9. Ozarks Academy
Όζαρκς, Καναδάς
Φθινόπωρο, 2.019 μ.Χ.
Σήμερα
Το Όζαρκς βρίσκονταν πλέον σε συναγερμό. Το δελτίο καιρού έπαιξε στο μεσημεριανό δελτίο προειδοποιώντας με την επιβεβαιωμένη πια πρόγνωση για τις επόμενες ημέρες. Ο καιρός λοιπόν, προβλέπονταν ας πούμε... δυσοίωνος, αλλά σε φυσιολογικά επίπεδα για αυτήν την εποχή.
Όλοι στην καφετέρια του Βερμόντ παρακολουθούσαν αναπόσπαστοι το δελτίο. Ο καιρός, προμηνύονταν σκληρός, κρύος και εντελώς φουρτουνιασμένος. Το μόνο σίγουρο λοιπόν ήταν η ραγδαία επιδείνωσή του και ο ερχομός μιας ακόμη δυνατής φθινοπωρινής καταιγίδας.
Η Άζρα βρίσκονταν στην έξω πλευρά του μπαρ, καθισμένη σταυροπόδι, να κοιτάζει αποσβολωμένη το μαρμάρινο τετραγωνισμένο δάπεδο στο πάτωμα της καφετέριας, κοντά στα παπούτσια του Κέβιν, με τα υπερκινητικά του πόδια να μην παύουν να κινούνται λεπτό. Η Άζρα δεν έλεγε λέξη και δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη εκείνο το μουντό πρωινό, που ο ήλιος με το ζόρι φώτιζε τους δρόμους του Όζαρκς. Έμοιαζε περισσότερο με απόγευμα παρά με δέκα το πρωί... Αυτή η "μουντίλα" ήταν ατελείωτη τους φθινοπωρινούς και τους χειμερινούς μήνες στην περιοχή τους...
Ευτυχώς η Άζρα είχε μόλις τελειώσει με όλες τις παραγγελίες του μαγαζιού που είχε αναλάβει και περίμενε από τον Κέβιν να ετοιμάσει τους καφέδες από τις νέες παραγγελίες που του έφερε η ίδια πριν λιγάκι, από τα τραπέζια.
«Αυτό είναι τρελό!» Ψιθύρισε ενοχλημένος ο Κέβιν μετά από λίγο, καθώς έτριβε έντονα μία γυάλινη μπεζ φλιτζάνα με τη υφασμάτινη πετσέτα για να στεγνώσει, ενώ είχε γυαλίσει ήδη. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο ψηλά στο βάθος, στην εντοιχιζόμενη τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας, που έπαιζε χαμηλόφωνα το δελτίο καιρού.
«Πιο πράγμα;» Η Άζρα γύρισε μες την άγνοιά της και τον κοίταξε φευγαλέα, γουρλώνοντας τα μάτια της. Τι είπε; Ήταν αφηρημένη. Με αυτόν τον τρόπο επέστρεψε απότομα στην πραγματικότητα. Τι μπορεί να είχε πει τώρα ο Κέβιν;
Ο Κέβιν άφησε το ποτήρι, στον ξύλινο πάγκο του μαγαζιού, και ύστερα στράφηκε ξανά προς την Άζρα. «Καλά, εσύ δεν είσαι εδώ τόση ώρα;» Απόρησε υψώνοντας εξεταστικά το φρύδι του προς τα πάνω κάνοντας την ίδια την Άζρα να αναρωτηθεί και η ίδια για το αν πράγματι ήταν εκεί, τόση ώρα...
Η Άζρα σε τέτοιες παρόμοιες στιγμές, που ο Κέβιν έκανε αυτήν την κίνηση με τα φρύδια του, πάντα του χαμογελούσε στρέφοντας το πρόσωπό της ντροπαλά στα δεξιά κλείνοντας ελαφρώς τα μάτια της κι έτσι ακριβώς έκανε κι αυτήν την φορά.
Ο Κέβιν ξεφύσιξε μαζί της, καθώς τώρα θα έπρεπε να επαναλάβει όσα είπε η γυναίκα στο δελτίο καιρού επειδή η κυρία «είμαι στον κόσμο μου» είχε αλλού το μυαλό της. «Καλά δεν άκουσες το δελτίο;» Έσκυψε κοντά της, ρωτώντας με την τελευταία ελπίδα του να εξανεμίζεται, προς το μέρος της γεμάτος απορία.
«Συγνώμη, μάλλον αφαιρέθηκα...» Κούνησε το κεφάλι της και κατέβηκε από την καρέκλα της σε γρήγορο ρυθμό. Ο Κέβιν, την κοίταζε μπερδεμένος και σιωπηλά, παρατηρούσε της νευρικές κινήσεις της. Η Άζρα, δεν ήθελε να δώσει αφορμές στον Κέβιν για να συγχυστεί μαζί της που δεν κάνει πάλι την δουλειά της, για αυτό δεν το συνέχισε. Εκείνος όμως δεν είχε συγχυστεί καθόλου με την διάσπασή της, αντιθέτως... είχε μυριστεί πως μπορεί να συνέβαινε κάτι περίεργο με εκείνη.
«Έχεις έτοιμη κάποια παραγγελία;» Ρώτησε ύστερα από λίγο η Άζρα περπατώντας προς το μέρος του. Τον κοίταζε στα μάτια περιμένοντας μια απάντηση, όσο εκείνος επεξεργάζονταν το κατά τα άλλα χαλαρό της ύφος που φώναζε, απελπισία. Το μυαλό της της υπενθύμιζε ξανά και ξανά πως η Φρέγια Μπλάκγουελ είχε επιστρέψει στην πόλη μετά από πολλά χρόνια απουσίας. Γιατί επέστρεψε; Γιατί τώρα;
Ήταν έτοιμος να ανοίξει το στόμα του και να ξεκινήσει τις ερωτήσεις. Τελικά όμως, αποφάσισε να μην της πει τίποτα από ότι σκεφτόταν. Μπορεί να ήταν στην φαντασία του, εξάλλου καιρό είχαν τα πράγματα να πάνε στραβά... Ίσως τελικά η ζωή τους να ήταν φυσιολογική...
«Ναι αυτό εδώ είναι έτοιμο» ο Κέβιν έσπρωξε προς την Άζρα δυο λευκές κούπες εσπρέσο σοβαρός. Κοίταξε για μια στιγμή στο χαρτάκι από κάτω, για να βεβαιωθεί για το που προοριζόταν «για το τραπέζι τέσσερα» της είπε στο τέλος και η Άζρα τις μετέφερε στα γρήγορα χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει το μπερδεμένο ύφος του Κέβιν Ρουσσώ. Ανησυχούσε βαθιά για εκείνη και δεν ήξερε τι να πρωτοσκεφτεί γι' αυτήν... Συνέχισε να φτιάχνει τον καφέ λάττε ανακατεύοντας λίγη ζάχαρη μέσα, καθώς χάζευε από μακριά την Άζρα, διατηρώντας όμως στο πίσω μέρος του μυαλού του μια μικρή ανησυχία. Γιατί στην πραγματικότητα όσο κι αν ήθελε να το αγνοήσει, πάντα υπήρχαν λόγοι για να ανησυχείς για την Άζρα Τζάκσον.
[...]
Η αλήθεια είναι ότι η Φρέγια Μπλάκγουελ έψαχνε πάντα μια αφορμή για να διαπρέψει. Ήταν η άριστη μαθήτρια, είχε ένα μεγάλο χάρτινο πορτφόλιο γεμάτο επαίνους, βεβαιώσεις αριστείας και άλλου είδους αποδεικτικά χαρτιά συμμετοχής σε πολλές εσωσχολικές κι εξωσχολικές δραστηριότητες, διαγωνισμούς και τεστ από όλες τις τάξεις του δημοτικού, του γυμνασίου ως και του λυκείου. Ήταν όχι απλά έξυπνη και καλή στα μαθηματικά και τη χημεία... ήταν πραγματικά εύστροφη, ευρηματική και αρκετά οξυδερκής για την ηλικία της. Ποτέ δεν σταμάτησε να προσπαθεί και να δουλεύει για να γίνεται όλο και καλύτερη και δεν είχε σκοπό να σταματήσει ούτε και τώρα. Δεν ήρθε στο Όζαρκς για διακοπές, σίγουρα. Παρόλο που είχε το πτυχίο της, στον τομέα των Οικονομικών Επιστημών με μεταπτυχιακό στην Νομική δεν επαναπαυόταν σε αυτό. Ήθελε να είναι σε εγρήγορση και να μην τεμπελιάζει. Γι' αυτό και επέλεξε να επισκεφθεί την Ακαδημία του Όζαρκς, για να αδράξει νέες ευκαιρίες.
Είχε μαζί της αυτόν τον παλιό χάρτη του Όζαρκς, καθώς κατέβαινε τις εσωτερικές σκάλες του σπιτιού της, που είχε βρει τυχαία ακουμπισμένο πάνω σε μια από τις δεκάδες κούτες που είχαν παρατεταγμένες στο υπόγειο οι γονείς της με την μετακόμιση -οι οποίες κουτές παρέμεναν ακόμα σφραγισμένες, κλειστές. Εκεί είδε πρώτη φορά την Ακαδημία, στον σκονισμένο χάρτη! Δεν πίστευε στα μάτια της όταν αντίκρισε το μελανό αυτό σημείο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε ακούσει τίποτα για την Ακαδημία, από κανέναν, αλλά αφού το έλεγε αυτός ο χάρτης... η Ακαδημία θα έπρεπε να βρίσκεται ακόμα εκεί, σωστά;
Η Φρέγια, άνοιξε το μακρόστενο χαρτί και προσπάθησε να διαβάσει τον χάρτη. Βγήκε στην αυλή και η αντηλιά που περνούσε ανάμεσα από τα γκρίζα σύννεφα την χτύπησε στα μάτια. Για κάποιον λόγο, από την πρώτη ματιά, ο χάρτης της φάνηκε περίεργος και παραξενεύτηκε που δεν καταλάβαινε τίποτα από ότι έβλεπε. Ξεφύσιξε κι αφού τον στριφογύρισε ίσα με καμιά δεκαριά φορές, αποφάσισε ότι τελικά δεν τα κατάφερνε να τον διαβάσει σύντομα. Έτσι, τον παράτησε στην θέση του συνοδηγού. Το πρόβλημά της δεν ήταν ότι δεν γνώριζε πως να διαβάσει έναν χάρτη και πως να τον ακολουθήσει, αλλά το γεγονός ότι φαίνονταν παλιός και κατασκευασμένος διαφορετικά. Οι οδοί και δρόμοι φαίνονταν διαφορετικοί και δεν είχαν καμία σχέση με την τωρινή διαρρύθμιση της πόλης. Πόσο μάλλον ο τρόπος που ήταν σχεδιασμένος και κατασκευασμένος... Ήταν παράξενος, για αυτό ήταν σίγουρη μόνο.
Επέλεξε να πάρει το δεύτερο αυτοκίνητο της οικογένειάς της και να πάει με αυτό ως την Ακαδημία, αφού ήταν μακριά και δεν υπήρχε περίπτωση να περπατήσει ως εκεί, αλλά ούτε και να πάρει ταξί ή... λεωφορείο! Μπήκε στο αμάξι κι έβαλε αμέσως μπρος αφήνοντας τον αυτόματο πλοηγό να ενεργοποιηθεί και να της δείξει τον δρόμο για την Ακαδημία.
Ο πλοηγός την βοήθησε και σύντομα πέρασε στην άλλη πλευρά της πόλης, πλησίασε την πεδιάδα και σύντομα μια ατελείωτη έκταση πρασίνου εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της. Τότε κατάλαβε ότι είχε φτάσει. Πάρκαρε το αυτοκίνητό της στο χώρο έξω από την περίφραξη της Ακαδημίας και κατέβηκε από αυτό για να θαυμάσει το μέρος, χωρίς να την εμποδίζει το τζάμι του αυτοκινήτου που βρίσκονταν ανάμεσα από αυτήν και το όμορφο βικτωριανό γκρίζο κτίριο με τις μαρμάρινες λεπτομέριες.
Ήταν πραγματικά υπέροχα εκεί. Η όψη της Ακαδημίας της θύμιζε ένα είδους αρχαίου βρετανικού Ινστιτούτου φιλοσοφίας... ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Το κτίριο ήταν πετρόχτιστο σε σκούρη απόχρωση, ψηλό, με πολλούς ορόφους, πολλές πόρτες αλλά και κρυστάλλινα παράθυρα και στο τέλος, στο τελείωμα του κτιρίου, παρατήρησε και τις μυτερές κορφές του -οι οποίες της δημιουργούσαν την εντύπωση ότι κοιτούσε την Σαγράδα Φαμίλια, της Βαρκελώνης.
Το όλο σκηνικό την ανατρίχιαζε. Μερικά μαρμάρινα αγάλματα, σε μορφές αφύσικων πλασμάτων -που έμοιαζαν με τέρατα- κοσμούσαν το εξωτερικό της Ακαδημίας επίσης. Φαινόντουσαν αγριεμένα και απειλητικά. Τα σύννεφα της ομίχλης ακουμπούσαν την κορφή της Ακαδημίας, κάνοντας το μοιάζει ακόμα σκοτεινότερο και τρομακτικότερο στο τέλος από όσο ήταν από μόνο του. Μια σκοτεινή ατμόσφαιρα απλώθηκε και η ανατριχίλα της σκαρφάλωσε όλη την απόσταση της μέσης της φτάνοντας γρήγορα στον κρύο κι εκτεθειμένο σβέρκο της. Το ανοιχτό μπλουζάκι της, δεν ήταν τελικά και η καλύτερη ενδυματική επιλογή που θα μπορούσε να κάνει με αυτόν τον καιρό.
Η νεαρή Μπλάκγουελ, πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε το πρώτο βήμα. Μπήκε στο μέρος πίσω από την πλατιά καγκελόπορτα και διέσχισε το μονοπάτι που οδηγούσε στα σκαλιά της εισόδου. Μόλις έφτασε, ανέβηκε τα σκαλιά και πέρασε στο εσωτερικό της Ακαδημίας. Δεν άργησε να βρεθεί ανάμεσα σε δεκάδες φοιτητές, πολύ κοντά στην ηλικία της, οι οποίο τριγυρνούσαν βιαστικοί στους διαδρόμους.
Κοίταξε και έλεγξε τριγύρω τον χώρο, αφού όλα έδειχναν τόσο εκκεντρικά μπροστά στα μάτια της. Περίεργη συνέχισε να βαδίζει στον ψηλοτάβανο μακρόστενο διάδρομο. Στο πλάι της υπήρχαν πολλές ψηλές πόρτες, ανοιχτές και κλειστές, που οδηγούσαν σε επίσης ψηλοτάβανες αίθουσες διδασκαλίας. Έριχνε κλεφτές ματιές σε κάποιες από τις αίθουσες καθώς διέσχιζε την σάλα. Όλα έμοιαζαν ονειρικά και πολύ όμορφα εκεί μέσα. Η σχεδόν μεσαιωνική διακόσμηση έδινε μια ξεχωριστή αύρα στην Ακαδημία. Όλα έδειχναν φυσιολογικά και να κυλάνε ρολόι, μόνο που ταυτόχρονα έδειχναν και αφύσικα στα μάτια της, καθώς κάτι άλλο συνέβαινε στην Ακαδημία, πέραν από αυτά που έβλεπε η Φρέγια...
Μόλις έφτασε στις δεύτερες σκάλες, για τον πρώτο όροφο, επέλεξε να τις ανεβεί κι αυτές. Δεν ήξερε προς τα που έπρεπε να κινηθεί, έτσι απλά συνέχιζε να περπατάει. Σύντομα ένιωσε πολλά επικριτικά βλέμματα πάνω της, καθώς περιπλανιόταν ώρα στο κτίριο χωρίς κάποιον συγκεκριμένο σκοπό κι αυτό την έκανε να δείχνει όχι και τόσο ευπρόσδεκτη στο μέρος. Αμέσως μόλις το συνειδητοποίησε, ξεκίνησε να νιώθει ελαφρώς άβολα.
Έγειρε ελαφρώς τον κορμό της, γεμάτη περιέργεια, μόλις ύποπτες κινήσεις φάνηκαν στο βάθος, με το που μια πόρτα έμεινε μισάνοιχτη μετά την είσοδο μιας εκκεντρικής παρουσίας. Είδε τα βλέμματα των άλλων, το πως την κοιτούσαν... λες και ήταν ξένη, με την κακή την έννοια, ή απειλή. Ήταν κι εκείνοι πολλοί περίεργοι στα δικά της μάτια. Έμοιαζαν τόσο σκοτεινοί κι απρόσιτοι. Άλλοι είχαν λευκό δέρμα, άλλοι ήταν μέσα στα μαύρα, ενώ μερικοί είχαν πολλά σημάδια και κοψίματα σε εμφανή σημεία του σώματός τους. Έδειχναν αρκετά ψεύτικοι...
Έμεινε να απορεί μέσα της, για το τι πάει στραβά με όλους αυτούς τους νέους ανθρώπους. Δε μπορούσε να μείνει να χαζεύει τους φοιτητές όμως. Έπρεπε να βρει τα γραφεία, έτσι ρώτησε το πρώτο τυχαίο άτομο που βρέθηκε μπροστά της πως θα πάει σε αυτά...
[...]
«Καλησπέρα, είναι κανείς εδώ;» Είπε η Φρέγια όταν αντίκρισε το μισοσκότεινο δωμάτιο. Με το που χτύπησε την πόρτα σε ένα από τα γραφεία, έκανε πίσω για να δει καθαρότερα αν όντως πήγε στο σωστό μέρος. Ήταν εκεί όπου την στείλανε; Ένας τυχαίος, από τον πρώτο όροφο, της έδωσε τις οδηγίες για να πάει εκεί.
«Γεια σου, τι θα ήθελες;» Η κυρία, της οποίας της ανήκε το γραφείο, την προσέγγισε και της άνοιξε την πόρτα περισσότερο από όσο την είχε ανοίξει η Φρέγια νωρίτερα και ύστερα την κάλεσε να περάσει μέσα, παραμένοντας επιφυλακτική μαζί με την νέα παρουσία στο εσωτερικό του γραφείου της. Ξαφνιάστηκε που έβλεπε ένα καινούριο πρόσωπο στο χώρο. Ήξερε τους φοιτητές, ποιοι είναι και αυτήν την έβλεπε πρώτη φορά. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί σε τι οφείλονταν η επίσκεψή της και τι θα της ζητούσε.
«Κάθισε...» Της είπε και η Φρέγια οδηγήθηκε σε μια από τις δυο αναπαυτικές καρέκλες που βρίσκονταν μπροστά από το έπιπλο του τραπεζιού της, όπου και κάθισε.
«Λοιπόν;» Μόλις κάθισε ακούμπησε τα χέρια της να ξεκουραστούνε πάνω στο ντοσιέ της. Ύστερα ανέμενε υπομονετικά από την επισκέπτριά της να της μιλήσει για τον σκοπό που την επισκέφθηκε. Όση ώρα περίμενε ήταν σε επιφυλακή για τα χειρότερα. Δεν συνέβαιναν και λίγα πράγματα σε αυτήν την Ακαδημία...
«Γεια σας!» της χαμογέλασε αρχικά η Φρέγια, ξεκαθαρίζοντας τις αγνές προθέσεις της.
«Μπορείς να μου πεις.» Της έδωσε την άδεια. «Τι σε φέρνει στην Ακαδημία του Όζαρκς;» Πήγε πίσω πίσω στην καρέκλα της και κάθισε λιγάκι πιο αναπαυτικά. Έπλεξε τα δάχτυλά της νευρικά, ανά μεταξύ τους και ύστερα απλά περίμενε να ακούσει.
«Είμαι καινούρια στην πόλη και είμαι απόφοιτη πανεπιστημίου.» Αποκάλυψε στην κυρία που κάθονταν απέναντί της με ιδιαίτερη χαρά. «Σπούδασα Οικονομικές Επιστήμες σε συνδυασμό με Δικηγορική! ... Νομική δηλαδή,» διόρθωσε το λάθος από την βιασύνη της «και θα ενδιαφερόμουν να μάθω εάν υπάρχει εδώ κάτι για εμένα... Από συνέχεια στις σπουδές μου ή... κάποιου είδους πρακτικής εξάσκησης ή... ακόμα και μισθωτή εργασία!» Εξήγησε τους σκοπούς της και ύστερα ευχήθηκε να την βοηθήσει. Μέσα της έτρεμε για την απάντηση που επρόκειτο να λάμβανε.
Η κυρία της χαμογέλασε όχι πια σφιγμένη. Αυτό ήταν όλο; Σκέφτηκε. «Ω, γλυκιά μου. Δυστυχώς δεν υπάρχει κάτι που να μπορώ να κάνω για σένα...» είπε στην Φρέγια προκαλώντας της μια εμφανή ταραχή. Δεν μπορούσε να την δεχθεί στην Ακαδημία προφανώς. «Δεν δεχόμαστε οποιονδήποτε περάσει το κατώφλι της Ακαδημίας και μας ζητήσει εκπαιδευτική, ακαδημαϊκή ή εργατική αποκατάσταση. Υπάρχει διαδικασία και θέλει χρόνο και πολύ συγκεκριμένα προσόντα.»
Τα φτερά της Φρέγιας έλιωσαν σαν αυτά του Ίκαρου αμέσως μόλις πλησίασε κοντά στον ήλιο της. Οι ελπίδες της για κάτι δημιουργικό και καινούριο γκρεμίστηκαν και η καλή της διάθεση εξανεμίστηκε κι έγινε ένα με τον άνεμο. Δεν μπορούσε όμως να παραδοθεί έτσι απλά. «Τι διαδικασία θα χρειαστεί να ακολουθήσω;» ρώτησε μόλις θυμήθηκε ότι πραγματικά ήθελε να λειτουργήσει αυτό. Η μόνη πιθανή -αντάξια της ίδιας- απασχόλησης που θα μπορούσε να επενδύσει τον χρόνο της παραγωγικά βρίσκοντας εντός των τειχών αυτής της -αρχαίας από ότι φαίνεται- Ακαδημίας. Το Όζαρκς ήταν μια μικρή πόλη και δεν είχε πολλά να κάνεις. Η εργασία ή οι σπουδές στην Ακαδημία ήταν η μόνη της ελπίδα απ' ότι φαίνεται, αλλιώς ο πατέρας της θα την έβαζε να εργάζεται στο δημαρχείο για εκείνον ως γραμματέας ή σε κάποιο άλλο παρόμοιο βαρετό πόστο -κι αυτό ήταν κάτι που σίγουρα δεν ήθελε να κάνει σε καμία περίπτωση.
«Δεν θα ήθελα να σας απογοητεύσω, αλλά δεν νομίζω να πληρείται τις προϋποθέσεις για την Ακαδημία μας...» της εξήγησε με ειλικρίνεια κοιτάζοντάς την ελεγκτικά. Την κοίταξε από πάνω ως κάτω με προσοχή.
Καλά ποια νομίζει ότι είναι; Το Όζαρκς δεν είναι δα και το Κέμπριτζ, ούτε και το Γέιλ... Σκέφτονταν η Φρέγια, μειώνοντας την υπόσταση της Ακαδημίας τους Όζαρκς, ενόσω ένιωθε να σκανάρεται από την άγνωστη γυναίκα.
«Τι χαρτιά θέλετε; Μπορώ να περάσω πάλι αύριο και να τα αφήσω για εσάς, να τα κοιτάξετε κι' αν κρίνεται πως πληρώ τις προϋποθέσεις για κάποια θέση, για οποιαδήποτε θέση στο κολέγιό σας μου τηλεφωνείτε!»
Το πρόσωπο της υπεύθυνης άλλαξε μορφή και τα χαρακτηριστικά της σκλήρυναν αμέσως μόλις ένιωσε να πιέζεται από την ενοχλητική και παντελώς άσχετη νεαρή που εμφανίστηκε ξαφνικά στο γραφείο της.
«Με συγχωρείται αλλά νομίζω ότι ο χρόνος μας τελείωσε εδώ, έχω μερικές υποχρεώσεις να τακτοποιήσω που δεν χωράνε αναβολή. Οπότε εάν έχετε την καλοσύνη, θα σας ζητούσα να αποχωρήσετε από το γραφείο μου.» Προσπάθησε ευγενικά να απομακρύνει την Φρέγια.
«Συγνώμη εάν σας φαίνομαι πιεστική, απλά χρειάζομαι μια απασχόληση. Μόλις ήρθα στην πόλη με την οικογένειά μου και βλέπεται π-»
«Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι για εσάς, για την δεδομένη κατάσταση.»
«Εντάξει τότε... θα φύγω. Δεν θέλω να σας φέρω σε δύσκολη θέση. Σας ζητώ συγνώμη...»
«Άσε με να σε συνοδεύσω έξω.» Είπε η κυρία που ακόμα δεν ήξερε την ιδιότητά της η Φρέγια -και μάλλον ποτέ δεν θα μάθαινε- και την οδήγησε έξω στην γραμματεία από όπου και πέρασε για να την συναντήσει.
«Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας και που με ακούσατε...» Είπε η Φρέγια αν και απογοητευμένη έμεινε ευγενική και κόλλησε στην προσφώνηση της γυναίκας.
«Κριστίν Ρέιβενκροφτ.» Είπε η γυναίκα που υποδέχθηκε την Φρέγια στο γραφείο της. «Το δικό σου ον-»
«Παρακαλώ υπογράψτε εδώ.» Τους διέκοψε η κοπέλα από την γραμματεία, την στιγμή που η Κριστίν ζήτησε και για το δικό της όνομα.
«Να υπογράψω;» Η Φρέγια γύρισε και κοίταξε παραξενευμένη.
«Όποιος έρχεται στην Ακαδημία είναι υποχρεωτικό να υπογράψει, κρατάμε αρχείο.» Της εξήγησε η ίδια νεαρή, από την γραμματεία.
«Μάλιστα...» Το δέχθηκε. Εάν είναι πολιτική τους φυσικά και θα υπέγραφε!
«Εδώ...» Της έδειξε το βιβλίο των επισκεπτών κι αμέσως υπέγραψε... Φρέγια Μπλάκγουελ, και ύστερα έκανε την κομψή καμπύλη που κοσμούσε την υπογραφή της.
«Σας ευχαριστώ!» Την ευχαρίστησε η γραμματέας και κάθισε πάλι πίσω στην θέση της.
«Ευχαριστώ και πάλι δεσποινίς, Ρέιβενκροφτ.» Η Φρέγια την αποχαιρέτησε και ύστερα ξεκίνησε να βαδίζει μακριά από τα γραφεία.
Η Κριστίν παραξευμένη, μόλις είδε με την άκρη του ματιού της την υπογραφή της κοπέλας, θέλησε να κοιτάξει ξανά αλλά αυτήν την φορά και από πιο κοντά, για να βεβαιωθεί ότι δεν την απατάν τα μάτια της. Πλησίασε περίεργη προς την υπογραφή της άγνωστης σε αυτήν και περίεργης κοπέλας που άφησε στο βιβλίο και είδε κάτι εντελώς απρόσμενο. Έβλεπε καλά; Έλεγε Μπλάκγουελ;
«Συγνώμη, πως είναι το όνομά σου νεαρή μου;» Της αποκρίθηκε πανικόβλητη, καθώς της φώναξε για να την ακούσει.
Η νεαρή κοπέλα, για καλή τύχη της Κριστίν Ρέιβενκροφτ, δεν είχε προλάβει να πάει και πολύ μακριά. Την άκουσε και γύρισε αμέσως μετά το πρόσωπό της προς αυτήν. «Φρέγια Μπλάκγουελ» της είπε και επιβεβαίωσε με μιας όλες τις υποψίες της Κριστίν. Χιλιάδες σκέψεις έπεσαν καταιγιστικά στο μυαλό της, αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο που η Φρέγια έμενε εκτός της Ακαδημίας!
Τώρα, η Κριστίν, κατάλαβε τι έφερνε στα μέρη τους αυτήν την νεαρή κοπέλα... Δεν μπορούσε ποτέ κάποιος άσχετος να περάσει έτσι απλά τα τοίχοι της Ακαδημίας! Ήταν ένα μέρος καλυμμένο με μαύρη μαγεία και μόνο άτομα τους κόσμου τους μπορούσαν να διεισδύσουν σε αυτήν την Ακαδημία. Σε κάθε άλλον το κτίριο θα έδειχνε παλιό κι ερειπωμένο, καλυμμένο με αράχνες και πολλή σκόνη. Δεν θα εμφανίζονταν τίποτα από όσα είδε κι άκουσε η Φρέγια στους διαδρόμους της Ακαδημίας, παρά μόνο σκοτάδι και κρύο.
«Είσαι μια Μπλάκγουελ;» Το λευκό δέρμα της Κριστίν, τσίτωσε κι ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. Θυμήθηκε ολόκληρη την οικογένεια με μιας. «Δώσε τα χαιρετίσματά μου στους γονείς σου και πέρνα από εδώ σε λίγες μέρες μόλις ξαναμπορέσεις. Θα χαρούμε πολύ να σε έχουμε στην Ακαδημία!»
Τα λόγια της Κριστίν Ρέιβενκροφτ έμειναν στην Φρέγια και δεν θα ξεχνούσε να κάνει τίποτα από τα δυο. Ποια ήταν όμως στην πραγματικότητα η Κριστίν Ρέιβενκροφτ; Τα ερωτήματα της Φρέγια Μπλάκγουελ πολλαπλασιάστηκαν με αυτήν την επίσκεψη.
Το βήμα της στα σκουρόχρωμα γρασίδια της Ακαδημίας ήταν βαρύ κι αργό. Έφτασε αργά στο αμάξι της και πριν μπει μέσα και βάλει μπρος για να φύγει, γύρισε για μια ακόμη φορά να κοιτάξει αυτό το παράξενο μέρος. Όλοι ήταν μέσα και κανένας δεν βρίσκονταν στην αυλή. Κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία. Ένοιωσε την ανατριχίλα να μεταφέρεται από την μέση της στον σβέρκο της ξανά. Τι συνέβαινε εκεί;
⎯⎯⎯ ☽ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro