8. Blood On My Hands
Όζαρκς, Καναδάς
Χειμώνας, 2.002 μ.Χ.
Παρελθόν
Tο Χριστουγεννιάτικο δείπνο, για την παραμονή Χριστουγέννων, στο σπιτικό των Μπλάκγουελ είχε ετοιμαστεί. Η Σερένα Μπλάκγουελ, ήξερε να μαγειρεύει το καλύτερο γλυκόξινο γεμιστό ρολό χοιρινό κρέας, με καρότα και άλλα πολλά λαχανικά, πολλά μπαχαρικά και τέλος το λευκό τσιγαριστό ρύζι και τις πατάτες φούρνου πασπαλισμένες με φρεσκοτριμμένο κόκκινο πιπέρι. Στο ξύλινο τραπέζι φουντουκιάς στην τραπεζαρία τους είχε στρωθεί ένα μακρόστενο ηλεκτρίκ τραπεζομάντιλο και ομόρφυνε την συνολική του όψη. Τα λευκά ρηχά πιάτα και τα μπεζ βαθιά πιάτα είχαν τοποθετηθεί συμμετρικά και σύμφωνα με τον αριθμό των επισκεπτών και τους οικοδεσπότες. Τρείς οι Μπλάκγουελ και δύο οι Τζάκσον.
Η πόρτα χτύπησε κοντά στις οχτώ το βράδυ και ένα ποδοβολητό ήχησε αμέσως μετά. Τα γρήγορα βήματα της μικρής Φρέγια Μπλάκγουελ ακούγονταν ως την κουζίνα όπου βρίσκονταν η μητέρα της κι έκανε τις τελευταίες προετοιμασίες για το αποψινό γεύμα. Διέσχισε σε μηδενικό χρόνο τον φωτεινό, στολισμένο σε Χριστουγεννιάτικους τόνους, διάδρομο που οδηγούσε στην εξώπορτα. Μόλις έφτασε άπλωσε το αριστερό της χέρι κι άνοιξε την πόρτα. Υποδέχθηκε τους καλεσμένους τους με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Επιτέλους Άζρα!» Αναφώνησε χαρούμενη που η φίλης της είχε φτάσει, κι εκείνη της χαμογέλασε και έσπευσε να την αγκαλιάσει ως απάντηση για το καλωσόρισμα.
«Καλησπέρα μικρή!» Είπε και ο Λουκ Τζάκσον στεκούμενος με την κόρη του.
Η νεαρή οικοδέσποινα έκανε στην άκρη μόλις αντιλήφθηκε το κρύο του χιονιά που επικρατούσε έξω και άφησε τους Τζάκσον να περάσουν μέσα μαζί της. Το βλέμμα της Φρέγια αμέσως μετά έπεσε πάνω στα χέρια του Λουκ, κρατούσε δυο χάρτινες τσάντες με δώρα για τους Μπλάκγουελ. Η μια ήταν μεγάλη και πλατιά ενώ η άλλη στενόμακρη.
Μόλις έβγαλαν τα πανωφόρια τους οι Τζάκσον, εμφανίστηκε και ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ. «Αυτά θα τα πάρω εγώ!» Είπε χαμογελαστός και άπλωσε τα χέρια του να πιάσει τα παλτό τους. «Καλώς ήρθατε!» Συνέχισε θερμά.
«Καλώς σας βρήκαμε Τζάρεντ!» Είπε και ο Λουκ κι αμέσως μετά έκαναν χειραψία. «Παραλίγο να το ξεχάσω, Φρέγια αυτό είναι για σένα!» Της έδωσε την μεγάλη τσάντα, αυτή που ήθελε! Σίγουρα ήταν ένα ωραίο δώρο, σκέφτηκε η μικρή, και το πήρε στα χέρια της όλο χαρά και μαζί με την Άζρα απομακρύνθηκαν με σκοπό να ανοίξουνε την πολύχρωμη τσάντα και να παίξουνε.
«Πάμε στο σαλόνι;» ο Λουκ ένευσε θετικά στο ερώτημα του Τζάρεντ και οι δυο τους προχώρησαν χαλαροί ως το σαλόνι όπου θα είχανε την ησυχία τους. Το τζάκι έκαιγε και ο μόνος ήχος που ακούγονταν ήταν τα ξύλα φουντουκιάς να καίγονται από τις πύρινες πορτοκαλοκόκκινες φλόγες. Στον χώρο είχε απλωθεί η ζεστασιά και τους καλωσόρισε μόλις πέρασαν να καθίσουν στο δωμάτιο.
«Τι θα πιεις;» ο Τζάρεντ πλησίασε και ποτά κι έπιασε δυο κρυστάλλινα κοντά ποτήρια για το ποτό και περίμενε από τον Λουκ να ονοματίσει αυτό που θα έπιναν.
«Ουίσκι με λίγο πάγο.» Του είπε και φάνηκε να αρέσκεται στην επιλογή αυτή και ο Τζάρεντ. Ο Λουκ του χαμογέλασε ευχαριστώντας τον και αφού πήρε το ποτήρι του κάθισε με τον Τζάρεντ όρθιος μπροστά από το τζάκι για να τα πούνε.
Ο Τζάρεντ, πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε στον Λουκ. «Λοιπόν, ποια είναι τα νέα σου, αδερφέ μου;» τον ρώτησε προκαλώντας ένα σφίξιμο στο στομάχι του Λουκ.
«Αδερφέ μου;» επανέλαβε ο Λουκ, υψώνοντας τα φρύδια του εξεταστικά. Νεκρική ησυχία, που άναβε τα αίματα, μεσολάβησε στην συζήτηση των δυο ανδρών.
«Λουκ...» Άλλαξε την προσφώνηση. Το βλέμμα του σκλήρυνε.
«Καλά νομίζω,» απάντησε τελικά, αποστρέφοντας το βλέμμα του από τον Τζάρεντ. Ήπιε μια καλή γουλιά από το ποτό του και άφησε το αλκοόλ να κάψει τον λαιμό του. Αυτή η λέξη δεν έπρεπε να ξαναειπωθεί.
Κοίταζε με κενό βλέμμα στο βάθος του σαλονιού. Μερικοί λευκοί φάκελοι βρίσκονταν πάνω στο μακρόστενο έπιπλο πλάι στο φωτιστικό. Αναγνώρισε αμέσως το σύμβολο από την τοπική κλινική του Όζαρκς και αμέσως η μνήμη του έτρεξε μερικές ημέρες πίσω. Πιο συγκεκριμένα, θυμήθηκε εκείνη την ημέρα που η Άζρα τον είχε ρωτήσει, στο αυτοκίνητο μετά την βραδινή του βάρδια, για το αν έχει νέα της Φρέγια. Η μικρή ανησυχούσε για την φίλη της, γιατί δεν είχε δει την Φρέγια για μερικές μέρες. Τελικά, είχε αποδειχθεί ότι η Φρέγια δεν είχε παρουσιαστεί στο σχολείο γιατί νοσηλεύονταν στην ψυχιατρική κλινική του Όζαρκς... Αλλά ο Λουκ δεν είχε επιβεβαιωθεί ποτέ για αυτό.
Γύρισε προς την πλευρά του Τζάρεντ και τον προσέγγισε για να κερδίσει την προσοχή του, μετά από αυτό το μικρό κενό. «Η Φρέγια... Πήγε ξανά στην κλινική;» ρώτησε απροειδοποίητα, ταράσσοντας την συνείδηση του Τζάρεντ. Δεν το είχανε συζητήσει ανά μεταξύ τους οι δυο άνδρες αυτό το θέμα, γι' αυτό και δημιουργήθηκε η συγκεκριμένη απορία στις σκέψεις του Λουκ και θέλησε να το συζητήσει.
«Ναι, στην ψυχιατρική κλινική.» Του προσδιόρισε και ύστερα ήπιε ακόμα μια γουλιά από το ουίσκι του.
«Στην ψυχιατρική;» Ο Λουκ εκπλάγηκε μόλις τον άκουσε. Δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο.
«Ναι, τα πράγματα δεν πάνε πια έτσι όπως τα υπολογίζαμε, Λουκ.» Το σοβαρό βλέμμα του ταρακούνησε τον Λουκ και τον πήγε ακόμα πιο πίσω, τότε που αναγκάστηκαν και πήρανε την πιο δύσκολη απόφαση στην ζωή τους με τον Τζάρεντ.
Ο Λουκ αποφάσισε να μιλήσει για ακόμα μια φορά ανοιχτά στον Τζάρεντ. «Τι συμπεριφορά παρουσιάζει η Φρέγια;» Ήταν αρκετά περίεργος να μάθει και έπειτα για να την συγκρίνει με αυτή της Άζρα. Οι περιπτώσεις μπορεί να διέφεραν αλλά το πρόβλημα ήταν κοινό. «Η Άζρα βλέπει συνεχώς τον ίδιο εφιάλτη, κάθε μα κάθε βράδυ, και μερικές φορές κάνει παράξενα, περίεργα πράγματα. Φέρεται πολύ περίεργα και κάνει πράγματα που υποτίθεται δεν θα έπρεπε... Μετακινεί και κουνά πράγματα, παίζει με τον ηλεκτρισμό, ακούει... Φωνές...» Του αποκάλυψε για την πλευρά της κόρης του. Κατάπιε έναν κόμπο που είχε δημιουργηθεί στον λαιμό του κι έπειτα στράφηκε προς τον Τζάρεντ πιεσμένος, αφού δεν του ήταν και τόσο εύκολο να μιλάει για αυτά τα πράγματα φωναχτά.
Ο Τζάρεντ τον κοίταξε στα μάτια. «Εφιάλτες;» Ρώτησε μπερδεμένος, αφού η δική του κόρη δεν είχε δει ποτέ κάποιον εφιάλτη πέραν από τους συνηθισμένους, που όλα τα παιδιά βλέπουν. «Η Φρέγια δεν βλέπει εφιάλτες... όμως κάνει κι αυτή πολλά παράξενα πράγματα, την έχω παρατηρήσει να φέρεται αλλόκοτα... Έχει ανεξήγητους πόνους!» Κούνησε το κεφάλι του ενθυμούμενος μερικές στιγμές που η Φρέγια είχε παράξενα συμπτώματα. «Φοβάμαι πολύ πως το σώμα της υποφέρει και δεν ξέρω γιατί. Κάτι συμβαίνει.»
«Ξέρεις ότι δεν είναι ψυχολογικό το θέμα. Σωστά;» Προσπάθησε να τον επαγρυπνήσει. Έπρεπε να βεβαιωθεί ότι ο Τζάρεντ γνώριζε επαρκώς τη σοβαρότητα της κατάστασης και το μέγεθος της απειλής που αντιμετώπιζαν.
«Ναι, το ξέρω, φυσικά και το ξέρω» έκανε μια παύση, «απλά... θα ήθελα να αποδειχθώ λάθος, να αποδειχθούμε και οι δυο λάθος Λουκ και να είναι κάτι που η ιατρική θα μπορούσε να διορθώσει!» Το βλέμμα του σκοτείνιασε με μιας, έγειρε το κεφάλι του και κοίταξε το πάτωμα, ανάμεσα από τα πόδια του. Κάτι ακόμα τον ταλάνιζε και ήθελε να πει, αλλά δεν έβρισκε την δύναμη και τον τρόπο. «Όμως...»
«Όμως ξέρεις ότι η ιατρική είναι άχρηστη σε τέτοια θέματα...» Τον συμπλήρωσε, αφού σκέφτονταν και οι δυο τους το ίδιο. Ο Λουκ προσπαθούσε να σβήσει κάθε φρούδα ελπίδα του Τζάρεντ για ιατρική βοήθεια. Πλέον ανήμπορος κι ο ίδιος να πιστέψει ότι δεν θα απέδιδε σε κάτι η βοήθεια από γιατρούς έβαλε μια τελεία στο θέμα αυτό.
«Τουλάχιστον της δίνουν φάρμακα, όπως ηρεμιστικά και παυσίπονα.» Έτριψε τα ταλαιπωρημένα μάτια του.
«Είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις για την κόρη σου. Έτσι έστω ελαχιστοποιούνται οι πόνοι που λες πως έχει.»
«Και τι μπορούμε να κάνουμε όμως για να σώσουμε τα παιδιά μας;» Ο Τζάρεντ έδειχνε να τα χάνει. Το βλέμμα του έδειχνε πιο σκυθρωπό αυτήν την στιγμή από πριν. «Το βλέπεις ότι αρχίζουν και ανακαλύπτουν τον εαυτό τους και σύντομα θα φτάσει η στιμγή που δεν θα μπορέσουμε με επέμβουμε εάν το αφήσουμε να συνεχιστεί.» Είπε φουντωμένος. Τα είχε σχεδόν παρατήσει. «Αυτή η μάγισσα που επισκεφτήκαμε είδες, δεν είχε αποτέλεσμα!»
«Η μάγισσα αυτή ήταν η καλύτερη μας εύκαιρα Τζάρεντ!» Του φώναξε, παρόλο που προσπαθούσε να κατευνάσει την απελπισία του δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. «Πρέπει να την ξανασυναντήσουμε επειγόντως.»
«Φρόντισε να μην μας καταλάβει η Σερένα, δεν ξέρει τίποτα. Σε παρακαλώ!» Τον έκοψε, σταματώντας την οργή που σκόπευε να εξαπολύσει ο Λουκ. Δεν θα ρίσκαρε να ακουστούν στην γυναίκα του, αφού σκόπευε να συνεχίσει να της κρύβει τον κίνδυνο. Σύντομα όμως θα αναγκάζονταν να της αποκαλύψει μερικά πράγματα...
«Δεν ξέρει; Δεν της έχεις πει ακόμα τίποτα;» Σοκαρισμένος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία του όμως και με αργές κινήσεις άφησε το άδειο ποτήρι του στο τραπεζάκι δίπλα τους. Πλησίασε τον Τζάρεντ και τον κοίταξε καλά στα μάτια έτοιμος να του μιλήσει ειλικρινά. «Το παιδί της κινδυνεύει! Δεν πιστεύεις ότι οφείλει να γνωρίζει έστω για την καταγωγή σου, την καταγωγή του άντρα της; Για την κατάρα της οικογένειά μας;» Ακούστηκαν σαν απειλή τα λόγια του. Η Κατάρα έρεε στο αίμα τους.
«Νομίζεις δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει... Είναι και δικό μου παιδί, όχι μόνο δικό της. Ξέρω ότι κινδυνεύει, Λουκ. Θα κάνω ό,τι μπορώ και ό,τι περνάει από το χέρι μου για να την προστατεύσω, την Φρέγια αλλά και την γυναίκα μου. Θα προστατεύσω και θα φροντίσω την οικογένειά μου και θα την κρατήσω ενωμένη και... Ζωντανή!»
«Πρέπει να της πεις Τζάρεντ, εάν θες να τα πετύχεις όλα αυτά. Μην την αφήνεις στο σκοτάδι, άσε την να σε βοηθήσει, μίλησέ της...» Τον παρακάλεσε, γιατί αυτό ήταν το σωστό. Μια μητέρα πρέπει να γνωρίζει αν το παιδί της βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο. «Μίλησέ της πριν να είναι πολύ αργά.»
«Μιλάς εσύ που δεν είχες πει τίποτα στην Μέλανι; Είσαι καλύτερος νομίζεις;» Ξέσπασε και είπε ότι χειρότερο θα μπορούσε να του πει.
Το όνομα της γυναίκας του τον έκανε να ανατριχιάσει και μνήμες ξύπνησαν από το υποσυνείδητό του. Ο Λουκ δεν είχε ξεχάσει ακόμα το κακό που έκανε στην ίδια του την γυναίκα αλλά κι' εκείνη σε εκείνον. «Εγώ και η Μέλανι ήταν κάτι το τελείως διαφορετικό, εμείς αλληλοκαστραφήκαμε και το ξέρεις πολύ καλά ότι δεν υπήρχε επιστροφή σε αυτό το θέμα. Μου έκρυψε το μεγαλύτερο μυστικό της και εγώ επίσης...» Η καρδιά του σφύχτηκε. Η Άζρα είχε να ανησυχεί όχι μόνο για αυτό που κληροδότησε από τον πατέρα της, όπως η Φρέγια, αλλά κι αυτό που κληροδότησε κι από την μητέρα της.
Η Μέλανι τους είχε αφήσει όταν έμαθε την αλήθεια για τον Λουκ. Αυτό φοβόταν κι ο Τζάρεντ. Πως εάν μιλούσε στην γυναίκα του ίσως να την έχανε κι αυτός.
«Εσύ, Τζάρεντ, μπορείς καλύτερα! Μίλησε της ανάθεμά σε!» Προσπάθησε να τον πείσει αν και ήξερε πολύ καλά τι δύναμη απαιτούσε αυτό που ζητούσε από τον Τζάρεντ.
«Το θέμα είναι ότι της το έκρυβες κι εσύ Λουκ, είναι δύσκολο να το πεις στον άνθρωπό σου... να της πεις ότι είσαι καταραμένος... να της πεις ότι το παιδί σας είναι καταραμένο εξαιτίας σου!» Ο Τζάρεντ δεν άντεξε άλλο και απομακρύνθηκε από τον Λουκ.
Άρπαξε το μπουφάν του και έφυγε από το σαλόνι. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στην βεράντα, χρειάζονταν λίγο χρόνο για να ηρεμήσει. Βγήκε έξω και το κρύο τον αγκάλιασε βίαια. Το πόδι του βυθίστηκε στο χιόνι που είχε σκεπάσει την επιφάνεια του μπαλκονιού και τα καλογυαλισμένα μαύρα παπούτσια του γέμισαν χιόνι. Πήρε μερικά λεπτά για τον εαυτό του, για να χαλαρώσει και να σκεφτεί πιο καθαρά. Η παγωνιά τον κρατούσε ξύπνιο κι ο αέρας που χάιδευε το πρόσωπό του τον αναζωογονούσε.
Άρπαξε το μπουφάν του και έφυγε από το σαλόνι. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στην βεράντα, χρειάζονταν λίγο χρόνο για να ηρεμήσει. Βγήκε έξω και το κρύο τον αγκάλιασε βίαια. Το πόδι του βυθίστηκε στο χιόνι που είχε σκεπάσει την επιφάνεια του μπαλκονιού και τα καλογυαλισμένα μαύρα παπούτσια του γέμισαν χιόνι. Πήρε μερικά λεπτά για τον εαυτό του, για να χαλαρώσει και να σκεφτεί πιο καθαρά. Η παγωνιά τον κρατούσε ξύπνιο κι ο αέρας που χάιδευε το πρόσωπό του τον αναζωογονούσε.
Μέσα στα επόμενα λεπτά βρέθηκε να περπατά πέρα δώθε στη βεράντα σκεπτικός, μέχρι ένα παιδικό ουρλιαχτό τον έκανε να παγώσει και να σταθεί για λίγο ακίνητος. Γρήγορα αναγνώρισε την φωνή, ήταν η Φρέγια.
«Θα έρθεις μέσα; Θα στρώσουμε το τραπέζι, η Σερένα μας περιμένει.» Ο Λουκ εμφανίστηκε στην μπαλκονόπορτα. Στέκονταν μέσα, αλλά το κρύο ήταν πολύ και έμπαινε στο εσωτερικό του σπιτιού κάνοντας τον Λουκ να ανατριχιάσει. «Έχει κρύο, θα έρθεις;» Τον ξαναρώτησε όταν δεν έλαβε κάποια απάντηση. Το χλομό πρόσωπο του Τζάρεντ τον παραξένεψε. «Συνέβη κάτι;»
«Η Φρέγια και η Άζρα... Κάτι έγινε...» Είπε με τρεμάμενη φωνή μόλις κατάφερε να βρει τα λόγια του.
Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι πήγαινε πολύ στραβά. Ο Τζάρεντ είχε ακούσει τις φωνές της. «Τι εννοείς; Τι έπαθαν;» Χλόμιασε καθώς το μυαλό του πήγε στα χειρότερα.
«Πρέπει να πάμε να τις βρούμε!» Ήταν το μόνο που είπε ο Τζάρεντ και ύστερα ξεκίνησαν να βαδίζουν ευθεία διασχίζοντας την βεράντα.
«Που βρίσκονται;» Ο Λουκ ρώτησε όσο κατεβαίναν τα σκαλιά.
«Παίζανε έξω στην αυλή, δεν ξέρω που μπορεί να είναι τώρα.» Του απάντησε στα γρήγορα, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
Όταν ο Τζάρεντ και ο Λουκ εντόπισαν τα δυο κορίτσια, αντικρίσανε τις κόρες τους να βρίσκονται απομακρυσμένη η μια από την άλλη. Η Φρέγια κάθονταν κάτω στο χιόνι έχοντας γυρισμένη και η Άζρα ακουμπούσε πάνω στο κτίριο μένοντας να κοιτάζει από 'κει τρομοκρατημένη προς το μέρος της φίλη της. Τα δέντρα πίσω της είχαν λυγίσει, είχαν πέσει και ακουμπούσαν πάνω στην πάλλευκη επιφάνεια του χιονιού που είχε στρωθεί στο έδαφος. Οι σπασμένοι κορμοί έδειχναν καμένοι στο σημείο όπου κόπηκαν και καπνοί ανέβλυζαν από την επιφάνειά τους παρά το κρύο. Το θέαμα έκοψε την ανάσα στους δυο άνδρες. Κοιτάχτηκαν τεταμένα, συγκλονισμένοι με αυτό που αντίκρισαν ενώ στην συνέχεια ο καθένας έτρεξε προς την κόρη του.
«Φρέγια είσαι καλά;» Ο Τζάρεντ έτρεξε πανικόβλητος κοντά της, αγνοώντας οτιδήποτε άλλο Τον ένοιαζε πάνω από όλα η κόρη του. Δεν μπορούσε να την δει, είχε γυρισμένη πλάτη και ήταν σιωπηλή. Ήταν έτοιμος να προσφέρει κάθε είδους βοήθειας στην κόρη του για να την κάνει να νιώσει καλύτερα. «Φρέγια;» Η φωνή του βγήκε βαριά. Μόλις έφτασε κοντά της, την είδε να κλαίει γοερά, δάκρυα να κυλάν στα παγωμένα μάγουλά της όσο εκείνη κοίταζε τα χέρια της που τα είχε απλωμένα ευθεία μπροστά της, να κρέμονται στον αέρα. Έκανε ακόμα ένα βήμα και ανακάλυψε τι είχε συμβεί στο παιδί του.
Ο Λουκ έσπευσε να πλησιάσει κι αυτός έντρομος, την δική του κόρη, και να δει τι ακριβώς συνέβη. «Είσαστε καλά; Τι έγινε Άζρα;» Πήρε στα χέρια του το πρόσωπό της και με γρήγορες κινήσεις κουνώντας το αριστερά, δεξιά, πάνω, κάτω το επεξεργάστηκε ψάχνοντας χτυπήματα ή αίμα.
«Καλά είμαι μπαμπά...» Του είπε με αδύναμη φωνή, σταματώντας τον από το να ψάχνει άδικα. Δεν ήθελε να τον αφήσει να αγωνιά για την ίδια.
«Τι έγινε στο δάσος; Γιατί έχουν καταστραφεί τα δέντρα;» Ο πανικός είχε ζωγραφιστεί στο βλέμμα του προκαλώντας παραπάνω ταραχή στην Άζρα μην καταφέρνοντας να μιλήσει. Ο Λουκ γονάτισε μπροστά της για να την κάνει να αισθανθεί ασφαλείς κοντά του. «Δεν χτύπησες δηλαδή... Σωστά;» Την κοίταξε στα μάτια περιμένοντας να ακούσει ότι όλα ήταν καλά.
«Η Φρέγια, εκείνη χτύπησε...» Η μικρή Άζρα είπε έτοιμη να καταρρεύσει, από τις ενοχές της. Τα δάκρυα στα μάτια της πολλαπλασιάστηκαν μόλις έφερε στην μνήμη της το τι συνέβη πριν λίγο.
Όση ώρα μιλούσε στον πατέρα της δεν γύρισε να τον κοιτάξει ούτε για μια στιγμή, γιατί δεν μπορούσε. Κοίταζε μονάχα προς τη Φρέγια, παγωμένη έντρομο βλέμμα. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι είναι καλά και ότι δεν την τραυμάτισε σε μεγάλο βαθμό. Το βλέμμα της στράφηκε για ένα δευτερόλεπτο προς το διαλυμένο μέρος του δάσους και στραβοκατάπιε, βγάζοντας μια σιγανή κραυγή αγωνίας. Οι καμένοι κορμοί της μετέφεραν μια ανατριχίλα σε όλο της το κορμί.
Ο Λουκ κοίταξε προς το μέρος όπου έβλεπε η Άζρα και η καρδιά του σφίχτηκε. «Κοίταξέ με, Άζρα!» Της γύρισε με μια απαλή κίνηση το κεφάλι της προς τον ίδιο, ώστε να την κοιτάξει στα μάτια επιτέλους. «Πες μου τι συνέβη.» Παρακάλεσε.
«Εγώ φταίω μπαμπά δεν πρόσεχα πάλι, δεν μπόρεσα να με συγκρατήσω...» Λύγισε κι έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς.
«Πονάει πολύ!» Η Φρέγια παραπονέθηκε στον πατέρα της. Οι δυο τους βρίσκονταν αρκετά μακριά από την Άζρα και τον Λουκ και μια πλευρά δεν άκουγε την άλλη.
Ο Τζάρεντ έσπευσε να κοιτάξει την Φρέγια από πιο κοντά, γιατί αυτό που αντίκρισε δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τα μάτια της Φρέγια είχαν καλυφθεί με αίμα και ήταν καμένα. Τα βλέφαρά της ήταν κλειστά και δεν μπόρεσε να δει τις κόρες των ματιών της. Εκείνη την στιγμή ήταν λες και μια θηλιά είχε κρεμαστεί στον λαιμό του. Κατέρρευσε στο θέαμα της κόρης του σε αυτήν την κατάσταση και γονάτισε κοντά της. Ανήμπορος να αρθρώσει έστω και μια λέξη, έσπευσε αν την αγκαλιάσει. Η μικρή έκλαιγε ασταμάτητα και φώναζε πόσο πονούσε.
Δεν ήξερε τι να κάνει... «Τι συνέβη εδώ καλή μου;» Η φωνή του βγήκε μετά βίας, όσο τα μάτια του υγραίνονταν όλο και περισσότερο. Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Αμέσως σήκωσε τη Φρέγια από το χιόνι και την πήρε στην αγκαλιά του για να καθίσει στο πρώτο σκαλί, το οποίο οδηγούσε στην βεράντα τους, ώστε να μην κρυώνει άλλο πεσμένη πάνω στο χιόνι. Της κάλυψε την μικρή πλατούλα της με το μπουφάν του και ύστερα στάθηκε μπροστά της, εκείνη καθισμένη στο τρίτο σκαλί της ξύλινης βεράντας κι εκείνος με λυγισμένα τα πόδια μπροστά της.
Η Φρέγια δεν μπορούσε να δει τίποτα, όλα ήταν σκοτεινά. Το κάψιμο που ένιωθε αυξάνονταν με την ώρα και το κρύο έκανε την κατάστασή της ακόμα πιο δύσκολη... «Μπαμπάκα, δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου, πονάω πολύ!» Έκλαψε δυνατά.
Ο Τζάρεντ παρέλυσε. Έσπευσε να εξετάσει προσεκτικά τα μάτια της Φρέγια από κοντά και αυτό που είδε ήταν σοβαρά εγκαύματα σε όλη την περιοχή πάνω και γύρω τους. Σε μερικά μικρά σημεία έβλεπε την σάρκα της και υπήρχε φρέσκο αίμα, η πρώτη στρώση της επιδερμίδας της είχε καταστραφεί τελείως.
Μόλις αντιλήφθηκε τη ζημιά που είχε προκληθεί, ο άνδρας δεν μπόρεσε να παραμείνει άλλο ανεπηρέαστος και δάκρυα κύλισα από τα μάτια του. Τα μάτια της Φρέγια είχαν καταστραφεί και θα στερούνταν την όρασή της. Όλα είχαν καταστραφεί, το κακό είχε γίνει. «Πως συνέβη αυτό;» Ίσα ίσα κατάφερε να ψελλίσει, αφού ακόμα ήταν σε κατάσταση σοκ.
«Παίζαμε...» Σιγομουρμούρισε μες το κλάμα της η Φρέγια κρύβοντας την αλήθεια από τον Τζάρεντ. Ακόμα και τώρα υπερασπίζονταν την Άζρα, παρά τις τραγικές συνέπειες που είχε πάνω της αυτό που έκανε. Πράγματι έπαιζαν, μέχρι που η Άζρα έχασε τον έλεγχο, νευρίασε, οργίστηκε και το αποτέλεσμα ήταν αυτό... Ένα κατεστραμμένο δάσος από μια φωτιά που ξέσπασε και τα μάτια της Φρέγια να καούν.
«Και πως κάηκες Φρέγια;» Ο πατέρας της άρχισε να οργίζεται, ο πόνος του μετατρέπονταν σε οργή σιγά σιγά, προς την Άζρα Τζάκσον. «Στο χιόνι έπαιζες όχι με τη φωτιά! Γιατί τα δέντρα έχουν καταστραφεί; Τι έγινε; Τι έκανε πάλι;» Είπε έξαλλος. Δεν μπορούσε να βλέπει το παιδί του σε αυτήν την κατάσταση... Τα μάτια της ήταν αποκρουστικά, κόκκινο αίμα κάλυπτε την επιφάνειά τους και καμένο δέρμα.
Ο Λουκ ίσα ίσα που κατάφερε να συνεφέρει την Άζρα κι όταν αυτό συνέβη η Άζρα του μίλησε κατευθείαν. «Θέλω να την βοηθήσω!» Είπε μετά από λίγο χρόνο που της είχε δώσει για να συνέλθει, ενώ στο τέλος χρησιμοποίησε το μανίκι της μπλούζας του κάτω από το μπουφάν της για να σκουπίσει τα δάκρυά της. Έπρεπε να επανορθώσει, για αυτό έπρεπε να φανεί και γενναία. Η κατάσταση απαιτούσε να δράσει γρήγορα, πριν ζημιά που προκάλεσε στην Φρέγια γίνει μόνιμη!
«Εσύ το έκανες αυτό;» Απόρησε ο Λουκ, φοβούμενος για την απάντηση, ενώ κοίταξε για μια στιγμή προς το βάθος, μια στο δάσος και μια στην Φρέγια όσο βρίσκονταν στην αγκαλιά του Τζάρεντ. Σοκαρίστηκε τόσο που άρχισε να σκέφτεται ότι ήταν ίσως ήδη πολύ αργά να βοηθήσει την κόρη του. Έκανε ήδη κακό σε έναν άνθρωπο.
«Πήρε φωτιά το δάσος...» Της κόπηκε η ανάσα στην προσπάθειά της να εξηγήσει. Σταμάτησε και ανασύνταξε τις δυνάμεις της για να συνεχίσει. «Όταν νευρίασα έγινε κάτι και καταστράφηκαν τα πάντα, δεν κατάλαβα πως συνέβη αλλά έκανα κακό και στην Φρέγια! Μόλις άνοιξε τα μάτια μου ήταν μέτρα μακριά μου, πεσμένη, με φωτιά στο πρόσωπό της.» Εξομολογήθηκε ακριβώς τι συνέβη κοιτάζοντας τον πατέρα της βαθιά μέσα στα μάτια. Φοβόταν ότι ο πατέρας της θα την φωνάξει, ότι θα την βάλει τιμωρία όμως τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Δεν έσπασε κάποιο βάζο, αλλά έκανε κάτι πολύ πιο απρόβλεπτο, που ο Λουκ δεν μπορούσε να την τιμωρήσει για αυτό.
Το μυαλό του είχε ήδη μπλοκάρει, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι συνέβη κάτι τέτοιο. Ήταν υπερβολικό όλο αυτό. Η όρασή του άρχισε να θολώνει. Δάκρυα απειλούσαν να ξαναεμφανιστούν, όχι μόνο στα μάτια της μικρής του κόρης, αλλά και στον ίδιο. Δεν τα άντεχε όλα αυτά. Δεν ήξερε καν πως υποτίθεται θα έπρεπε να φερθεί απέναντί της. Δεν έπρεπε όμως να αφήσει όλα αυτά τα συναισθήματά του να τον νικήσουν. Προσπάθησε να τα βάλει όλα σε μια σειρά. «Τι μπορούμε τώρα Άζρα;» Την ρώτησε, προσπαθώντας να κρατήσει τα συναισθήματά του ακέραια. «Μπορείς να την βοηθήσεις;» Η ανάσα του τρεμόπαιζε και η καρδιά του σφυροκοπούσε. Η αγωνία του είχε φτάσει στα ύψη. Φοβόταν για την εικόνα της Φρέγια, αν την κοίταζε πως θα την έβρισκε; Πονούσε βαθιά για αυτό που της προκάλεσε η ίδια του η κόρη.
Το μυαλό της Άζρα ξεκίνησε να ψάχνει την λύση στο πρόβλημα. Δεν μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Τι θα έκανε για να αναιρέσει το μεγάλο κακό που προκάλεσε στην αγαπημένη της φίλη; Μόλις το βρήκε έβγαλε μια φωνή ενθουσιασμού μέσα στα δάκρυά της. «Νομίζω μπορώ να την κάνω καλά όπως εκείνο το μαύρο πουλάκι!» Του αποκάλυψε.
«Πιο πουλάκι;» Ο Λουκ απόρησε κι αμέσως σηκώθηκε στα πόδια του. Έβαλε τα χέρια του σταυρωτά μπροστά στο στήθος του και περίμενε υπομονετικός από την Άζρα να του εξηγήσει.
«Πριν από λίγες ημέρες η Φρέγια είδε ένα κοράκι στο δασάκι του σχολείου... Δεν κουνιόνταν, δεν ανέπνεε...»
«Ήταν νεκρό;» Στραβοκατάπιε, διακόπτοντάς την.
«Ναι έτσι νομίζω.»
Ο Λουκ πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν πίστευε στα αφτιά του. «Και τι κάνατε με αυτό το κοράκι;» Ήταν τρομοκρατημένος ήδη από την ιδέα ότι θα άκουγε κάτι που δεν θα του άρεζε καθόλου.
«Το ξαναζωντανέψαμε μπαμπά...» Του είπε χαρούμενα, ήταν περήφανη που τα κατάφερε. «Πήρε ξανά ζωή!»
«Είσαι σίγουρη;» Ο Λουκ ένιωθε λες κι έχασε την γη κάτω από τα πόδια του.
«Ναι! Κούνησε τα φτερά του και πέταξε ψηλά. Το σώσαμε! Δεν ήταν το μόνο ζωάκι που σώσαμε αυτό το κοράκι. Έχουμε σώσει λαγούς, σκαντζόχοιρους, χελώνες... Πολλά ζωάκια που ήταν τραυματισμένα τα κάναμε καλά!»
«Τι κάνατε Άζρα...» Ψέλλισε έντρομος. Έμεινε να κοιτάζει το τρομοκρατημένος την κόρη του, με τα μάτια του γουρλωμένα. Ύστερα στην προσπάθειά του να επεξεργαστεί και να εμπεδώσει ότι άκουσε μόλις, κατέληξε να πάρει ακόμα μια τρελή και τρομερή απόφαση... Να αφήσει την Άζρα να βοηθήσει την Φρέγια! Δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι, αν έστω μπορούσε να κάνει κάτι η Άζρα για να βοηθήσει, θα την άφηνε να το κάνει. Για το καλό της Φρέγια, αλλιώς θα έχανε την όρασή της για πάντα.
Μετά από λίγο ο Τζάρεντ είδε την Άζρα να πλησιάζει σε αυτόν και την Φρέγια. Ο Λουκ βρίσκονταν λίγο πιο πίσω, να ακολουθεί την κόρη του με σταθερό βήμα να έρχεται κι εκείνος προς τα εκεί. Στην αρχή, ο Τζάρεντ, ταράχθηκε. Ενώ είχε καταφέρει να ηρεμίσει για λίγο τώρα πάλι η καρδιά του σφυροκοπούσε σαν τρελή. Για ένα δευτερόλεπτο είδε την Άζρα ως απειλή για την κόρη του. Για αυτό δεν την έχασε στιγμή από τα μάτια του. Έμεινε να παρακολουθεί την Άζρα να βαδίζει προς το μέρος τους. Δεν θα την άφηνε να αγγίξει την Φρέγια ποτέ ξανά!
«Φρέγια;» Η Άζρα στάθηκε απέναντί της. «Θα γίνεις καλά Φρέγια, θα σε βοηθήσω εγώ!» Θα προσπαθούσε να διορθώσει το λάθος της. «Άφησέ με να επανορθώσω.» Κοίταξε στις σκιές και αντίκρισε μια άσχημη εικόνα. Τα καμένα μάτια της Φρέγια της έφεραν δάκρυα στα δικά της και οι αναστεναγμοί της της τρυπούσαν την καρδιά.
Η αναπνοή του Τζάρεντ κόπηκε και έμεινε παγωμένος στη θέση του. «Δεν υπάρχει περίπτωση... Όχι!» Μονολόγησε κι απαγόρευσε ρητά στην Άζρα να προσφέρει κάθε είδους βοήθειας στην Φρέγια. Ασυνείδητα βάδισε και στάθηκε μπροστά στο παιδί του. Σε μια ύστατη προσπάθεια να προστατεύσει την Φρέγια στάθηκε μπροστά της ως προστάτης της. Δεν ήξερε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει εκείνη την στιγμή. Φοβόταν για την κόρη του κι αν έκρινε από την όψη της για λίγο πίστεψε ότι κι εκείνη φοβόταν την Άζρα που ήθελε να βοηθήσει.
Για μια στιγμή το βλέμμα του Τζάρεντ, ταξίδεψε και έπεσε πάνω στον Λουκ. Αντάλλαξε βλέμματα μαζί του και αφού δεν ήξερε για την πρόθεση της Άζρα τον κοίταξε περιμένοντας να του υποδείξει τι έπρεπε να κάνει. Παρόλες τις διαφορές τους, παρόλο το κακό που τους κυνηγούσε, ήταν δικός του άνθρωπος...
Ο Λουκ τον κοίταξε καθησυχαστικά, κατευνάζοντας τον πανικό που ο Τζάρεντ ένιωθε, λέγοντας του με αυτόν τον τρόπο να κάνει πίσω και να αφήσει την Άζρα να προσπαθήσει να το διορθώσει με τον τρόπο της. Προσπάθησε να τον κάνει να την εμπιστευτεί για μια ακόμα φορά, για να επανορθώσει.
Ο Τζάρεντ δεν ήξερε τι να κάνει, όμως στο τέλος έκανε πίσω με μισή καρδιά. Επέτρεψε την Άζρα να πλησιάσει.
«Πες μου τι θα κάνεις για διορθώσεις αυτό που έκανες.» Η φωνή του ήταν πολύ κρύα και αυστηρή κι έκανε την Άζρα να τον κοιτάξει έκπληκτη. Η Άζρα πάγωσε στην θέση της. Φοβόταν τον Τζάρεντ που την κοιτούσε με αυτό το βλέμμα. «Πες μου, Άζρα.» Την πίεσε.
«Χρειάζομαι κάτι αιχμηρό.» Είπε απλά, κοιτάζοντας αλλού, μακριά από τον Τζάρεντ, αφού δεν ένιωθε άνετα.
Ο Τζάρεντ εκπλήχθηκε. «Τι πράγμα;» Την κοίταξε με απορία.
«Κάτι να κόβει...»
Ο Τζάρεντ έβγαλε έναν σουγιά από την αποθήκη πίσω τους, όπου είχε όλα τα κυνηγητικά του εργαλεία και το έδωσε στην Άζρα. Το κορίτσι δεν έχασε στιγμή κι έκοψε την παλάμη της στην μέση προκαλώντας μια αιμορραγία στον εαυτό της. Αγνόησε τον πατέρα της που με φρίκη την ρωτούσε τι έκανε και πλησίασε την Φρέγια υπό το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα της.
«Κάνε κάτι επιτέλους.»
Η Άζρα στάθηκε απέναντι από την Φρέγια, η οποία ήταν καθισμένη στο πλατύσκαλο της ξύλινης βεράντας. Ακολουθώντας την ήρεμη φωνή της φίλης της σηκώθηκε κι έκανε ακριβώς ότι της ζήτησε. Μόλις η Φρέγια πάτησε με τα πόδια της στο χιονισμένο έδαφος στάθηκε ακριβώς μπροστά στην Άζρα. Το βλέμμα της Άζρα έπεσαν στα κατεστραμμένα μάτια της φίλης της. Αυτή της το είχε προκαλέσει αυτό. Έδειχνε ότι υπέφερε κι ότι ήταν πράγματι οδυνηρό ότι υπέστη.
«Θα κάνουμε ότι κάναμε στα ζωάκια που χρειάζονταν βοήθεια.» Εξήγησε και αμέσως μετά τοποθέτησε το χέρι της το κεφάλι της Φρέγια. Ένωσε την πληγή της με το καμένο δέρμα της Άζρα. Οι μορφασμοί στο βλέμμα της Φρέγια μαρτυρούσαν τους έντονους πόνους της.
«Κάνε με καλά Άζρα.» Παρακάλεσε με την λεπτή φωνή της.
Η Άζρα αμέσως μετά έκλεισε τα μάτια της και για πρώτη φορά ένιωθε μια δύναμη μέσα να φουντώνει. Κάτι έρεε στις φλέβες της και την έκανε να νιώθει δυνατή. Σιγά σιγά άρχισε να αισθάνεται μια έντονη ζέστη στο χέρι της που ήταν ενωμένο με το καμένο πρόσωπο της Φρέγια. Είχε αποτέλεσμα αυτό που έκανε. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε μπροστά της την Φρέγια.
Ο Λουκ και ο Τζάρεντ εκείνη την στιγμή έγιναν μάρτυρες σε κάτι εξωπραγματικό. Η Άζρα Τζάκσον με το άγγιγμά της μόνο θεράπευσε την Φρέγια Μπλάκγουελ. Το δέρμα της σιγά σιγά επουλώνονταν, εκμηδενίζοντας τον χρόνο ίασης. Τα βλέφαρά της και τα μάτια της σιγά σιγά άρχισαν να παίρνουν το αρχικό τους σχήμα. Μετά από λίγο η Φρέγια ξεκίνησε να νιώθει καλύτερα. Το κάψιμο, το τσούξιμο, ο πόνος... Άρχισαν να εξαφανίζονται. Οι πληγές της είχαν κλείσει και δεν είχε μείνει πίσω ούτε ένα σημάδι. Τα μάτια της επανήλθαν και τα βλέφαρά της αμέσως μετά πετάρισαν ενώ στο τέλος άνοιξαν για να αντικρίσουν την Άζρα.
Μια κραυγή έκπληξης της ξέφυγε κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Τα δυο κορίτσια κοιτάχθηκαν, αλλά δεν αντάλλαξαν κουβέντα.
Σύντομα η Φρέγια σοβάρεψε και κοίταξε σχεδόν φοβισμένη την Άζρα. Δεν άργησε να τρέξει και πίσω στον Τζάρεντ. Έπεσε στην αγκαλιά του λυτρωμένη. Ο Τζάρεντ εκπλήχθηκε, γύρισε και κοίταξε στην Άζρα και τον Λουκ μη πιστεύοντας στα μάτια του. Τι συνέβη;
Η Άζρα γύρισε στον πατέρα της φανερά εξαντλημένη και έπεσε στην αγκαλιά του με λαχανιασμένη ανάσα. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και σιγά σιγά έπαιρναν το φυσικό πράσινο χρώμα τους. «Άζρα;» Αναφώνησε σοκαρισμένος με την κατάστασή της. Η κόκκινη λάμψη ήταν τόσο έντονη που τον πανικόβαλλε.
«Νιώθω κουρασμένη...» Ψέλλισε η μικρή απαλά και ύστερα έπιασε το χέρι του πατέρα της που της είχε απλώσει για να μην πέσει κάτω από την εξάντληση. Εκείνος ένιωσε κάτι υγρό να τον ακουμπά κι αμέσως κοίταξε τα χέρια της Άζρα, το αίμα. Η πληγή της όμως άφαντή.
«Πάμε να σε καθαρίσω.» Ήταν το μόνο που της είπε και την οδήγησε ως το αμάξι τους. Δεν πρόκειται να έμεναν για το δείπνο μετά από όλα αυτά που συνέβησαν. Την έβαλε στα πίσω καθίσματα κι εκείνη εξαντλημένη την πήρε αμέσως ο ύπνος.
Όταν ο Λουκ επέστρεψε, ο Τζάρεντ βρίσκονταν στα σκαλιά της βεράντας με την Φρέγια να λείπει. Την είχε στείλει στο σπίτι να είναι ασφαλής κι εκείνος έμεινε πίσω για να μιλήσει στον Λουκ. Είχε κάτι που όφειλε να του πει.
Ο Λουκ τον πλησίασε κι έσπευσε να του μιλήσει. «Αυτό που συνέβη―»
«Δεν θα ξανασυμβεί.» Τον διέκοψε ο Τζάρεντ αφήνοντας τον Λουκ μπερδεμένο. «Δεν θα ξανασυμβεί, γιατί η Φρέγια δεν θα ξαναδεί την Άζρα ποτέ ξανά.»
«Τι εννοείς;» Αναφώνησε έκπληκτος με αυτή την ξαφνική απόφαση που άκουσε να βγαίνει από το στόμα του Τζάρεντ.
«Δεν θέλω η Άζρα να πλησιάσει ποτέ ξανά την κόρη μου, Λουκ. Ελπίζω να έγινα κατανοητός γιατί δεν θα το ξαναπώ.» Απείλησε τον Λουκ σε περίπτωση που τολμούσε να πει το αντίθετο.
Ο Λουκ, σκεπτικός, έμεινε να κοιτάζει τον Τζάρεντ να παίρνει αποφάσεις και για τους δυο τους. Από μέσα του ήξερε ότι έτσι έπρεπε να συμβεί. Έτσι, αποφάσισε να επισπεύσει τις διαδικασίες και να συμφωνήσει μαζί του. Το κλίμα ξαφνικά έγινε πολύ ψυχρό αναμεταξύ τους.
«Έχεις δίκιο.» Έκανε πίσω.
Ήταν έτοιμος να γυρίσει, να φύγει και να μην τους ξαναδεί ποτέ ξανά. Ο Τζάρεντ κοίταξε τις κορυφές των δέντρων, του αγριόδασους. Το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα. Όλα ήταν λευκά, έτσι ακριβώς έδειχνε η πιο ανοιχτή απόχρωση αυτού του σκοτεινού μέρους. Σκιές παντού, πάνω στο λευκό χιόνι, που τους είχαν περικυκλώσει. «Θα πάρω την Φρέγια μακριά από το Όζαρκς» αποκάλυψε στον Λουκ. «Δεν θα την αφήσω άλλο εδώ...»
«Όσο μακριά κι αν πας, η κατάρα θα κυνηγάει και μας και τα παιδιά μας.» Ο Λουκ είπε την τελευταία του λέξη κι απομακρύνθηκε. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και οδήγησε μακριά από το σπίτι των Μπλάκγουελ.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα τους έβλεπε, για λίγο καιρό... πριν εκείνοι ξαναγυρνούσαν μετά από δεκατρία με δεκατέσσερα χρόνια πίσω στο Όζαρκς απειλώντας την ασφάλεια των δύο κοριτσιών τους.
⎯⎯⎯ ☽ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro