Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Σε αυτό το ευωδιαστό ξημέρωμα του Μάη, δεν άκουσες τις φωνές να τραγουδούν

Κάποιος ούρλιαζε.

Μπορεί να ήταν και στο μυαλό του. Η ήττα, ο εφιάλτης, οι φωνές που τώρα τον κυνηγούσαν.

Το Βερμόντ τον Μάη ήταν λες και η άνοιξη ξέρασε χρώμα, λουλούδια και λάσπη πάνω του. Δεν το άντεχε, ήθελε να επιστρέψει στην Ουάσιγκτον άμεσα. Οδηγούσε και παντού έβλεπε φοιτητές. Ήταν η εποχή που γύριζαν στις πόλεις που σπούδαζαν πριν την τελική εξέταση και μαζί τους έφευγε ο χειμώνας. Ναι, χειμώνας, διότι φέτος ήταν και ο χειμώνας τους ξέρασε και ο Θεός τους ξέχασε.

Τα δάχτυλά του χτυπούσαν νευρικά το τιμόνι περιμένοντας το φανάρι να ανάψει πράσινο και ο δρόμος να αδειάσει. Και άλλες φωνές και άλλα ουρλιαχτά και από κάπου άκουγες μουσική. Η δική του μουσική ήταν τώρα πεταμένη στο πάτωμα σαν σκουπίδι. Εβδομάδες, μήνες!, δουλειάς πήγαν στράφι για μια...βλακεία. Πράσινο το φανάρι και όμως δεν οδηγούσε. Το μυαλό του ήταν κολλημένο σε μία φράση που είχε γράψει στις αρχές σε ένα από εκείνα τα χαρτιά.

«Στο σκοτάδι ψάχνει το φως.»

Μαλακίες. Και αυτό, γιατί όταν άκουσε τη φράση για πρώτη φορά να χρησιμοποιείται με τρόπο ατιμωτικό, τον έκανε να νιώσει τόσο δειλός, τόσο μικρός.

«Στο σκοτάδι ψάχνει το φως.» του είχε μουρμουρίσει πάνω στον καβγά τους. «Και περιμένεις κάποια να αγαπήσει έτσι εσένα; Έναν δολοφόνο;»

Φυσικά, τότε, την έννοια του δολοφόνου την εννοούσε μεταφορικά. Της είχε σκοτώσει, έλεγε εκείνη, τη ζωή, της είχε κόψει μαχαίρι τη καρδιά και την πέταξε σαν σκουπίδι. Της είχε κλέψει τις μέρες και τις νύχτες και όταν βρήκε κάτι να τη κάνει ευτυχισμένη, της το πήρε μακριά. Γιατί αυτός έφταιγε, για όλα, που την παράτησε ο γκόμενος, που έμεινε μόνη σε έναν γάμο παγωμένο, που που που και άλλα τόσα πολλά.

Πήρε τους δρόμους όταν μπήκε στο γραφείο του και έβαλε φωτιά στη δουλειά του. Προσπάθησε να τη σταματήσει, μα, και γιατί; Για να είναι ίσοι και στα ίδια έπρεπε να σκοτώσει κάτι δικό του και αυτή.

Έφτασε σε ένα μπαρ αφού έκανε τον κύκλο του βουνού δύο φορές. Δεν είχε ηρεμήσει ακόμα και θα έβρισκε γαλήνη μόνο στην ηρεμία του ποτού. Δύο μέρες και μετά δρόμο στη Ουάσιγκτον που δεν θα τη βλέπει για ώρες. Μισούσε τις ανοιξιάτικες διακοπές για αυτό τον λόγο: τη γυναίκα του και τον κόσμο που του θύμιζε τη γυναίκα του.

Κάθισε στο μπαρ και παρήγγειλε για αρχή μια μπύρα. Την κατέβασε. Ύστερα πήρε ένα ουίσκι. Χμ, ναι, καλύτερη επιλογή, αν και μετά πώς οδηγείς; Το κουνούσε από εδώ και από εκεί και τα φώτα στη χρυσή τρικυμία του θύμιζαν τις φλόγες στο βιβλίο του. Οι μελωδίες του είχαν σβήσει. Και τότε γιατί τις άκουγε ακόμα;

«Γεια.» του είπε μια φωνή. «Θα το πιεις αυτό;»

Σήκωσε τα μάτια του προς τη κοπέλα. Ήταν νέα, θα μπορούσε να ήταν και φοιτήτρια. Τα μαλλιά της τα είχε πιασμένα πίσω και κάτω από το μικρό χαμόγελο κρυβόταν η κούραση των ημερών. Ήθελε να τελειώνει με τους πάντες και τα πάντα και να τον διώξει από εδώ.

Της ένευσε. «Ναι.» 

Σήκωσε το ποτήρι στα χείλη του. Το κατέβασε σαν νεράκι που καίει τον ουρανίσκο του και μια λαχτάρα και ταυτόχρονα ταραχή τον γέμισε. 

Την κοίταξε κατάματα. «Άλλο ένα, παρακαλώ.»

Η κοπέλα αν δυσανασχέτησε δεν το έκανε εμφανώς. Πήρε το μπουκάλι από πίσω και με γρήγορες κινήσεις, ψάχνοντας τον επόμενο πελάτη, γέμισε το ποτήρι του. Έκλεισε την απόσταση ανάμεσά τους και εκείνος πήρε την ευκαιρία, καταλάθος βεβαίως, να αγγίξει το χέρι της έτσι όπως του έδινε πίσω το ποτό.

Σαν μαγνήτης το βλέμμα της έμεινε πάνω του. Σαν να είχε εντοπίσει κάτι στο πρόσωπό του που πριν δεν το είχε παρατηρήσει. Ήταν το χρώμα των ματιών του; Με τίποτα, δεν βλέπεις τίποτα λεπτομερές ύστερα από μια βάρδια σε μπαρ. Ήταν τα γοητευτικά του χαρακτηριστικά; Θα μπορούσε, του έχουν πει πως είναι από τους άνδρες που οι γυναίκες δύσκολα αντιστέκονται. Είχε αυτή τη χάρη, την άνεση, έλεγαν, να σε προσεγγίσει αβίαστα και να σε κατακτήσει.

«Ευχαριστώ.» της είπε πριν η κοπέλα προλάβει να απαντήσει. Τζάμπα χρόνος, σκέφτηκε, φαινόταν με το ζόρι ενήλικη.

Λίγη ώρα αργότερα την πλήρωσε αφήνοντας ένα καλό φιλοδώρημα και σηκώθηκε. Περιπλανήθηκε μέσα στον κόσμο μέχρι την είσοδο που κάποια στιγμή είχε παρατήσει το μπουφάν του. Άρχισε να το ψάχνει με βάση την υφή, ήταν ενός υφάσματος που δύσκολα μπορείς να το βρεις στην Αμερική, κομμένο και ραμμένο για εκείνον. Δώρο από τον πεθερό, να'ναι καλά εκεί που είναι τώρα. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο προσπαθώντας να καταλάβει ποιο από όλα ήταν το δικό του. Έξω στην ερημιά, το δάσος απλωνόταν χωρίς τέλος. Ο δρόμος που το περνούσε άγγιζε την πλευρά του μπαρ μερικά χιλιόμετρα μακριά από την κεντρική πόλη του Βερμόντ, κατάλληλη περιοχή για ταξιδιώτες και νέους που δεν ήθελε κανείς να τους ψάξει. 

Όπως για παράδειγμα εκείνο το ζευγάρι. Η κοπέλα είχε χαλαρώσει το σώμα της στο καπό του αυτοκινήτου και το αγόρι τη φιλούσε στον λαιμό. Οι γονείς τους μακριά, θα νόμιζαν πως διάβαζαν ή κανένα άλλο τέτοιο αστείο. Όμως ήταν εδώ, εκείνη να χαμογελάει με κλειστά τα μάτια και αυτός να χάνεται στον λαιμό της.

Η κοπέλα τινάχτηκε και έσπρωξε το αγόρι της. Ο πρωταγωνιστής μας ξέχασε τον λόγο που βρισκόταν εκεί και τους κοιτούσε, απλά παρακολουθούσε τη σκηνή σαν να ήταν ταινία. Το αγόρι να της φωνάζει, η κοπέλα να τον βρίζει. Κάτι έλεγαν. Δεν ήθελε να την αγγίζει μεθυσμένος, υποθέτουμε όλοι. Αυτός, την ήθελε μόνο για το σεξ. Τον σφαλιάρισε και αυτός προσπάθησε να την κρατήσει και να τη φιλήσει. Τον χτύπησε ξανά πριν βρει την ευκαιρία να απομακρυνθεί και να περάσει τον δρόμο, προς την πλευρά του δάσους. Το αγόρι τη φώναξε ξανά, τα παράτησε και περπάτησε προς το μπαρ.

Ο άνδρας βρήκε το τζάκετ του και πέρασε έξω. 

«Κοίτα που πας!» του φώναξε το αγόρι. Ηλίθιε.

Έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του από την τσέπη και άναψε ένα στα χείλη του. Δεν κοίταξε αν ερχόντουσαν αυτοκίνητα, ο δρόμος ήταν ήσυχος τέτοια ώρα. Περπάτησε λίγο ακόμα μέχρι που βρήκε τη κοπέλα να περπατάει στα όρια του δάσους. Δεν την ακολούθησε ακριβώς, στάθηκε και συνέχισε το τσιγάρο του, φροντίζοντας να τον ακούσει. Έκανε πως δεν την είχε προσέξει.

«Συγνώμη.» του είπε σιγανά. «Μένω σε μια κατασκήνωση, να δεις πώς το λένε, κάτι με ένα δέντρο είναι-»

«Ένα με βελανιδιά στο όνομα; Κοντά στη στάση για τουαλέτα;» τη διέκοψε.

«Ναι!» γύρισε να τη κοιτάξει. Τα μάτια της έλαμπαν με ξαφνική χαρά. «Είναι πολύ μακριά αν το πάρω με τα πόδια;»

Είχε μεγάλα λαμπερά μάτια. Ένα παγωμένο μπλε που όμως σου ζέσταινε τη ψυχή αν κοιτούσες για πολλή ώρα μέσα του. Ήταν διακριτική, προσπαθούσε να μην τον κοιτάει κατάματα, αν και το μικρό της χαμόγελο έδειχνε πως της άρεσε αυτό που έβλεπε. Και σε εκείνον, ναι, δεν τον ενοχλούσε.

Έβγαλε τον καπνό από τα χείλη του και έκανε ένα μικρό βήμα κοντά της. Αν άπλωνε τα χέρια του θα μπορούσε να τη τραβήξει στην αγκαλιά του. «Περίπου μισή ώρα αν το πας από τον περιφερειακό. Όμως τέτοια που είναι η ώρα, δεν θα το συνιστούσα. Δεν έχεις κάποιον να σε πάει με αμάξι;»

«Όχι.» απάντησε δυσανασχετισμένη. «Ο φίλος μου νομίζω με άφησε. Που και να μην το έκανε, δεν τον εμπιστεύομαι τόσο όταν οδηγεί.»

«Χμ.» έκανε αυτός. «Μπορώ αν θες εγώ να σε πάω. Πέντε λεπτά είναι.»

Σαν να έλαμψε ξανά. «Αλήθεια; Δεν θέλω να σου είμαι βάρος.» 

Ανταπέδωσε το μικρό χαμόγελο. «Κανένα βάρος. Από εκεί έχω παρκάρει.»

Η κοπέλα ακολούθησε την κατεύθυνση του δείκτη του προς το μαύρο τζιπ. Μαζί πέρασαν τον δρόμο και της άνοιξε την πόρτα, ακουμπώντας ελαφρά το χέρι του στη μέση της. Μόλις ξεκίνησε, εκείνη αφαίρεσε το μπουφάν της και αυτός το δικό του. Οδηγούσε αργά, αλλά όχι σε υπερβολικό βαθμό. Θα έλεγε κανείς πως ήταν προσεκτικός. Πέταξε το τσιγάρο έξω από το ανοιχτό παράθυρο με μια σκέψη ότι ήθελε να πάρουν όλα φωτιά γύρω του. Και όντως, κοιτώντας την με την άκρη του ματιού του, θα μπορούσαν να πάρουν όλα φωτιά.

Φορούσε ένα στενό κοντομάνικο μπλουζάκι, ανοιχτού χρώματος και κοιτούσε έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Μπορεί να ήταν το κρύο, μπορεί να ήταν οι σκέψεις της, αλλά μόλις γύρισε το κεφάλι της προς τον οδηγό, κάτι άλλαξε. Στήριξε τον αγκώνα της στην πόρτα και ένιωσε τα μάτια της να τον μελετούν. Προσπάθησε να αδιαφορήσει για λίγο, μέχρι τη στιγμή που -προσεκτικά- μελέτησε τον δρόμο μήπως και έρχεται από τα δεξιά κάποιο άλλο αυτοκίνητο, και το βλέμμα του έπεσε πάνω στο στήθος της. Ό,τι εσώρουχο φορούσε, αν φορούσε, δεν έκρυβε τίποτα.

«Είσαι εδώ διακοπές;» τη ρώτησε προσπαθώντας να φανεί ευγενικός. 

«Ναι.» απάντησε ξεροβήχοντας. Οι σκέψεις της μάλλον ήταν ίδιες με τις δικές του. «Ήρθαμε με κάτι φίλους για μερικές μέρες. Για τις ανοιξιάτικες διακοπές.»

«Σπουδάζεις;» ρώτησε με ενδιαφέρον. 

Εκείνη κάθισε ίσια στη θέση της φέρνοντας τα χέρια της κάτω από το στήθος της. Μας δουλεύει; «Ναι, στην Βοστώνη.»

«Ω, στην άλλη άκρη της χώρας!» γέλασαν, «Και; Σου αρέσει εδώ;»

«Μου αρέσουν οι άνθρωποι εδώ.» απάντησε αβίαστα. «Φαίνονται πιο...ώριμοι.»

Την κοίταξε για ένα, δύο δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να κατανοήσει τον τρόπο που χρησιμοποίησε τη λέξη. Είχε μάθει πως ο λόγος παίζει επικίνδυνα παιχνίδια και τα μηνύματα που στέλνεις μπορούν να μεταφραστούν με τρόπο που δεν είναι αυτός που ήθελε ο αποστολέας. Με τα μάτια του σε εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς αν εννοούσε πως εδώ είχε ώριμες προσωπικότητες, πνευματικές αναπτυγμένες ή απλά καύλωνε με τους ώριμους άνδρες, λίγα λεπτά αφού ένα αγοράκι δεν ικανοποίησε τις ανάγκες της.

«Θα δεις πως στο Βερμόντ υπάρχουν κρυμμένα χιλιάδες μυστικά.» της είπε εν τέλει παίρνοντας τη τελευταία στροφή για τον προορισμό τους. «Κάποιοι, είμαστε πιο ανοιχτοί στο να τα αποκαλύψουμε.»

Δεν του απάντησε. Κοίταξε μακριά, έξω, ακουμπώντας το μάγουλό της. Να δει αν ήταν ζεστό, αν  είχε κοκκινίσει και του αποκάλυψε τα δικά της μυστικά. Ντρεπόταν, αλλά ταυτόχρονα ήθελε να φτάσει στα όρια.

Ωραία λοιπόν.

«Οι χάρτες μου λένε πως φτάσαμε αλλά δεν βλέπω κάτι. Είσαι σίγουρη πως είναι εδώ;»

Η κοπέλα κοίταξε το κινητό της και ύστερα το δικό του. Το σήμα ήταν κακό και τους έδειχνε ακόμα στα μισά της διαδρομής. «Δεν...δεν είμαι σίγουρη. Θυμάμαι αυτό το σημείο, αλλά νομίζω πως είναι λίγο πιο μακριά.»

Τη κοίταξε με ανησυχία. «Ξέρεις πού είναι η είσοδος;»

«Ναι, αλλά...ναι. Ναι μπορώ να πάω. Σε ευχαριστώ που με έφερες.»

Πήγε να βάλει το μπουφάν της αλλά τη σταμάτησε. «Δεν θα σε αφήσω μόνη εδώ. Θα έρθω μαζί σου.»

Δεν του είπε κάτι. Απλά ένευσε. 

Βγήκαν από το αμάξι και την ακολούθησε. Αυτή τη φορά θα του έδειχνε εκείνη το δρόμο. Τα βήματα κάτω από τις μπότες της ήταν το μόνο που ακουγόταν. Η φούστα της ανέμιζε σε κάθε βήμα που εκείνη γυρνούσε να δει αν αυτός ήταν από πίσω της, σαν να τον καλεί, να προσπαθεί να τον σαγηνεύσει. Αυτός έπαιξε το παιχνίδι της, ακόμα και όταν μπήκαν μέσα από την περίφραξη του δρόμου, κάτω από τη σκιά των δέντρων με το φεγγάρι για φως και οδηγό. Συνέχισε να την ακολουθεί, καταλαβαίνοντας πως είχε βρει έναν παράδρομο και επίτηδες τον έσυρε από εκεί.

«Νομίζω πως έπρεπε να πάμε από τον δρόμο.» μουρμούρισε και καλά ανήσυχος. 

«Όχι, όχι, δες.» σήκωσε το χέρι της προς τα φώτα. Αμυδρά μπορούσες να διακρίνεις κάτι μέσα από τα κλαδιά. Είχαν φτάσει αλλά ήταν επίσης μακριά. Αν ούρλιαζες, δεν θα σε άκουγε κανείς. «Λίγο ακόμα.»

Της έπιασε το χέρι. «Είσαι σίγουρη; Μπορεί να είναι κάτι άλλο.»

Το χέρι της ήταν ζεστό μέσα στο δικό του. «Ναι.» απάντησε. Δεν κοιτούσε προς τη κατασκήνωση. Κοιτούσε αυτόν. «Θες...θες να φύγεις;»

Χαμήλωσε το βλέμμα του. «Μόνο αν εσύ το θες.»

Και τότε τον άρπαξε και τον φίλησε. Ήταν κανα δυο κλισέ φράσεις πιο μπροστά από εκείνον, αλλά τι να κάνουμε, εδώ που φτάσαμε δεν πειράζει. Τη φίλησε πίσω με το ίδιο πάθος, κρατώντας την στην αγκαλιά του σφιχτά. Ένα και άλλο ένα ακόμα βήμα πίσω και η πλάτη της χτύπησε ένα δέντρο. Δεν την ένοιαξε πολύ, αυτός αδιαφόρησε πλήρως. Εκεί που έδωσε σημασία ήταν στο σημείο κάτω από το αυτί της, εκείνο το σημείο που μερικά φιλιά την έκαναν να κολλήσει πάνω του αναζητώντας το άγγιγμά του.

Και θα είχε όλα όσα του ζητούσε. Πέρασε το χέρι του κάτω από την μπλούζα της. Τα δάχτυλά του φάνηκαν παγωμένα πάνω στο ζεστό απαλό της δέρμα, μα ήταν κάτι που την άναψε παραπάνω. Πήρε το χέρι του και το έσυρε πάνω στο στήθος της, να ακουμπήσει τις ευαίσθητες ρώγες της και να τη κάνει να αναστενάξει. Και τη φίλησε ξανά, όπου εκείνη ήθελε, στα χείλη της, στον λαιμό της, κάτω από την μπλούζα της, ανάμεσα από τα πόδια της. Και την άγγιξε ξανά, στα ίδια μέρη, εκεί που αυτή τον πρόσταξε γιατί ήθελε να φωνάξει, να ουρλιάξει να του τραγουδήσει.

Και όταν έμπαινε βαθιά μέσα της, τη φίλησε για να βγάλει τον σκασμό. Κάτω από κλειστά βλέφαρα εισερχόταν μέσα στην υγρή ζέστη της αργά και απότομα. Είχε πάρει αυτός τον έλεγχο. Τη δάγκωσε στον λαιμό, τη δάγκωσε στα χείλη. Τα νύχια της τον γρατζούνησαν στη μέση όταν έφτασε σε οργασμό και εκείνος συνέχισε ακόμα πιο γρήγορα, ακόμα πιο σκληρά. Όταν αυτός έφτασε στο τέλος, εκείνη ήταν αποφασισμένη πως αυτή η βραδιά είχε λήξει.

Τη γύρισε και σήκωσε τη φούστα της. Η κοπέλα τρόμαξε και στραβοκατάπιε πριν φωνάξει από πόνο όταν μπήκε από πίσω. Ναι, φώναξε, αυτό θα σε σώσει. Αυτό τον καύλωνε περισσότερο και σε λίγο θα άρεσε και σε εκείνη. 

Σύντομα.

Σε λίγο.

Ίσως το επόμενο πρωί, αν δεν την έβρισκαν τα σκυλιά της αστυνομίας νεκρή.

Χμ, αυτό δεν ήταν στα σχέδια.

_________________________________________________________________

Α/Ν Λοιπόν, επειδή θέλω να είμαστε και κάπως εντάξει απέναντι στους κανόνες της εφαρμογής, γενικά η ατμόσφαιρα θα είναι ελαφρώς πιο κατεβασμένη. Το βιβλίο το γράφω αρχικά στο word και εκεί τα πραγματα είναι λίγο πιο...καταλάβατε. Θα προσπαθήσω να μην είμαι τόσο γραφική, αυτα που θέλω να φανούν να γίνονται αντιληπτά μέσα από υπονοούμενα, ωστόσο εάν ενδιαφέρεται κανείς με την ολοκλήρωση αυτού του τέρατος να έχει το βιβλίο με το περιεχόμενο που σκόπευα, μπορούμε να κάνουμε ένα deal να σας το στείλω στο mail και εσείς να μου δώσετε την ατέλειωτη αγάπη σας.

Ή μπορούμε να κάνουμε καμιά τράμπα με κανέναν εκδοτικό και να γελάσουμε λίγο έτσι. Θα δείξει.

Thank you for your patience.

DL


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro