Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 3ο

!!Trigger Warning!!
Κακοποίηση, Ενδοοικογενειακή βία
Σεξουαλική Παρενόχληση

Διαβάστε με δική σας ευθύνη!!

<<Μαρία, σήκω γλυκιά μου >>, άκουσα την φωνή της μαμάς μου, παρόλα αυτά απλώς έσφηξα τα σεντόνια πάνω μου περισσότερο.

<<Γλυκιά μου σήκω. Θα αργήσεις για τον αγιασμο>>, είπε και ξεφυσηξα. Φυσικά και έχω ξυπνήσει αλλά δεν θέλω να σηκωθω. Μουγκριζω και γυρίζω πλευρό.
<<Εσύ το ζήτησες>>, σχολίασε και ξαφνικά ένιωσα τα μάτια μου να τσουζουν.

<<Ααα όχι τις κουρτίνες ρε μάνα>>, φώναξα και κουκούλωθηκα στα σκεπασματα μήπως και την αποφύγω.

<<Σήκω, έχω αργήσει και εγώ μαζί σου, ο Στέλιος έχει ήδη φύγει με τον σχολικό από τις 8 ξέρεις>>, γκρινιαξε τραβοντας τα πολύτιμα σκεπασματα από πάνω μου.

<<Σε μισώ>>, ψιθύρισα και άνοιξα τα μάτια μου ηττημενη.

<<Αντε σήκω τώρα>>, είπε εκείνη βγαίνοντας από το δωμάτιο.
Μα είναι ο αγιασμος. Και να μην πάω δεν θα πάρω απουσίες.

Σηκώθηκα βαριεστημενα πιάνοντας τα γυαλιά μου και προχώρησα προς το μπάνιο.

Ουοου, οι μαύροι κύκλοι φαίνονται πιο έντονα από ότι περίμενα. Λογικό αφού κοιμήθηκα το ξημέρωμα.

Έριξα νερό στο πρόσωπο μου να ξυπνήσω και με ξανακοιταξα. Χαμογελα λίγο Μαρία μου, πρώτη μέρα, θα είναι και καινούρια άτομα να μην σε δουν και τρομάξουν από την πρώτη μέρα. Ξεφυσηξα πιάνοντας την οδοντοβουρτσα μου. Αφού τελείωσα με τα δόντια έπιασα το τσαντάκι με τα ελάχιστα μακιγιάζ μου. Δεν το πιστεύω ότι θα τα χρησιμοποιήσω, σπάνια καλύπτω το δέρμα μου με αυτά. Κάθε φορά νιώθω πως μου έχουν απλωσει τσιμέντο πάνω.

Έπιασα το μικρό σολιναριο, υποθέτω είναι το κονσιλερ αυτό που βάζουν για τους μαύρους κύκλους; όπως λέγεται. Το άπλωσα κάτω από τα μάτια μου και έπειτα έβαλα και λίγο μεικ απ όπου χρειάστηκε.

Αφού τελείωσα με όλα αυτά βγήκα από το μπάνιο πηγαίνοντας στην ντουλάπα.

<<Μαρία, εγώ φεύγω γιατί έχω αργήσει ήδη. Το καλό που σου θέλω να πας στο σχολείο. Ξυπνα και τον πατέρα σου φεύγοντας>>, φώναξε από τον κάτω όροφο η μητέρα μου. Δεν απάντησα τίποτα.

Τέλεια είναι εδώ ο πατέρας μου. Σκέφτηκα και έπιασα ένα τυχαίο τζιν με μια απλή μπλούζα. Έβαλα την ζακέτα μου από πάνω και αφού φόρεσα τα αθλητικά μου έπιασα την τσάντα σε περίπτωση που μας δώσουν βιβλία. Χτένισα στα γρήγορα τα μαλλιά μου και τα έπιασα αλογοουρα.

Πήρα το τηλέφωνο, τα κλειδιά μου, ακουστικά και τις τσίχλες μου και πήγα στο δωμάτιο των γονιών μου. Ξεροκαταπια ανοίγοντας την πόρτα.

<<Πατερα;>>, είπα χαλαρά αλλά δεν απάντησε. Πλησίασα το κρεβάτι και τον σκουντιξα. <<μπαμπά ξυπνα, εγώ θα πάω σχολείο>>, του είπα επίσης χαλαρά και μουγκρισε. <<έλα μπαμπά σήκω χρειάζομαι και λεφτά>>, άνοιξε τα μάτια του και μέσα από το σκοτάδι που επικρατούσε στο δωμάτιο με κοίταξε άγρια.

<<Λεφτά και λεφτά, να πας να τα δουλέψεις και να τα βρεις τα λεφτά>>, μουγκρισε και στριφογυρισα τα μάτια μου.

<<Ναι ναι, τώρα σήκω, η μαμά μου είπε να σε ξυπνήσω πριν φύγω. Και σοβαρά τώρα, έχεις να μου δώσεις καθόλου χρήματα; θα βγούμε με τα παιδιά μετά το σχολείο>>, ρώτησα και περίμενα να σηκωθεί.

<<Στον καθρέφτη είναι το πορτοφόλι μου υποθέτω, βρες το και πάρε όσα χρειάζεσαι>>, είπε και ξαπλωσε πάλι αγνοώντας με. <<Μην τα πάρεις όλα>>, είπε μετά από λίγο και αφού πήρα όσα χρειάζομαι βγήκα από το δωμάτιο αφήνοντας τον στο σκοτάδι του.

Βγήκα γρήγορα από το σπίτι βάζοντας τα ακουστικά στα αυτιά μου. 8.46 η ώρα. Θα φτάσω ακριβώς για τον αγιασμο μάλλον. Αν ξεκινήσει 9 δηλαδή και όχι πάλι κατά τις 10 όπως πέρσι.

Μετά από πολύ δρόμο περπάτημα και μουσικής έφτασα έξω από το σχολείο. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα την ανηφόρα που έβλεπα μπροστά μου. Πρέπει να την ανέβω έτσι;
Συνέχισα τον δρόμο μου προς το εσωτερικό του σχολείου, δηλαδή την αυλή, προσπερνοντας την παρέα του Νίκου που βρίσκονταν στο πάρκινγκ καπνίζοντας.

<<Πρώτη μέρα και ήδη άρχισαν τις παρανομοιες, άμα θα τους πιάσει κανένας καθηγητής>>, μουρμουρισα κοιτώντας το πάτωμα.

<<Δεν θα μας κάνει τίποτα>>, ακούστηκε μια φωνή πίσω μου και τρόμαξα.

<<τι στο;>>, γύρισα και είδα τον Νίκο να με κοιτάει με ανασηκωμενο φρυδι.

<<την επόμενη φορά μίλα πιο δυνατά>>, γέλασε και τον κοίταξα νευριασμενη. Πήρα μια βαθιά ανάσα και γύρισα την πλάτη μου προχωροντας προς το εσωτερικό.

Φτάνοντας στο πρώτο παγκάκι αγκαλιασα όλες τις φίλες μου και καθισαμε μιλώντας για διάφορα θέματα.
<<Κορίτσια, δείτε>>, είπε η Ελένη κοιτώντας προς το κυλικείο. <<Ποιος είναι αυτός ο κούκλος καινούργιος;>>, συνέχισε έπειτα και γέλασα. Η Ελένη και οι έρωτες της.

<<Γιατί δεν πας να τον ρωτήσεις;>>, ρώτησα εγώ και με κοίταξε πονηρά.

<<Μαζί θα πάμε>>, με σήκωσε γρήγορα τραβωντας με προς το μέρος του αγοριού. Κάθε προσπάθεια μου να ξεφύγω πήγε βόλτα καθώς δεν τα κατάφερα.

<<Χευ, γεια σου όμορφε>>, είπε η Ελένη στο παιδί μπροστά μας ο οποίος με κάρφωσε μς το βλέμα του και κράτησαμε οπτική επαφή για λίγα δευτερόλεπτα. Έχει πολύ βαθύ μπλε χρώμα μάτια, δεν έχω ξανά δει τέτοιο χρώμα.

<<Χαιρετώ τις όμορφες>>, απάντησε εκείνος κοιτώντας και τις δύο μας χαμογελώντας.

<<Εμ γειά σου>>, είπα δειλά εγώ.

<<Φαντάζομαι είσαι καινούριος εδώ. Δεν σε έχω ξανά δει>>, είπε η Ελένη.

<<Ναι, μόλις πήρα μεταγραφή από το γενικό>>, απάντησε και εκείνος καο εγώ απλώς παρακολουθούσα την συζήτηση χωρίς να μιλάω.

<<Α ωραία. Δεν συστήθηκα, είμαι η Ελένη και από εδώ η Μαρία>>, η φίλη μου μας παρουσίασε στο νέο αγόρι.

<<Χάρηκα πολύ για την γνωριμία, είμαι ο Αλέξης>>, απάντησε εκείνος και χαμογελασα.

Ένιωσα ένα χτύπημα σαν σπρωξιμο στον ώμο μου και έπειτα είδα τον Νίκο να σκουνταει κατά τον ίδιο τρόπο τον νεαρό μπροστά μας.

<<Πρόσεχε που στέκεσαι αγοράκι>>, γρυλισε ο Νίκος και οι δυο τους κοιτάχτηκαν με τα πιο δολοφονικα βλέμματα που είχαν.

<<Μάλλον θα έπρεπε να πεις συγγνώμη που έπεσα πάνω σου γιατί είμαι βλακας>>, απάντησε με απειλητικο τόνο ο Αλέξης.

<<Ε σταματήστε ακόμα δεν άνοιξαν τα σχολεία και Νίκο ψάχνεις για να πλακωθεις, σήκω φύγε και παράτα μας είχαμε κουβέντα εδώ>>, απάντησα γρήγορα χωρίς να σκέφτομαι. Ο Νίκος χαμογελασε και με πλησίασε.

<<Μάζεψε τα νυχακια σου γατούλα μην βγάλεις κανένα μάτι>>, με ειρωνευτηκε πιάνοντας τα μάγουλα μου με το ένα του χέρι.

<<Κάτω τα χέρια σου>>, αποκριθηκα διώχνοντας το χέρι του από πάνω μου.

<<Προσεχε σε ποιον μιλάς γιατί>>, άφησε την πρόταση μεταιωρη όταν ένα αγόρι τον έπιασε από τους ώμους τραβοντας τον πίσω. Και άλλος καινούργιος;

<<φτάνει, το παρατραβας άφησε τες και πάμε να φύγουμε>>, του είπε το άγνωστο προς εμένα αγόρι και ο Νίκος τιναχτηκε.

<<Δεν τελειώσαμε>>, είπε απειλητικα προς τον Αλέξη αλλά και εμένα και έφυγε με όλη την παρέα του να τον ακολουθεί.

Το μυστήριο αγόρι όμως έμενε πίσω.
<<Τι αγενής, Θανάσης, γοητευμενος>>, είπε φιλοντας το χέρι της φίλης μου και έπειτα ήρθε μπροστά μου.

<<Γοητευμενος>>, επανέλαβε φιλοντας και το δικό μου χέρι κρατώντας οπτική επαφή.

<<Μαρία>>, απάντησα απλά χαμένη σε αυτό το περίεργο ανοιχτό γαλάζιο χρώμα. Λίγο πιο ανοιχτό να ήταν και θα έλεγα ότι είναι γκρι.

<<Ελένη>>, είπε η φίλη μου, αλλά πριν προλάβει να μιλήσει κανένας άλλος ακούστηκε ξανά η θυμωμένη φωνή του Νίκου.

<<Θα έρθεις ή θα συνεχισεις να την πέφτεις σε ότι κινείται;>>

<<Μια ευγενική κίνηση ήταν και απλά συστήθηκα ρε μαλακα δεν την έπεσα και σε κανέναν>>, φώναξε πίσω το αγόρι.

<<Μην δίνεις σημασία στο φιλαράκι, είναι στις μέρες του. Χάρηκα θανάσης>>, επανέλαβε το όνομα του και στον Αλέξη δίνοντας το χέρι του για χειραψία. Κρατώντας μια έντονη οπτική επαφή.

Έπειτα προχώρησε προς το μέρος του Νίκου.

<<Τι περίεργοι τύποι>>, σχολίασε ο Αλέξης και τότε συνείδητοποιησα ότι είναι ακόμα εδώ.

<<Ο Νίκος και η παρέα του είναι πολύ κακή επιρροή, καλό θα ήταν να μην είσαι κοντά τους αν και για κάποιον λόγο σε έβαλαν στο μάτι>>, είπα και τους άφησα μόνους τους προχωρωντας προς την υπόλοιπη παρέα μου. Η Ελένη έμεινε πίσω να μιλάει με τον Αλέξη.

Ενιωθα καρφωμενα τα βλέμματα πολλών πάνω μου. Και αυτό με έκανε να αισθάνομαι αβολα. Το καστανο όμως βλέμμα του Νίκου, θεε μου ήταν αυτό που με έκανε να αισθάνομαι την μεγαλύτερη αμηχανία και ντροπή. Γιατί με κοιτάει έτσι; τι έκανα πάλι;

Καθόμουν στο παγκακι και παρατηρούσα τον Νίκο όσο αυτός δεν με κοιτουσε, αγνοώντας την συζήτηση της Σονιας με την Ιωάννα.

Ο Νίκος σταμάτησε να κοιτάει προς το μέρος μας τα τελευταία λεπτά. Δεν μπορώ να καταλάβω την συμπεριφορά του. Από την μια στιγμή στην αλλη μπορεί να αλλάξει τόσο δραματικά.

«Με ακους ή μόνη μου μιλάω;», η φωνή της Σονιας μαζί με ένα σκουντηγμα με κάνει να ξεκολλησω το βλέμμα μου από πάνω του και να γυρίσω προς τις φίλες μου.

«Συγγνώμη, αφαιρέθηκα», ψελισα χαμηλόφωνα σκεπτική.

«Καλα καλα, λέγαμε θα έρθεις μετά το σχολείο απο το σπίτι μου να αραξουμε; θα βαριέμαι μόνη μου», ρώτησε και εγνεψα θετικά απαντώντας ένα απλό «φυσικα».

Γυρισα ξανά παρατηρωντας γυρω μου. Η Ελένη με τον Αλέξη ακόμα μιλουσαν, ο Νίκος και η παρέα του απέναντι μας γελούσαν με κάτι. Άλλα παιδια διάσπαρτα στον χώρο είτε μονα τους, είτε με παρεα.

«Αυτή κοιμάται όρθια; τι φάση; κοπελιά; γεια σου λέει ο κόσμος. Ααα με αγνοει», ακουσα μια κοριτσιστικη φωνή να λέει διάσπαρτα και έπειτα μια φιγούρα στάθηκε μπροστά μου. «Δεν σου εχουν μάθει ότι είναι αγένεια να αγνοείς κάποιον όταν σου μιλάει;», ρώτησε η κοπέλα που βρίσκοταν μπροστα μου και σήκωσα το κεφάλι μου να την δω. Τα μακριά κόκκινα μαλλιά της τραβουσαν πρώτα την προσοχή.

«Δεν σου εχουν μάθει ότι δεν είναι ωραίο να κρυβεις την θέα σε έναν άγνωστο επίτηδες;», ρώτησα στον ίδιο τόνο.

Εκείνη χαμόγελασε και έκανε στην άκρη. Τοτε το βλέμμα μου κλείδωσε με το δικό του. Αμέσως κοίταξα αλλου αισθανομενη πολυ άβολα.

«Τώρα θα μπεις στην συζήτηση κοπελιά;», ρώτησε το κορίτσι και εγνεψα θετικά στρέφοντας όλη μου την προσοχη σε εκείνη.

«Αντωνία μην το παρατραβας ασε το ερωτευμένο μας στον κόσμο του», η Σονια γελουσε με την όλη κατάσταση.

«Το διασκέδαζω», απάντησε εκείνη. «Αντωνία», είπε έπειτα και έτεινε το χέρι της σε εμένα. Το επιασα κάνοντας την τυπική χειραψία «Μαρια», ψιθυρισα σχεδόν και μου χαμόγελασε.

«Καλά αυτόν βρήκες να ερωτευτείς; Πιο μαλακας δεν υπήρχε ε;»

«Αντωνία!»,η Σονια την κοίταξε άγρια.
«Παιδιά αυτή είναι η Αντωνία, μικρή μου ξαδέρφη και πολυ καλη φίλη. Από φέτος στο σχολείο μας και στην παρεα δεν νομίζω να σας πειράζει;» μας συστησε εκ νέου η Σονια και όλες χαμογελασαμε.

«Φυσικά και όχι είναι μέρος της παρεας πλέον», απάντησε χαρουμενα η Ιωάννα.

«Αντωνία από που τον ξέρεις;», ρώτησα κοιτώντας την περίεργα.

«Από την σ..», η Σονια την χτυπησε στα πλευρά και την τράβηξε πίσω της καθώς σηκώθηκε.

«Από εμένα, ηταν σπίτι μας μια μέρα που είχε έρθει να δει τον αδερφό μου»

Το κουδουνι επιτέλους χτυπησε που σημαίνει ότι σε λιγότερο από μισή ώρα θα ειμαστε ελευθεροι να φυγουμε από εδώ. Σηκώθηκαμε σιγά σιγά και μαζευτήκαμε στο σημείο συγκέντρωσης. Δεν έδωσα βάση στον αγιασμό ή στους λόγους που έβγαζαν. Περίμενα ανυπομονετικα να έρθει η στιγμή που θα φυγουμε.

Αφου το μαρτύριο τελείωσε ανακοίνωσαν ότι τα βιβλία θα μοιραστουν αυριο και όλοι φυγαμε.
Όλες μαζί αρχίσαμε να περπατάμε προς το σπίτι της Σονιας. Δεν ήταν και μακριά.
Φτάσαμε μετά από λίγο και έμεινα λίγο πίσω. Δεν έχω δει τα αγόρια για πολυ ώρα και αν είναι εδώ;

«Θα έρθεις;»

Τους πλησιάσα και μπήκαμε στον σπίτι. Προχωρήσαμε όλες προς το σαλόνι και καθίσαμε στους δέρματινους καναπέδες.
Η Σονια άνοιξε την τηλεόραση και άρχισε να ψάχνει στα σιντί.

«movie time», είπε ενθουσιασμένη και αφου διάλεξε μια ταινία την έβαλε να αρχίζει να παίζει.

«Περίμενε. Ταινία χωρίς ποπ κορν; χωρίς αναψυκτικά; χωρίς χαρτομαντηλα;», γκρινιαξε η Ελένη και γελασα.

«Μαρία ελα μαζί μου στην κουζινα να τα φέρουμε», με φώναξε η Σονια και έτσι κάναμε.

Φτάνοντας στην κουζίνα προχωρησα προς το ψυγείο και έβγαλα τις πορτοκαλάδες.

«Πάντα έχεις έτοιμα τα παντα στο σπίτι σου εσυ; πως γίνεται αυτό;»

Εκείνη ανασηκωσε τους ώμους της βάζοντας τα ποπκορν στον φουρνο μικροκυματων.
Καθώς περιμέναμε να γίνουν τα ποπκορν κοιτουσα το πάτωμα.

«Πες το»

Σήκωσα το κεφάλι μου για να την κοιτάξω παραξενεμενη

«Σε βλεπω τόση ώρα σκεπτική αντε πες τι θες να πεις, αφου στο τέλος θα το πεις» συνέχισε και ξεφύσηξα.

«Θέλω βοήθεια», παραδεχτηκα.
«Θέλω να αλλαξω, την εμφάνιση μου, τον τρόπο που αντιμετωπίζω τα πράγματα, την ζωή μου, εμενα. Δεν αντεχω άλλο έτσι Σονια. Αλλά χρειάζομαι βοήθεια» με κοίταξε σκεπτική και έπειτα γυρισε να βγάλει τα ποπκορν που μόλις έγιναν.

«Θα σε βοηθήσω εγώ. Αλλά πρώτα θα κανείς κάτι για εμενα. Αν θέλεις να αλλάξεις θα το σταματήσεις αυτο!», η ματια της σπινθηροβολα «αυτό που κάνεις στα χέρια σου. Αν ξανά δω ένα ακόμα ένα σημάδι θα έχουμε άσχημη κατάληξη». Ξεροκαταπια και κοίταξα το σημείο όπου κοιτουσε. Φαινόταν τελικά.
«Πάμε τώρα στα κορτισα»

Βγηκαμε από την κουζίνα κρατώντας τα πράγματα όμως όταν φτάσαμε στους καναπέδες βρήκαμε μια έκπληξη.

«Αδερφουλα δεν μου είπες ότι θα έφερνες καλεσμένους», ο Μίλτος και δίδυμος αδερφός της Σονιας μας κοιτουσε με ένα υπεράνω υφακι που σε έκανε να θες να του χτυπήσεις το πρόσωπο.

Όλη του η παρέα βρισκόταν στον χώρο. Ο γιαννης, ο Πάνος, ο Νίκος, ακομα και εκείνος ο καινουριος, θανάσης νομίζω;
Ο Νίκος για κάποιον λόγο κοιτουσε προς το μέρος μου με ενα σοβαρό βλεμα. Η έκφραση του αγρίεψε ακόμα παραπάνω αλλά δεν μπορουσα να καταλάβω το γιατί. Τράβηξα τα μανίκια της ζακέτας μου σαν αντανακλαστικη κίνηση. Δεν διακινδυνεύω να το δουν.

«Μιας και ειμαστε όλοι μαζί δεν βλέπουμε ταινία;» πρότεινε ο Θανάσης και τους κοίταξα όλους έναν έναν.
Την στιγμή διέκοψε το τηλέφωνο μου και το απάντησα γρήγορα.

"ναι;"
"ελα σπίτι τωρα" Η άγρια φωνή του πατέρα μου ακουστηκε από το ακουστικό και έπειτα μου το έκλεισε.

Τα κορίτσια με κοίταξαν ανήσυχα.
«Εγώ πρέπει να φυγω», ψελισα και πήρα την τσάντα μου στον ώμο μου. «Τα λέμε σονια», την έκανα μια αγκαλιά και έφυγα.

Αρχισα να περπατάω γρήγορα και τότε μπορουσα να αφήσω τα δάκρυα να κυλήσουν. Έπρεπε να μου το χαλάσει. Έπρεπε να είναι εδώ σήμερα.

«Μαρια» ακουω μια φωνή και γυρίζω απότομα το κεφάλι μου.
«Ξέχασες το πορτοφολι σου. Με έστειλε η Σονια να στο φερω», ένας λαχανιασμενος Νίκος στέκοταν μπροστά μου κρατώντας το πορτοφόλι μου στο χέρι του.

«σε ευχαριστώ», σχεδόν ψιθυρισα και χαμογελασε.

«Να σε πάω μέχρι το σπίτι σου;»

«Καλυτερα όχι. Αντίο Νίκο ευχαριστώ και πάλι»

Γυρισα την πλάτη μου και προχώρησα για το σπίτι μου. Σε λίγο ήμουν εκεί.
Ξεροκαταπια πριν βάλω το κλειδί στην πόρτα και την ανοίξω.

Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι το πρώτο πράγμα που άκουσα ήταν ο ήχος απο ενα γυάλινο αντικείμενο, το οποίο έσπασε δίπλα στα πόδια μου. Κάλυψα αντανακλαστικά το πρόσωπο μου με τα χέρια μου.

«Τι έγινε; δεν μας έλειψε ο μπαμπάς;»
Τον κοίταξα γεμάτη αηδία και προσπάθησα να τον αγνοήσω.
«Ε βέβαια ο μαλακας κάνει να δει την οικογένεια του μήνες κάτι φορές για να έχετε εσείς τα απαραίτητα. Παλευει στα κυματα για να του φερεστε σαν σκουπίδι. Με τα δικά μου λεφτά ζείτε ρε μπουρδέλα»
Αγνόησα το μεθυσμένο παραλήρημα του και έτρεξα στο δωμάτιο κλειδοντας την πόρτα.

«Μαρία ελα εδώ τώρα. Βγες έξω τώρα. Όταν σου μιλάω δεν θα με αγνοείς. Τσακίσου και ελα εδω»

Έβαλα το χέρι μου στο πρόσωπο μου προσπαθώντας να καλυψω το στόμα μου. Άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν και τυλίχτηκα κουβάρι.

Οι χτυποι στην πόρτα δεν σταματούσαν, το ίδιο και οι φωνές τους.
Μην βγεις, μην βγεις, θα σε σκοτώσει.

«Μαρία άνοιξε την γαμωπορτα πριν την σπασω και δεν θα σ'αρέσει το αποτέλεσμα»

Σηκώθηκα αργά και άνοιξα την πορτα.
«Φυγε, ασε με θα μιλήσουμε όταν θα είσαι ήρεμος» έκλεισα την πόρτα απότομα αλλά πριν προλάβω να ξανά κλειδώσω την άνοιξε και μπήκε μέσα.

«Θα σέβεσαι τον πατέρα σου. Ακους; μπάσταρδο κάνω τα πάντα για εσένα και αυτό είναι το ευχαριστώ»

«άφησε με μόνη μου τι δεν καταλαβαίνεις; δεν θα κάτσω να μιλήσω με έναν μεθυσνενο», φωναξα και τα μάτια του πετούσαν φλόγες.

«πως τολμας», το χέρι του προσγειώθηκε στο πρόσωπο μου κάνοντας με να πεσω στο πάτωμα. Δεν μπορουσα πλέον να συγκρατησω τα δάκρυα μου.

«Φυγε απο το δωμάτιο μου», ουρλιαξα και έσκυψε κοντά μου πιάνοντας τα χέρια μου και ακίνητοποιοντας με.

«Είπα σεβάσου τον πατερα σου»

«Όταν με σεβαστεί», απάντησα και ελευθέρωσα το ένα μου χέρι.

Πρώτη φορά εκανα τέτοια κίνηση και αντιδρουσα ποσο μάλλον σε σημείο να τον χαστουκίσω.

Τα χαρακτηριστικά του αγρίεψαν απειλητικά. Ένα δυνατό χαστουκι χτυπησε το προσωπο μου με αποτέλεσμα να φυγουν τα γυαλιά μου, τα οποία και τα χτυπησε με το χέρι του.

«ΠΕΤΑΞΕΣ 300€ ΣΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΕΊΣΑΙ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑ ΣΟΥ; ΤΑ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΒΛΕΠΩ»

Αρχισα να τραβάω τα χέρια μου σε πιο προσπάθεια να τα απεγκλωβισω τα δάκρυα δεν σταματουσαν.

«Δημήτρη; τι στο διάολο;», η μητέρα μου τον τράβηξε από κοντά μου και τον έσυρε μέχρι έξω. Έτρεξα και κλείδωσα την πορτα με το που βγήκαν. Οι φωνές τους άρχισαν να ακουγονται σε όλο το σπίτι.

«Μπαμπά σταματα» η κλαμενη φωνή του Στέλιου με έκανε να τιναχτω από το πάτωμα. Κατεβηκα τα σκαλιά σε δευτερόλεπτα. Τσακωνοταν με την μητέρα μου μπροστά του και ο μικρός έκλαιγε.

«πήγαινε στο δωμάτιο μου και κλείδωσε την πορτα. Τώρα Στέλιο», έφυγε τρέχοντας και τους πλησιασα.

«Μακριά της», γρυλισα πιάνοντας το χέρι του λίγο πριν την χτυπήσει. «Κάλεσα την αστυνομία αν δεν θες να πας μέσα εξαφανισου τωρα» το πρόσωπο του ασπρισε. Αφου μας κοίταξε και τις δυο έφυγε τρέχοντας από το σπίτι.

Έπεσα στο πάτωμα και αρχισα να κλαίω.
«Τον μισώ»

Η μητέρα μου με πήρε αγκαλιά χωρίς να μιλάει. Έπειτα από λίγο πήγα στο δωμάτιο και χτυπησα την πορτα .

«Εγώ είμαι μικρέ» αμέσως φάνηκε μπροστά μου και με αγκάλιασε. «σσ πέρασε απλά είχε λίγα νευρα ο μπαμπάς ολα καλά μην φοβάσαι δεν θα ξανά γίνει», ευχομαι να μην ξανά γίνει.. «Πήγαινε στην μαμά»

Μόλις έφυγε έκλεισα την πορτα και προχώρησα προς το συρτάρι μου. Έβγαλα την λεπίδα από εκεί και την κοίταξα. Την ακουμπησα στο δέρμα του χεριου μου χωρίς να την μετακίνησω. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και αφησα το υγρό να κυλήσει απο το μάτι μου.

Αν ξανά δω ακόμα ένα σημάδι στο χέρι σου θα έχουμε άσχημη κατάληξη.

Τα λόγια της Σονιας έρχονται στο μυαλό μου. Τι κάνω; πέταξα την λεπίδα και πήρα αγκαλιά το μαξιλάρι μου κλαίγοντας.

Έπειτα από πολυ ώρα σηκώθηκα και κοίταξα το κινητό μου.
Είναι απόγευμα; ποτε πήγε;
Άλλαξα γρήγορα ρουχα και επλυνα το πρόσωπο μου. Το γεγονος οτι δεν φορουσα τα γυαλιά μου με έκανε να βλέπω με δυσκολία.

Κατεβηκα κάτω και είδα τους γονείς μου στο σαλόνι. Μπα; γυρισε αυτός;
«Μαμά έρχεσαι λίγο να σου πω;» σηκώθηκε και με πλησίασε.

«Πριν μιλήσεις, ξέρεις ότι ήταν μεθυσμένος δεν ελέγχει τον εαυτό του και το ξέρεις και..»

«φτανει!» την σταμάτησα και ξεφύσηξα. «Θέλω λεφτά, μου έσπασε τα γυαλιά θα πάω να πάρω τους φακους που είχα παραγγελει», έφυγε και γυρισε μετα απο λιγο με τα χρήματα.

Τα πήρα στα χέρια μου και έφυγα από εκεί πριν έχω κάποια άλλη συνάντηση που δεν θα αρέσει σε κανέναν.

"Ελα στο γνωστό σε 3"
Έστειλα στην Σονια και περίμενα απάντηση. Απάντηση δεν ήρθε αλλά το διάβασε οπότε υποθέτω θα είναι εκεί. Μετά από λίγο περπατημα έφτασα έξω από την καφετέρια που συχνάζουμε συνήθως.

«Μπου» η φωνή της Σονιας με τρομαξε.

«Να σου, αμάν ρε Σονια»
Εκείνη γέλασε.

«Που είναι τα γυαλιά σου; πάντως είσαι πιο όμορφη χωρίς αυτα» σχολίασε και κοίταξα απέναντι.

«Έσπασαν. Θα παμε να πάρω τους φακους επαφής;» εγνεψε θετικά και αρχίσαμε να προχωράμε.

Βγαίνοντας από το οπτικό πλέον έβλεπα καθαρά φορώντας τους φακους.
Κάναμε μερικές βόλτες, πήραμε καφέ και της εξήγησα τι έγινε. Επέμενε πως θα έπρεπε να είχα όντως καλέσει την αστυνομία αλλά την αγνόησα σε αυτό. Δεν μπορώ να το κάνω. Είναι πατέρας μου παρολα αυτά.

Καθόμασταν αρκετή ώρα έξω και είχε αρχίσει να βραδιάζει. Το πάρκο είναι ωραίο και το βραδυ αλλά αρκετά τρομακτικό, ιδίως με τα άτομα που κυκλοφορούν.

«Μπα μπα, ποια έχουμε εδώ; σου έλειψα;»
Στο άκουσμα αυτής της φωνής όλο μου το σώμα άρχισε να τρέμει.

«Σόνια φευγουμε»
Την επιασα από το χέρι και σηκώθηκα τραβώντας την. Δεν μπορουσα ούτε να γυρίσω να τον κοιτάξω.

Μπρόστα μας εμφανιστηκαν τρία αγόρια κοντά στην ηλικία του. Χαμογελουσαν προκλητικα και ο ένας από αυτους έγλυφε τα χείλη του. Κάνε όνειρα.

«Ωπ έχουμε παρέα;», ειρωνεύτηκε η Σόνια και φάνηκαν να ξεροκαταπιαν. Την κοίταξα που κοιτουσε αυτάρεσκα προς το μέρος τους.

«Γιώργο», είπε διστακτικά ο ένας. Μην το λες, μη λες το όνομα του.

«Αλήθεια; φοβάστε ένα κορίτσι; ηλίθιοι»
Η Σόνια γυρισε να τον κοιτάξει και η έκφραση της σοβαρεψε άσχημα. Δεν άντεχα να τον αντίκρισω συνέχιζα να κοιτάω εκείνη.

Εκείνος μας πλησίασε και την τράβηξε κοντά του.

«Θες να μάθεις την φίλη σου λίγα πράγματα περισοτερα; είναι λίγο άχρηστη. Εσυ φαίνεσαι πιο έμπειρη»

«Άφησε την να φυγει. Εμένα δεν θες Γιώργο;», τα βλεματα μας ενώθηκαν και αυτός έσφιξε το πρόσωπο της Σόνιας με το χέρι του.

«Μιας και σας εχω κσι τις δυο όμως, γιατί να χάσω τέτοια ευκαιρία;», το υπεράνω υφακι του δεν έφευγε από το πρόσωπο του εκνευρίζοντας και εμένα και την Σόνια.

«Πιαστε την», τα χέρια των αγοριών απο πριν ακούμπησαν ρο δέρμα μου σφίγγοντας το. Αρχισα να κουνιέμαι σε μια προσπάθεια να τους ξεφυγω.

«Η με αφήνεις να φύγω, ή θα βρεθείς νεκρος», φώναξε η Σόνια ελευθερονοντας τον εαυτό της.

«Εσένα θα φοβηθώ;», γέλασε εκείνος, όμως το γέλιο του κόπηκε όταν ένα χαστουκι προσγειωθηκε στο πρόσωπο του.

Οχι ρε Σονια, οχι, θα σε σκοτώσει, ή ακόμα χειρότερα θα σε καταστρεψει, όπως έκανε σε εμένα.

«Τι έκανες εκεί»

Ο Γιώργος την έπιασε από τα μαλλιά και εκείνη έβγαλε και κραυγή πονου.

«Άφησε την! Σε παρακαλώ!», δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου καθώς τον κοιτουσα να την χτυπάει.

Έπεσε σχεδόν λοιπόθημη στο χώμα και άρχισε να με πλησιάζει θυμωμένος.
«Αν δεν θες να καταλήξεις σαν την φίλη σου βουλωσε το», γρυλισε μέσα στην μουρη μου και βρήκα την ευκαιρία να τον φτυσω. Ήθελα πολυ καιρό να το κάνω αυτό.

Ένα χαστουκι προσγειωθηκε στο πρόσωπο μου. Από την δυναμη το κεφάλι μου γυρισε προς τα αριστερά. Τα δάκρυα έπεφταν στο χώμα.

«άφησε την»

Έπεσα στο πάτωμα κλαίγοντας. Σήκωσα λίγο το κεφάλι μου για να δω την Σόνια.

«Κοίτα με. Όταν σου μιλάω θέλω να με κοιτάς κατάλαβες;», φώναξε και έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου.

Μνήμες άρχισαν να πετάγονται στο μυαλό μου.

"Κοίτα με, θέλω να με κοιτάς" Φώναξε και με χτυπησε ενώ δεν μπορουσα να σταματήσω να κλαίω.
Το κλάμα μου δυνάμωσε και άλλο.

«ΤΕΡΑΣ»
«Σκάσε, τώρα σήκω πάνω», προσταξε αλλά δεν κουνήθηκα.

«Αν δεν κάνεις οτι σου λέω θα περάσεις πολυ χειρότερα από ότι σχεδίαζα. Τώρα σήκω, έχουμε να πουμε και να θυμηθουμε κάποια πράγματα»
Με σήκωσε με το ζόρι.

Με έσυρε μέχρι ένα στενό λίγο πιο κάτω από το πάρκο ενώ οι φίλοι του έμειναν πισω με την Σονια. Πρέπει να ξεφυγω. Πρέπει να την βοηθήσω, δεν θα την αφήσω να περασει ότι εγώ.

«άφησε με!», φωναξα αλλά δεν το έκανε όχι μέχρι να βεβαιωθεί ότι δεν μας βλέπει κανένας. Με πέταξε κάτω με δύναμη και άρχισε να με πλησιάζει.

«Γιατί δεν με αφήνεις να περάσουμε καλά όπως τότε μωρό μου; θυμάμαι ότι το απολαμβανες».

«Τότε η μνήμη σου είναι πειραγμένη. Όπως και το άρρωστο μυαλό σου! Μην με πλησιάζεις!», έβγαλα όλων τον αέρα που βρισκόταν στα πνευμόνια μου σε μια προσπάθεια να με ακουσει κάποιος και να με σώσει.

«Σκάσε», γρυλισε και ήρθε κοντά μου κλείνοντας μου το στόμα. «Αν ξανά φωνάξεις θα φροντίσω να δεις το κεφάλι της φίλης σου σε πιατο». Σώπασα.

Δεν θα αφηνα τίποτα κακο να της συμβεί, ακόμα και αν έπρεπε να το υποστω εγώ.

Άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του «καλο κορίτσι», με κοιταγε με το βλέμμα ενός πεινασμένου. «Δεν ξέρεις ποσο μου έχει λείψει να σε αγγίζω», δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου σε κάθε του λέξη. Ήθελα απλά να πεθάνω εκείνη την στιγμή, να σταματήσω να υπάρχω. Δεν αντέχει η ψυχή μου να ζω με αυτόν τον φόβο. Μόνο που ο φόβος μου ήταν πραγματικότητα μπροστά στα μάτια μου αυτή την στιγμή. Όλοι οι εφιάλτες ζωντάνεψαν στο πρόσωπο του.

Άρχισε να μου βγάζει τα ρουχα και όσο και μα αντιστεκόμουν τόσο πιπ βίαιος γινόταν. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον στόχο του όμως έπεσε στο πατωμα δίπλα μου με αίμα να βγαίνει από το κεφάλι του. Μουγκρισε, σημάδι ότι είναι ζωντανός.

«μπάσταρδε», ακουσα μια γνώριμη φωνή και κοίταξα πανω. Με πλησίασε και με κοίταξε μέσα στα μάτια με φόβο. «πρόλαβε και σε πείραξε;», ρώτησε περιμένοντας την απάντηση που δεν μπορουσα να δώσω.

«παρε με από εδω», ψυθιρισα μέσα από τους λυγμούς μου. Με βοήθησε να σηκωθώ και φόρεσα παλι τα ρουχα που με βία είχε βγάλει από πάνω μου ο Γιώργος.

Καθόλη την διάρκεια ο Νίκος δεν είχε κοιτάξει σε σημεία που δεν έπρεπε παρολο που βρισκόμουν εκτεθημενη μπροστά του. Κοιτουσε αποκλειστικά τα μάτια μου ή όπου δίποτε αλλου περα από εμένα. Κυρίως τον Γιώργο. Με μίσος στο βλέμμα του.

«έτοιμη», είπα για να τον κάνω να με κοιτάξει.

«παμε πριν ξυπνήσει», και αφου το έριξε μια κλωτσιά στα πλευρά με έπιασε από το χέρι και φυγαμε.

Με πήγε σπίτι, προς έκπληξη μου δεν ήταν κανένας εκεί. Η Σόνια μας βρήκε στο παρκο μαζί με τους υπόλοιπους φίλους του Νίκου και τα άτομα του Γιώργου αναίσθητα στο πάτωμα. Ήταν θαυμα που περνούσαν από εκεί εκείνη την στιγμή.

Η Σόνια έφερε το κουτί πρώτων βοηθειών και προσπαθησε να καθαρίσει τις πληγες μου όμως δεν την άφησα.

«Πρώτα εσυ. Έχεις και εσυ πληγές», της είπα.

Ο Νίκος μας κοιταξε και τις δυο. Δεν είχε φυγει ακόμα.

«Πήγαινε καθαρίσου Σόνια θα την περιποιηθω εγω», είπε ο Νίκος και τα μάτια μου άνοιξαν σε σοκ. «Μην με κοιτάς έτσι αγριόγατα. Δεν θα σε πειράξω. Ασε με να σε φροντίσω», είπε με απαλή φωνή που με ηρεμουσε αμέσως. Εγνευσα καταφατικά και πήρε το βαμβάκι στο χέρι του.

Όσο και να ετσουζε η διαδικασία δεν έβγαλα μιλιά. Είχα αποσυντονιστει από την προσήλωση του στο να μην με πονεσει. Μικρές γκριμάτσες μου ξέφευγαν όμως και το καταλάβαινε.

Όταν τελείωσε με τις πληγές μου καθισε στον καναπέ δίπλα μου.

Ο Νίκος που ήξερα ήταν σαν να μην είναι εδώ. Αυτός είναι κάποιος άλλος. Τον απήγαγαν εξωγήινοι και κατέλαβαν το σώμα του και προσπαθούν να μας αποπλανήσουν για να μας καταλάβουν αυτό είναι.

«Θα με ματιάσεις αγριόγατα σταματα να με κοιτάς έτσι. Είναι κριντζ». Πήρα το βλέμμα μου από πάνω του δαγκώνοντας το κάτω μου χείλος. Ωραία τα κατάφερα.

«Πρέπει να φυγω», σηκώθηκε από δίπλα μου αλλά πριν φυγει έσκυψε και άφησε ένα φιλί στο μετωπο μου. «Να προσέχεις» ψυθιρισε και εφυγε.

Τι ήταν αυτό;

___________________________________________
4317 λέξεις

Guess who's back!

Είχα χάσει το μισό κεφάλαιο και καθισα και έγραψα τώρα κάπου στις 1000+ λέξεις για να το συμπληρώσω να σέβεστε! 😂

Αυτό το κεφάλαιο είναι πολυ σημαντικό για την πλοκή και πολυ ενδιαφέρον.

Δεν έχω πολλα να πω. Έγραψα μετά από μήνες wow I'm proud about my self.

Ελπίζω να σας άρεσε και συγγνώμη για το δράμα.

See ya next time. Smooche

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro