5. Dear Old Friend
Το επόμενο πρωί όλα ήταν διαφορετικά. Όλοι ξύπνησαν κι αντίκρισαν μία καινούρια ηλιόλουστη ημέρα. Οι κάτοικοι του Όζαρκς βγήκαν από τα σπίτια τους μη ξεχνώντας όμως ό,τι συνέβη χθες βράδυ στην μικρή πόλη τους. Ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό, όμως παρ' όλα αυτά το κρύο παρέμενε τσουχτερό, υπενθυμίζοντάς τους ότι ο χειμώνας είναι κάθε μέρα και πιο κοντά.
Η χθεσινοβραδινή καταιγίδα άφησε κατεστραμμένο ένα μεγάλο μέρος της μικρής κωμόπολης κάνοντάς την να δείχνει έρημη και κατεστραμμένη ως εάν βαθμό με το πρώτο φως. Ευτυχώς τα νερά είχαν οπισθοχωρήσει, τα φρεάτια μετέφεραν όλο το βράδυ μακριά από την πόλη ότι νερό είχαν κατεβάσει τα φουρτουνιασμένα μαύρα σύννεφα της Δευτέρας. Όσων αφορά για μέσα στην πόλη, τα παγκάκια είχανε στεγνώσει και δεν υπήρξαν μεγάλες καταστροφές σε πάρκα, γειτονιές κι αυλές. Τα σπίτια παρέμειναν άθικτα και ακέραια.
Μέσα στο δάσος τα ζώα βρίσκονταν σε κατάσταση «επαναφοράς» κι επανάκτησης δυνάμεων. Όλοι είχανε ένα ασφαλές καταφύγιο κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, εκτός από τα πλάσματα που ζούσαν στο σκοτεινό δάσος. Μερικά νεαρά ζωηρά ελάφια έτρεχαν όλο χάρη, αφήνοντας τα ποδοβολητά τους να αντηχούν ανάμεσα στα ψηλά καταπράσινα έλατα. Όσο όδευαν πιο ψηλά και χάραζαν την πορεία τους στις λασπωμένες βουνοκορφές του Βερμόντ εισχωρούσαν όλο και πιο βαθιά στην πηχτή πρωινή ομίχλη. Οι φιγούρες τους όλο και έσβηναν από μακριά, ώσπου εξαφανίστηκαν τελείως κι αυτό που έμεινε ήταν η ηχώ των ορμητικών βημάτων τους να χτυπά στην κοιμώμενη φύση.
[...]
H Φρέγια Μπλάκγουελ βγήκε στην βεράντα της πρωί-πρωί κι' εισέπνευσε τον καθαρό αέρα. Έσκυψε πάνω στην ξύλινη κουπαστή του μπαλκονιού της και άπλωσε ένα θερμό χαμόγελο στα χείλη της. Έριξε μια γρήγορη ματιά στην ενδοχώρα του Όζαρκς όσο εκείνη παράλληλα επεξεργάζονταν τις σκέψεις της. Η πόλη φαίνονταν ακόμα και από τόσο μακριά. Έβλεπε ξεκάθαρα τον κόσμο που κατέκλυσε τους δρόμους, τα αυτοκίνητα που έτρεχαν και τα μαγαζιά που άνοιξαν τα ρολά τους αυτήν την ώρα για να υποδεχθούν τους πρώτους πρωινούς πελάτες τους. Ο παγωμένος αέρας έκανε το δέρμα της να ανατριχιάσει. Είχε πολύ κρύο εκείνο πρωινό. Τα μάγουλα της Φρέγια κοκκίνισαν και γρήγορα μπήκε και πάλι μέσα τουρτουρίζοντας. Τα χέρια της αυτόματα τυλίχτηκαν γύρω από την ίδια καλύπτοντάς την, ενώ ταυτόχρονα έτριβε τις παλάμες της για να ζεσταθεί.
[...]
Η Άζρα Τζάκσον είχε μόλις ξυπνήσει, ιδρωμένη στην πλάτη και στο πρόσωπο, ακόμα κατατρομαγμένη από τον άσχημο εφιάλτη που είδε κι εκείνη τη νύχτα. Οι σκέψεις της, την έκαναν να πιστέψει ότι θα ξανακυλήσει στους εφιάλτες της κι αυτό αποτέλεσε μια οδυνηρή συνειδητοποίηση για την ίδια που την έκανε να θέλει να ουρλιάξει. Ήταν κουκουλωμένη από την κορφή ως τα νύχια και χωρίς τη διάθεση να αφήσει το ζεστό της κρεβάτι ακόμα και στις δέκα το πρωί όταν ο ήλιος έλαμπε και φώτιζε το ευρύχωρο δωμάτιό της, κάνοντάς το να δείχνει ακόμα πιο ζεστό και φιλόξενο από ποτέ. Μέσα της είχε επιστρέψει το σκοτάδι; Για αυτό ένιωθε έτσι; Η κιθάρα που κρέμονταν στον γαλάζιο της τοίχο, παραδίπλα από το κρεβάτι της Άζρα έμοιαζε να γυαλίζει υπό την χρυσή απόχρωσή των αχτίδων του πρωινού ήλιου. Μια μυρωδιά από βάφλες γαργάλησε στιγμιαία τα ρουθούνια της νεαρής κι έκανε τον ουρανίσκο της να θέλει να γευτεί αυτές τις φρέσκιες λιχουδιές, όμως, ένιωθε τόσο αδύναμη για να σηκωθεί...
[...]
Το πρωινό στην οικεία των Μπλάκγουελ ήταν ένα από τα βασικά γεύματα που τηρούσαν διαχρονικά κι έτρωγαν ως οικογένεια, ανέκαθεν. Ως συνήθως σέρβιραν μαύρο ζεστό καφέ ή ζεστό πράσινο τσάι και πολλά είδη μαρμελάδας, με λαχταριστό κίτρινο βούτυρο. Όλα αυτά τα συνόδευαν με φρέσκα φρούτα εποχής. Η Φρέγια εκπλάγηκε όταν συνάντησε τους γονείς της στην μεγάλη τραπεζαρία τους, πιστούς στο πρόγραμμά τους και να έχουν ήδη όλα αυτά τα λαχταριστά εδέσματα μπροστά τους. Απόρησε για το πότε πρόλαβαν κι' όλας και τα αγόρασαν όλα αυτά. Δεν ρώτησε πολλά πολλά, άπλα ψέλλισε ένα άχρωμο και μουντό «καλημέρα» και στους δύο τους και ύστερα κάθισε σε μια θέση κοντά τους.
[...]
Οι γυμνές πατούσε της Άζρα πάτησαν στο γυαλισμένο, μαρμάρινο πάτωμα. Μπήκε στο μπάνιο και ξεκίνησε την καθημερινή της ρουτίνα, δόντια και πλύσιμο και ύστερα κατέβηκε στην κουζίνα. Εκεί, συνάντησε τον πατέρα της να μαγειρεύει τις βάφλες, τις οποίες είχε μυριστεί εδώ κι ώρα από το δωμάτιό της. Είχε, για ακόμα μια φορά, ανοιχτό το ράδιο να παίζει χαμηλόφωνα από την αγαπημένη τους μουσική που πάντα άκουγαν τα πρωινά. Ήταν από το είδος της κάντρι, «σου φτιάχνει τη διάθεση και σε κάνει να θες να αγοράσεις καουμπόικες μπότες και να αρχίσεις να χορεύεις», κάτι τέτοια έλεγε στην Άζρα και την έκανε να ξεκαρδίζεται κάθε φορά.
Η Άζρα, πήγε κοντά του και τον καλημέρισε με το αγουροξυπνημένο βλέμμα της. Ο Λουκ δεν δίστασε να γελάσει όταν την είδε να σκοντάφτει στο πόδι της καρέκλας μόλις πέρασε από δίπλα. Η Άζρα απόρησε με τον εαυτό της, τόσο πολύ νυστάζω; Γέλασε όμως στο τέλος, μαζί με τον πατέρα της, αγνοώντας τελείως τον πόνο στο αριστερό της πόδι και τον πόνο που είχε φωλιάσει μέσα της από όλα τα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς.
Μετά από λίγα λεπτά, απολάμβαναν τις βάφλες τους με μέλι και καρύδια μαζί με έναν ζεστό καφέ φίλτρου, ενώ η Άζρα είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο πάτωμα σκεπτόμενη τον εφιάλτη. Δεν ήθελε ακόμα να το πει στον πατέρα της. Ήθελε πρώτα να βεβαιωθεί πως πρόκειται για εφιάλτη της μιας φοράς... εάν αποδεικνύονταν λάθος, τότε θα έπρεπε να του το πει για να προλάβουν τα χειρότερα. Μπορεί να ήταν ένας απλός εφιάλτης, μπορεί να ήταν ένας απλός εφιάλτης, μπορεί να ήταν ένας απλός εφιάλτης, έλεγε ξανά και ξανά στον εαυτό της... αλλά δεν κατάφερε να πιστεί.
[...]
Όταν οι Μπλάκγουελς τελείωσαν με το πρωινό τους η Φρέγια θέλησε να μιλήσει με τους γονείς της. Τους έβλεπε αρκετά κλειστούς και πολύ σιωπηλούς. Αυτός ήταν ο κυρίως προβληματισμός της καθ' όλη τη διάρκεια που έτρωγαν το πρωινό τους. Ήθελε να ρωτήσει τόσα πολλά, από χθες, από χρόνια τώρα, κι όχι μονάχα τώρα... Είχε μαζευτεί στην καρέκλα της και έχοντας χαμηλωμένο το βλέμμα της, στο πιάτο της, έψαχνε για την καταλληλότερη στιγμή ώστε να τους μιλήσει. Όταν τελικά το αποφάσισε στράφηκε αρχικά προς την μητέρα της, πήρε το σοβαρό ύφος που άρμοζε στην περίσταση και ξεκίνησε.
«Εχθές το βράδυ, σου έκανα μια ερώτηση... αλλά δεν μου απάντησες.» Στραβοκατάπιε κι αμέσως μετά προσπάθησε να το παίξει χαλαρή. Βύθισε το ασημένιο κουταλάκι της μέσα στο πορσελάνινο φλιτζάνι του καφέ της και ανακάτεψε το περιεχόμενό του μαζί με λίγη μαύρη ζάχαρη που μόλις είχε ρίξει με μια λεπτή κίνηση του καρπού της.
Η Σερένα, η μητέρα της, έστριψε το πρόσωπό της προς την κόρη της και την κοίταξε περίεργη. «Τι ακριβώς Φρέγια;» ρώτησε υποδυόμενη ότι δήθεν δεν θυμόταν πραγματικά και ύστερα συνέχισε να μασουλάει ένα κομμάτι μήλου που είχε κόψει νωρίτερα και είχε πασπαλίσει με κανέλα.
«Σε ρώτησα, γιατί γυρίσαμε στο Όζαρκς. Νομίζω οφείλω να ξέρω... Δεν το νομίζεις κι εσύ αυτό;» Ρώτησε γέρνοντας ελάχιστα μπροστά με έμφαση.
Η συγκεκριμένη αναφορά φάνηκε να ενόχλησε τον πατέρα της και έτσι αποφάσισε να μιλήσει εκείνος, αντί να αφήσει να απαντήσει η γυναίκα του. Κι έτσι πήρε την κατάσταση στα χέρια του. «Εγώ σου το απάντησα αυτό. Δεκάδες φορές μάλιστα, Φρέγια...» Της εξήγησε ακόμα μια φορά ο Τζάρεντ. «Ας σου το πω άλλη μια λοιπόν.» Πήρε βαθιά ανάσα έκανε πίσω και έλαβε θέση στην κουβέντα, σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά από το σερβίτσιο του. «Όπως πολύ καλά γνωρίζεις, μου έγινε μια πολύ καλή πρόταση από το Διοικητικό Συμβούλιο του Όζαρκς, για να συμμετάσχω κι εγώ. Κι' αν όλα πάνε καλά και σύμφωνα με τα σχέδια θα ανεβώ ακόμα ψηλότερα.» Υπονόησε τη θέση του δημάρχου, στην οποία αποσκοπούσε κι ο ίδιος να φτάσει. «Αυτό όμως θα κριθεί από το πόσο συνεργάσιμο μπορεί να γίνει το συμβούλιο...» Αποσιώπησε την τελευταία του πρόταση χωρίς να γνωρίζει αν ισχύει. Έπειτα αφού έλαβε ένα ανικανοποίητο βλέμμα από πλευράς της κόρης του -για ακόμα μια φορά- εκείνος την αγνόησε και συνέχισε να αλείφει τη φέτα του με μαρμελάδα, ανενόχλητος.
Ο Τζάρεντ ήταν μπλεγμένος με την πολιτική εδώ και πολλά χρόνια, για αυτό και του έγινε πράγματι η συγκεκριμένη πρόταση. Δεν ήταν ψέμα ότι σκόπευε να εργαστεί σε αυτόν τον τομέα, αλλά ούτε και η πρόταση αυτή. Γεγονός ήταν ότι επιθυμούσε να γίνει δήμαρχος κι' αυτό δεν παραξένευε καθόλου την Φρέγια. Το θέμα που τριβέλιζε το μυαλό της μέρες, ακόμα και βδομάδες, ήταν το γεγονός ότι οι γονείς της όλο την απέφευγαν και μιλούσαν ψιθυριστά στο προηγούμενο σπίτι τους όταν ήθελαν να συζητήσουν για το Όζαρκς. Ήταν ένα είδους μυστικού που είχαν μεταξύ τους και η Φρέγια ήταν πάντοτε στην απ' έξω.
«Μπαμπά, αυτή είναι μια φρικτά φτηνή δικαιολογία που μου λέτε με την μαμά κάθε φορά που ρωτάω, ώστε να αποφύγετε την αλήθεια. Δεν σας καταλαβαίνω... Θα μπορούσες κάλλιστα να συμμετάσχεις ενεργά ως πολιτικό στέλεχος σε οποιαδήποτε άλλη πόλη του Καναδά, κι εσύ βάλθηκες να επιλέξεις το Όζαρκς. Ξανά; Γιατί; Μετά από τόσα χρόνια...» Έμεινε εμβρόντητη να περιμένει εξηγήσεις, όμως κανένας από τους δυο γονείς της δεν μπήκε καν στον κόπο να μιλήσει. Αυτό την έκανε ακόμα πιο έξω φρένων. «Με πήρατε μακριά από την πόλη όπου γεννήθηκα -το Όζαρκς- χωρίς κανέναν λόγο όταν ήμουν μικρή κι έπειτα μετά από μια νέα αρχή σε μια άγνωστη πόλη, όπου τα πηγαίναμε τόσο καλά, ξαφνικά με παίρνετε κι' από εκεί; Λοιπόν, τι σας έπιασε και με σέρνετε πίσω χωρίς καν να μου πείτε το γιατί;» Είχε απογοητευτεί πλήρως από την συμπεριφορά τους και επίσης προφανώς και δεν ήθελε να γυρίσει σε αυτή τη πόλη. Δεν περίμενε τέτοια αντιμετώπιση όμως. Ήταν μεγάλη και υποτίθεται ότι πλέον τα συζητούσαν όλα ανοιχτά μαζί της και είχε γνώμη για τις αποφάσεις που αφορούσαν το μέλλον της ίδιας. Την Φρέγια οι γονείς της την αγαπούν και την φροντίζουν από την πρώτη ημέρα που ήρθε στην ζωή τους, όταν όμως η συζήτηση έρχεται σε αυτό το θέμα κανείς τους δεν μιλάει...
Η Φρέγια δεν πίστευε στα μάτια της πως ακόμα και τώρα δεν της έδιναν καμία απάντηση. Κάτι συνέβαινε μπροστά στα μάτια της, που δεν μπορούσε ακόμα να διακρίνει, λόγω της άγνοιάς της. Δεν ήξερε τι άλλο έπρεπε να κάνει. Δεν ήξερε πως έπρεπε να συμπεριφερθεί μετά από μια ακόμα μεγαλειώδες απόρριψη. Έτσι, απλά σηκώθηκε κι' έφυγε χωρίς καμιά προειδοποίηση. Αφήνοντας την μητέρα της να φωνάζει από το βάθος το όνομά της επανειλημμένα, τονίζοντάς της κάθε φορά -όλο και πιο έντονα- να γυρίσει πίσω.
Η κόρη των Μπλάκγουελ αγνόησε τις φωνές της μητέρα της και ανέβηκε στον επάνω όροφο, κλείστηκε στο δωμάτιό της κι έπεσε στο κρεβάτι της με τα μούτρα. Τράβηξε κοντά της ένα μαξιλάρι και κάλυψε ολόκληρο το πρόσωπό της στο μαλακό εσωτερικό του, βυθίζοντάς το όσο περισσότερο μπορούσε. Σύντομα όμως σήκωσε με φόρα τον κορμό της στρέφοντας το βλέμμα της προς τις βαλίτσες της. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο ξαπλωμένη στο κρεβάτι και να κλαίει σαν κανένα κακόμοιρο, έπρεπε να ετοιμαστεί εξάλλου... Έμαθε τυχαία για αυτήν την "μυστική" Ακαδημία του Όζαρκς, που ήταν βαθιά κρυμμένη στο δάσος. Ήταν κάτι που της κεντρισε την προσοχή στον χάρτη του Όζαρκς που συνάντησε πάνω σε κάτι ξεχασμένες κούτες τις αποθήκης και όταν κατάλαβε για τι ακριβώς πρόκειται, εκείνο το σημάδι στον χάρτη, θέλησε να πάει να επισκεφτεί το μέρος. Οπότε, δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο! Σηκώθηκε και περπάτησε ως τις βαλίτσες της, άνοιξε μια στην τύχη και έψαξε κάτι κατάλληλο για να φορέσει.
[...]
Η Άζρα Τζάκσον στις δώδεκα ακριβώς βρίσκονταν έξω από το μαγαζί Βερμόντ, όπου δούλευε ως σερβιτόρα. Ο καιρός ήταν ψυχρός, ακόμα κι όταν βγήκε ο ήλιος και τα σύννεφα είχαν σχεδόν διαλυθεί στον ουρανό της πόλης. Όταν μπήκε μέσα στην μπριού η μυρωδιά καραμέλας την έκανε να νιώσει σαν το σπίτι της. Ήταν μια τόσο γλυκιά μυρωδιά που ξυπνούσε τις παλιές, παιδικές της αναμνήσεις μέσα της, από τότε που επισκέπτονταν την συγκεκριμένη μπριού με τον πατέρα της. Την έκανε να νιώθει ασφάλεια και οικεία αυτό το μέρος. Έρχονταν πάντα ξημερώματα, κάθε φορά μετά την βραδινή βάρδια του πατέρα της στο αστυνομικό τμήμα. Η Άζρα κοιμόταν στο γραφείο του και όταν τελείωνε ο πατέρα της πηγαίνανε εκεί για πρωινό πριν την αφήσει στο σχολείο. Είχε πολλές ευχάριστες αναμνήσεις να θυμάται από εκείνο το όμορφο μέρος και ήταν πολύ τυχερή που τώρα πια δούλευε εκεί. Το πέπλο των αναμνήσεων της Άζρα όμως ήταν βαρύ για εκείνη και δεν μπορούσε να το αντέξει. Πέταξε τις σκέψεις της μακριά και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν ξεκινήσει να περπατάει προς το μπαρ.
Η Άζρα έφτασε μπροστά στον πάγκο και χαμογέλασε ανεπαίσθητα μόλις είδε τον καλό φίλο της και συνεργάτη της, τον Κέβιν Ρουσσώ. Εκείνος είχε αναλάβει την πρωινή βάρδια αυτήν την βδομάδα μαζί με την Άζρα, έτσι θα ήταν μαζί στα πόστα τους για τις επόμενες έξι ημέρες.
«Καλημέρα, Κέβιν!» Είπε η Άζρα για να κεντρίσει την προσοχή του Κέβιν. Πλησίασε αρκετά κι έπειτα σταμάτησε και στάθηκε ακίνητη μπροστά του.
Εκείνος γύρισε με ένα μπρίκι στο χέρι και έτοιμος να ρωτήσει τι θα παραγγείλει, όταν όμως κατάλαβε ότι είχε να κάνει με την Άζρα του, της χαμογέλασε φιλικά κι αμέσως έσπευσε να την χαιρετήσει. «Καλησπέρα θες να πεις, είναι δώδεκα!» Γέλασε φιλικά σχολιάζοντας το καλημέρα της. «Άργησες πάλι, Άζρα...» της είπε ειρωνικά στριφογυρίζοντας τα μάτια του για πλάκα.
«Το ξέρω, δεν-» η Άζρα σταμάτησε πριν εξηγηθεί, αφού ο Κέβιν δεν έμεινε καν να την ακούσει. Είχε ήδη γυρίσει πλάτη του προς αυτήν. Η Άζρα τον άκουσε να γελάει με την ίδια και συνέχισε να φτιάχνει ανενόχλητος τον καφέ που είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Σύντομα θα έβαζε το γάλα και θα ήταν έτοιμος. Η νεαρή κοπέλα κούνησε το κεφάλι της γελώντας με τις πράξεις Κέβιν.
Το μαγαζί το πρωί λειτουργούσε ως καφετέρια και σέρβιρε πρωινό ενώ το μεσημέρι πρόσφερε γρήγορο φαγητό και τέλος το βράδυ γίνονταν μπαρ εκπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο κάθε είδους γούστου, αποτελούσε ένα είδος μπυραρίας.
Η Άζρα κατευθύνθηκε προς την αποθήκη ή αλλιώς δωμάτιο προσωπικού όπως το έλεγαν μεταξύ τους, με τον Κέβιν. Εκεί άφησε το μπουφάν μαζί με τα υπόλοιπα πράγματά της, σε μια άκρη. Η συνείδησή της, της έλεγε να ελέγξει το μέρος. Χθες βράδυ εκεί μέσα κάτι άκουσε. Κάποιος ήταν εκεί... Σύντομα όμως ξαναβγήκε από την αποθήκη, χωρίς να μπει στον κόπο να κοιτάξει και προσπαθώντας να το ξεχάσει κατευθύνθηκε πίσω από τον πάγκο για να πιάσε γρήγορα δουλειά.
Στάθηκε δίπλα από τον Κέβιν και τον επεξεργάστηκε για λίγο. Έκανε ανενόχλητος τη δουλειά του και αδιάσπαστος. Έμοιαζε τόσο ξεκούραστος, σε αντίθεση με την Άζρα που ήταν ένα μαύρο χάλι. Δεν είχε κοιμηθεί τόσο όσο θα την ξεκούραζε.
Τώρα είχε και αυτήν την λεπτή φωνούλα στο πίσω μέρος του μυαλού της, που της έλεγε να μιλήσει στον Κέβιν... Να του πει για χθες. Αφού δεν ήθελε να τα πει στον πατέρα της, για να μην τον αναστατώσει, έπρεπε τουλάχιστον να μοιραστεί τις ανήσυχες σκέψεις της με έναν πολύ καλό της φίλο. Ο Κέβιν ήξερε, σίγουρα, πολλά περισσότερα πράγματα από την ίδια για τέτοια θέματα...
Οι εφιάλτες της Άζρα δεν ήταν άγνωστο θέμα προς τον Κέβιν. Γνώριζε καλά ότι η Άζρα έβλεπε παλιότερα εφιάλτες και την είχε βοηθήσει όσο μπορούσε -αφού και η οικογένειά του τότε ήταν μπλεγμένη με αυτόν τον μυστικό κόσμο του υπερφυσικού.
Από την στιγμή που αντιλήφθηκαν ότι οι εφιάλτες αυτοί δεν ήταν εφιάλτες που ο καθένας έβλεπε, έβαλαν κάθε δυνατό μέσον για να το αντιμετωπίσουν. Οι μάγισσες όμως δεν κατάφεραν πολλά, από μόνοι τους σταμάτησαν. Η Άζρα παρ' όλη την κατάσταση ποτέ δεν θέλησε να μπλεχτεί με τέτοια πράγματα αυτού του υπερφυσικού κόσμου, που μόνο είχε ακουστά...
Για λίγο η καρδιά της σκίρτησε και θέλησε για μια στιγμή κατά κάποιον τρόπο να μοιραστεί αυτά όλα που την βασάνιζαν. «Κέβιν;» Της ξέφυγε κατά λάθος το όνομά του, όμως στην πραγματικότητα δεν ήθελε να του πει τίποτα. Μόλις συνειδητοποίησε ότι τον φώναξε σε μια στιγμή απελπισίας και μοναξιάς και εκείνος γύρισε να την κοιτάξει, η Άζρα ξεροκατάπιε.
Την κοίταζε για μερική ώρα σιωπηλός και ήταν λες και διάβαζε από το βλέμμα της την ανησυχία της. «Τι συμβαίνει;» Ξαφνικά ο Κέβιν έδειχνε να κατάλαβε κάτι χωρίς να πει κουβέντα η Άζρα.
Για λίγο η σιωπή έμοιαζε να την είχε καταπιεί ολόκληρη. Απλά τον κοίταζε και ανέπνεε σταθερά κι αργά. «Τίποτα...» του απάντησε τελικά χωρίς να τον κοιτά πια κι ο Κέβιν δεν έλαβε την πραγματική απάντηση. Είχε σκύψει το κεφάλι της τώρα και κοίταζε το πακέτο του φρέσκου καφέ που κρατούσε ανάμεσα στις παλάμες της.
Το βλέμμα του Κέβιν αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα στο σκυθρωπό και σκεπτικό πρόσωπο της Άζρα και στο πακέτο που κρατούσε τόσο μηχανικά. Αφού δεν του είπε κάτι άλλο, άφησε την Άζρα στις σκέψεις της και στράφηκε να συνεχίσει να ασχολείται με τους καφέδες και τα ζεστά ροφήματα που είχε λάβει από παραγγελίες για να προετοιμάσει.
Έξω από τη μπριού του Βερμόντ ένα άσπρο όπελ πάρκαρε με άτσαλες και γρήγορες κινήσεις, καβαλώντας σχεδόν το κράσπεδο του πεζόδρομου. Η οδηγός βγήκε βιαστική από μέσα μαζί με ένα χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων στα χέρια της και το κινητό της. Κλείδωσε το αμάξι και ύστερα περπάτησε ως το μαγαζί. Ήταν η Φρέγια Μπλάκγουελ και η μεγάλη της επιθυμία για καφέ, που είχε μεγάλη αδυναμία και την είχε σχεδόν τυφλώσει. Αν δεν έπινε έναν το πρωί, η μέρα της πήγαινε εντελώς στραβά. Ήταν εξαρτημένη ένα πράγμα...
Μόλις μπήκε μέσα στο Βερμόντ προχώρησε προς τον πάγκο εξυπηρέτησης πελατών προσπερνώντας μερικά τραπεζάκια από τα δεξιά της. Οι πελάτες που βρίσκονταν ήδη καθισμένοι κι απολάμβαναν από έναν διαφορετικό καφέ, σιγομουρμουρώντας κουτσομπολιά και τα νέα τους. Η Φρέγια δεν έδωσε και πολύ σημασία, ενώ άκουσε πολλά για τα προβλήματα που έφερε το χθεσινό μπλακάουτ και η καταιγίδα στο Όζαρκς. Προσπέρασε και το τελευταίο τραπέζι κι' έφτασε με μόλις ακόμα τρία βήματα στο σημείο παραγγελίας, πλάι στο ταμείο.
Η κοπέλα που έφτιαχνε τους καφέδες ήταν γυρισμένη πλάτη με ένα κίτρινο σκουφάκι στο κεφάλι. Τα καστανοκόκκινα μακριά μαλλιά της πετούσαν αριστερά και δεξιά από το σκουφάκι της, δημιουργώντας μια όμορφη αταξία. Έκανε για λίγο στο πλάι, με αποτέλεσμα να φανεί το προφίλ της. Έβαλε κρέμα στον καφέ από την τελευταία παραγγελία που είχε αναλάβει και στράφηκε στον συνεργάτη της για το επόμενο.
Η Φρέγια παρατηρούσε τις λεπτεπίλεπτες κινήσεις της νεαρής σερβιτόρας στην δουλειά της, ενώ εκείνη περίμενε υπομονετικά για να εξυπηρετηθεί. Όμως δεν έλειψε η ύπαρξη ενός χαλαρού -σχεδόν νευρικού- χτυπήματος των δακτύλων της πάνω στην επιφάνεια του ξύλινου γυαλισμένου πάγκου, που γίνονταν ελαφρά ολοένα και πιο εμφανές όσο περνούσε η ώρα αναμονής της. Όσο αυξανόταν το άγχος που την διακατείχε για την επερχόμενή της επίσκεψη στην άγνωστη Ακαδημία του Όζαρκς, τόσο και δυνάμωναν τα χτυπήματα των δακτύλων της στο μπαρ.
Η Άζρα έπιασε και το τελευταίο χάρτινο ποτηράκι, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά που της προσέφερε το ρόφημα στο εσωτερικό του στο χέρι της, και το έδωσε στον Κέβιν Ρουσσώ. Εκείνος το έβαλε μαζί με τα υπόλοιπα, σε μια ειδική θήκη για μια παραγγελία μιας τετράδας καφέ. Μετά του ψιθύρισε κάτι κι εκείνος στο τέλος έφυγε μαζί με όλα τα πακέτα αφήνοντας την Άζρα ως την μόνη υπεύθυνη του μαγαζιού, αφού εκείνος για την επόμενη μισή ώρα θα έκανε τις παραδόσεις με το μηχανάκι στην γειτονιά.
Η Άζρα γύρισε αρκετά φουριόζα εμπρός στον πάγκο για να εξυπηρετήσει τον επόμενη πελάτη και εν τέλη βρέθηκε να κοιτάζει -για έναν άγνωστο λόγο- επίμονα την κοπέλα που περίμενε, την άγνωστη προς το παρόν σε αυτή, Φρέγια Μπλάκγουελ. «Καλημέρα!» της είπε χαμογελαστή η Άζρα, παρόλα αυτά λιγάκι μπερδεμένη. Κάτι περίεργο συνέβαινε.
Η Φρέγια έμεινε να κοιτάζει προς την Άζρα το ίδιο κολλημένη και μπερδεμένη, είχε αποσβολωθεί από την ίδια κι ο νους της είχε κολλήσει για λίγο. «Καλημέρα...» Είπε τελικά κι εκείνη, διστακτικά. «Θα ήθελα έναν γαλλικό, με γεύση καραμέλα.» Χαμογελάει και της ζητάει ευγενικά.
Η σερβιτόρα, άγνωστη προς το παρόν σε αυτή, ήταν η Άζρα Τζάκσον, η παλιά παιδική της φίλη, η πρώτη φίλης της από το Όζαρκς... Κάνανε καθημερινά παρέα, από την πρώτη ημέρα που γνωρίστηκαν ως και την τελευταία ημέρα που η Φρέγια άφησε την Άζρα μόνη της πίσω στο Όζαρκς -γιατί μετακόμιζε με την οικογένειά της. Δεν θυμάται και πολλά από τότε, αλλά θυμάται το πόσο καλά της είχε φερθεί η Άζρα και το πόσο καλά περνούσαν. Ήταν αχώριστες. Η μια ήταν η σκιά της άλλης, ώσπου η σκιά της Φρέγια Μπλάκγουελ στοίχειωσε την Άζρα Τζάκσον.
«Φυσικά, σας το φτιάχνω αμέσως.» Είπε η Άζρα, χρησιμοποιώντας πληθυντικό ευγενείας κι αμέσως μετά χωρίς να αφήσει άλλη ώρα να περάσει γύρισε στα μηχανήματα του καφέ.
Το πρόσωπό της συνοφρυώθηκε καθώς προσπαθούσε σκληρά για να θυμηθεί τι της θυμίζει η συγκεκριμένη πελάτισσα. Από κάπου την ήξερε, για αυτό ήτανε πολύ σίγουρη. Από πού όμως; Δεν ήξερε ποια θα μπορούσε να είναι, μα ήταν βέβαιη πως υπήρχε μια σύνδεση και μια δυνατή έλξη μεταξύ των δύο τους. Το ένιωθε μέσα της. Εξάλλου υπήρχαν πολλά προηγούμενα στην ζωή της που αποδείκνυαν πιθανό το προαίσθημα αυτό. Είχε καιρό να νιώσει αυτήν την έντονη αύρα γύρω της να την περικυκλώνει...
Η άλλη κοπέλα σκάλισε το μυαλό της, το ίδιο με την Άζρα. Ήθελε να δει λίγο περισσότερο το πρόσωπο της σερβιτόρας, που της φαίνονταν γνωστή φυσιογνωμία, καθώς πίστευε πως με αυτόν τον τρόπο θα της ήταν πιο εύκολο το να την θυμηθεί και την συνέχεια να την αναγνωρίσει. Όμως τελικά αποδείχθηκε πως ήταν πολύ πιο εύκολο για την Φρέγια να θυμηθεί παρά για την Άζρα. Την θυμήθηκε χωρίς να δυσκολευτεί τόσο!
Η Άζρα τελείωσε με τον καφέ της παραγγελίας και επέστρεψε στον πάγκο εξυπηρέτησης. Στάθηκε μπροστά στην πελάτισσα και έστρεψε το βλέμμα της σε 'κείνη. Της χαμογελούσε διάπλατα χωρίς λόγο, γεγονός που φρίκαρε την Άζρα. Η Φρέγια θυμήθηκε την παιδική της φίλη από τα χρόνια στο νηπιαγωγείο και λίγο στο δημοτικό και δεν δίστασε να της το δείξει αμέσως.
«Άζρα Τζάκσον, εσύ;» Είπε η Φρέγια και το χαμόγελο της γιγαντώθηκε αλλά και το σοκ της Άζρα επίσης.
Μόλις η Άζρα άκουσε την Φρέγια να λέει το όνομά της μερικές δυνατές αναμνήσεις την χτύπησαν και διέγειραν το υποσυνείδητο της με αποτέλεσμα να αναδυθούν από τα πιο σκοτεινά μέρη των αναμνήσεών της. Δεν πίστευε πως θα την ξανασυναντήσει. Όχι τουλάχιστον τόσο σύντομα. Και να τώρα, η Φρέγια Μπλάκγουελ, η παλιά παιδική της φίλη στέκονταν μπροστά της, ολοζώντανη και την θυμόταν.
«Πώς ξέρεις το όνομά μου;» Έμεινε με ανοιχτό το στόμα που την θυμήθηκε.
Η Άζρα δεν ήθελε να την θυμηθεί η Φρέγια, ή μάλλον ήταν σίγουρη ότι δεν θα έπρεπε να την θυμηθεί. Καλύτερο θα ήταν αν περνούσε απαρατήρητη. «Γνωριζόμαστε από κάπου;» Ρώτησε δείχνοντας ξεκάθαρη επιφύλαξη, κρατώντας κρυφό το γεγονός ότι την θυμήθηκε. Μετέπειτα άπλωσε διστακτικά το χέρι της με τον καφέ, αφήνοντάς τον με προσοχή, ανάμεσά τους. Τοποθέτησε με μια γρήγορη κίνηση ένα καπάκι.
«Δεν με θυμάσαι;» Η Φρέγια την πίεσε έκπληκτη.
«Από που;» Η Άζρα δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει αμήχανη, μετακινώντας το σώμα της προς το ταμείο. Δεν ήθελε να φανερωθεί!
«Ω έλα τώρα...!» Η παιδική της φίλη αρνούνταν να πιστέψει ότι η Άζρα την ξέχασε.
«Συγνώμη, αλλά μου είσαι παντελώς άγνωστη...» Είπε σε χαλαρό τόνο ενώ πίεζε μερικά κουμπιά της ταμειακής μηχανής, δίχως να κοιτάζει την «άγνωστη». Αγνόησε την πίεση που δέχονταν από την Φρέγια, παίζοντάς το ανήξερη.
«Είμαι η Φρέγια Μπλάκγουελ!» Της αποκάλυψε εκείνη ελπίζοντας να τη θυμηθεί.
Η Άζρα ύψωσε το βλέμμα της, παραμένοντας ανέκφραστη και συνάντησε το πρόσωπο της άλλης κοπέλας. «Φρέγια; Μπλάκγουελ;» Επανέλαβε ψιθυριστά.
«Ναι!»
Πήρε δύο λεπτά να σκεφτεί, στην πραγματικότητα όμως απλά προσποιούνταν. «Και πάλι... Συγνώμη, αλλά δεν μου λέει κάτι το όνομά σου...» Ανασήκωσε τους ώμους της συνεχίζοντας να παίζει τον ρόλο που πολύ καλά είχε ξεκινήσει να υποδύεται.
Το χαμόγελο της Φρέγια εξαφανίστηκε. Μετατράπηκε σε ένα λυπητερό, γεμάτο απογοήτευση βλέμμα καθώς είχε συγκλονιστεί. Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό... αναλογίστηκε. Το πρώτο κι' όλας άτομο που βάλθηκε να μίλησε μόλις άφησε το σπίτι της η Φρέγια ήταν η Άζρα Τζάκσον, η παιδική της φίλη, η μια και μοναδική γνωστή που θα μπορούσε να έχει στην πόλη! Κι εκείνη δεν την θυμόταν;
Για ένα λεπτό η Φρέγια ένιωσε εντελώς παλαβή, ήταν λες και η τρέλα την είχε κυριεύσει. Ίσως και να έφταιγε η ψύχωσή της, για να μάθει την αλήθεια από τους γονείς της, για την επιστροφή τους στο Όζαρκς. Ήθελε και έψαχνε μια σύνδεση με αυτήν την μικρή μυστηριώδες πόλη, για να νιώσει έστω και λίγο ευπρόσδεκτη, κομμάτι της ιστορίας της και της κοινότητας των ανθρώπων που διέμεναν σε αυτήν. Μήπως όντως η σερβιτόρα δεν την γνώριζε; Μήπως έγινε εντελώς ρεζίλι; Όμως η Άζρα την αναγνώρισε, απλά ήταν αυτό το κάτι που την σταματούσε από το να της αποκαλύψει την ταυτότητά της, κάτι σκοτεινότερο και δυνατότερο και από τις δυο τους.
«Λυπάμαι...» ψιθύρισε η Άζρα.
«Λοιπόν, μπορεί να κάνω και λάθος τελικά...» Είπε τελικά σκεπτική η Φρέγια και καθόλου αποφασισμένη να το αποδεχθεί ότι αυτή δεν ήταν η Άζρα Τζάκσον.
«Δεν πειράζει, όλα καλά!» Την καθησύχασε η Άζρα. Ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω της. Γλύτωσε άραγε από την Φρέγια;
«Ευχαριστώ για τον καφέ!» Χαμογέλασε φιλικά. «Τι χρωστάω;» Πήγε να βγάλει το πεντοδόλαρο, από την πίσω τσέπη της, έτοιμη να πληρώσει. Στράφηκε στην Άζρα -παρά την απογοήτευση που έλαβε- με ένα γλυκύτατο χαμόγελο.
Η καρδιά της Άζρα σπάραζε καθώς αναλογίζονταν στο βάθος του μυαλού της ότι θα μπορούσε να είχε καταστρέψει αυτό το λαμπερό χαμόγελο μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, απλά λέγοντάς της την αλήθεια.
«Τίποτα!» Σταμάτησε την Φρέγια από το να πληρώσει. Δεν μπορούσε να την κοιτάζει άλλο. Είχανε να βρεθούνε πόσα χρόνια και ήδη την πλήγωσε. Έτσι, προτίμησε να τελειώσει γρήγορα μαζί της και να την διώξει από το μαγαζί όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατόν. «Δεν χρειάζεται να πληρώσεις!» Ένευσε θετικά με αυτοπεποίθηση. Δεν ακούμπησε καν το ταμείο, αλλά απομακρύνθηκε από αυτό και πέρασε έξω από τον πάγκο. Πλησίασε την Φρέγια και την έπιασε αγκαζέ.
«Μα-»
«Φαίνεσαι καινούρια. Είσαι νέα στην πόλη, σωστά;» Την ρώτησε διακόπτοντάς την, έπρεπε να της αποσπάσει την προσοχή και να αρχίσει να περπατάει προς την έξοδο. Μόλις έκανε το πρώτο βήμα, η Άζρα ξεκίνησε να την συνοδεύει ως την έξοδο του Βερμόντ. Ταυτόχρονα τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα γεμάτα ενδιαφέρον, ήθελε να μάθει για τη Φρέγια, αν ήρθε για να μείνει ή αν είναι απλά περαστική και η τύχη τις έφερε να συναντηθούν μονάχα ένα εντελώς τυχαίο πρωινό της ζωής τους εκείνη την τυχαία ήμερα... για να αποχαιρετιστούν. Όμως τίποτα από όλα αυτά ήταν τυχαίο και σίγουρα δεν έλεγαν αντίο.
«Ναι, είμαι καινούρια εδώ...» Απάντησε σχετικά αμήχανα η Φρέγια. Ένευσε χωρίς λόγο, θετικά, δεκτική κι' έβαλε με αργές κινήσεις και πάλι μέσα στη τσέπη της το χαρτονόμισμα που προορίζονταν για τον καφέ της, καθώς απομακρύνονταν από τον πάγκο του σέρβις. «Μετακόμισα με την οικογένειά μου.» Συμπλήρωσε απαντώντας στην Άζρα.
«Καλά κατάλαβα!» Το πρόσωπο της Άζρα καλύφθηκε με μια ψεύτικη ικανοποίηση. Τελικά δεν ήταν μια τυχαία συνάντηση, ήταν απλά η πρώτη συνάντηση. Ξεφύσιξε δυνατά αποβάλλοντας όλο το στρες που είχε εγκλωβιστεί μέσα της τα τελευταία λεπτά το οποίο την κατάτρωγε. «Λοιπόν, ο καφές κερασμένος από το μαγαζί, για το καλωσόρισμα!» Είπε στο τέλος χαμογελαστή, ενώ μέσα της οι δαίμονες περίμεναν το κακό να συμβεί.
«Σε ευχαριστώ πολύ για τον καφέ, καλή σου συνέχεια!» Είπε λιγάκι χαμένη στην σκέψεις της, λίγο πριν ξεκινήσει να οπισθοχωρεί ως την γυάλινη τζαμαρία.
«Παρακαλώ, καλή συνέχεια και σε εσένα!» Της ευχήθηκε πριν την αφήσει να φύγει.
Το στομάχι της νεαρής Άζρα είχε γίνει ένας σφιχτότατος κόμπος κι ένιωθε μια έντονη δυσφορία με την ξαφνική εμφάνιση του χαμένου κοριτσιού που είχε επιστρέψει φέρνονταν μαζί του την γλυκόπικρη καταστροφή τους.
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro