεριά της Ακαδημίας, καθώς δεν ήταν φυσιολογικό για τους Αγγέλους να συχνάζουν σε αυτά τα μέρη.
«Δεν πειράζει, καλύτερα να φύγεις πριν σε δουν» είπε και το χέρι του ήρθε να ακουμπήσει το μπράτσο της απαλά, μα πιο πολύ έμοιαζε για χάδι.
Με το πέρασμα ενός κλάσματος του δευτερολέπτου, τα ματόφυλλα της έκλεισαν. Αλλά μέχρι να ξανανοίξουν, η Ιόλη είχε πεταχτεί από το κρεβάτι της και έπαιρνε μία βαθιά ανάσα. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο γρήγορα από την υπερένταση.
Ήταν ένα όνειρο; Ρώτησε το εαυτό της και κοίταξε τριγύρω της για να πάρει την απάντηση που έψαχνε. Βρισκόταν στο κραβάτι της, κάτω από τα μεταξωτά παπλώματα και το σώμα της ήταν ιδρωμένο.
Το ρολόι στον απέναντι τοίχο του δωματίου της έδειχνε ότι η ώρα είναι τέσσερις το χάραμα.
Ήταν όντως ένα απλό όνειρο, ήταν, όμως, και τόσο αληθινό.
Αυτή θα ήταν η απάντηση που θα έδινε στον εαυτό της, μόνο που ήταν πολύ απασχολημένη να σκέφτεται το άγγιγμά του. Ήταν αυτό, που την έβγαλε από τον λήθαργο. Ήταν και αυτό που την βοήθησε να ξανακοιμηθεί, απλά με την σκέψη του.
___________________________________________
Το βράδυ είχε φτάσει στο τέλος του, αφήνοντας την ημέρα να το αντικαταστήσει. Ο ήλιος ήταν καυτός και δυνατός, στέκοντας ψηλά στον ουρανό. Οι Άγγελοι ήταν τυχεροί που δεν μπορούσαν να νιώσουν καμία μορφή φυσικού πόνου, αλλιώς θα δυσφορούσαν για την υψηλή θερμοκρασία.
Η Ιόλη είχε ήδη πληροφορηθεί για το πρόγραμμα των μαθημάτων, τα οποία ξεκινούσαν από αύριο. Για εκείνη ήταν ευκαιρία ξεκούρασης, καθώς είχε θέσει έναν πολύ υψηλό στόχο και δεν αστειευόταν. Ήταν ψυχολογικά έτοιμη να καταθέσει μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, για να καταφέρει αυτό που τόσο επιθυμούσε.
___________________________________________
Η βιβλιοθήκη ήταν για ακόμη μια φορά πολυσύχναστη. Είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι ήταν το αγαπημένο μέρος των Αγγέλων, αλλά και των Δαιμόνων.
Αυτή την φορά ήθελε να διαβάσει κάτι έντονο, κάτι που δεν θα ξεχνούσε ποτέ. Κάτι που θα την κάνει να μείνει ξύπνια το βράδυ, αγωνιώντας για την συνέχεια του μυθιστορήματος. Κάτι που θα την έκαιγε.
Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήξερε σε ποιόν διάδρομο να κατευθυνθεί, καθώς τα βιβλία ήταν ταξινομημένα με βάση την αλφαβητική σειρά των συγγραφέων.
Έτσι, πήρε την απόφαση να τα κοιτάξει όλα και να αρπάξει οποίο της κάνει το κλικ.
Πήρε μία από τις σκάλες που είχαν στην άκρη της βιβλιοθήκης, και αφού την στήριξε στην πρώτη ραφιέρα, ξεκίνησε να σκαρφαλώνει.
Έψαχνε για αρκετή ώρα ανάμεσα σε χιλιάδες βιβλία, κανένας τίτλος, όμως, δεν της άρεσε αρκετά έτσι ώστε να την κάνει να βγάλει το βιβλίο από την θέση του.
Ο χρόνος κυλούσε και οι ραφιέρες τελείωναν. Ήταν πολύ απογοητευμένη από τον εαυτό της, είχε τόσα βιβλία να διαλέξει, κι όμως δεν μπορούσε. Ήταν σίγουρη ότι είχε γίνει θέαμα στους υπόλοιπους μαθητές, να κουβαλάει καθε τρεις και λίγο μία σκάλα.
Πλέον στεκόταν μπροστά στο τελευταίο ράφι, είχε δύο μέτρα απόσταση από το μαρμάρινο δάπεδο της βιβλιοθήκης. Έλεγχε τους τίτλους, έναν προς έναν. Το δάχτυλο της ακουμπούσε απαλά τα πλαϊνά μέρη των εξωφύλλων.
"Η επιλογή σου"
"Οι πεταλούδες στο παράθυρο σου"
"Όμορφη ψυχή"
"Όταν είμαι μαζί σου"
"101: Μάθε να πετάς"
"Οι μεγαλύτεροι Άγγελοι φιλόσοφοι"
"Εύνοια"
Τα βιβλία ατελείωτα, αλλά τίποτα δεν της φώναζε να το διαβάσει.
Μέχρι που το χέρι της ακούμπησε ένα αλλιώτικο βιβλίο, τα μάτια της διάβασαν τον τίτλο και το σώμα της σταμάτησε επιτόπου.
Είχε βρει αυτό που εψαχνε.
"Αγάπα το κίτρινο"
Ο συγγραφέας ανώνυμος.
Με την βοήθεια του δείκτη του μεσαίου και του παράμεσου, έπιασε το βιβλίο καλά και το τράβηξε προς το μέρος της. Έπρεπε να βάλει αρκετή δύναμη για να καταφέρει να το απεγκλωβίσει από το κράτημα τον υπολοίπων βιβλίων. Όταν το έκανε όμως, ένιωσε χαρά.
Είχε στα χέρια της αυτό που έψαχνε, ήξερε ήδη ότι θα είναι καλό. Είχε ένα περίεργο προαίσθημα.
Σαν να είχε γραφτεί για εκείνη, και να περίμενε υπομονετικά το άγγιγμα της και την απόδραση του.
Το χαμόγελο στα χείλη της δεν έλεγε να σβήσει. Με το ίδιο χαμόγελο, σήκωσε το κεφάλι της από το βιβλίο και κοίταξε το κενό που είχε δημιουργήσει η απουσία του.
Κοκκάλωσε όταν αντίκρισε από την τρύπα αυτή, δύο μάτια. Κάποιος βρισκόταν από την άλλη μεριά της ραφιέρας και την κοίταζε επίμονα. Είχε αναγνωρίσει, ήδη, ποιός ήταν κρυμμένος πίσω από τον χάρτινο τοίχο.
Ένας τοίχος φτιαγμένος από βιβλία, χαρτί, λέξεις και μελάνι. Το μελάνι γινόταν όπλο και οι λέξεις ασπίδα. Μια ασπίδα για να προστατεύσεις την κρίση σου, την αθωότητα σου και το φως σου.
Με τα σωστά βιβλία θα καταφέρεις να βγεις αλώβητη από την μοίρα.
Την μοίρα και τα βρώμικα παιχνίδι της.
Την μοίρα που για κάποιο λόγο, έφερνε συνεχώς στην ζωή της, τα μάτια αυτά. Τα μάτια του κίτρινου.
Ένας άγουρος καρπός,
μία μακρινή έρημος,
ένα ξεραμμένο φύλλο
και ο πιο λαμπρός ήλιος.
Έριξ.
Το κίτρινο της λεμονιάς,
Το κίτρινο του ήλιου,
Το κίτρινο του Τριαντάφυλλου.
Και με έναν περίεργο τρόπο σταμάτησε να είναι άγνωστος κι έγινε γνωστός.
Από άγνωστος, εγω
Σε γνωστός, εσύ
_________________________________________
ΚΑΛΗΣΠΕΕΕΡΑΑΑΑΑ!!!
Συγγνώμη που χάθηκααα 😢
Έχω επανέλθει όμως.
Ελπίζω να σας άρεσε. Περιμένω εντυπώσεις.
ΥΓ. ΕΚΤΙΜΩ ΠΟΛΥ ΟΣΟΥΣ ΨΗΦΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΕΤΑΙ. ΣΑΣ ΕΧΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro