Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

ūnus

usque in caritate

Ποτέ δεν κατάλαβα τι θα πει αληθινή τέχνη.

Πάντα πίστευα ότι ήταν κάτι που δεν μπορεί να εμφανιστεί με ύλη, σάρκα και οστά. Πίστευα ότι ήταν κάτι κενό, μια εικόνα, ένα όνειρο.

Τότε εμφανίστηκες εσύ. Και έπρεπε να ξανασκεφτώ τα πάντα για τον κόσμο.

Είχες αφήσει τα κόκκινα μεταξένια σου μαλλιά να πέφτουν ελαφρά στους λεπτούς ώμους σου. Ήσουν σοβαρή, φορούσες ένα πολύ λεπτό και όμορφο φόρεμα.

Τα μαλλιά σου δεν έφταναν πιο κάτω από το στήθος σου. Αν και κοντά, θυμάμαι πόσο δυσκολεύουν ακόμα και στην σκέψη, να τα απεικονίσω. Φοβήθηκα. Ίσως αυτό να ήταν η τέχνη, και αυτό το συνειδητοποιώ τώρα. Τότε ήσουν αριστούργημα. Τώρα είσαι μούσα, θεότητα.

Τα νύχια σου ήταν κομμένα, προσπαθούσα να μαζέψω και την παραμικρή λεπτομέρεια από την πρώτη ματιά. Λες και θα χανόσουν από την μία στιγμή στην άλλη.

Αλλά αρνήθηκα σιωπηλά να κοιτάξω αλλού. Αρνήθηκα σιωπηλά να απαρνηθώ στον εαυτό μου να σε κοιτάζει. Ήσουν πανέμορφη. Και δεν μιλάω για υπερβολές.

Τα μάτια σου. Εκεί χάθηκα περισσότερο. Αν θεωρούσα τα μαλλιά σου πανέμορφα, αυτά έφταναν σε διαφορετικό επίπεδο.  Ήταν χρυσά, μελί. Ταίριαζαν με τα κόκκινα όμορφα μαλλιά σου. Τα μαλλιά τής φωτιάς και ο χρυσός στην μάτια σου.

Οι βλεφαρίδες σου δεν ήταν υπερβολικά μεγάλες ούτε υπερβολικά μικρές. Δεν μπορούσα να αποφασίσω. Ήξερα όμως κάτι άλλο, τίποτα δεν ήταν υπερβολικό πάνω σου. Οπότε δεν συνέχισα να το σκέφτομαι.

Το δέρμα σου. Ήταν άσπρο. Κανένα ίχνος τού ήλιου. Αργότερα μου είπες ότι ήσουν λιγάκι αδύναμη στις ακτίνες τού ήλιου. Σε ενοχλούσαν αλλά μπορούσες να τα αντέξεις. Όπως και να έχει δεν έπαψα να ξαφνιάζομαι. Έμοιαζες με άγγελο, περιτριγυρισμένο από πυρκαγιές και χάος. Το μαλλί σου έκανε αντίθεση, αδύνατον να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω τους.

Ήσουν λεπτή, αλλά είχες καμπύλες. Ένα σου χαρακτηριστικό που με δυσκόλευε ακόμα περισσότερο στο να σε απεικονίσω. Ποτέ δεν παραπονέθηκες για τους γλουτούς ή για το στήθος σου, σαν τις άλλες γυναίκες.
Ξεχώριζες, για άλλη μια φορά. Ξεχώριζες στα μάτια μου. Η διαφορά πιυ σήμανε τα πάντα.

Τα χείλη σου. Αυτά τα ελαφρώς ροζ χείλη σου. Ήταν πολύ σπάνιο να καταλάβεις αν σου χαμογελούσαν ή όχι. Ίσως να είχες καταφέρει να δείχνεις κάτι ενδιάμεσο.

Ήσουν ψηλή. Αρκετά ψηλή. Όχι ψηλότερη από εμένα αλλά πιο ψηλή από τις συνηθισμένες γυναίκες που υπήρχαν στους δρόμους, πιο ψηλή από τις γυναίκες που ερχόντουσαν εδώ.

Μετά όμως κόλλησα πάλι στα μαλλιά σου. Αυτά τα υπέροχα κόκκινα μαλλιά σου. Το κόκκινο τής φωτιάς. Και στιγμιαία ένιωθα να απολαμβάνω το χρώμα των μαλλιών σου, κόκκινε άγγελε. Έτσι πλέον σε αποκαλούσα. Γιατί από την πρώτη ματιά με έκανες να δω έναν πανέμορφο δαίμονα μέσα στο σώμα ενός αμαρτωλού αγγέλου.

Το κόκκινο χαρακτηρίζει πάθος, τρέλα, έρωτα. Τι αμαρτία που το βλέμμα σου φαινόταν να ζει με την ένταση στο χρώμα.

Τα μάτια σου περιπλανήθηκαν στον χώρο. Κοιτάξες τα πορτρέτα που υπήρχαν στον χώρο. Εκείνο το περίεργο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό σου. Με ρώτησες για την ταυτότητά μου και το ίδιο έκανα και εγώ. Ήσουν αυτή, η κοπέλα που ήθελε να την ζωγραφίσω.

Μιλάω για εμένα λες και τα ξέρω ολα.
Τι θα μπορούσα να ξέρω; Ένας ζωγράφος, άγνωστος στα αφτιά του κόσμου.

Μου ζήτησες να σε ζωγραφίσω σαν να μου έλεγες ένα γελοίο μυστικό, μη θέλοντας να το μάθει κανένας πέρα από τον άνεμο.

Ξαφνιάστηκα. Όχι γιατί δεν περίμενα να πεις κάτι τέτοιο. Εξάλλου με είχες εκπλήξει ήδη με την παρουσία σου.

Πανικοβλήθηκα και θυμάμαι ότι ήθελα να αρνηθώ στην πρότασή σου.

Γιατί το όμορφο αξίζει να το απεικονίσεις όπως είναι ακριβώς, χωρίς υπερβολές και κάθε άλλο χωρίς τις λεπτομέρειες να ξεχωρίζουν στο πορτρέτο.

Ήσουν τόσο όμορφη και το ήξερες. Ήταν αδύνατο να μην το ήξερες, και αν το έκανες, δεν σε ένοιαζε.
Και αυτό με έκανε να σε ερωτευτώ. Γιατί το έκανα. Σε ερωτεύτηκα και χωρίς να το καταλάβω με ρουφηξες στον κόκκινο παράδεισό σου. Το βασίλειό σου,έτσι αποκαλούσες το δωμάτιο με τους καθρέφτες. Ήταν το δικό σου βασίλειο και δεν αποπειράθηκα να το πάρω από εσένα γιατί ήταν αδύνατο.

Το μέρος όπου το στέμμα στο κεφάλι σου ήταν περιττό. Η μεγαλοπρέπεια ερχόταν από τον αέρα που σε τριγυριζε, σαν ηλεκτρισμός.

Βασίλισσα.
Ω βασίλισσά μου.

Η μάτια σου έπεσε σε έναν καναπέ, σε έναν μαύρο παλιό καναπέ. Γοητεύτηκες από το δικό μου κάστρο, την αυτοκρατορία μου. Όλα ήταν τόσο απλά και όμορφα, λιτά.  Αυτό έλεγες κάθε φορά που χάζευες το φτωχό δωμάτιο στο οποίο λίγες μέρες αργότερα βρέθηκες γυμνή με εμένα να σε ζωγραφίζω.

Τι αστείο, λες και θα μπορούσα ποτέ να αντιγράψω κάθε κύτταρο που σε έκανε γοητευτική, εξουθενωτικά μαγευτική. Σέξι.

Όταν ήμουν μικρός, η μητέρα μου μού έλεγε ιστορίες για την αγάπη. Ιστορίες όπου ο έρωτας ήταν θείο δώρο και ταυτόχρονα η χειρότερη κατάρα που θα μπορούσε να σου χαρίσει ο Θεός.

Όταν πρωτοκοίταξα τα πόδια σου, ένιωσα να χάνω τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Τι ωραία κατάρα ο έρωτας.

Όπως είχα παρατηρήσει ήσουν πολύ ψηλή και καθώς πλησίαζες τον καναπέ, το ύψος σου με τρόμαζε. Έμοιαζες με αριστοκράτισσα, καταστροφή σε μόνο μια ματιά. Σαν την αρχόντισσα που κοιτούσε περιφρονητικά τους αδύναμους και φτωχούς. Όμως δεν ήσουν έτσι. Ήσουν καλόψυχη, ευγενική και η ψυχή σου έσταζε την καλοσύνη που ποτέ δεν μπορούσες να δώσεις στους άλλους. Είχες τόσο όμορφη ψυχή. Ψυχή που καθρεφτίζονταν η καλοσύνη και ομορφιά.

Κάθισες στον καναπέ και μου χαμογέλασες με εκείνο το μυστήριο χαμόγελό σου.  Και τι δεν θα έδινα να ήμουν ο μοναδικός που θα σε έκανε να χαμογελάς.

Αλλά έκρυβες και εκείνο τον κόκκινο δαίμονα μέσα σου. Το ήξερα από την πρώτη στιγμή που τόλμησα να πλησιάσω την κλάση σου.
Είχες και εσύ τούς δικούς σου δαίμονες, αυτούς που σε έφταναν στα άκρα και σε έκαναν να κάνεις πράγματα που δεν ήθελες. Αυτή η πλευρά σου με έκανε να την αποζητώ ακόμα περισσότερο. Γιατί αυτήν την πλευρά σου έκρυβες, την κρατούσες μυστική. Και ήταν τόσο μοναδική και επικίνδυνη που ακόμα και η αγγελική σου ομορφιά δεν την ανταγωνιζόταν.

Ήσουν ένας κόκκινος άγγελος, ένας άσπρος δαίμονας. Ένας δαίμονας στο σώμα ενός αγγέλου. Ενός πλάσματος που ήθελε να ελευθερωθεί, να αγαπηθεί.

Ήξερες τι ήταν η ελευθερία; Είχες νιώσει ποτέ την ελευθερία που ένιωθα εγώ με το χαμόγελό σου, με το κοίταγμά σου;

Αυτό, ήταν λύτρωση και το ομορφότερο απόκτημα που είχα ποτέ. Και σε ερωτεύτηκα, με αυτήν την λάμψη στα μάτια σου, με εκείνο το πάθος που έκρυβε η καρδιά μου. Και μα τον Θεό, σε ερωτεύτηκα.

Το χαμόγελό σου έκρυβε λέξεις και σκέψεις που δεν είχες το απαιτούμενο θάρρος να τις παραδεχτείς ή ακόμα και να μου τις ψιθυρίσεις. Δεν ήσουν ντροπαλή αλλά θαρραλέα, γιατί η παραμικρή σου λέξη με παρακινούσε να πλησιάζω όλο και περισσότερο το χάος σου.Το χάος που η σιωπή σου προκαλούσε, άγγελέ μου.

Φοβόσουν την δύναμη που είχε το εσωτερικό χάος και η εξωτερική ηρεμία σου. Όμως αυτό που φοβόσουν, έτρεμες ακόμα, ήταν η αυτοκαταστροφή σου.
Και αυτός ήταν ο μεγαλύτερος εφιάλτης σου, αλλά ποτέ δεν έμαθα τι στόλιζαν και μάγευαν τα όνειρά σου.
Δεν έμαθα ποτέ.

Αλλά ήθελα να μάθω.
Και το έκανα, όσο με άφηνες.
Σε μάθαινα αργά και αργά.
Σε καταλάβαινα με τον καιρό.
Σε σκεφτόμουν και σχεδόν αμέσως ένιωσα ότι κάτι παραπάνω αισθανόμουν και είχα δίκιο.

Ήμουν καταραμένος εξαιτίας σου.
Γιατί η φωτιά σου, με έκαψε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro