Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

3: Άτροπος, το αναπόφευκτο.

___________________________________________
Δεν υπάρχει ευνοϊκός άνεμος γι' αυτόν που δεν ξέρει πού πηγαίνει.
~Μισέλ ντε Μονταίν, 1533-1592.
___________________________________________

🆘🆘ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΥΤΟ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΣΚΗΝΗ ΜΕ ΚΡΙΣΗ ΠΑΝΙΚΟΥ
___________________________________________

Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε απότομα το σώμα της από το κρεβάτι.

Το σοκ της ήταν μεγάλο.

Δεν ειναι δυνατόν, όχι πάλι.

Τα δάχτυλά της τυλίχτηκαν στο κεφάλι της, ανάμεσα στα ξανθά μαλλιά της. Κάθισε στην γωνία του κρεβατιού και έφερε τα πόδια της στο στέρνο της.

Κάποιος έπαιζε μαζί της, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Ο φόβος και ο πανικός άρχιζαν να την κυριεύουν.

Από εκεί που η ζωή της ήταν ήρεμη και βαρετή, είχε καταλήξει να βλέπει παραφυσικά γεγονότα να συμβαίνουν.

Χωρίς να το καταλάβει, πάθαινε κρίση πανικού.

Πνιγμένοι λυγμοί έβγαιναν από το στόμα της, δραπέτευαν για να ακουστούν. Άνοιγε το στόμα της διάπλατα, ψιλαφίζοντας τον λαιμό της, στην προσπάθεια της να πάρει μια ανάσα, αλλά δεν μπορούσε. Αδυνατούσε να αναπνεύσει, ένιωθε τα πνευμόνια της να σκίζονται, την καρδιά της να κοπανιέται, τα μάτια της να υγραίνονται και το οξυγόνο να την εγκαταλείπει.

Ένιωθε σαν να βρισκόταν μέσα σε μια πλαστική φούσκα, ανίκανη να δει έξω από αυτή. Και όσο πήγαινε η φούσκα αυτή στένευε, θέλοντας να την πλακώσει ή ακόμη και να την φυλακίσει για πάντα.

Ως διά μαγείας, το οξυγόνο επέστρεψε στην ατμόσφαιρα, και το στήθος της είχε γεμίσει με αέρα, το πρόσωπο της ήταν κόκκινο, σαν μελανιασμένο.

Είχε καιρό να πάθει κρίση πανικού, απόψε θυμήθηκε για τα καλά το συναίσθημα αυτό.

Όσο και αν καταπίεζε τους φόβους της, πλέον ήταν αδύνατο να μην εκφραστούν. Ήταν τρομοκρατημένη.

Ο Κανέλλος την πλησίασε και νιαούρισε απαλά, ήταν και αυτός πολύ μπερδεμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε διακόψει τον ύπνο του από τα κλάματα της.

Αχαριστος γάτος, θα έλεγε κανείς. Αλλά η Ιόλη ήξερε ότι έτσι έδειχνε την αγάπη του.

Η νύχτα πέρασε αργά και βασανιστικά, δεν μπόρεσε να κλείσει τα μάτια της ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Φοβόταν ότι με το που κοιμόταν ξανά, θα έβλεπε μπροστά της το λιβάδι με τους Αμάραντους.

Είχε κολλήσει στο μυαλό της ότι κάτι κακό θα συμβεί.

Όσο τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά και οι ώρες περνούσαν, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε ο φόβος της. Ένιωθε οτι ο χρόνος της λιγόστευε, ότι το ρολόι της θα έσπαγε και εκείνη με την σειρά της θα εξαφανιζόταν.

Μονίμως σκεφτόταν τι θα απόγινουν ο Κανέλλος και η μαμά της.
Πως θα τα καταφέρουν δίχως αυτή;
Πως θα ξεπεράσουν αυτό το εμπόδιο;

Πλέον στο μυαλό της όλα ήταν προδικασμένα, είχε ήδη πεθάνει στις σκέψεις της.

Δεν θα μπορούσε να σημαίνει κάτι άλλο αυτό το όνειρο, ήταν ενα σημάδι.

Το είχε αποδεχτεί, δεν ήταν τυχαίο, τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή την ζωή. Ήταν ένα μήνυμα, ένα στοιχείο. Και ήταν έτοιμη να το δεχτεί.
___________________________________________

Η ώρα ήταν πέντε και μισή το πρωί, σε μισή ώρα θα έφευγε από το σπίτι της για να πάει στην δουλειά της.

Τα χέρια της έτρεμαν, η αναπνοή της ήταν ασταθής, τα μάτια της πρισμένα και κόκκινα απο το κλάμα και το ξενύχτι.

Παρόλο το πανικό που βίωνε έπρεπε να πάει στην δουλειά της, σκέφτηκε να καλέσει και να πει ότι είναι άρρωστη. Μετά απο λίγο όμως η φωνή της λογικής την ξύπνησε. Έπρεπε να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή, αλλιώς ο φόβος δεν θα έσβηνε ποτέ.

Μπορεί να είναι όλα μια παρεξήγηση, ένα παιχνίδι του μυαλού.

"Συμβαίνουν αυτά βρε Ιόλη."

Προσπαθούσε να καθησυχάσει τον εαυτό της, να ξεγελάσει τον εγκέφαλο της, να σβήσει από την μνήμη της τις τελευταίες δύο μέρες και να συνεχίσει την ρουτίνα της.

Δεν ήθελε να σπάσει αυτόν τον φαύλο κύκλο. Είχε βολευτεί που ήταν όλα τόσο ίδια, τόσο βαρετά, τόσο μονότονα.

Το είχε αγαπήσει αυτό το γκρίζο, αφού το χρώμα την είχε προδώσει, πληγώνοντάς την ανεπανόρθωτα.

"Πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου" είπε στην αντανάκλαση της καθώς κοιτούσε τον καθρέφτη.

Με την χούφτα της, έριξε νερό στο πρόσωπο της.
Αυτό θα την βοηθούσε, να ξυπνήσει κυρίως.
Έβγαλε τις μπιτζάμες της κι φόρεσε ένα τζίν και μια μπλέ ηλεκτρίκ μπλούζα. Ήταν απο τις αγαπημένες της, πήγαινε τόσο πολύ με το μαλλί της.

___________________________________________

Ήταν στο γραφείο της, σώα και αβλαβής. Ακόμη εν ζωή. Αυτό την έκανε ιδιαίτερα χαρούμενη, ίσως τελικά όντως να ήταν μια βλακεία.

Η ώρα περνούσε και η Ιόλη ξεχάστηκε πάνω στα άρθρα για την μόδα. Τόσα χρόνια εκεί μέσα, είχε μάθει να ντύνεται. Οι πληροφορίες που είχε συλλέξει για τα υφάσματα, τα κοψίματα, τα χρώματα, τα κοσμήματα και τα παπούτσια ήταν απεριόριστες. Της έκανε μεγάλη εντύπωση αυτός ο χώρος, τον θαύμαζε. Ίσως σε μια άλλη ζωή να μπορούσε να σχεδιάζει φορέματα και φούστες.

Σε αντίθεση με την Ιόλη, ο Ορφέας ήταν το άκρως αντίθετο. Δεν τον ένοιαζε η μόδα, ούτε η εμφάνιση του. Ήταν μια δουλειά που έκανε από ανάγκη.

Δεν τον απασχολούσε να ακολουθεί τις τάσεις, ήταν πνεύμα αντιλογίας και αμφισβήτησης. Ήθελε να κάνει τα πάντα με τον δικό του τρόπο, έναν τρόπο μοναδικό και διαφορετικό από όλους τους άλλους. Ίσως αυτό τον έκανε να ξεχωρίσει.

Ήταν μόλις δύο και μισή, αυτό σήμανε στην Ιόλη ότι μπορούσε να γυρίσει σπίτι της. Ένας φόβος την πλημμύρισε και πάλι.

Σαν να πρέπει να αφήσει το καταφύγιο της, στο οποίο ένιωθε ασφάλεια και σιγουριά, και να πρέπει να βαδίσει σε ενα ναρκοπέδιο. Μη ξέροντας που είναι η παγίδα και που δεν πρέπει να πατήσει. 

Είχε έρθει με το αμάξι, οπότε αυτό την φόβιζε ακόμη περισσότερο.

Κι αν κάποιος αποδεκτός πέσει πάνω της;
Αν χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου;
Αν πέσει πάνω σε κάποιο δέντρο;

Μέσα της επικρατούσε το χάος, ήξερε ήδη ότι θα πήγαινε με 20 χιλιόμετρα και μετά βίας θα πατούσε το γκάζι. Δεν την ένοιαζε αυτό όμως.

Αγχωνόταν για τα βρισιδια και τις μούτζες που θα έτρωγε καθόλη την διαδρομή. Δεν ήθελε να σκέφτεται τις εξαγριωμένες κόρνες που θα άκουγε.

Ήξερε όμως ότι η ζωή της είναι πιο σημαντική από πέντε μούτζες. Ήταν ήδη μέσα στο αυτοκίνητο και έβαλε μπρος. Ξεκίνησε σιγά σιγά προς το σπίτι της.

Δεν είχε καθόλου κίνηση, κάποια αμάξια την προσπέρασαν αλλά πέρα από αυτό τίποτα άλλο δεν συνέβη.

Πλέον ήταν έξω από το σπίτι της, το κοίταζε λες και είχε γίνει κάποιο θαύμα.

"Δεν θα πεθάνω απόψε"
Αυτή ήταν η πρώτη της σκέψη, καθώς έβγαζε τα κλειδιά για να ξεκλειδώσει την πόρτα.

Όλα ήταν τα ίδια, ο Κανελλίτσος ζητιάνευε για φαγητό, ακολούθησε ένα καυτό ντουζ, συνέχισε με την ήρεμη μουσική από το πικαπ.

Ήταν ευγνώμων για ότι είχε, έστω αυτά τα λίγα και βαρετά. Στον κίνδυνο να χάσει μέχρι και αυτά, κατάλαβε ότι δεν μπορεί να φανταστεί μέρα που να μην δει τον Κανέλλο και την Ευγενία. Δεν ήθελε να ξημερώσει, αν δεν είχε το πικάπ της. Την είχε αγαπήσει αυτή την ρουτίνα.

___________________________________________

Επικρατούσε ησυχία, έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και να σηκώνει κρύο.

Η Ιόλη είχε τυλιχτεί με μια κουβέρτα και παρακολουθούσε την αγαπημένη της σειρά. Κοιτούσε την τηλεόραση με προσήλωση καθώς έπαιρνε μικρές γουλιές από την ζέστη της σοκολάτα. Αυτή η γλυκιά γεύση που της άφηνε στον ουρανίσκο την έκανε τόσο ευτυχισμένη.

....

Άκουσε το ξυπνητήρι της να χτυπάει, είδε την ώρα, ήταν 7 και μισή. Η ώρα για να βάλει φαγητό στο Κανέλλο.

«Φσ, φσ, φσ, Κανελλίτσο έλα, φαγητό» έκανε να φωνάξει τον γάτο της αλλά αυτός πουθενά. Εκείνη την στιγμή μόνο συνειδητοποίησε οτι είχε να τον δει αρκετή ώρα.

Που να κρύφτηκε πια αυτό το παλαβόγατο?

Μπήκε στο δωμάτιο της, πέρα από τα ανακατεμένα παπλώματα της και το ακατάστατο της δωμάτιο παρατήρησε ότι το παράθυρο ήταν ανοιχτό.

«Όχι πάλι».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο άτακτος γάτος το είχε σκάσει. Το έκανε κατά καιρούς, χωρίς βέβαια να ξέρει η Ιόλη που πηγαίνει.

Έβαλε μία χοντρή μπλε ζακέτα, για να προστατέψει το σώμα της από το κρύο, και με τα κλειδιά στα χέρια βγήκε έξω με σκοπό να βρει τον γάτο της.

Ήξερε οτι αργά ή γρήγορα θα γυρνούσε, αλλά δεν ήθελε να τον περιμένει. Έπρεπε να τον βρει μονη της.

Καθόλη την διάρκεια της αναζήτησης της τον καλούσε φσιφσιρίζοντας, είχε βρει όλα τα αδέσποτα της γειτονιάς, αλλά ο Κανέλλος άφαντος.

«Κανέλλο, έλα εδώ» τον πρόσταξε αφού τον είδε δίπλα σε ένα κάδο, μαζί με μία άλλη γάτα.

Έκανε να πάει προς το μέρος του, διασχίζοντας τον δρόμο.

Αλλά δεν πρόλαβε να περάσει στην απέναντι όχθη, φάνταζε πολύ μακριά.

Ένα διάχυτο λευκό φως την έλουσε, σαν εκείνο του ονείρου. Ήξερε πλέον ότι ήταν η στιγμή της.

Ένιωσε απέραντο πόνο να σκορπίζεται σε όλο της το σώμα, το όποιο πλέον ήταν ξαπλωμένο στην άσφαλτο. Είχε ακόμη την συνείδηση της, σαν να είχε χαλάσει το ψαλίδι της μοίρας και δεν μπορούσε να κόψει καλά το νήμα της ζωής της.

Το σώμα της βάρυνε,
οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν,
τα μάτια της έκλειναν,
οι σκέψεις της έγινε αέρας και πέταξε,
μια προς μια οι αισθήσεις της χάνονται, το ίδιο και η ύπαρξη της.

"Όχι τις Κυριακές μου." Αυτή ήταν η τελευταία της σκέψη.
Οι Κυριακές, οι μέρες που βρισκόταν στην αγκαλιά της μαμάς της, της γυναίκας που της χάρισε ζωή.

___________________________________________

«Η κατάσταση της προς το παρόν είναι σταθερή, αλλά βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Η ζημιά είναι μεγάλη. Θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε».

Τα λόγια του χειρουργού έπεσαν σαν καρφιά πάνω στο στήθος της κυρίας Ευγενίας. Της τρύπησαν το δέρμα και κατευθύνθηκαν προς την καρδιά της.
Ήταν αδύνατο να πιστέψει, ότι το δικό της παιδί βρισκόταν σε ένα κρεβάτι ενός κρύου δωματίου και πάλευε για τη ζωή του.

Τι θα έκανε χωρίς την Ιόλη της;

Πώς θα ζούσε με αυτό το βάρος;

Ο γιατρός την έχει ενημερώσει από πριν, ότι η Ιόλη είχε πάθει κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Το τραύμα στο κεφάλι της ήταν πολύ σοβαρό. Οταν πρώτο έφτασε στο νοσοκομείο, οι νοσοκόμες την πληροφόρησαν ότι της είχαν κάνει ήδη αξονική τομογραφία εγκεφάλου.
Εκεί συνειδητοποίησαν ότι τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά από όσο νόμιζαν.

Την είχαν προετοιμάσει για το χειρότερο καθώς πλέον βρισκόταν σε κόμμα και τίποτα δεν ήταν σίγουρο.

Η Ιόλη μετά το χειρουργείο, βρισκόταν ακίνητη και ανέκφραστη στο κρεβάτι ενός θαλάμου. Άσπρες γάζες είχαν τυλιχτεί γύρω από το κεφάλι της. Τα μάτια της ήταν κλειστά, η αναπνοή της σταθερή. Το μόνο που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν τα μηχανήματα που της είχαν συνδέσει.

"Πρέπει να είσαι έτοιμη."

"Μην φοβάσαι, θα σωθείς."

Ποια είσαι;
Τι θες από εμένα;
Τι μου έκανες;

Η φωνή επαναλαμβανόταν,

"Πρέπει να είσαι έτοιμη."

"Μην φοβάσαι, θα σωθείς."

Γιατί σε ακούω;
Αφού είμαι νεκρή.

Άνοιξε τα μάτια της,
άσπρο,
το μόνο που έβλεπε,
καθαρό φως.

Κοίταξε τριγύρω της,
έψαχνε να βρει κάτι.
Να της δώσει λύση στο μυστήριο,
αλλά τίποτα.
Μόνο άσπρο.

Έκλεισε τα βλέφαρα της, αλλά μέχρι να τα ξανά ανοίξει βρισκόταν κάπου αλλού.
Κάπου γνώριμα.

Ήταν το δωμάτιο της στο νοσοκομείο,
έβλεπε τον εαυτό της ξαπλωμένο,
κάτω από τα λευκά σεντόνια.
Το πρόσωπό της ήταν χλωμό, ανέκφραστο, άψυχο και άβουλο.

Μα πώς γίνεται αυτό;
Ζω ακόμα;

Κοκκάλωσε όταν η ιδέα του τι θα μπορούσε να συμβαίνει πέρασε από το μυαλό της.

Το είχε δει στις ταινίες να συμβαίνει αλλά ποτέ δεν φαντάστηκε ότι θα το ζούσε η ίδια.

Είχε πέσει σε κόμμα,
τώρα όλα έβγαζαν νόημα.
Το όνειρο, το φως, η φωνή.
Ήταν μια προειδοποίηση,
αλλά από ποιόν;

Η πόρτα άνοιξε και είδε την μητέρα της να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο. Τα μάτια της ήταν πρισμένα και κόκκινα. Δεν μπορούσε να φανταστεί την θλίψη και την αγωνία που θα ζούσε.

«Μην στεναχωριέσαι μανούλα μου, θα σωθώ, θα γίνω καλά» της είπε και έκανε να την αγγίξει αλλά ένιωθε να την διαπερνάει.

Το σώμα της ήταν άϋλο, δεν μπορούσε να την ακουμπήσει, να την σφίξει στην αγκαλιά της για να την καθησυχάσει, ή έστω να της σφίξει το χέρι.

Όσο και αν προσπαθούσε, φωνάζοντας και τσιρίζοντας κάνεις δεν θα την άκουγε.

Όλα ήταν μάταια.

Την πρώτη μέρα που βρισκόταν στην εντατική, προσπαθούσε να επανέλθει στο σώμα της ή έστω να την ακούσει κάποιος. Να καταλάβουν ότι ήταν εκεί, ότι τα έβλεπε όλα. Το βράδυ πέρασε με το φάντασμα της καθισμένο στο πάτωμα, δίπλα από το νοσοκομειακό κρεβάτι. Είχε εξαντλήσει κάθε ψυχική δύναμη για να προσπαθεί.

Η δεύτερη μέρα ήταν η ημέρα της αποδοχής. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι, δεν ήταν στην δικιά της κρίση αν θα ξυπνήσει ή όχι. Είχε αρχίσει να τρομάζει στην ιδέα ότι θα εξαφανιστεί, ότι θα πεθάνει.

Η τρίτη μέρα, ήταν η μοιραία.
Ένιωθε τον χρόνο της να λιγοστεύει. Ένιωθε την κλεψύδρα να φτάνει στο τέλος της.
Ένιωθε το σώμα της να χάνεται, να σβήνεται.
Αυτό που την τρομοκρατούσε, όμως,
ήταν ότι δεν γνώριζε αν θα γυρνούσε πίσω στο σώμα της και θα ξυπνούσε, ή αν θα χανόταν μια για πάντα.
___________________________________________

Να μαστε λοιόν.
Όπως σας υποσχέθηκα.

Η ιστορία έχει ξεκινήσει να παίρνει μορφή. 

Όσο πιο πολύ προχωράμε, τόσο πλησιάζει και ο Έριξ.

Κάντε υπομονή και θα ανταμοιφθήτε.

Τι να έγινε άραγε???? 🤔

Θα δούμε στο επόμενο, θα ανέβει μέσα στο σαββατοκύριακο.

Μέχρι τότε σας φιλώ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΠΟΥ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΤΕ

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΤΕ ΝΑ ΨΗΦΙΣΕΤΕ. 

ΤΑΑΑΑ ΛΕΜΕΕΕΕ 

~ Alkionides <3

___________________________________________

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro