Chapter 6
Εκείνη την νύχτα δεν έκλεισε μάτι...
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί...
Τα δάκρυα δεν την άφηναν...
Σκέψεις... σκέψεις κακές... σκέψεις επίπονες...
Δεν μπορούσε να δεχτεί... αυτήν την νέα της πραγματικότητα...
Άραγε... ο πατέρας της το εννοούσε πραγματικά;...
Ήθελε όντως να την αναγκάσει να παντρευτεί τον Van De Leone για να σώσει όλα αυτά που κινδύνευε να χάσει χωρίς να τον νοιαζει το 'κακο' που έκανε στην ίδια του την κόρη;...
Τι στο καλό είναι για εκείνον η οικογένεια;...
τι στο καλό σήμαινε η κόρη του για εκείνον;...
Δεν ήταν παρα κομμάτι της ιδιοκτησίας του έτοιμο να το θυσιάσει για να μην χάσει τα πάντα;...
Πως είναι δυνατόν στα δύσκολα... να λυγίζει τόσο εύκολα;...
Είναι η αγαπη...
Είναι οι ανθρώπινες σχέσεις...
Τόσο εύκολο να αλλάξουν;...
Από την μια στιγμή στην άλλη;...
Είναι εφικτό τα αισθήματα να διαγραφούν και να ξανά γράφουν με το έτσι θέλω;...
Και αν ναι... ποιο το νόημα;...
Για ποιο λόγο εκείνη έμενε σταθερή στα πιστεύω της;... στα αισθήματα της ως προς τους γονείς της;...
Για να γυρίσουν τώρα...
Και να την μαχαιρώσουν πισώπλατα;...
Ποιος ο λόγος να πηγαίνει κόντρα σε όλους και όλα;
Για ποιον προσπαθούσε να αποδείξει τόσα χρόνια πως η αγάπη είναι αληθινή ανεξαρτήτως του χρήματος;...
Είναι τόσο δυνατό το χρήμα που υπερπηδά μέχρι και το συναίσθημα αυτό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας;...
Εκείνη την νύχτα κατάλαβε...
ή μάλλον αναγκαστικέ με την 'βια' να δεχτεί...
Να καταλάβει...
πως όλη αυτή η αγαπη που εκλάμβανε ήταν επειδή είχαν την οικονομική άνεση οι γονείς της
Και ... επόμενος το χρόνο να αφιερώσουν στο παιδί τους...
Ήθελε... ήθελε αυτή της η σκέψη... αυτό της το συμπέρασμα να ήταν λανθασμένο... αλλά...
Αμφέβαλλε....
Για πρώτη φορά στη ζωή της μέσα της ένιωθε σίγουρη...
Σίγουρη πως αυτό της το προαίσθημα ήταν...
Αληθινό....
Από εκείνη τη νύχτα και μετά... μέσα της όλα άλλαξαν...
Κάτι γκρεμίστηκε...
Η εμπιστοσύνη της;...
Η ικανότητα της να εμπιστευτεί;....
Εκείνη την νύχτα για πρώτη φορά μέσα της άνοιξε ένα σεντούκι... ένα σεντούκι στο οποίο μέχρι πριν φυλούσε τον μεγαλύτερο της θησαυρό... την αγαπη των γονιών της...
Εκείνη την νύχτα... εκείνο το τόσο πολύτιμο σεντούκι... μετραπηκε σε μια φυλακή...
Μια φυλακή η οποία κρατούσε δέσμια όλα τα υπόλοιπα της αισθήματα....
Χαρά....
Θυμό...
Λύπη...
Απογοήτευση....
Προσδοκίες...
Εκτός... εκτός του πιο επικίνδυνου και επίπονου...
Της αγάπης...
Ενός συναισθήματος που ξέφυγε από τα δεσμά αυτού του σεντουκιού
Οδηγώντας την σε μονοπάτια γεμάτα πόνο...
Γεμάτα θλίψη...
Και πολύ σύντομα...
Φέρνοντας την αντιμέτωπη με την νέμεση της...
Εκείνον...
····
Ο ηχος από το κινητό μου με κάνει να γυρίσω το βλέμμα μου προς το παράθυρο...είχε ήδη ξημερώσει... η επόμενη μέρα είχε ήδη έρθει... χθες δεν κατάφερα να κλείσω μάτι... το πρόσωπο μου καίει... νιώθω τα μάτια μου να τσούζουν υπερβολικά πολύ... με αργές κινήσεις απλώνω το χέρι μου και πιάνω το κινητό μου... για λίγο κοιτάζω την οθόνη με βλέμμα κενό... όντως... το χθες δεν ήταν κάποιου είδους εφιάλτης... όντως όλα συνέβησαν... νιώθω κενή... σαν κάτι μέσα μου να χάθηκε μια για πάντα... προδωσια... πόνο... θυμό... όλα αυτά τα αισθήματα τα οποία έπρεπε να νιώθω... απότομα χάθηκαν... σαν να μην ήταν ποτέ εκεί εξ αρχής... το βλέμμα μου πέφτει στην ημερομηνία... το είχα σχεδόν ξεχάσει... σήμερα... είναι το 'grand opening' μιας από τις πλέον τρεις πιο σημαντικές πολυεθνικές της χώρας και η οικογένεια μου... είναι καλεσμένη... Χα... δεν είναι αστείο;... 'μια από τις πιο σημαντικές'... άλλη μια οικογένεια η οποία κατάφερε να γίνει πιο ισχυρή οικονομικά από εμάς... είμαι σίγουρη πως μετά την χθεσινή μου συζήτηση με τον πατέρα μου αυτό που θα έπρεπε να νιώθω είναι ζήλια... θυμό... και ντροπή... που κάποιος άλλος μας πέρασε... δεν πρόκειται ... ό,τι και να γίνει... όσο δύσκολο και μαύρο φαντάζει το μέλλον μου δεν θα αλλάξω!... τα πιστεύω μου θα μείνουν ίδια... χα·... νιώθω υποκρίτρια... και μόνο που σκέφτομαι... και μόνο που στο πίσω μέρος του μυαλό μου υπάρχει το ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί αυτός ο γάμος... και από την μια αυτή η σκέψη με... καθησυχάζει... νιώθω ψεύτικη... γελοία... τα μάτια μου καίνε... τα νιώθω σιγά σιγά να αρχίζουν για άλλη μια φορά να γίνονται υγρά... Αριάδνη σταματά!.... δεν έχω την πολυτέλεια να συνεχίσω να κάθομαι και να κλαιω σαν μικρό παιδί... μια για πάντα... μια και καλή... ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσω την παλιά Αριάδνη... αυτό το μικρό αθώο, αφελές και άχρηστο πλάσμα... αποφασισμένη σηκώνομαι από το κρεββάτι μου και πλησιάζω τον καθρέπτη του μπουντουάρ μου... δεν μπορούσα παρα να κοιτάζω την αντανάκλαση μου... ένα πρόσωπο... χωρίς συναισθήματα... «αυτό θα είσαι από δω και πέρα Αριάδνη Valentino».... ψελλίζω καθώς ξεκινάω να κατευθύνομαι προς το μπάνιο του δωματίου μου...
[...]
Λίγη ώρα μετά ήμουν ήδη έτοιμη... φόρεσα το πρώτο φόρεμα στην ντουλάπα μου το οποίο φώναζε κύρος και ξεκίνησα να κατευθύνομαι προς το τεράστιο σαλόνι... με το που πάτησα το πόδι μου στη σκάλα ήδη αισθάνθηκα τις πρώτες παρουσίες στο χώρο... και κυρίως δυο τις οποίες δεν είχα ακόμα το θάρρος να αντικρίσω στα μάτια... εκείνες των γονιών μου.... τα βήματα μου σταθερά... αργά... με το που πάτησα το πόδι μου στη σάλα κανείς δεν γύρισε να με κοιτάξει... λες και... δεν υπήρχα... κάτι μέσα μου ένιωσα να σφίγγεται... το στήθος μου βάρυνε απότομα... χα... τι περίμενες;... 'σήκωσε το κεφάλι σου'... μια φωνή μέσα μου με πρόσταξε... και μια παράξενη δύναμη με ανάγκασε να σηκώσω το κεφάλι μου και να δω... να δω πως... κανείς από τους δυο τους δεν μου έδωσε σημασία... και οι δυο τους έκαναν σαν να μην υπάρχω ... είναι αστείο... η όλη εικόνα φαντάζει... σαν τρεις ξένοι να συναντιόνται για πρώτη φορά στον ίδιο χώρο... τι άλλο θα μπορούσε παρα από τραγελαφικό να είναι όλο αυτό;... μια φάρσα... οι γονείς μου ο ένας πλάτη στον άλλο... ο πατέρας μου στην μια άκρη της σαλας να μιλάει με τον γραμματέα του... η μητέρα μου στην άλλη άκρη λίγα μέτρα μακρυά μου να φοράει την καφέ της γούνα με την βοήθεια της οικονόμου... αν αυτό δεν είναι θέατρο του παραλόγου δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι... πως;... πως ήμουν τόσο τυφλή;... πως άργησα τόσο να καταλάβω;... πως άφησα τον εαυτό μου να πληγωθεί επανειλημμένα μόνο και μόνο για να έχω αυτό εδώ το αποτέλεσμα;... δεν μπορώ... δεν μπορώ πια να το διαχειριστώ όλο αυτό ... 'κοιτά Αριάδνη· κοιτά με τα ίδια σου τα μάτια την οικογένεια στην οποία μεγάλωσες'... 'κοιταξε τους· κοιταξε τον τρόπο με τον οποίο σε αγνοούν... με τον τρόπο τον οποίο διαγραφούν μια για πάντα το παρελθόν που εσυ ακόμα μένεις δέσμια του'....
F: είναι ώρα να πηγαίνουμε... η φωνή του πατέρα μου με έκανε να ξεκόλλησω το βλέμμα μου από πάνω τους και να επιστρέψω στην πραγματικότητα... η φιγούρα του μαζί με της μητέρας μου λίγα μέτρα πιο πίσω ξεκίνησαν να χάνονται από τον χώρο... έτσι και γώ ... με την σειρά μου και χωρίς να πω τίποτα ξεκίνησα να τους ακολουθώ... ανήμπορη ακόμα... να χωνέψω αυτή τη νέα μου πραγματικότητα...
[...]
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro