𝟡: Μαθήματα πτώσης
___________________________________________
Είδα την ψυχή σου εκείνη την μέρα,
ανάμεσα στις φωτιές, στις σπίθες και στα μάτια σου.
Με έκαψες με το βλέμμα σου, μία φωτιά ξέσπασε μέσα μου.
Μία φωτία που εσύ άρχισες.
Οινόπνευμα τα λόγια σου και σπίρτο τα χείλη σου.
Και νιώθω ότι όσοι αιώνες και αν περάσουν εσύ θα είσαι εκεί, θυμίζοντας μου ότι καμία αιωνιότητα δεν είναι αρκετή για να σε έχω.
Γιατί εγώ είμαι στο φως, ενώ εσύ στο σκοτάδι,
εγώ είμαι εδώ, ενώ εσύ χαμένος,
εγώ βρίσκομαι στην γαλήνη, ενώ εσύ θες να με κάψεις,
εγώ ονειρεύομαι, ενώ εσύ είσαι μονίμως ξύπνιος.
Δεν μπορώ να σου αφεθώ, ξέροντας ότι θα πέσω,
ενώ εσύ έχεις φτάσει στον πάτο.
Δυστυχώ που δεν ήσουν εσύ στην προηγούμενη ζωή μου,
θλίβομαι που δεν μπορείς να γίνεις μέρος της τωρινής.
Αλλά ελπίζω να σε γνωρίσω στην επόμενη, έστω και τυχαία.
Γιατί η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία,
και εγώ δεν θα σταματήσω ποτέ να ευελπιστώ σε αυτή, κι ας ξέρω ότι ονειρεύομαι ένα ψέμα.
Φθόνος,
κακία,
οργή,
ζήλεια,
μίσος,
και στο τέλος η ελπίδα, μία στάλα της αρκεί για να ηρεμήσει και τις μεγαλύτερες καταιγίδες.
___________________________________________
Ιστορία του αγγελικού σύμπαντος
Κεφάλαιο 4: Α' Πόλεμος
___________________________________________
Πόλεμος / Ουσιαστικό αρσενικό
1. Ένοπλος αγώνας
2. Ανταγωνισμός
___________________________________________
Μερικά χιλιάδες χρόνια πριν, τον καιρό που ο Εωσφόρος και οι Άγγελοί του είχαν επαναστατήσει, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στον Ουρανό. Από την μία όλοι οι έντιμοι Άγγελοι, που με αγάπη και συγκίνηση, υπερασπίζονταν το καλό. Από την άλλη, οι "βρώμικοι", που είχαν χάσει το φως τους και τυφλώθηκαν από τα ψέματα του πιο λαμπρού Αγγέλου. Πρώτος στην σειρά ήταν εκείνος, το λαμπρό αστέρι, που είχε πέσει κάνοντας μία ευχή. Μία ευχή που ποτέ δεν θα πραγματοποιηθεί.
Η υπερηφάνεια και η αλαζονεία του υπερνικήθηκαν από την Πίστη και την Αφοσίωση. Τίποτα δεν μπορεί να υπερβεί την αγνότητα, την ταπεινότητα και την ελπίδα. Αυτά τα τρία θα σε οδηγήσουν στην Σοφία.
Ο πόλεμος, όμως, είχε ξεσπάσει. Οι απώλειες ήταν αρκετές, Άγγελοι με ματωμένα φτερά ήταν ξαπλωμένοι στο έδαφος, ενώ άλλοι πολεμούσαν με μανία για να υπερασπιστούν και να προστατεύσουν ό,τι πιο πολυτιμότερο είχαν, το Βασίλειο του Ουρανού.
Η μάχη διήρκησε για έναν αιώνα. Εκατό ατελείωτα χρόνια, όπου δεν είχε σημασία αν ήταν μέρα ή νύχτα, καθώς το χάος είχε εξαπλωθεί. Οι Άγγελοι μάχονταν για την επαναφορά της ειρήνης και της τάξης. Οι δύο πλευρές ήταν εξίσου δυνατές, πάλευαν με μανία, αλλά για διαφορετικούς σκοπούς.
Στο τέλος, όμως, το μόνο που εξουσιάζει είναι το Φως, το οποίο υπερισχύει του σκοταδιού.
Φως που τυφλώνει, που καταστρέφει οτιδήποτε άσχημο βρει.
Είναι λευκό, διάχυτο, δεν συγκρατείται και δεν χωράει σε δοχεία. Αυτό είναι το φως, που πρέπει να έχει κάθε Άγγελος μέσα του. Απαράβατος κανόνας, που χάρις αυτού, κατάφερε ο Όφιγκ να διώξει όποιον το είχε χάσει.
Ο πρώτος εμφύλιος Πόλεμος ολοκληρώθηκε με την πτώση του Εωσφόρου και των αγγέλων του. Ως τιμωρία μετατράπηκαν σε δαίμονες.
Μεγαλύτερος και ισχυρότερος όλων ήταν ο Λούσιφερ Μόρνινγκσταρ, το πρωινό αστέρι, που πρώτο ανατείλει και τελευταίο δύει. Πλέον δεν ήταν αστέρι, ίσως μια τρύπα στον ουρανό, που ρουφάει επιθετικά ό,τι όμορφο ανθίσει.
Αυτός είναι παράδειγμα προς αποφυγή, την καταστροφή του θα ακολουθήσει οποιοσδήποτε Άγγελος χάσει το Φως του, γιατί σύμφωνα με τον Νόμο του Άγγελου Όφιγκ,
"Δεν έχεις θέση στον Ουρανό, αν δεν έχεις Φως".
___________________________________________
Η τελευταία σελίδα του τέταρτου κεφαλαίου είχε φτάσει στο τέλος της. Η Ιόλη είχε κατανοήσει με επιτυχία το νόημά του. Αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει για να ανέλθει.
Πρέπει να αφοσιωθεί σε αυτόν και να δείξει τις αρετές της. Πλέον όλα ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό της, αν θέλει να γίνει σπουδαία και δυνατή πρέπει να προστατεύσει πάση θυσία το φως της.
Θα τα καταφέρω, είπε στον εαυτό της.
Το κεφάλαιο πέντε είχε τίτλο "Δημιουργία αμαρτίας", δεν προλάβαινε, δυστυχώς, να το μελετήσει. Σε λίγη ώρα είχε μάθημα με την Αννελίζ. Βρισκόταν ήδη στον Κήπο τον Αγαλμάτων να την περιμένει. Κάτω από το άγαλμα της Derdekea, o Άγγελος της Σωτηρίας. Αναρωτήθηκε αν η γυναίκα αυτή υπήρχε ακόμη.
Την πρώτη φορά που το αντίκρυσε, η Αννελίζ της είπε την ιστορία της. Ήταν ένας από τους πολλούς αγγέλους που πολέμησαν για την Σωτηρία του Ουρανού. Ποτέ δεν έμαθε, όμως, αν τα κατάφερε, αν βγήκε ζωντανή από αυτόν τον αγώνα.
Σημείωσε την ερώτηση αυτή στο πίσω μέρος του μυαλού της, μαζί με όλες τις υπόλοιπες.
Καθισμένη, όπως ήταν στο γρασίδι, χάζευε το υπερπέραν. Μέχρι που το βλέμμα της συναντήθηκε εντελώς τυχαία με αυτό της Αννελίζ, η οποία κατευθυνόνταν προς εκείνη.
Αναγνώρισε από μακριά τη παρουσία της, η οποία ξεχώριζε μέσα στο πλήθος. Δεν ήταν τα φτερά της, που την έκαναν διαφορετική, ούτε τα πύρινα μαλλιά της. Ήταν η αποφασιστικότητα, ο δυναμισμός, μέχρι και ο βηματισμός της που φάνταζε μοναδικό. Ήταν αξιοθαύμαστη.
«Επ, τι κάνεις;». Η φωνή της Αννελίζ ξεχώριζε από όλες τις υπόλοιπες. Ήταν πάντα ήρεμη, μαλακή, ευγενική και είχε μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά της. Ένιωσε το φιλικό της άγγιγμα στον ώμο και το κεφάλι της να την πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής, σαν να θέλει να δει τι ακριβώς διαβάζει.
«Στο κεφάλαιο πέντε είσαι; Έχεις προχωρίσει αρκετά» της είπε και της χαμογέλασε πέρνοντας ξανά την αρχική της θέση.
«Καλά είμαι. Χθες ξενύχτησα διαβάζοντας. Είναι όλα τόσο συναρπαστικά».
Με μία γρήγορη και άτσαλη κίνηση τοποθέτησε το βιβλίο του Ουριήλ στην υφασμάτινη τσάντα, που κρεμόταν από τον ώμο της.
ΜΑΘΗΜΑ ΚΟΛΑΣΗΣ 02
«Ορίστε». Της έδωσε ένα καινούργιο σύγγραμα, μόνο που αυτή την φορά ήταν κόκκινο και με ασημένια μεγάλα γράμματα. Φαινόταν σαν να είχε βγει από την Κόλαση.
"Κύκλοι γύρω από την Κόλαση"
Του Lucifer Morningstar
Δεν ήξερε πως να νιώσει γι' αυτό.
Είχε στα χέρια της ένα βιβλίο που ο ίδιος ο Εωσφόρος είχε γράψει. Πιο παλιά σίγουρα θα τρόμαζε, πλέον ήξερε ότι δεν πρέπει να την φοβίζει τίποτα. Η ανατριχήλα όμως δεν έλεγε να φύγει.
«Έλα, τι περιμένεις. Πάρτο». Ακολούθησε την εντολή της και το πήρε από τα χέρια της. Δεν ήταν σίγουρη αν θα το διάβαζε ποτέ.
«Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά». Η Αννελίζ φαινόταν ευδιάθετη, παρόλο το γεγονός ότι μιλούσε για την κόλαση.
«Κόλαση είναι η τιμωρία για όσους αμαρτάνουν, οι δαίμονες την αποκαλούν και Πόλη του Σκότους. Αποτελείται από εννέα κύκλους, καθένας εκ των οποίων συμβολίζει και μία διαφορετική τιμωρία. Οι κύκλοι αυτοί στενεύουν διαδοχικά, όσο μεγαλύτερη η αμαρτία, τόσο πιο στενός ο κύκλος και κατά συνέπεια πιο αυστηρή η τιμωρία» αφηγήθηκε, αλλά φαινόταν προβληματισμένη, σαν κάτι να σκέφτεται.
«Τι έγινε;» την ρώτησε η Ιόλη, το ίδιο προβληματισμένη.
«Σκέφτηκα κάτι, γιατί να στα εξηγώ άμα μπορώ να στα δείξω από κοντά;». Ένα χαμόγελο διαγράφτηκε πάνω της και τα μάτια της φωτίστηκαν, λες και είχε, μόλις, σκεφτεί το πιο έξυπνο σχέδιο. Αυτό ήταν που φόβιζε την Ιόλη, οι ατρόμητες ιδέες της φίλης της.
«Δεν σοβαρολογείς». Η έκπληξη στα μάτια της ήταν φανερή.
«Είναι η μοναδική σου ευκαιρία να δεις την κόλαση από κοντά». Σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της. Η Ιόλη είχε καταλάβει ότι στην "γλώσσα" της Αννελίζ το σταύρωμα των χεριών ήταν ένα μέσο πειθούς.
«Και δεν θα χρειαστεί να διαβάσεις αυτό το φριχτό βιβλίο». Η επόμενη φράση είχε βγει από τα χείλια της και είχε αφήσει ένα μικρό χαμόγελο νίκης. Πήρε το βιβλίο από τα χέρια της Ιόλης και το έβαλε πίσω στην τσάντα της. Ήξερε ήδη την απαντησή που θα έπαιρνε.
«Πολύ καλά». Της απάντησε σκεφτόμενη ότι θα απαλλαγεί από την ανάγνωση ενός φρικτού βιβλίου.
Είχε νικήσει, την έπιασε από το δεξί της χέρι και ξεκίνησε να τρέχει μέσα στον κήπο με κατεύθυνση την ακαδημία. Η Ιόλη έτρεχε από πίσω της ακολουθώντας τα βήματά της.
«Πού πάμε;» ρώτησε λίγο πιο δύνατα από ότι έπρεπε, με αποτέλεσμα να γυρίσουν κάποια αδιάκρτα κεφάλια προς το μέρος τους.
«Θα δεις» της απάντησε με τον ίδιο ακριβώς τόνο.
Μετά από αρκετό τρέξιμο, είχαν φτάσει μπροστά σε μία πόρτα, η οποία δεν ταίριαζε καθόλου με τον υπόλοιπο χώρο.
Ήταν φτιαγμένη από παλιό ξύλο πεύκου. Θα μπορούσε παντού να αναγνωρίσει αυτό το χαρακτηριστικό άρωμα, που της θύμιζε χριστούγεννα. Ολόκληρες βραδιές μπροστά στο τζάκι, με μία κούπα ζεστής σοκολάτας στο ένα χέρι και το αγαπημένο της βιβλίο στο άλλο, με τίτλο Υπερηφάνια και Προκατάληψη.
"Μάταια αγωνίστηκα, δεν γίνεται. Τα συναισθήματά μου δεν θα καταπιεστούν. Πρέπει να μου επιτρέψετε να σας πω, πόσο παθιασμένα σας θαυμάζω και σας αγαπώ."
Αυτή ήταν η αγαπημένη της φράση. Μία φράση που έσπαγε κάθε τοίχος. Η τόλμη του κύριου Ντάρσι, που επιτέλους εκφράζει τα συναισθήματά του στην Ελίζαμπεθ, της προκαλούσε πεταλούδες και ενθουσιασμό.
Το σκούντηγμα της Αννελίζ την έφερε πίσω στην πραγματικότητα, παρατήρησε για μία τελευταία φορά την πόρτα, πριν την ανοίξουν για να την περάσουν. Σκαλισμένα αγγελάκια υπήρχαν περιμετρικά, σαν να θέλουν να ξεγελάσουν όποιον περνάει για το περιεχόμενό της.
Η Αννελίζ κράτησε το χερούλι, και είπε «aperta». Η πόρτα ως δια μαγείας άνοιξε.
Αργότερα έμαθε ότι η φράση αυτή, σημαίνει "άνοιξε" και είναι μια μαγική εντολή για να ανοίξει η συγκεκριμένη πόρτα.
Και καθώς αυτή άνοιγε, μπροστά τους χύθηκε το απόλυτο μαύρο σκοτάδι, στο χρώμα της πίσσας.
Το δωμάτιο ήταν κρύο, σαν να βρισκόταν μέσα στο ψύχος. Μόνο που δεν υπήρχε πουθενά χιόνι, ούτε μια μικρή χιονονυφάδα. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει, ενώ το δέρμα της είχε χλωμιάσει. Από τα χείλια της έτρεχε η παγωμένη της αναπνοή, σε μορφή άσπρου ατμού.
Σε ίδια κατάσταση ήταν και η Αννελίζ, τα χέρια της είχαν αγκαλιάσει το σώμα της σε μία προσπάθεια να ζεσταθεί.
«Κλείσε τα μάτια σου!» την διέταξε και αμέσως το έκανε, έτρεμε τόσο πολύ. Δεν ήξερε ότι οι Άγγελοι μπορούν να νιώσουν το ψύχος.
«Δεν είναι απλώς ένα ψύχος Ιόλη. Είμαστε στην Κόλαση». Στο άκουσμα της λέξης το αίμα της σταμάτησε να κυλά και οι φλέβες της φούσκωσαν. Είχε σχεδόν ξεχάσει ότι η Αννελίζ είχε μπει άθελα στο μυαλό της και άκουγε τις σκέψεις της.
«Infernum!». Ξαφνικά η ζέστη είχε επιστρέψει, υπερβολική ζέστη και ένας περίεργος ήχος.
Σαν χείμαρρος ξεχυνόταν μπροστά της ένα μαύρο ποτάμι, φαινόταν κολλώδες και γλοιώδες, αηδιαστικό στην όψη. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη και κάτι της έλεγε ότι αυτό που έβλεπε μπροστά της δεν ήταν τίποτα.
«Αυτός είναι ο ποταμός Νigrum, στα λατινικά σημαίνει μαύρο. Είναι πίσσα και δεν μπορείς να το διασχίσεις χωρίς τον Χάροντα». Στην τελευταία λέξη το βλέμμα της στάθηκε σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, η Ιόλη ακολουθώντας το προβληματίστηκε.
Ένα μεγάλο σιδερένιο καράβι στεκόταν μπροστά τους, πάνω στο οποίο βρισκόταν ένας ζωντανός σκελετός. Μπορούσες να διακρίνεις όλα τα κόκκαλα, ένα προς ένα, από το κρανίο του μέχρι και τα δάχτυλα των ποδιών του.
Η εικόνα του ανθρώπινου σκελετού να τραβάει κουπί της φάνηκε αποκρουστική.
«Μην μου πεις ότι αυτό μπροστά μας είναι ο Χάροντας;» την ρώτησε η Ιόλη διακριτικά, χωρίς, όμως, να κρύψει την αηδία στην φωνή της.
«Ναι, αυτός είναι αλλά εμείς δεν θα τον χρειαστούμε. Έχουμε φτερά». Μία τεράστια ανάσα απεγκλωβίστηκε από τα πνευμόνια της και η ανακούφιση έλουσε το πρόσωπό της. Δεν είχε ξανά νιώσει πιο χαρούμενη.
Άνοιξαν διάπλατα τα φτερά τους, και με ένα μικρό πήδημα βρέθηκαν στον αέρα. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα στέκονταν στην αντίπερα όχθη του Nigrum. Ήταν πολύ ικανοποιημένη από τον εαυτό της, είχε καταφέρει να πετάξει χωρίς να πέσει μέσα στην πίσσα. Τα προχθεσινά μαθήματα είχαν αποδώσει.
«Μετά τον μαύρο ποταμό ακολουθεί ο πρώτος και ο μεγαλύτερος κύκλος. Εδώ έρχονται όλοι οι αβάπτιστοι και οι άπιστοι με την μόνη τιμωρία ότι δεν μπορούν να βγουν από την κόλαση για να φτάσουν στον παράδεισο». Οι εικόνες ήταν απεχθείς, ένας θολός και μουντός χώρος. Το μόνο που άκουγες ήταν μωρά να κλαίνε, ανθρώπους να τσιρίζουν και να βρίζουν. Διαισθανόταν κάτι αρνητικό στην ενέργεια του χώρου, το οποίο την έκανε να θέλει να φύγει.
«Στη συνέχεια, έρχεται ο δεύτερος κύκλος, αυτός του αιώνιου ψύχους. Εδώ τιμωρούνται οι άκαρδοι, οι άψυχοι, οι άσπλαχνοι, καθώς ψύχονται από τον παγετώνα». Με έναν μαγικό τρόπο πέρασαν στον δεύτερο κύκλο, λες και πέρασαν μέσα από τοίχο. Οι άνθρωποι σε αυτόν τον κύκλο έτρεμαν σαν ψάρια, κουλουριασμένοι και απεγνωσμένοι για να ζεσταθούν, μετανιώνοντας αιωνίως για την παγερή τους στάση. Ένιωσε άσχημα γι' αυτούς, έχοντας νιώσει προηγουμένως ένα μέρος της παγωνιάς.
«Τρίτος κύκλος και φανερά πιο κλειστός. Η τιμωρία πιο σκληρή, για τους λαίμαργους, τους άπληστους, τους φιλάργυρους. Τους κατασπαράζει ο Κέρβερος». Ένα σκυλί με τρία κεφάλια έτρεχε σαν λυσασμένο από εδώ και από εκεί τρώγοντας με μανία τα σώματα των τιμωρημένων, τα οποία μετά από λίγο ξανά ζωντάνευαν καταδικασμένα σε ένα αιώνιο και ατελείωτο μαρτύριο.
«Ο τέταρτος κύκλος είναι αφιερωμένος στους ψεύτες, έρχονται αντιμέτωποι με τον τρόμο των Δαιμόνων».
Κοίταζε γύρω της, η ανάσα της είχε κοπεί. Μακάρι να μην είχε έρθει ποτέ. Δεν ήταν έτοιμη να δει αυτό που θα μπορούσε να την περιμένει. Αν δεν είχε κερδίσει την δίκη η Αννελίζ, θα ήταν καταδικασμένη σε ένα από όλα αυτά τα μαρτύρια. Παρατηρούσε τους Δαίμονες τριγύρω της και ξάφνου ένιωθε τόσο τυχερή.
«Δεν θα έπρεπε να είστε εδώ».
Μία βαριά αντρική φωνή ακούστηκε από πίσω τους, αιφνιδιασμένες και οι δύο γύρισαν τις πλάτες τους για να δουν ποιος τολμούσε να τις αποσπάσει από την βόλτα τους στην Κόλαση.
Δύο δαίμονες στέκονταν εμπρός τους. Τον ένα τον αναγνώριζε, ήταν ο Όσκαρ, ο δαίμονας από την Θεία Κρίση της. Τότε δεν τον είχε προσέξει ιδιαίτερα. Το δέρμα του ξεχώριζε γιατί ήταν μαύρο, γυαλιστερό και χωρίς κανένα ψεγάδι. Τα μάτια του ήταν ανοιχτό καφέ, το σχιστό του σχήμα όμως τα θάμπωνε. Τα κούρεμα του θύμιζε στρατιωτικό, οι τρίχες οριακά ανύπαρκτες.
Το βλέμμα της έπεσε στο δεύτερο δαίμονα, που για πρώτη φορά συναντούσε.
Ένας άντρας με ελαφρώς κυματιστά, μελαχρινά μαλλιά, που σε μήκος δεν ξεπερνούσαν τα αυυτιά του. Οι μπροστινές του τούφες έπεφταν, ατημελώς και όμορφα, πάνω στο μέτωπό του, δίχως να κρύβει τα ελκυστικά χαρακτηριστικά του. Από τα μάτια του έφευγαν φωτιές και την έκαιγαν καθως και εκείνος περιεργαζόταν την εμφάνιση της.
Η ίριδα του ξεκίναγε με ένα όμορφο κίτρινο, ενώ εκείνης γαλάζιο, μπλε, και άσπρο ταυτόχρονα. Οι ματιές τους είχαν μπλεχτεί σαν ένα κουβάρι. Τα πάντα γύρω τους περίσσευαν, εκείνος κολυμπούσε στην θάλασσά της, ενώ εκείνη έτρεχε στην έρημο των ματιών του.
Ένιωσε αμήχανα για μία στιγμή και κατέβασε το κεφάλι της, τότε το βλέμμα της έπεσε στα χέρια του. Άσπρα ψεγάδια απλώνονταν, τυχαία, καταστρέφοντας το ήδη λευκό του δέρμα. Στα δάχτυλα του και στις παλάμες του δημιουργώντουσαν ακανόνιστα σχήματα. Πράγμα που η Ιόλη το θεωρούσε τόσο μοναδικό. Οτιδήποτε διαφορετικό στα μάτια των άλλων, στα δικά της γινόταν όμορφο.
Θέλησε, όμως, να ξανά αντικρίσει τα μάτια του. Το βλέμμα του ήταν πιο ζεστό αυτή την φορά, σαν να είχε καταλάβει και ο ίδιος, ότι δεν την αηδίαζε η λεύκη του. Κάθε άλλο παρά απέχθεια θα μπορούσε να νιώσει, μόνο θαυμασμό έβλεπε στα μπλε της μάτια.
«Ιόλη, καλύτερα να συνεχίσουμε». Το χέρι της είχε έρθει στο μπράτσο της και το είχε αρπάξει για τα καλά. Η Αννελίζ είχε αντιληφθεί τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα.
Ι ό λ η, σκέφτηκε από μέσα του.
Τόσο ωραία γράμματα, αφήνουν μια γλυκιά γεύση στα χείλια καθώς τα προφέρεις. Η γλώσσα ακουμπάει στον ουρανίσκο και γεύεται την απόλυτη τελειότητα.
«Καλύτερα να έρθουμε μαζί σας, δεν είναι μέρος για Αγγέλους». Ο Όσκαρ φαινόταν φιλικός, παρά την δαιμονική του φύση και η Αννελίζ το ήξερε πολύ καλά. Οι δαίμονες μπορούσαν να είναι φιλικοί αλλά ταυτόχρονα πονηροί. Πάντα κοίταζαν το όφελός τους και είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, άλλωστε είχαν χάσει το φως τους.
«Όπως νομίζεις» του απάντησε καθώς έμπαιναν στον πέμπτο κύκλο, φτιαγμένος για τους μνησιακούς, οι οποίοι κρατούσαν από ένα μαστίγιο και έδαιρναν ό ένας την πλάτη του άλλου.
Ακολούθησε ο έκτος και ο έβδομος κύκλος. Ο πρώτος ξεχώριζε για την δισωδία του, μία αφόρητη μπόχα, η οποία βασάνιζε τους οργισμένους. Αυτούς που κυριεύτηκαν από θυμό. Στον δεύτερο κυριαρχούσε το Ακοίμητο Σκουλήκι, το οποίο αποτελούσε την φωνή της συνείδησης και των τύψεων. Οι βίαιοι, οι αυτόχειρες και οι δολοφόνοι έβραζαν στο ίδιο τους το αίμα όσο μετάνιωναν για τις αποτρόπαιες πράξεις τους.
«Αυτός έιναι ο όγδοος κύκλος, ειδικά φτιαγμένος για τους απατεώνες, τους κλέφτες, τους διεφθαρμένους και τους αποπλανητές, τους πνίγει το πυκνό ζοφερό σκοτάδι, βρίσκουν την απόγνωση και τους τρώνε τα δαιμόνιά τους». Ο άγνωστος άντρας με το κίτρινο βλέμμα είχε πάρει την θέση της Αννελίζ και εξηγούσε με πάθος το βασανιστήριο του κύκλου.
«Έννατος κύκλος είναι το ασβέστιο πυρ. Είμαστε στην μέση της Κόλασης μαζί με τους μεγαλύτερους προδότες στην ανθρώπινη ιστορία, όπως ήταν ο Ιούδας, ο Βρούτος και ο Εφιάλτης. Είναι καταδικασμένοι στην αιώνια φωτιά». Η γοητευτική φωνή συνέχιζε να αναλύει αυτά που ξετυλίγονταν μπροστά της.
Την κοίταζε, όμως. Το βλέμμα του είχε κολλήσει πάνω της, ανίκανος να κοιτάξει αλλού.
Εκείνη παρά τις φωτιές από πίσω του μπορούσε να διακρίνει τα σκληρά του χαρακτηριστικά, τις αυστηρές του γωνίες, τα πυκνά μούσια του και το λοξό του χαμόγελο. Του ανταπέδωσε αυτό του το χαμόγελο.
«Καλύτερα να την κάνετε, δεν είναι μέρος για κοριτσάκια» Το χέρι την Αννελίζ για μία ακόμη φορά βρισκόταν πάνω στην Ιόλη. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες, φανερά νευριασμένη και εξοργισμένη με τον Όσκαρ.
«Πάμε, αρκετά με τους αγροίκους. Η έλλειψη καλών τρόπων είναι φανερή».
Η Αννελίζ είχε ανοίξει τα φτερά της, έτοιμη να απογειωθεί και να φύγουν, το ίδιο έκανε και η Ιόλη δευτερόλεπτα αργότερα.
Εκείνος έμεινε πίσω, βλέποντας την να χάνεται όλο και πιο πολύ. Ήθελε να την ξαναδεί καταβάθος, κάτι τον τραβούσε πάνω της, κάτι ανεξήγητο.
___________________________________________
«Ηλίθιε» αναφώνησε η Αννελίζ καθώς περνούσε την ξύλινη πόρτα, η οποία πριν αρκετή ώρα τους οδήγησε στην Κόλαση. Πλέον βρίσκονταν πίσω στην ακαδημία σώες και αβλαβείς.
«Ηρέμησε, μην του δίνεις αξία». Η Ιόλη ήταν η φωνή της ηρεμίας, την οποία δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να διαταράξει.
«Θα μας πει και τι θα κάνουμε». Ήταν γεγονός, όταν η Αννελίζ νευρίαζε δεν άκουγε τι γινόταν γύρω της. Όσο και να προσπαθούσε η Ιόλη δεν μπορούσε να την επαναφέρει, οπότε την άφησε να τον βρίζει. Της πήρε αρκετή ώρα να συνέλθει.
Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, ήταν πολύ περήφανη για να παραδεχτεί ότι έχει κάνει κάτι λάθος, κι αυτό γιατί δεν επέτρεπε στον εαυτό της να λανθάνει. Το κεφάλι της, όμως, γύρισε προς το μέρος της Ιόλης και την κοίταξε στα μάτια.
«Να προσέχεις, είναι επικίνδυνοι» την προειδοποίησε.
«Μόνο αν τους το επιτρέψεις». Δεν ήξερε που είχε βρει όλο αυτό το θάρρος. Το πίστευε βαθιά αυτό, το είχε ζήσει και ως θνητή. Όσα εμπόδια και αν ήρθαν, ποτέ δεν έχασε τον δρόμο της. Το ίδιο είχε σκοπό να κάνει και τώρα.
«Ιόλη, σας είδα πως κοιταζόσασταν». Πάγωσε.
Πως κοιταζόμασταν δηλαδή, αναρωτήθηκε.
«Είναι επικίνδυνος και εσύ είσαι φίλη μου. Δεν θέλω να εκπέσεις, έχεις μεγάλες δυνατότητες». Τα χέρια της για πολλοστή φορά βρίσκονταν στα μπράτσα της Ιόλης και την ταρακουνούσε, θέλοντας να πειστεί ότι είχε περάσει αυτό που έλεγε.
Είχε σκοπό να προστάτευε με νύχια και με δόντια την καινούργια της φίλη.
«Σήμερα έχει μάζωξη στον Κήπο της Ακαδημίας, κάτι σαν παρτυ» της ανακοίνωσε και την προειδοποίησε ότι θα περάσει από το δωμάτιό της αργότερα.
___________________________________________
Δεν έχεις θέση στον Ουρανό, αν δεν έχεις Φως.
Γι' αυτό πρέπει να παλέψεις, όχι με όπλα, αλλά με το μυαλό και την καρδιά.
Δεν χρειάζεσαι δύναμη, ούτε εξυπνάδα, μόνο Αγάπη, Πίστη και Ελπίδα, οι τρεις μεγάλες αρετές.
___________________________________________
Καλησπέρααα!
Τι κάνετεε; Πως είστε;
Ελπίζω να είστε όλοι καλά.
Ήρθε και το έννατο κεφάλαιο.
Από τα αγαπημένα μου, πέρασα πολύ ωραία περιγράφοντας τον δαιμονάκο.
Ελπίζω να σας άρεσε, όσο άρεσε και σε μένα.
Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που αφιερώσατε.
Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο.
~ Alkionides <3
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro