Πρόλογος
Σικάγο 2022
Ήταν μια ήσυχη νύχτα. Ξαστεριά. Το φεγγάρι φανερό. Ήταν μόνη στο σπίτι πάνω από τον υπολογιστή της κρατώντας στο χέρι ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί μελετώντας με προσοχή ένα κείμενο στην οθόνη της. Η ησυχία του σπιτιού διακόπηκε όταν ακούστηκαν τα κλειδιά στην πόρτα.
"Αγάπη μου, γύρισα" Ακούστηκε όπως κάθε βράδυ η φωνή του, μόνο που αυτή την φορά δεν σηκώθηκε όπως πάντα να τον υποδεχτεί και παρέμεινε να μελετά το κείμενο που είχε στην οθόνη της.
"Ιζαμπέλα;" Ακούστηκε ξανά η φωνή του και την βρήκε τελικά μπροστά στον υπολογιστή.
"Δουλεύεις παρά πολύ μωρό μου" Της είπε και την φίλησε απαλά στον λαιμό.
Εκείνη χαμογέλασε, γύρισε απλά και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.
"Πεινάς; Να βάλω να φάμε;" Τον ρώτησε και χωρίς να περιμένει την απάντηση του σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα.
Ήξερε πως κάθε βράδυ όταν γυρνούσε από την δουλειά ήθελε κάτι να τσιμπήσει. Όπως κάθε βράδυ μέχρι εκείνη να ετοιμάσει το τραπέζι κάθησε στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση στο συνηθισμένο κανάλι.
//Αναπάντητα μένουν ακόμα τα ερωτήματα σχετικά με το ματωμένο κολιέ που βρέθηκε σήμερα το πρωί από νεαρό ζευγάρι κοντά στην λίμνη του Σιάτλ. Μετά από έρευνα της αστυνομίας σε κοντινό σημείο βρέθηκε επίσης και ένα γυναικείο σπασμένο και επίσης ματωμένο ρολόι. Η αστυνομία συνεχίζει τις έρευνες αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο.
Κενό. Σιωπή. Τα μάτια της έπεσαν πάνω στην τηλεόραση και στις εικόνες από το κολιέ και το το ρολόι που είχαν βρεθεί. Το πιάτο που κρατούσε στα χέρια της έπεσε. Ο Αντριάν έτρεξε κοντά της. Έπιασε τα χέρια της. Έτρεμαν.
"Μωρό μου; Είσαι καλά;" Την ρώτησε αλλά δεν πήρε καμία απάντηση.
"Ιζαμπέλα μιλά μου" Φώναξε κι εκείνη τινάχτηκε σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο.
"Ναι" Είπε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
"Γλυκιά μου είσαι καλά;" Την ρώτησε και τότε παρατήρησε το σπασμένο πιάτο στο πάτωμα.
"Καλά είμαι απλά, ταράχτηκα λίγο, αυτό είναι όλο. Εκεί μεγάλωσα, πρώτη φορά συμβαίνει κάτι τέτοιο" Είπε και έσκυψε να μαζέψει τα σπασμένα.
"Άστα αγάπη μου θα κοπείς, θα το κάνω εγώ" Είπε και την σήκωσε από το πάτωμα "πήγαινε εσύ να ξαπλώσεις"
"Μα ετοίμαζα φαγητό"
"Θα κάνω εγώ κάτι πρόχειρο, πήγαινε" Της είπε κι έσκυψε να μαζέψει εκείνος το σπασμένο πιάτο.
"Εντάξει, καληνύχτα" Του είπε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί μόλις εκείνος σηκώθηκε πριν φύγει και κλειστεί στην κρεβατοκάμαρα.
Περίμενε λίγο σιωπηλή κοιτάζοντας την κλειστή πόρτα του δωματίου για να βεβαιωθεί ότι ο άντρας της δεν θα ερχόταν ακόμα. Έπιασε το κινητό στα χέρια της και πληκτρολόγησε βιαστικά έναν αριθμό.
"Έρικ η Ιζαμπέλα είμαι χρειάζομαι άδεια για αύριο, πρέπει να τακτοποιήσω κάτι"
"Εντάξει, μείνε ήσυχη θα σε καλύψω"
"Ευχαριστώ πολύ, θα στο χρωστάω. Καληνύχτα" Είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Αντριάν μπήκε ξαφνικά στο δωμάτιο ενώ εκείνη ακουμπούσε το κινητό στο κομοδίνο δίπλα της.
"Ποιος ήταν τέτοια ώρα;" Την ρώτησε και ξανά έκλεισε την πόρτα.
"Από την δουλειά, ο Έρικ ήθελε να του στείλω ένα μέιλ" Του απάντησε και σηκώθηκε να φορέσει τις πυτζάμες της.
"Είσαι καλύτερα;" Την ρώτησε και άρχισε να την φιλάει απαλά στον λαιμό όσο εκείνη άλλαζε.
"Σου είπα δεν ήταν κάτι, απλά ταράχτηκα με αυτό που άκουσα" Είπε και έκανε μια κίνηση να κλείσει το φως αλλά εκείνος την σταμάτησε.
"Τότε να σε βοηθήσω εγώ να ηρεμήσεις" Είπε και άρχισε να κατεβάζει τις τιράντες της πυτζάμας της.
"Αντριάν" Είπε και έπιασε το ένα του χέρι με σκοπό να τον σταματήσει αλλά εκείνος δεν φάνηκε να πτοείται.
"Σςςς, μην μιλάς" Της είπε και προσπάθησε να την γδύσει τελείως αλλά εκείνη έκανε πίσω.
"Σταμάτα"
"Τι θα γίνει ρε Ιζαμπέλα;" Την ρώτησε φανερά θυμωμένος αλλά εκείνη απλά τον κοιτούσε.
"Δεν θέλω" Του απάντησε τελικά.
"Ποτέ δεν θέλεις τον τελευταίο καιρό, ποτέ δεν είσαι εδώ. Μόνο δουλειά, δουλειά, δουλειά. Εγώ που είμαι;"
"Κι εσύ δεν είσαι ποτέ εδώ, κι εσύ δουλεύεις όλη μέρα. Γυρνάς στο σπίτι όποτε θυμάσαι και μόνο ζητάς χωρίς να καταλαβαίνεις"
"Τι να καταλάβω Ιζαμπέλα; Ξέρεις πόσο καιρό έχουμε.... " Ξεκίνησε να λέει αλλά δεν συνέχισε την πρόταση του.
"Και φταίω εγώ γι' αυτό;" Του είπε με ένα παράπονο στο βλέμμα της και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
"Που πας τώρα;"
"Στο άλλο δωμάτιο, καληνύχτα"
~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε και έφυγε πολύ νωρίς. Ο Αντριάν ήταν ακόμα στο άλλο δωμάτιο και κοιμόταν. Του έριξε μια γρήγορη ματιά και μετά έφυγε για το αεροδρόμιο. Είχε ήδη κλείσει εισιτήριο ηλεκτρονικά για το Σιάτλ χθες βράδυ με επιστροφή την ίδια μέρα με την τελευταία πτήση. Ήταν περίπου τέσσερις ώρες ταξίδι οι οποίες πέρασαν μαρτυρικά μέχρι επιτέλους να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Σιάτλ. Η ώρα ήταν έντεκα και κάτι και η πτήση της επιστροφής της ήταν στις δέκα οπότε είχε αρκετό χρόνο να ψάξει αυτό που ήθελε. Πήρε ταξί από το αεροδρόμιο και πήγε κατευθείαν στο αστυνομικό τμήμα του Σιάτλ. Γνώρισε τον διοικητή πολύ καλά. Ήταν φίλος του πατέρα της και την είχε φροντίσει σαν δικό του παιδί όταν είχε χάσει τον πατέρα της όταν ακόμα ήταν οκτώ χρονών.
"Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;" Την ρώτησε μια ένστολη κοπέλα η οποία ήταν στην είσοδο.
"Ήρθα να δω τον κύριο Γκίμπσον, Έντουαρτ Γκίμπσον"
"Σας περιμένει ο κύριος διοικητής;"
"Όχι αλλά είμαι σίγουρη ότι θα θέλει να με δει"
"Το όνομα σας;"
"Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν με αφήνεται να περάσω;"
"Συγγνώμη αλλά αυτή την στιγμή υπάρχει πολύ δουλειά στο τμήμα, δεν επιτρέπουν να μπει κάποιος χωρίς σοβαρό λόγο"
"Ιζαμπέλα Σούαν, ο διοικητής σου είναι οικογενειακός φίλος"
"Περιμένετε λίγο"Της είπε και την άφησε έξω να περιμένει. Λίγο αργότερα βγήκε έξω ο ίδιος ο διοικητής και άνοιξε την αγκαλιά του για εκείνη.
" Ιζαμπέλα μου" Της είπε και μεμιάς χώθηκε στην αγκαλιά του που ήταν όπως πάντα γεμάτη στοργή. Της φέρθηκε σαν πατέρας και του είναι πάντα ευγνώμων γι αυτό.
"Πως είσαι;" Τον ρώτησε χαμογελώντας.
"Εσύ πως είσαι μικρή μου; Έφυγες και από τότε δεν είχε καθόλου νέα σου"
"Είμαι καλά"
"Τι, μόνο αυτό;"
"Τι άλλο θες να μάθεις;"
"Λοιπόν, πάμε στο γραφείο μου και θα τα πούμε"
Της είπε και την οδήγησε μέχρι εκεί.
Ζήτησε να τους φέρουν και δυο καφέδες και κάθησε στο γραφείο του κι εκείνη απέναντι του.
"Λοιπόν; Πως και από τα μέρη μας;"
"Και εμένα τα μέρη μου είναι εδώ, απλά έφυγα" Του είπε σαν να είχε νοσταλγήσει λίγο τον τόπο της.
"Πως είναι ο Αντριάν;"
"Καλά, ξέρεις τώρα, δουλειά εγώ, δουλειά αυτός δεν βλεπόμαστε και πολύ τελευταία" Είπε με ένα παράπονο το οποίο δεν ήθελε να δείξει αλλά εκείνος το κατάλαβε.
Αυτή δεν είναι η δουλειά του πατέρα άλλωστε; Να προσπαθεί να καταλάβει πότε το παιδί του δεν είναι καλά;
"Πως είναι ο γιος σου;" Άλλαξε θέμα. " Έμαθα ότι ακολούθησε τα βήματα σου" Τον ρώτησε ενώ η κοπέλα άφηνε τους καφέδες.
"Ναι. Του αρέσει πολύ του Ίαν. Έκανε τις σπουδές του και τώρα είναι στο στάδιο μεταπτυχιακού με λίγη παραπάνω εξειδίκευση. Άλλωστε μια μέρα προσπαθήσω να πάρει την θέση μου"
"Μου έλειψε αυτό το μέρος, πόσα χρόνια έχω να έρθω εδώ;"
"Από τα δεκαοκτώ σου. Να ξέρεις όμως ότι εδώ είναι πάντα το σπίτι σου" Της είπε και της έπιασε το χέρι.
"Έντουαρτ ήθελε να μιλήσουμε και για κάτι, βασικά Ήλπιζα να μπορείς να με βοηθήσεις" Άρχισε να μπαίνει σιγά σιγά στο θέμα.
"Αν μπορώ φυσικά"
"Το κολιέ και το ρολόι που βρήκατε χθες" Ξεκίνησε να λέει αλλά δεν συνέχισε την πρόταση της.
"Ιζαμπέλα δεν... " Ξεκίνησε εκείνος να λέει αλλά τον διέκοψε.
"Πρέπει να ξέρω, έχω την ανάγκη να μάθω"
"Κοριτσάκι μου δεν ξέρω, δεν έχουμε βρει ακόμα κάτι, είναι άγνωστο ακόμα"
"Ψάξατε;"
"Κορίτσι μου τι ψάχνεις τώρα;"
"Το ξέρω αυτό το κολιέ Έντουαρτ, το αναγνωρίζω, πρέπει να ξέρω αν είναι δικό της, σε παρακαλώ" Είπε και δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της.
"Δεν ξέρουμε ακόμα, αλήθεια σου λέω. Οι έρευνες ακόμα είναι σε εξέλιξη"
"Της τηλεφώνησα χθες, μόλις άκουσα την είδηση της τηλεφώνησα, δεν απάντησε. Το κινητό της ήταν κλειστό" Του είπε και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της.
"Θα τα μάθουμε όλα, μην βάζεις στο μυαλό σου το κακό, μπορεί να μην είναι δικό της"
"Αν γίνει κάτι θα μου το πεις;"
"Αν και απαγορεύεται σου δίνω τον λόγο μου, οχι σαν αστυνόμος αλλά σαν πατέρας" Της είπε και σηκώθηκε να την αγκαλιάσει.
"Ευχαριστώ του είπε πέφτοντας στην αγκαλιά του.
Ο ήχος της πόρτας που χτυπούσε διέκοψε την συζήτηση τους.
"Ίαν, έλα μέσα, έλα να δεις ποιός είναι εδώ" Είπε και η Ιζαμπέλα γύρισε προς την πόρτα.
Ο Ίαν. Ο γιος του ανθρώπου που την μεγάλωσε και πολύ καλός και παιδικός φίλος.
"Δεν το πιστεύω, Ιζαμπέλα" Είπε και την αγκάλιασε θερμά.
"Νόμιζα πως έλειπες για το μεταπτυχιακό, τουλάχιστον αυτό μου είπε ο πατέρας σου" Είπε και κάθισαν στις καρέκλες που ήταν μπροστά από το γραφείο.
"Ναι ισχύει. Είχα ένα κενό και ήρθα για λίγες μέρες" Της απάντησε. "Εσύ πως και από εδώ; Έχει έρθει και ο Αντριάν;"
"Δυστυχώς όχι. Είχε πολύ δουλειά και ήρθα μόνη, εξάλλου δεν θα μείνω πολύ το βράδυ φεύγω με την τελευταία πτήση"
"Για τόσο λίγο ήρθες μόνο;"
"Ήθελα να τακτοποιήσω κάτι και βρήκα ευκαιρία"
"Γιατί δεν πάτε για έναν καφέ λοιπόν;" Πρότεινε ο πατέρας του.
"Αμέ καλή ιδέα, αν έχεις τελειώσει με τις δουλειές σου"
"Ναι είμαι ελεύθερη μέχρι το βράδυ"
"Ωραία εννοείται ότι το μεσημέρι θα φας μαζί μας, θα γυρίσω κι εγώ νωρίς"
"Εντάξει" Του είπε και έφυγε από το τμήμα μαζί με τον Ίαν.
"Τι πεθύμησες από εδώ λοιπόν;" Την ρώτησε καθώς περπατούσαν.
"Την λίμνη και την ησυχία της τα βράδια"
"Πάμε τότε. Δεν θα έχει τόση ησυχία τέτοια ώρα αλλά δεν το ίδιο ωραία θα είναι" Της είπε και μπήκαν μαζί στο αυτοκίνητο του.
Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και κάθησαν για λίγη ώρα σιωπηλοί κοιτάζοντας απλά την λίμνη.
"Πως είναι το Σικάγο;" Την ρώτησε σπάζοντας την σιωπή.
"Διαφορετικό. πολύ φασαρία, πολύ δουλειά" Του απάντησε χωρίς να πάρει τα μάτια της από την λίμνη.
"Είσαι ευτυχισμένη εκεί;"
"Ναι, γιατί να μην είμαι;" Του απάντησε και τότε γύρισε να τον κοιτάξει.
"Γιατί χάνεσαι, το έκανες και μικρή αυτό. Θυμάσαι; Πάντα όταν δεν ήσουν καλά ερχόσουν εδώ και χάζευες την λίμνη"
"Μάλλον είναι συνήθεια και μου έλειψε κιόλας"
Σταμάτησαν για λίγο να μιλάνε.
"Η Κέιτ και Πίτερ; Τους έχεις δει καθόλου;"
"Η αλήθεια είναι πως όχι. Από την μέρα που ήρθα δεν τους έχω δει καθόλου, δεν ξέρω καν αν είναι εδώ"
"Κατάλαβα"
Την έκαιγε να μάθει. Δεν ήθελε να πάει από το σπίτι της. Τις σκέψεις της σταμάτησε ο ήχος του τηλεφώνου.
"Ο μπαμπάς μας περιμένει για φαγητό" Είπε και έβαλε ξανά το τηλέφωνο στην τσέπη του.
Έφαγε μαζί με τον Ίαν και τον Έντουαρτ και μετά το φαγητό τους αποχαιρέτησε. Ήθελε να περάσει από το πατρικό της πριν φύγει για το αεροδρόμιο. Ήταν κλειστό από τότε που έφυγε. Αφού είχε χάσει και την μητέρα της λίγο πριν ενηλικιωθεί δεν είχε λόγο να μένει άλλο εκεί. Αφού τελείωσε το σχολείο έφυγε για το Σικάγο για να σπουδάσει και έπειτα αφού βρήκε δουλειά έμεινε εκεί. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Το σπίτι μύριζε κλεισούρα. Λογικό. Ήταν κλειστό δέκα χρόνια και όλα ήταν ακριβώς όπως τα είχε αφήσει όταν έφυγε. Δεν θέλησε ποτέ να το πουλήσει. Προτιμούσε να μείνει έτσι κλειστό. Έκανε μια βόλτα στο σπίτι και άρχισε να νοσταλγεί τα παιδικά της χρόνια. Θυμόταν που έπαιζε και έτρεχε με τον πατέρα της σε εκείνον τον μεγάλο διάδρομο του σπιτιού. Ήταν κρίμα να φύγει τόσο νωρίς. Ηταν οκτώ χρονών όταν έφυγε. Θυμάται ακόμα το βλέμμα της μητέρας της εκείνη την μέρα. Είχε γυρίσει στο σπίτι με τον Έντουαρντ και τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα. Δεν της είχαν πει από την αρχή την αλήθεια. Ήταν πολύ δεμένη με τον πατέρα της και η αλήθεια πονούσε πολύ. Ήταν αστυνομικός. Με τον Έντουαρντ δούλευαν μαζί. Ήταν μαζί σε μια υπόθεση τότε. Δεν είχε καταλάβει και πολλά. Θυμόταν όμως την μητέρα της να συζητάει με τον Έντουαρντ και να λένε ότι ο πατέρας της είχε πυροβοληθεί. Μόνο αυτό ήξερε. Πυροβολήθηκε και πέθανε επιτόπου. Τίποτε άλλο. Δεν την ενδιέφερε και κάτι άλλο. Πόνεσε πολύ με τον χαμό του πατέρα της. Ποτέ δεν έκλαιγε μπροστά στην μητέρα της. Ήθελε να δείχνει δυνατή. Έγιναν ένα από τότε, μέχρι που έχασε κι εκείνη. Ήταν λίγο πριν τελειώσει το σχολείο. Η μητέρα της βασανιζόταν για αρκετούς μήνες με τον καρκίνο και δεν είχε μιλήσει σε κανέναν. Το έμαθε όταν πια ο καρκίνος είχε προχωρήσει και χρειάστηκε να νοσηλευτεί. Πέθανε στο νοσοκομείο λίγες μέρες μετά. Είχε πολλές αναμνήσεις από αυτό το σπίτι. Άλλες καλές άλλες όχι. Της έλειπαν όλα αυτά αλλά τα είχε αφήσει πίσω της εδώ και χρόνια. Είχε μετακομίσει, είχε το σπίτι της την δουλειά. Αναστέναξε από τις αναμνήσεις που την περικυκλώναν και πήγε μέχρι το παλιό της δωμάτιο.
Άρχισε να ψάχνει τα κουτιά και τα συρτάρια της. Βρήκε σε ένα συρτάρι ένα παλιό σκονισμένο άλμπουμ. Φωτογραφίες με εκείνη, τον πατέρα της, την μητέρα της και τους φίλους της. Εκείνη, ο Ίαν, ο Πίτερ και η Κέιτ. Αυτοί ήταν πάντα. Αχώριστοι από παιδιά. Έβγαλε μια από τις φωτογραφίες του άλμπουμ και την κράτησε. Κοίταξε το ρολόι της. Είχε έρθει η ώρα να φύγει. Άφησε το άλμπουμ στην θέση του πήρε την φωτογραφία και κάλεσε ταξί για να την πάει στο αεροδρόμιο και να γυρίσει ξανά στην βάση της. Άφησε πίσω τις αναμνήσεις της και μπήκε στο αεροπλάνο. Με τον Αντριάν δεν είχε πάει ποτέ στον τόπο που μεγάλωσε όσο κι αν εκείνος το ήθελε. Γιατί δεν ήθελε να γυρίσει;
Η ώρα ήταν δυο και όταν επέστρεψε στο Σικάγο. Είχε αφήσει το αυτοκίνητο της στο πάρκινγκ του αεροδρομίου. Μπήκε μέσα και ξεκίνησε για το σπίτι.
Όταν μπήκε στο σπίτι τα φώτα ήταν αναμμένα. Μπήκε μέσα και πρόσεξε τον Αντριάν που καθόταν στον καναπέ του σαλονιού κρατώντας ένα ποτήρι με κρασί στο δεξί του χέρι.
"Δεν κοιμάσαι;" Τον ρώτησε αδιάφορα ενώ άφηνε τα κλειδιά και την τσάντα της.
"Που ήσουν;" Ρώτησε φανερά θυμωμένος χωρίς να απαντήσει στην δική της ερώτηση.
"Στην δουλειά, που αλλού;" Του απάντησε με άνεση και προχώρησε για να πάει στο δωμάτιο αλλά δεν την άφησε.
"Μαλακίες" Φώναξε αφήνοντας το ποτήρι που κρατούσε πάνω στο τραπέζι.
Σηκώθηκε από τον καναπέ και την κοίταξε.
"Πέρασα απο εκεί Ιζαμπέλα, πέρασα για να σε πάρω να βγούμε έξω να φάμε μαζί, να κάνουμε κάτι σαν ζευγάρι επιτέλους αλλά μάντεψε, δεν ήσουν εκεί και από ότι έμαθα δεν πήγες καν στο γραφείο σήμερα, ζήτησες άδεια χθες το βράδυ και από το σπίτι έφυγες ξημερώματα. Σε ρωτάω λοιπόν που ήσουν;" Της φώναξε και ο θυμός του όλο και μεγάλωνε.
Ήταν φανερό ότι γνώριζε κάτι. Περίμενε όμως να του το πει η ίδια.
"Δεν δουλεύω μόνο μέσα σε ένα γραφείο Αντριάν, έχω και δουλειές εκτός, γι αυτό σε παρακαλώ κατέβασε τον τόνο της φωνής σου" Είπε και έβγαλε το μπουφάν πετώντας το σε μια καρέκλα της τραπεζαρίας.
"Εξωτερικές δουλειές; Η ώρα κοντεύει τρεις και μέχρι τώρα μου λες ότι είχες εξωτερικές δουλειές; Νομίζεις ότι δεν άκουσα τι ώρα έφυγες; Γι αυτό ήθελες να κοιμηθείς στον ξενώνα χθες, για να φύγεις χωρίς να σε καταλάβω;" Της είπε ενώ εξακολουθούσε να έχει αυτόν τον θυμό στον τόνο της φωνής του.
"Σε παρακαλώ Αντριάν" Είπε και προσπάθησε να ξανά πάει στο δωμάτιο.
"Αφού δεν απαντάς, θα σε βοηθήσω εγώ αγάπη μου" Την σταμάτησε ξανά μιλώντας της κάπως ειρωνικά τονίζοντας τις τελευταίες λέξεις και της έδωσε στα χέρια ένα χαρτί.
Ήταν η απόδειξη των εισιτηρίων που είχε κλείσει για το ταξίδι που έκανε σήμερα στο Σιάτλ.
"Έφυγες χωρίς να μου πεις τίποτα, χωρίς να ξέρω που είσαι, το κινητό σου κλειστό και μπορείς και με κοροϊδεύεις κι από πάνω;"
"Έψαξες τον υπολογιστή μου;" Ήταν το μόνο που βρήκε να ρωτήσει.
"Αυτό σε νοιάζει μόνο ρε Ιζαμπέλα; Γιατί μου είπες ψέματα;" Την ρώτησε και αυτή την φορά ο τόνος του ήταν πιο ήρεμος, σαν απογοητευμένος.
"Δεν έχω να απολογηθώ για τίποτα Αντριάν, έτσι είναι η δουλειά μου και απαιτώ να το σέβεσαι"
"Θες να μου πεις ότι πήγες μέχρι εκεί για δουλειά; Ωραία να το δεχτώ. Γιατί δεν μου το είπες; Με άφησες εδώ να σε ψάχνω όλη μέρα και να μην μπορώ να σε βρω πουθενά. Το γεγονός ότι ανησύχησα ρε γαμώτο δεν το σκέφτεσαι;" Της είπε και ξανά ανέβασε λίγο τον τόνο του.
"Συγγνώμη" Του είπε μόνο ήρεμα και απολογητικά και απομακρύνθηκε από κοντά του.
Μπήκε στο δωμάτιο και έβγαλε κατευθείαν τα ρούχα για να κάνει ένα μπάνιο. Βγαίνοντας στο σπίτι επικρατούσε πολύ σιωπή. Αναρωτιόταν αν ο Αντριάν ήταν τόσο θυμωμένος κι αν είχε φύγει από τι σπίτι. Πήγε ξανά στο σαλόνι και τον είδε να κάθεται στον καναπέ σκεπτικός έχοντας τα χέρια του πάνω στο κεφάλι του.
"Γιατί;" Την ρώτησε όταν αντιλήφθηκε πως ήταν κοντά του.
"Τι γιατί;" Ρώτησε εκείνη και τον πλησίασε λίγο περισσότερο.
"Γιατί έχουμε γίνει έτσι;"
"Κοίτα Αντριάν, έχεις δίκιο εντάξει; Έπρεπε να σου το είχα πει"
"Δεν θέλω να έχω δίκιο ρε γαμώτο, να έχω έναν λόγο κι εγώ στην ζωή σου θέλω αλλά από ότι φαίνεται εσύ πλέον δεν με υπολογίζεις καθόλου"
"Δεν το έκανα επειδή δεν σε υπολογίζω αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα τα οποία είναι δικά μου και δεν θέλω να τα μοιράζομαι με κανέναν. Είχα λόγο που έκανα αυτό το ταξίδι αλλά δεν νιώθω και υποχρεωμένη να σου πω"
"Έτσι θεωρείς ότι είμαστε ζευγάρι; Να κάνει ο καθένας ότι θέλει;"
"Εσυ το λες αυτό; Πόσες φορές δεν ξέρω που είσαι;"
"Μπορεί αλλά τουλάχιστον εσύ δεν με ψάχνεις όπως σε έψαχνα εγώ σήμερα. Έχεις αλλάξει, μετά από αυτό που έγινε έχεις αλλάξει"
"Πολλά έχουν αλλάξει, απλά εσύ δεν μπορείς να το δεις"
"Μάλλον γιατί δεν μου αρέσει αυτή η αλλαγή. Θέλω να είμαστε όπως πριν, τόσο δύσκολο είναι;"
"Μάλλον ναι" Του είπε και σηκώθηκε από τον καναπέ. "Πάω να ξαπλώσω"
Έπιασε τον καρπό του χεριού της και την σταμάτησε.
"Δεν θα πας στον ξενώνα απόψε, θα κοιμηθούμε μαζί" Της είπε και στάθηκε όρθιος μπροστά της.
Ξεκίνησε να την φιλάει απαλά στον λαιμό ανοίγοντας και λίγο το μπουρνούζι της.
"Αντριάν" Προσπάθησε για άλλη μια φορά να τον σταματήσει αλλά εκείνος συνέχιζε.
"Όχι, δεν θα μου πεις πάλι όχι Ιζαμπέλα, σε έχω ανάγκη, έχω ανάγκη να σε νιώσω" Της είπε και έριξε κάτω το μπουρνούζι της.
"Κι εγώ σε έχω ανάγκη" Του είπε τελικά κι εκείνος την παρέσυρε μέχρι το κρεβάτι.
Συνέχιζε να την φιλάει ενώ εκείνη τον βοηθούσε να βγάλει σιγά σιγά τα ρούχα του. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να τον αποφεύγει για πάντα. Μάλλον τον είχε κι εκείνη περισσότερο ανάγκη από όσο νόμιζε. Πόσο καιρό είχε να κάνει έρωτα με μαζί του; Ούτε καν θυμόταν. Έπεσε στην αγκαλιά του και δεν μίλησε καθόλου.
"Μου είχες λείψει πολύ μωρό μου"είπε χαιδεύοντας τα μαλλιά της.
"Κι εμένα" Του ανταπέδωσε και φάνηκε να το εννοεί.
Για λίγο επικράτησε σιωπή.
"Ιζαμπέλα" Της είπε και έσπασε την σιωπή.
"Ναι"
"Θέλω να κάνουμε παιδί"
"Αντριάν αφού ξέρεις..... " Ξεκίνησε να λέει αλλά την σταμάτησε πριν ολοκληρώσει.
"Πόσο ακόμα βρε μωρό μου; Πέρασε. Είμαστε μαζί τρία χρόνια, γιατί να το καθυστερούμε τόσο;"
"Είναι και η δουλειά Αντριάν" Είπε προσπαθώντας κάπως να αποφύγει την συζήτηση.
"Πάντα θα είναι η δουλειά, αυτό δεν θα πρέπει να είναι εμπόδιο" Της είπε και σηκώθηκε για λίγο από την αγκαλιά του.
"Καλά θα δούμε, θα το συζητήσουμε άλλη ώρα" Του είπε φορώντας τα ρούχα της.
"Ελα εδώ" Της είπε και εκείνη χώθηκε ξανά στην αγκαλιά του.
"Σ αγαπάω, να το θυμάσαι αυτό"
"Το ξέρω, κι εγώ σ αγαπάω" Του είπε κι εκείνη χαμογελώντας.
"Έλα να κοιμηθούμε τώρα, έχουμε και δουλειά αύριο" Του είπε και βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά του.
"Καληνύχτα"
"Καληνύχτα"
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro