46. Things We Do For Love
Φινάλε πρώτου μέρους
Το δωμάτιό της Άζρα Τζάκσον ήταν το 105, στον πρώτο όροφο του μοτέλ. Όσο ανέβαινε την σκάλα προσπαθούσε να βάλει ένα φρένο στις σκέψεις της, που είχαν πάρει φωτιά και τέλος δεν είχαν. Φτάνοντας στον πάνω όροφο, κρύος αέρας χτύπησε το πρόσωπό της και μια ανατριχίλα εξαπλώθηκε σταδιακά από την σπονδυλική της στήλη σε ολόκληρο το κορμί της. Το κεφάλι της πια ήταν εκτεθειμένο στον φθινοπωρινό άνεμο, αφού είχε αφαιρέσει την κουκούλα της. Ο διάδρομος ήταν εξωτερικός, χωρίς κάποιον τοίχο να τον καλύπτει, αλλά μονάχα με κάγκελα σαν αυτά ενός μπαλκονιού να προστατεύουν τους ενοίκους.
Παρά το κρύο στην ατμόσφαιρα, η Άζρα, απόλαυσε τον άνεμο να χαϊδεύει τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά της ενώ την ίδια στιγμή η μυρωδιά της βροχής από το δάσος έφτασε στα ρουθούνια της, φέρνοντας μαζί της αναμνήσεις της, από αυτήν την μικρή ομιχλώδες Καναδέζικη πόλη. Αυτή η μυρωδιά ήταν η αγαπημένη της σε ολόκληρο τον κόσμο... Τα δάση του Όζαρκς, τα καταπράσινα έλατά του και οι φουντουκιές του, το βρεγμένο κοκκινόχωμα, ο καπνός καμένων κούτσουρων που σιγόκαιγαν στα τζάκια των νοικοκυριών.
Μόλις ύψωσε το βλέμμα της για να ψάξει το δωμάτιό της στην πτέρυγα 1, μετά από ακόμα μια βαθιά ανάσα που πήρε, αντίκρισε έναν άνδρα να στέκεται σιωπηλός στην μέση του διαδρόμου, με την κορμοστασιά του ελαφρά σκυμμένη και την πλάτη του να ακουμπά στα κάγκελα από την μεριά του πάρκινγκ. Το ασθενικό κίτρινο φως του μοτέλ, της επέτρεψε να διακρίνει ίσα ίσα τα χαρακτηριστικά του αγνώστου. Ήταν ένας ξανθός νεαρός, με τα μαλλιά του να φτάνουν σχεδόν ως τους ώμους του. Ήταν πολύ κοντά στην ηλικία της και προς έκπληξή της φορούσε ένα προσεγμένο κουστούμι με μια μακριά γραβάτα. Αρχικά απόρησε τι έκανε εκεί ένας τόσο καλοντυμένος νεαρός, σε ένα τόσο φθηνό και ξεχασμένο μοτέλ όπως το «Μπλου Κατ»... Μόλις όμως ο ξένος γύρισε προς το μέρος της, η Άζρα παρατήρησε τις μαβιές διαγραμμίσεις στο πρόσωπό του, σαν φλέβες που ξεπετάγονταν, και κατάλαβε αμέσως πως είχε να κάνει με έναν βρικόλακα. Το σκοτεινό πλάσμα τέντωσε τα χείλη του και αμέσως εμφανίστηκαν οι κυνόδοντές του.
«Καλησπέρα...» Η παγωμένη φωνή του έκανε την Άζρα να κοκαλώσει και για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε ακίνητη στο θέαμα. Ένας βρικόλακας βρισκόταν εμπρός της και δεν είχε τίποτα απολύτως να υπερασπιστεί τον εαυτό της, ήταν μόνη της σε αυτό το παλιομοτέλ και χωρίς ελπίδες να βρει κάπου ασφαλές καταφύγιο. Η ησυχία την τρομοκρατούσε τόσο όσο και ο άνδρας που την κοιτούσε απειλητικά.
Της χαμογέλασε ανατριχιαστικά και δεν άργησε να ξεκινήσει να βαδίζει προς την Άζρα αργά και βασανιστικά προκαλώντας συναισθήματα πανικού στο επίδοξο θύμα του, ενώ την ίδια στιγμή η Άζρα έτρεξε αμέσως προς τη κατεύθυνση από την οποία ήρθε. Βρέθηκε γρήγορα να κατεβαίνει ταχύτατα τις σκάλες τις οποίες ανέβηκε προ ολίγου και το ίδιο γρήγορα δυστυχώς ένιωσε και το άγγιγμα του βρικόλακα στην πλάτη της που την πρόφτασε σε δευτερόλεπτα λόγω των υπερφυσικών ικανοτήτων του.
Το αρπακτικό της νύχτας, είχε καταφέρει να την γραπώσει από την μπλούζα της και η Άζρα έχασε την ισορροπία της πέφτοντας αμέσως στην σκάλα. Τα χέρια της έψαχναν απελπισμένα μέρος να πιαστούν για να φέρει αντίσταση στο κράτημα του τέρατος που ήθελε να την κάνει δική του. Μόλις κατάφερε να κρατηθεί από τα κάγκελα της σκάλας, ξεκίνησε να σπρώχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση με όλη της την δύναμη και σε συνδυασμό με μια δυνατή κλωτσιά στο πρόσωπό του βρικόλακα, έτσι όπως βρίσκονταν χαμηλά και οι δυο τους, τον έκανε να απομακρύνει τα χέρια του από πάνω της και να πιάσει την μύτη του που είχε σπάσει και ματώσει γρήγορα. Και η Άζρα τα κατάφερε, του ξέφυγε, αλλά προσωρινά.
Επιχείρησε να τρέξει προς το πάρκινγκ πανικόβλητη με τον τρόμο να της προκαλεί ένα απερίγραπτο παραλήρημα σε ολόκληρο το κορμί της. Είχε σκοπό να βγει στον δρόμο και να τρέξει ως την πόλη και έτσι ίσως σώζονταν αν έβρισκε κάπου να κρυφτεί...
Ο βρικόλακας επέμεινε όμως στο κυνήγι, γνωρίζοντας ότι υπερισχύει. Αγνοώντας το κόκκινο υγρό που έρεε από την σπασμένη μύτη του και παραμερίζοντας ταυτόχρονα και τον πόνο που του προκαλούσε, όρμισε στο θήραμά του χωρίς να της αφήσει άλλο χρόνο για να σκεφτεί ή να φύγει πιο μακριά. «Μπορείς να μην τρέχεις; Ούτως ή άλλως είμαι πιο δυνατός από εσένα!» Είπε μόλις την έπιασε ρίχνοντάς την πάνω στον τοίχο του ισογείου βίαια, δίπλα από την πόρτα ενός τυχαίου δωματίου. Τα φώτα ήταν κλειστά, όπως διαπίστωσε με μια γρήγορη ματιά η Άζρα. Κανείς δεν ήταν εκεί να την σώσει. Το πλάσμα, που η Άζρα δεν ήθελε να συναντήσει εκείνη την νύχτα, την κόλλησε πάνω στην κρύα επιφάνεια του τοίχου ξανά ασκώντας πίεση στον λαιμό της. Το πρόσωπό της στράφηκε εμπρός και αντίκρισε τον βρικόλακα κατάματα.
«Άφησέ με!» Είπε με δυσκολία αφού δεν μπορούσε να ανασάνει καλά καλά.
«Εγώ λέω να κάνεις ησυχία. Δεν είναι κανείς εδώ ούτως ή άλλως.» Αποκρίθηκε σε ειρωνικό τόνο. Ενοχλούνταν βαθιά που του αντιστέκονταν και συνέχιζε να παλεύει.
Η Άζρα δεν έμεινε άπραγη ούτε κι αυτήν την φορά κι έτσι του έριξε μια κλοτσιά ξανά, αλλά τώρα ήταν πιο δυνατή από πριν και ανάμεσα από τα δυο του πόδια. Γνωρίζοντας το πόσο μπορεί να πονέσει μια τέτοια κίνηση ακόμα κι έναν βρικόλακα φρόντισε να τον χτυπήσει δυνατά στο σωστό σημείο. Αντανακλαστικά ο βρικόλακας την άφησε ελεύθερη, αφού τα χέρια του μαζεύτηκαν για να προστατέψουν το πονεμένο σημείο του κι έτσι η Άζρα βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε! Ίσως τώρα θα προλάβαινε να τρέξει στον δρόμο και να βρει κάπου ασφαλές καταφύγιο.
Εν τέλη κατάφερε να φτάσει στο πάρκινγκ και λίγο πριν αποπειραθεί να περάσει το δρόμο, ένα αμάξι με δυνατά φώτα μπήκε στον χώρο του μοτέλ πατώντας απότομα φρένο ακριβώς μπροστά της. Η ανάσα της κόπηκε και τα μάτια της τυφλώθηκαν από τα δυνατά φώτα του αυτοκινήτου που παραλίγο να την σκότωνε...
«Τζάρεντ!» Φώναξε πανικόβλητη αμέσως μόλις αναγνώρισε το αυτοκίνητο. Έπρεπε να τον προειδοποιήσει για τον βρικόλακα που την καταδίωκε!
«Άζρα; Τι στο καλό;» Απόρησε κι αμέσως βγήκε από το αυτοκίνητο, αφήνοντας την μηχανή ανοιχτή. Όταν είδε κάποιον να τρέχει με υπερφυσική ταχύτητα κατά πάνω τους, αμέσως κατάλαβε. «Τρέξε!» Της φώναξε για να την προειδοποιήσει πως κάποιον έρχονταν από πίσω της, πριν το καταλάβει ο βρικόλακας ήταν ήδη πολύ κοντά.
«Τζάρεντ Μπλάκγουελ!» Είπε ο άγνωστος βρικόλακας μόλις στάθηκε ανάμεσά τους και αντιλήφθηκε ποιος είχε καταφθάσει. «Ποιος να το περίμενε!» Ένα ματωμένο χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του. Το αίμα από την μύτη του που είχε κυλίσει μόλις μερικά λεπτά νωρίτερα είχε πια ξεραθεί.
«Ποιος στο καλό είσαι;» Τον αγριοκοίταξε, δηλώνοντας έμμεσα πως δεν τον φοβάται.
Το βαμπίρ ανασήκωσε τους ώμους του. «Κανένας σημαντικός σε αντίθεση με εσένα...» Κατάλαβε ότι μπροστά του είχε τον Τζάρεντ Μπλάκγουελ, μόλις η φιγούρα του αποκαλύφθηκε με την βοήθεια των προβολέων του αυτοκινήτου του.
«Δεν θέλουμε μπλεξίματα, άφησέ μας να φύγουμε!» Του εξήγησε η Άζρα σε ήρεμο τόνο, όσο μπορούσε τουλάχιστον, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να αποκτήσει τον έλεγχο της κατάστασης. Δεν μπορούσε να επιτεθεί κατά μέτωπο, έτσι ξεκίνησε να ψάχνει για τον τρόπο να γλυτώσουν.
«Θα σε συμβούλευα να μην μας πειράξεις γιατί θα έχεις άσχημα ξεμπερδέματα!» Τον απείλησε ο Τζάρεντ.
«Μην ανησυχείς για εσένα, έχω σαφές οδηγίες να μην σε πειράξω. Η Κριστίν το κατέστησε ξεκάθαρο.»
«Η Κριστίν; Ώστε είσαι από την Ακαδημία;» Τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν. Θυμός τον κατέκλυσε με μιας, για το πρόσωπο που από το οποίο λάμβανε διαταγές το νεαρός.
«Ναι.» Τον επιβεβαίωσε μετά χαράς. «Όμως δεν έχω καμία οδηγία να μην πειράξω, εκείνη.» Ψέλλισε σε ανατριχιαστικό τόνο, κοιτώντας αχόρταγα την νεαρή Τζάκσον, που πολλά είχε περάσει ήδη εκείνο το βράδυ.
Το κορίτσι παρακολουθούσε μπερδεμένη την παράξενη τροπή που είχε πάρει αυτή η επίθεση. «Τι συμβαίνει; Τι ξέρεις για την Ακαδημία Τζάρεντ;» Τον κοίταξε σοκαρισμένη. «Ποιος στο καλό είναι αυτός;»
Το μυαλό του Τζάρεντ έπαιρνε γρήγορα στροφές έτσι δεν άργησε να χτίσει το τοίχος προστασίας τους... «Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή τώρα για μια συζήτηση σαν κι αυτή, Φρέγια!» Της είπε ο άνδρας, προκαλώντας της ακόμα περισσότερους προβληματισμούς και ερωτηματικά. Δεν ήξερε γιατί την αποκάλεσε ξαφνικά Φρέγια...
«Φρέγια;» Του ψιθύρισε σχεδόν. «Τι στο καλό;» Τον πλησίασε μπερδεμένη.
«Τελειώσατε εσείς οι δυο;» Τους διέκοψε με νεύρα ο ξανθός βρικόλακας και σε δευτερόλεπτα όρμισε χωρίς προειδοποίηση.
Ευτυχώς ο Τζάρεντ έδρασε εξίσου γρήγορα και μπήκε ανάμεσα από τον βρικόλακα και την Άζρα, αποτρέποντας μια αιματηρή επίθεση. Ήρθαν κατά μέτωπο και αντάλλαξαν απειλητικές φλογερές ματιές. «Άφησε την κόρη μου ήσυχη! Αν ξέρεις ποιος είμαι και έχεις λάβει οδηγίες από την Κριστίν τότε ξέρεις πολύ καλά πως η συμφωνία μου μαζί της περιλαμβάνει την προστασία όχι μόνο την δική μου, αλλά και της οικογένειάς μου!» Τον κοίταξε αποφασισμένος να κρατήσει ασφαλής την κοπέλα που βρίσκονταν πίσω από την πλάτη του. «Για αυτό σκέψου το καλά πριν απλώσεις τα χέρια σου πάνω στο ίδιο μου το παιδί!»
Η Άζρα γούρλωσε τα μάτια της ακούγοντας τα όσα ξεστόμισε ο Τζάρεντ. Η καρδιά της που ώρα σφυροκοπούσε και τα άκρα της που είχαν παραλύσει από τον φόβο σιγά σιγά άρχισαν να επανέρχονται στο κανονικό. Παρόλο που δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε, ένιωθε πως ο κίνδυνος μειώνονταν. Αργά αλλά σταθερά τα κομματάκια του παζλ ενώνονταν και κατάλαβε πως ο Τζάρεντ είχε μια συμφωνία με την Ακαδημία: πως εκείνοι θα προστάτευαν την οικογένειά του. Γιατί όμως; Τι σχέση είχε ο Μπλάκγουελ με την Ακαδημία; Η Άζρα δεν είχε την παραμικρή ιδέα και δεν είχε δει την οργανωμένη επίθεση που έγινε στην έπαυλή του.
Ο βρικόλακας έδειξε να χάνει το εχθρικό του βλέμμα, τα χαρακτηριστικά του άρχισαν να επιστρέφουν στο κανονικό, μάζεψε τους κυνόδοντές του και οι σκιές στο πρόσωπό του εξαφανίστηκαν. Τους κοίταξε και τους δυο κάνοντας ένα βήμα πιο κοντά. «Είσαι η Φρέγια Μπλάκγουελ;» Ρώτησε την κοπέλα εξεταστικά, μόλις ο Τζάρεντ έκανε στην άκρη. Το βλέμμα του επισκίασε αυτό των δυο θνητών που βρίσκονταν υπό την απειλή του. Έλεγχε για την αξιοπιστία των λεγομένων τους.
Ο Τζάρεντ ένευσε στην Άζρα, για να απαντήσει στον βρικόλακα ελεύθερα, μιας που εκείνη είχε χάσει τα λόγια της. Όταν κατάλαβε ότι ο Τζάρεντ την προέτρεπε να ακολουθήσει το ψέμα που πρόχειρα είχε πει στον βρικόλακα, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνεργάστηκε ελπίζοντας να τους πιστέψει. «Ναι.» Του απάντησε πειστικά, ευθείς αμέσως. «Είμαι η Φρέγια Μπλάκγουελ.»
Η νεαρή Τζάκσον δεν το πίστευε ότι ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ, που ποτέ δεν έδειξε έστω και μια μικρή συμπάθεια στο πρόσωπό της εδώ και χρόνια και που πάντοτε την έβλεπε ως μια μόνιμη απειλή για την κόρη του, τώρα την έσωζε από την επίθεση ενός βρικόλακα με έναν τρόπο σαν κι αυτό... Αποκαλώντας την με το όνομα της μονάκριβης κόρης του και ως «παιδί» του.
«Είσαι τυχερή λοιπόν!» Ο βρικόλακας δεν έμεινε άλλο στο σκοτεινό μοτέλ, τους κοίταξε για μια τελευταία φορά και έγινε καπνός, χωρίς τελικά να πειράξει ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά της Άζρα. Τόσο πιστοί ήταν οι βρικόλακες στην Κριστίν. Είχαν υποσχεθεί να μην πειράξουν τους Μπλάκγουελ γιατί έτσι τους διέταξε κι έτσι έγινε.
Οι δύο εναπομείναντες έμειναν να κοιτάνε άφωνοι ο ένας τον άλλον. Η Άζρα άφησε μια ανάσα που κρατούσε ώρα τώρα από την πίεση και ο Τζάρεντ έσπευσε να σβήσει την μηχανή του αυτοκινήτου και τα φώτα που είχε αφήσει ανοιχτά όταν κατέφθασε στο πάρκινγκ του «Μπλου Κατ» τόσο αιφνίδια. Μόλις επέστρεψε η Άζρα του χαμογέλασε ευγνώμον για την βοήθειά του.
«Σε ευχαριστώ για αυτό που έκανες για εμένα.» Το εννοούσε, ήταν πραγματικά ευγνώμων για αυτό που έκανε ο Τζάρεντ. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα την βοηθούσε, πόσο μάλλον να πει ότι είναι η κόρη του για να την σώσει.
«Πρέπει να μιλήσουμε Άζρα.» Την κοίταξε σοβαρός, χωρίς όμως να σχολιάσει το συμβάν που προηγήθηκε. Αμέσως μετά της γύρισε πλάτη κι άρχισε να περπατάει προς το δωμάτιο που είχε νοικιάσει για απόψε για την Άζρα.
«Τι ήταν αυτό που συνέβη;» Ρώτησε όσο τον ακολουθούσε στις σκάλες.
«Τίποτα απολύτως.» Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω.
«Δεν μου φάνηκε για τίποτα... Έχεις πάρε δώσε με την Ακαδημία, έτσι δεν είναι;» Ο τόνος στην φωνή της ήταν ανακριτικός κι αυτό ενόχλησε σε υπερβολικό βαθμό τον Τζάρεντ. «Ποια είναι η Κριστίν;» Επέμεινε.
«Δεν σε αφορά νεαρή.»
«Και τι δουλειά είχε εδώ έξω ένας βρικόλακας από την Ακαδημία; Αυτοί δεν φεύγουν ποτέ από το δάσος. Δεν τους επιτρέπεται κάτι τέτοιο!»
«Άζρα, μην προσπαθείς άδικα.» Την σταμάτησε. «Δεν είμαι ο τύπος ανθρώπου που δίνει απαντήσεις.»
«Κι εγώ δεν είμαι ο τύπος ανθρώπου που τα παρατάει τόσο εύκολα, Τζάρεντ.»
Δεν της έδωσε σημασία, προτιμούσε να την αγνοήσει, παρά να πιάσει μια κουβέντα μαζί της που θα της δίνονταν η ευκαιρία να τον «στήσει» στην γωνία με δεκάδες ερωτήσεις όπως η Φρέγια. Επίσης, δεν θα της έδινε ποτέ την ικανοποίηση του να της αποκαλύψει την αλήθεια για οποιοδήποτε ζήτημα.
Μόλις μπήκαν στο δωμάτιο η Άζρα πήρε φόρα και μπήκε μόνη της στην τουαλέτα γεμάτη θυμό, όπου και κλειδώθηκε με σκοπό να απομονωθεί. Υποτίθεται θα μιλούσαν για λίγο, όπως είχαν συμφωνήσει, μέχρι να ξημερώσει και ύστερα ο Τζάρεντ θα πήγαινε την Άζρα στην στάση του λεωφορείου για να φύγει από το Όζαρκς για πάντα.
«Βγες έξω κι έλα να μιλήσουμε. Πρέπει να σου πω δυο πράγματα!» Την φώναξε όσο έκλεινε την πόρτα πίσω της.
«Δεν πρόκειται. Θέλω να φύγεις αμέσως.» Ακούστηκε η φωνή της πίσω από την ξύλινη πόρτα της τουαλέτας, που τους χώριζε. Η Άζρα κάθισε στο χείλος της μπανιέρας και κοίταξε το πάτωμα συγκλονισμένη ενώ σκέφτονταν δεκάδες ― χιλιάδες πράγματα ταυτόχρονα.
Τι θα έκανε τώρα; Που θα πήγαινε όταν θα άφηνε το Όζαρκς; Πως θα άφηνε τον πατέρας της και τον Κέβιν χωρίς να τους χαιρετήσει; Τι δουλειές είχε ο Τζάρεντ με την Ακαδημία του Όζαρκς; Και τι συμφωνία είχαν κλείσει; Τι είχε να κερδίσει από αυτήν;
Ένα χτύπημα στην πόρτα την έκανε να ταρακουνηθεί και οι σκέψεις τις έβγαλαν φτερά.
«Άζρα! Μην κάνεις σαν μωρό, είναι σημαντικό!»
«Παράτα με!» Γόγγυξε νευριασμένη. «Δεν με συμπαθείς καν εξάλλου, δεν με θες κοντά στην Φρέγια. Καλύτερα να άφηνες τον βρικόλακα να με σκοτώσει. Θα είχες ένα πρόβλημα λιγότερο.»
«Δεν μου ωφελείς νεκρή. Αν πεθάνεις η Φρέγια θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση!»
Τι εννοούσε ο Τζάρεντ;
Η Άζρα πετάχθηκε όρθια και ξεκλείδωσε την πόρτα της τουαλέτας συναντώντας το ανήσυχο βλέμμα του Τζάρεντ ο οποίος στεκόταν ακριβώς μπροστά της με νευρικότητα.
«Τι είναι αυτά που λες; Τι θα απογίνει η Φρέγια αν πεθάνω;» Δεν το πίστευε ότι μιλούσε για τον θάνατό της, αλλά κάτι είχε πει ο Τζάρεντ κι έπρεπε να μάθει. Την αφορούσε.
«Έλα να καθίσεις.» Έκανε την άκρη και την οδήγησε στο καναπεδάκι μπροστά στο παράθυρο του δωματίου. Στην συνέχεια βάδισαν και οι δυο τους ως εκεί και κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλον. «Υπάρχουν πολλά μυστικά στις οικογένειές μας όπως έχεις καταλάβει.»
«Πάρα, πάρα, πάρα πολλά...» Τον διόρθωσε. Παρέμεινε να τον κοιτά παραξενευμένη, με το τι ήθελε να της πει τελικά.
Την κοίταξε σφιγμένος. Δυσκολεύονταν να μιλήσει και αυτό το διέκρινε με ευκολία η νεαρή. Το βλέμμα του στράφηκε προς εκείνη. «Δεν μπορώ να αποκαλύψω ακόμα τίποτα, γιατί ο Λουκ δεν θα με συγχωρήσει ποτέ αν σου μιλήσω και δεν θα άντεχα μια ζωή χωρίς τον Λουκ. Όσο κι αν διαφωνούμε, ο Λουκ είναι ένας από τους πιο σημαντικούς και δικούς μου ανθρώπους στην ζωή μου, το πιστεύεις ή όχι αυτή είναι η αλήθεια.» Οι κόρες των ματιών του αποτύπωσαν την εικόνα που είχε εμπρός του... Μια κοπέλα που πονούσε, και όχι οποιαδήποτε, αλλά η κόρη του Λουκ, ενός ανθρώπου που του είχε σταθεί από μικρός σε πολλά ― και τι δεν είχαν ζήσει μαζί, μοιράζονταν πόσα μυστικά και ένα βαρύ και ασήκωτο φορτίο. Τόσο βαρύ, που όταν η γυναίκα του Λουκ έμαθε για αυτό, έφυγε. Γιατί; Εκείνος δεν ήξερε... Ή μάλλον νόμιζε πως ήξερε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανασυγκρότησε τον εαυτό του και τον απέτρεψε από το να κατρακυλήσει. «Και για αυτό δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις από το Όζαρκς, Άζρα.»
Τα μάτια της Άζρα μαγνητίστηκαν από την τραγική φιγούρα του Τζάρεντ Μπλάκγουελ. Το βλέμμα του, της έλεγε πολλά. Πιο πολλά από όσα το στόμα του. Την κοίταζε όπως ο πατέρας της, όταν της έλεγε πως την νοιάζεται και την αγαπάει. Δυσκολεύτηκε να συνειδητοποιήσει τι εννοούσε πραγματικά ο Τζάρεντ και για αυτό πήρε λίγο χρόνο για να σκεφτεί. Η συμπεριφορά του την προβλημάτισε, δεν καταλάβαινε ποιος ήταν ο λόγος που είχε αλλάξει στάση απέναντί της τόσο ξαφνικά, αλλά ότι κι αν ήταν αυτό πίστεψε πως ήταν για καλό. Ήλπιζε σε μια καλύτερη σχέση αναμεταξύ τους, αφού ήταν ο πατέρας της καλύτερής της φίλης και ένας παλιός πολύ καλός φίλος του δικού της πατέρα...
«Δεν ξέρω τι έγινε... Τι σκέφτηκες, τι άλλαξε, αλλά ποτέ δεν ήθελα στην να φύγω από το Όζαρκς.» Δήλωσε η Άζρα κι αμέσως έσπευσε να εξηγήσει... «Τουλάχιστον όχι συνειδητά. Εάν έφευγα θα το έκανα για την Φρέγια, παρόλο που πήγαινε κόντρα με αυτό που θα ήθελα για μένα, θα το έκανα.»
Ο Τζάρεντ της χαμογέλασε ευγνώμων. Για πρώτη φορά αναγνώρισε τον σεβασμό και την αγάπη που έτρεφε η νεαρή Τζάκσον για την κόρη του. Τόσα χρόνια ήταν τυφλωμένος με τα όσα θυμόταν από την Άζρα Τζάκσον να κάνει στην κόρη του. Τώρα είχε πάρει απόφαση να την βοηθήσει, να βοηθήσει και τις δυο τους, γιατί στην τελική ήταν και οι δυο οικογένειά του, και όχι μόνο η Φρέγια.
«Τι θα κάνουμε τώρα;» Η Άζρα απόρησε. Ήταν όμως σίγουρη από το βλέμμα που είχε ο Τζάρεντ πως υπήρχε ένα πλάνο.
«Για λίγες μέρες θα ήθελα να μείνεις κρυμμένη. Θα σε πάω κάπου αλλού να μείνεις όμως, εδώ σε είδε εκείνος ο βρικόλακας. Παρόλο που νομίζει πως είσαι η Φρέγια, δεν θέλω να μείνεις εδώ. Δεν είναι και κανένα ασφαλές μέρος ούτως ή άλλως... Θα σου φέρνω εγώ ό,τι χρειάζεσαι ― φαγητό, καθαρά ρούχα...» Εξήγησε τι είχε στον νου του.
«Γιατί;» Εκπλήχθηκε. «Ο πατέρας μου; Ο Κέβιν; Θα ανησυχήσουν θα με ψάχνουν παντού! Η Φρέγια;» Αγωνία ξεχείλισε από τα πρασινωπά μάτια της.
«Θα τα τακτοποιήσω όλα, μην ανησυχείς, όποιος πρέπει να ξέρει θα ξέρει. Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί! Πίστεψέ με, ξέρω τι κάνω.»
«Τι ακριβώς θέλεις να κάνεις Τζάρεντ;» Η περιέργειά της είχε φτάσει στα ύψη.
«Ήρθε η στιγμή να περάσω στην αντεπίθεση, Άζρα!» Είπε, υπονοώντας ότι δεν θα έδινε από εδώ και στο εξής ότι του ζητούσε η Κριστίν Ρέιβενκροφτ. Αυτό που του είχε ζητήσει για την συνέχεια ήταν η Άζρα Τζάκσον, αλλά δεν πρόκειται να παρέδιδε την κόρη του Λουκ Τζάκσον στα αρπακτικά της νύχτας. Τα πράγματα είχαν αλλάξει. «Πρέπει να μείνεις κρυμμένη για το καλό σου Άζρα. Θα σου τα πω όλα κάποια στιγμή. Όταν θα μπορώ και θα είναι ασφαλές και θα καταλάβεις γιατί σου ζητάω αυτά που σου ζητάω.»
[...]
Μόλις η Φρέγια Μπλάκγουελ το έσκασε από την καλύβα μέσα από τα χέρια του, ο Νικ Γκρίφιν έμεινε να κοιτάζει εμβρόντητος τον Άρτσερ Κινγκ μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει αυτό που του αποκάλυψε μόλις. Του ζήτησε να φύγει; Δεν θα έφευγε ποτέ, έπρεπε να μείνει να τον βοηθήσει! Δεν θα τα κατάφερνε μόνος του, έπρεπε να τον βοηθήσει. Ήταν ένας για όλους και όλοι για έναν, σαν τους τρεις σωματοφύλακες που τους άρεζε να παρομοιάζονται.
«Γιατί την άφησες να φύγει;» Φώναξε θυμωμένος ο Άρτσερ αποτρέποντας τον Νικ να πολυσκεφτεί το πως να απαντήσει στον Άρτσερ στην ανακοίνωσή του. Με γρήγορη ταχύτητα βρέθηκε μπροστά του και έσπρωξε τον Νικ δυνατά πάνω στον τοίχο και το σώμα του βρέθηκε να παίρνει το σχήμα του, η σπονδυλική του στήλη έγινε μια ευθεία και το πρόσωπό του υψώθηκε με αποτέλεσμα το πιγούνι του να είναι στο ύψος της μύτης του Άρτσερ.
Ήρθαν αντιμέτωποι κατά πρόσωπο, αλλά ο Νικ κράτησε την ψυχραιμία του, αγνόησε το ξαφνικό ξέσπασμα του φίλου του και στο τέλος συνέχισε... «Δεν πρόκειται να φύγω. Ό,τι κι αν έχεις κατά νου, να το ξεχάσεις Άρτσερ.»
«Θα φύγεις, απόψε κιόλας.» Του είπε αποφασιστικά, δείχνοντας ότι δεν θα δέχονταν το αντίθετο ότι και να του έλεγε. «Έχω μιλήσει ήδη με τον Ντόριαν, θα σε βοηθήσει να πάτε όσο πιο μακριά γίνεται! Δεν μπορείς να μείνεις στο Όζαρκς, όχι τώρα που είμαστε σε πόλεμο.»
Τον κοίταξε κατάματα μπερδεμένος. «Πόλεμο;» Πόλεμο με ποιον;
«Τι νομίζεις ότι θα συμβεί με μια κλώνο της Βικτώρια στο Όζαρκς; Νομίζεις ότι μετά από ότι έκανε εκείνο το βράδυ μέχρι και σήμερα ήταν λίγα; Πιστεύεις ότι ήταν φρόνιμη; Εγώ πιστεύω ότι έχει δημιουργήσει εκατοντάδες εχθρούς στον κόσμο μας. Η Φρέγια κινδυνεύει από όλους αυτούς. Όλοι είναι εχθροί της Βικτώρια και θα γίνουν και δικοί της.» Η φουρτούνα μέσα του δυνάμωνε, θύμωνε που η Βικτώρια είχε κλώνο μια αθώα κοπέλα και μάλιστα θα την διαδέχονταν ως Απόγονος... Η Φρέγια δεν θα μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό της, δεν ήξερε τίποτα για τον υπερφυσικό κόσμο, το τι είναι και από τι κινδυνεύει. Ο Άρτσερ είχε πάρει το πιο αποφασιστικό βλέμμα του. «Για αυτό πρέπει να μείνω να την προστατεύσω, δεν μπορώ να την αφήσω στο έλεος όλων όσων έχει κάνει η Βικτώρια. Είναι αθώα η Φρέγια!»
Ο Νικ πήρε μια βαθιά ανάσα ώστε να μην φωνάξει στον Άρτσερ που έδειχνε να έχει μια βαθιά εσωτερική πάλη. Η γυναίκα που αγαπούσε του προκαλούσε προβλήματα μέχρι και σήμερα, σχεδόν πεντακόσια χρόνια μετά τον απασχολούσε ακόμα. «Θέλω να μείνω στο Όζαρκς να σε βοηθήσω φίλε μου...» Του είπε αποδεικνύοντας το πόσο νοιάζονταν για αυτόν. Θα έκανε τα πάντα για τον Άρτσερ, όπως και για τον Ντόριαν, τον Ντάνιελ και για την Σέραφιν!
«Αν θες να βοηθήσεις φύγει με τον Ντόριαν και ξεκινήστε να ψάχνετε την Βικτώρια!» Τον προέτρεψε με την πιο τρελή του ιδέα. Θα ήταν το καλύτερο που θα μπορούσαν να κάνουν όσο θα βρίσκονταν μακριά.
«Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν θα μπορέσουμε να την βρούμε ποτέ! Ξέρει πως να κρύβεται, δεν νομίζεις; Έχουμε να την δούμε αιώνες, από εκείνη την νύχτα...»
«Όχι.» Είπε ο Άρτσερ και όλοι στρέψανε το βλέμμα τους προς τα εκείνον έκπληκτοι. Η Σέραφιν με τον Ντάνιελ που ετοίμαζαν μερικά πράγματα για τον Ντόριαν που στέκονταν παραδίπλα στο τζάκι, αλλά κι εκείνος επίσης, πλησίασαν τον Άρτσερ και τον Νικ για να ακούσουν τι είχε να τους πει. Το ύφος του έδειχνε ενοχικό, διότι τους έκρυβε κάτι χρόνια τώρα.
«Έχεις συναντήσει την Βικτώρια;» Η φωνή της Σέραφιν έσπασε. «Πότε; Που;» Σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της και περίμενε εξηγήσεις και γρήγορα μάλιστα. Είχε δει την Βικτώρια και δεν τους είχε πει κουβέντα;
Ο Άρτσερ στραβοκατάπιε κι έκανε τα πάντα για να αποφύγει το λάθος που έκανε να μιλήσει για εκείνη την τυχαία μοιραία συνάντησή του με την όμορφη Ντουκέιν. «Πρέπει να βρούμε την Φρέγια!» Είπε κι έκανε πίσω, ελπίζοντας να το αφήσουν να περάσει. «Κι εσείς πρέπει να φύγετε το συντομότερο!» Απευθύνθηκε στον Ντόριαν και στον Νικ.
«Που είναι η Βικτώρια;» Ρώτησε ο Ντόριαν περίεργος, μη αγνοώντας τελικά αυτό που ο Άρτσερ επιχείρησε να γλυτώσει. «Που την βρήκες Άρτσερ;» Το μάτια του γούρλωσαν από το μίσος που ένιωθε προς το πρόσωπο αυτό. Την έψαχναν χρόνια αλλά ο Άρτσερ ποτέ ως τώρα δεν είχε αναφέρει ξανά κάτι τέτοιο.
Τους κοίταξε όλους έναν έναν και μόλις κατάλαβε ότι δεν θα τον άφηναν σε ησυχία αν δεν μιλούσε αποφάσισε να τους αποκαλύψει την αλήθεια. «Πριν μερικά χρόνια στην Βιέννη.» Το βλέμμα του οδηγήθηκε στο σκοτάδι του παραθύρου που έβλεπε στο δάσος και το σκεπτικό του ταξίδεψε στα βαθιά δάση της Αυστρίας και την γοτθική και την μπαρόκ αρχιτεκτονική της εντυπωσιακά αριστοκρατικής πρωτεύουσάς της.
«Είναι στην Ευρώπη;» Αναρωτήθηκε ξαφνιασμένος ο Νικ.
«Θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε τώρα...» Σχολίασε ο Ντάνιελ. «Πρέπει να την βρείτε, ξεκινήστε από την Βιέννη.»
«Θα την βρούμε.» Είπε γρήγορα ο Νικ προς έκπληξη του Άρτσερ, καθώς αυτή ήταν η έμμεση αποδοχή των όσων του ζήτησε να κάνει. Θα έφευγε, αλλά όχι γιατί τον εγκατέλειπε, γιατί όμως είχε μια διαφορετική αποστολή.
«Και φέρτε την πίσω!» Είπε ο Ντάνιελ, χωρίς να ξέρει τι θα έκανε εάν την ξαναέβλεπε μπροστά του. Το μυαλό του όμως του έδωσε μερικές ενδιαφέρουσες κατά τα άλλα επιλογές.
«Για ακόμα μια φορά αποχωριζόμαστε ο ένας από τον άλλον.» Είπε μετά από λίγες στιγμές ησυχίας που απλώθηκε ανάμεσά τους η Σέραφιν, αλλά χωρίς να την καταλάβει κανένας κοίταξε τον Ντόριαν που θα έφευγε από κοντά της ξανά. Αλλά εκείνος την κατάλαβε. Πάντα την καταλάβαινε. Του χάρισε μερικά παραπάνω δευτερόλεπτα στο να κοιτάξει ο ένας τον άλλον για λίγο ακόμα. Μπορεί να μην είχαν λύσει τα προβλήματά τους, αλλά ήξερε ότι όταν θα επέστρεφε σε εκείνη, στο Όζαρκς, θα συνέχιζαν από εκεί όπου είχαν μείνει. Το πρόσωπο που την έκανε να νιώθει τόσα παράξενα και πρωτόγνωρα συναισθήματα, ακόμα και μετά από αιώνες, θα έφευγε πάλι μακριά, όμως δεν έπαυε να πιστεύει ότι θα επιστρέψει πάλι σε αυτήν με ότι κι αν μεσολαβήσει...
«Αντίο.» Ψιθύρισε ο Άρτσερ στον Νικ και στον Ντάνιελ μα κανείς δεν απάντησε σε αυτό.
«Ποτέ δεν είπαμε αντίο...» Είπε ο Ντόριαν χαμογελαστός. «Γιατί να πούμε τώρα;» Το βλέμμα του άστραψε στα υγρά μάτια της Σέραφιν.
Ο Άρτσερ συμφώνησε. «Εις το επανιδείν.» Διόρθωσε.
[...]
Η Φρέγια Μπλάκγουελ είχε χαθεί στο σκοτάδι της ομιχλώδους αχανής δασικής έκτασης του Όζαρκς. Το τρέξιμο την είχε εξαντλήσει. Το φόρεμά με το οποίο πριν λίγες ώρες την έδειχνε λαμπερή στο γκαλά, είχε πια σκιστεί και λερωθεί και δεν θύμιζε την αρχική του μορφή ούτε στο ελάχιστο. Το ίδιο ίσχυε για το χτένισμά της επίσης. Τα μαλλιά της είχαν ανακατωθεί και χαλάσει.
«Φρέγια!» Μια δυνατή κραυγή διέσχισε εκατοντάδες κορμούς κι έφτασε στα αφτιά της κάνοντάς την να πανικοβληθεί. Κατάλαβε αμέσως πως ήταν ο Άρτσερ και η παρέα του που δεν το έβαλαν κάτω κι ακόμα την αναζητούσαν. Δεν ήθελε να πέσει στα χέρια τους ξανά, ήθελε την ελευθερία της, να μείνει μακριά από τον «κόσμο» τους και τους κίνδυνους που ελλόχευαν στο μονοπάτι που ακολουθούσαν. Όμως η νεαρή Μπλάκγουελ δεν είχε αντιληφθεί ότι περπατούσε μονάχη της σε αυτό το μονοπάτι του υπερφυσικού κόσμου τους εδώ και πολύ καιρό, εδώ και πολλά χρόνια...
Η Φρέγια διέσχισε ένα ρυάκι που κατέβαινε από το Βερμόντ και τα παπούτσια της βράχηκαν. Το νερό πάγωσε τις κλειδώσεις της και τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν και από το κρύο πέραν από την κούραση. Η καρδιά της σφυροκοπούσε και άσθμαινε σε γρήγορο ρυθμό.
«Για που το έβαλες;» Μια ξένη φωνή την έκανε να ακινητοποιηθεί. Δεν άργησε να εμφανιστεί ένας άγνωστος και μετά ακόμα ένας. Ένας άνδρας και μια γυναίκα που δεν είχε δει ποτέ ξανά στην ζωή της εμφανίστηκαν εμπρός της και την πλησίασαν απειλητικά κάνοντάς την να τρομοκρατηθεί ακόμα περισσότερο από όσο όταν ήταν μόνη της.
«Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ξανασυναντιόμασταν στο Όζαρκς... Νόμιζα πως το θεωρούσες εχθρικό έδαφος και πως θα σε πρόδιδε η εικόνα σου με τόσους γνωστούς στην πόλη, όλο και κάποιος θα σε έβρισκε!» Η γυναίκα πήρε τον λόγο.
Η Φρέγια αμέσως κατάλαβε γιατί της μιλούσε κάποια άγνωστη λες και είχαν προηγούμενα... Φυσικά νόμιζε πως είχε μπροστά της την Βικτώρια Ντουκέιν, κι αυτή...
«Λοιπόν, καλώς σε βρίσκουμε ξανά... Βικτώρια!» Της χαμογέλασε εχθρικά, έτοιμη να επιτεθεί και η Φρέγια επιβεβαίωσε τις σκέψεις της.
Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο πάνω τους, μένοντας σε επιφυλακή για να αμυνθεί μόλις της επιτεθούν. Ο τρόμος διαγράφονταν στα μάτια της όπως και η αγωνία για το τι είχε να αντιμετωπίσει... Ήταν μάγοι; Ήταν βρικόλακες ή λυκάνθρωποι;
«Κάνετε λάθος, δεν είμαι αυτή που νομίζετε... Το όνομά μου είναι Φρέγια Μπλάκγουελ!» Τους αποκάλυψε προσπαθώντας να σώσει τον εαυτό της από το να μπλεχθεί βαθύτερα σε αυτόν τον εχθρικό υπερφυσικό κόσμο, όπου είχε γίνει στόχος από δεκάδες πλάσματα της νύχτας. «Δεν είμαι αυτή! Δεν είμαι η Βικτώρια!»
«Τι ανοησίες είναι αυτές;» Γέλασε έντονα επικριτικά ο άνδρας, εις βάρος του προσώπου που νόμιζε ότι στέκονταν εμπρός του με θράσος να του λέει ψέματα μπροστά στα μάτια του. «Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκες να πεις;» Την αποδοκίμασε περαιτέρω με τα λόγια του.
Η γυναίκα που στέκονταν δίπλα στον ξένο άνδρα την πλησίασε κι αυτή με την σειρά της. Διέκρινε το θυμό και την απέχθεια στα σκοτεινά μάτια της. «Είναι αργά Βικτώρια, όλοι ξέρουν πια ότι έχεις επιστρέψει πίσω και έρχονται να σε βρουν κατά δεκάδες. Όλοι όσοι υπέστησαν πόνο εξαιτίας σου, την κακία σου, τις τερατώδες πράξεις σου, την προδοσία σου είναι εδώ! Ήρθαν για εσένα από κάθε άκρη της γης για να σε τελειώσουν!» Της φώναξε με μίσος. «Τελείωσε το κρυφτό καλή μου, δεν νομίζεις; Ήρθε η στιγμή να πληρώσεις για όσα μας έχεις κάνει... Επιτέλους δικαιοσύνη!» Είπε πιο ήρεμα και την πλησίασε τρομοκρατώντας την ακόμα περισσότερα με το βλέμμα της αλλά και την στάση της.
Πράγματι η Φρέγια εκείνη την στιγμή έτρεμε κάτω από το άγγιγμά της άγνωστης απειλής που έστεκε απειλητικά μπροστά της. Είχε απλώσει το χέρι της και χάιδευε το μάγουλό της απαλά, ίσα που άγγιζε το δέρμα της, αλλά ακόμα κι έτσι η Φρέγια είχε πλημμυρήσει από συναισθήματα φόβου για το αν θα την γλύτωνε κι αυτήν την φορά.
Δάκρυα κύλισαν από τα κόκκινα χλωμά μάτια της. Ήταν μόνη και ανυπεράσπιστη... «Σας λέω δεν είμαι αυτή που θέλετε να σκοτώσετε, λάθος άτομο βρήκατε, αλήθεια σας λέω!» Δοκίμασε να τους πει ακόμα μια φορά, με την φωνή της να λυγίζει και την ελπίδα για σωτηρία να γλιστράει μακριά της. Ως ύστατη προσπάθεια τους κοίταξε αβοήθητη, ελπίζοντας πως θα πειστούν κάποια στιγμή...
Η γυναίκα με το άγγιγμά της ξαφνικά ξεκίνησε να της μεταφέρει κάποιο είδος ηλεκτρισμού και η Φρέγια άρχισε να σιγοκαίγεται μέσα της. Ένιωσε λες και ξαφνικά μέσα της εισχώρησαν δεκάδες ηλεκτρικά φορτία και τώρα κυκλοφορούσαν στο εσωτερικό της προξενώντας της αφόρητους διάσπαρτους πόνους. Κεντούσαν μυρμηγγίσματα σε κάθε πιθαμή του κορμιού της φτάνοντάς την γρήγορα στα άκρα. Σύντομα, αφού το ανθρώπινο σώμα της δεν άντεξε, έπεσε στο έδαφος ανυπεράσπιστο και ταλαιπωρημένο να συσπάται για μερικά ακόμα δευτερόλεπτα.
«Η θρυλική Αυθεντική βρικόλακας λυγίζει; Αυτό κι αν είναι εικόνα!» Φώναξε αμέσως ο άνδρας από το βάθος με γέλια να καλύπτουν τα λόγια του. Γρήγορα βρέθηκε να στέκεται στο πλάι της γυναίκας που την είχε στήσει με την πλάτη σε έναν κορμό δέντρο μηδενίζοντας τον χώρο.
Αυτός ήταν ένας βρικόλακας και εκείνη μια μάγισσα.
«Απομακρύνσου αμέσως!» Μια φωνή κάλυψε τις σκέψεις απελπισίας της Φρέγια. Το πρόσωπό της σύρθηκε πάνω στα ξερά φθινοπωρινά φύλλα των δέντρων που είχαν απλωθεί σαν ένα συμπαγές χαλί στο νωπό έδαφος και έπειτα το βλέμμα της ταξίδεψε πέρα από τα πόδια της γυναίκας που την είχε φυλακίσει, μέχρι που αντίκρισε τον Άρτσερ Κινγκ. Ένιωσε ένα είδους αγαλλίασης που στέκονταν εκεί κοντά της. Είχε έρθει για εκείνη.
«Ποιος είσαι εσύ;» Φώναξε ενοχλημένος ο ξένος βρικόλακας στον Άρτσερ που επιχείρησε να τους διακόψει. «Δεν βλέπεις ότι είμαστε στην μέση από κάτι; Πρέπει να τελειώνουμε επιτέλους με αυτήν! Πολλά υποφέραμε εξαιτίας της!»
Ο Άρτσερ μέσα σε δευτερόλεπτα κόλλησε την πλάτη του άλλου βρικόλακα στον κορμό ενός δέντρου και τον αγριοκοίταξε κατά πρόσωπο. «Δεν είναι αυτή που ζητάτε! Πάτε να κάνετε ένα μεγάλο λάθος!»
«Τι μάγια σου έχει κάνει;» Γέλασε εις βάρος του ο άγνωστος. «Χάλασαν τα μάτια σου και δεν βλέπεις μου φαίνεται. Είναι η Βικτώρια Ντουκέιν, μου κατέστρεψε την ζωή!»
Η μάγισσα βλέποντας ότι ο φίλος της απειλούνταν χρησιμοποίησε χωρίς δεύτερη σκέψη τις δυνάμεις της για να τακτοποιήσει τον άτακτο βρικόλακα που τους επιτέθηκε στα καλά καθούμενα. Το κεφάλι του Άρτσερ αμέσως μετά άρχισε να πονά και το σώμα του δίπλωσε στα δυο. Αγγίζοντας με τα γόνατά του το έδαφος, έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια προσπαθώντας να αντέξει τον πόνο που του προκαλούσε η μάγισσα. Τα νευρικά του αγγεία έσπαγαν μέσα στο κεφάλι του και του προκαλούνταν σύγχυση και ατέρμονος πόνος. Η Φρέγια ενεργοποιήθηκε γρήγορα, σηκώθηκε από το έδαφος και έτρεξε κοντά του για να ελέγξει εάν είναι καλά.
«Τι του κάνεις;» Ούρλιαξε έντρομη με τον Άρτσερ να βογκά και να ανασαίνει βαριά μπροστά στα μάτια της.
«Τον βγάζω από την μέση για να τελειώσουμε ότι αρχίσαμε μαζί σου.» Της απάντησε με ένα βλοσυρό χαμόγελο να ζωγραφίζεται στα κόκκινα χείλη της.
Ο βρικόλακας άδραξε την ευκαιρία, μιας που η Βικτώρια ― για τα μάτια του ― δεν είχε την βοήθεια του άλλου βρικόλακα και την άρπαξε από τον λαιμό. «Όπως είπα και νωρίτερα, μας διέκοψε!» Το βλέμμα του εστίασε στα μάτια της Φρέγια Μπλάκγουελ όπου και αντίκρισε τον τρόμο που ένιωθε εδώ και ώρα. «Δεν το πιστεύω ότι τρέμεις κάτω από το κράτημά μου. Νομίζω αντιστράφηκαν οι ρόλοι. Τι θα κάνεις τώρα για αυτό; Δεν έμεινε να σκοτώσεις κανέναν, όλη η οικογένειά μου είναι νεκρή από τα χέρια σου. Είπες θα με βοηθούσες, αλλά με πρόδωσες!»
Ο βρικόλακας που είχε πέσει θύμα της Βικτώρια είχε μια λυπητερή ιστορία με τραγικό φινάλε από τα ίδια τα χέρια της Βικτώρια Ντουκέιν... Τώρα ζητούσε την εκδίκησή του και δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να του στερήσει την χαρά του να δει την ζωή να σβήνει από τα σκοτεινά μάτια της Βικτώρια, που εν αγνοία του δεν ήταν η ίδια μπροστά του.
Ο Άρτσερ που είχε σκοπό να προστατεύσει την αθώα μπλεγμένη Φρέγια Μπλάκγουελ, όσο ο άλλος βρικόλακας μονολογούσε, ετοιμάζονταν να τους αποτελειώσει κι εκείνοι δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα. Ανέκτησε κάποιες δυνάμεις και αγνοώντας το ότι του προκαλούσε η μάγισσα σηκώθηκε και πάτησε γερά στα πόδια του, έτοιμος να δώσει ένα τέλος. «Αν θέλετε να σκοτώσετε την Βικτώρια Ντουκέιν, μπείτε στην σειρά!» Είπε γρυλίζοντας με το απειλητικό του ύφος και μαβιές γραμμώσεις εξαπλώθηκαν στο χλωμό πρόσωπό του. Κι έτσι, σηκώθηκε σαν σίφουνας από το έδαφος και έτρεξε δίπλα τους, τους άρπαξε και τους δυο και τους πέταξε με την δύναμή του μακριά. Τα σώματά τους βρέθηκαν στον αέρα κι έπειτα πέσαν με δύναμη στο χώμα.
Η μάγισσα βρέθηκε ξαπλωμένη στο έδαφος αναίσθητη, αφού με την ισχυρή πτώση χτύπησε το κεφάλι της και κόκκινο φρέσκο αίμα έτρεχε από μια πληγή που δημιουργήθηκε από την πτώση της. Από την άλλη, ο άγνωστος βρικόλακας, σηκώθηκε αρκετά γρήγορα, λόγω των ενισχυμένων αντοχών του. Από την φύση του άντεχε τον πόνο και δεν ήταν τόσο αδύναμος όσο το φθαρτό σώμα ενός θνητού ή μιας μάγισσας. Όμως, ο Άρτσερ δεν του έδωσε τον χρόνο να επανέλθει πλήρως. Πήγε από πίσω του και μια κίνηση, έχοντας τα χέρια του στον λαιμό του, του έσπασε βίαια τον σβέρκο. Ως αποτέλεσμα, το πλάσμα της νύχτας έπεσε νεκρό στο χώμα.
Μια σχεδόν άηχη κραυγή αγωνίας έφυγε από το στόμα της Φρέγια μόλις η εικόνα μπροστά της είχε ολοκληρωθεί. Μια αναίσθητη μάγισσα και ένας νεκρός βρικόλακας κείτονταν εμπρός της. Το στομάχι της ήταν σφιχτό σαν πέτρα.
«Η μάγισσα θα συνέλθει σύντομα και ο βρικόλακας επίσης, πρέπει να φύγουμε από εδώ.» Άκουσε την φωνή του Άρτσερ να έρχεται από πίσω της κι αμέσως έστρεψε το σώμα της τέτοιον τρόπο ώστε να τον αντικρίσει ξανά.
«Δεν είναι νεκροί;» Τόλμησε να ρωτήσει με τρεμάμενη φωνή.
«Όχι.» Την διαβεβαίωσε και η τρομακτική ησυχία τους κατάπιε.
Η Φρέγια άφησε μια ανάσα που κρατούσε ώρα τώρα και πήρε μια νέα, βαθιά, για να αντέξει τα όσα διαδραματίστηκαν. Για να καταφέρει να βγει αλώβητη από όλα αυτά όμως, μερικές βαθιές ανάσες δεν της ήταν αρκετές. Γρήγορα όμως κατάφερε και επέστρεψε το βλέμμα της στον Άρτσερ, δηλώνοντας πως είναι έτοιμη να φύγουν.
«Που πάμε;» Απόρησε η νεαρή Μπλάκγουελ, σχεδόν ψιθυρίζοντας για να μην «καλέσει» κάποιο πλάσμα των σκιών κατά πάνω τους, μόλις ξεκίνησαν να περπατάνε στο βαθύ έρεβος του δάσους. Όλα στα μάτια της έδειχναν εχθρικά και άγνωστα. Το δάσος του Όζαρκς έπαιζε άσχημα παιχνίδια με το μυαλό των διαβατών του και η Φρέγια έμελλε να είναι αναπόφευκτα ακόμα ένα από τα θύματά του.
«Δεν έχω ιδέα...» Είπε απλά ο Άρτσερ, κοιτάζοντας χαμηλά στο έδαφος.
«Κινδυνεύω.» Συνειδητοποίησε ξαφνικά. Δεν το είχε σκεφτεί έτσι μέχρι στιγμής, αλλά τώρα ήταν πια ξεκάθαρο. Ένιωθε ότι δεν ήταν ασφαλής πια όπου κι αν πήγαινε...
Ο Άρτσερ στράφηκε προς τα δεξιά του, και κοίταξε πέρα από τον ώμο του, για να αντικρίσει το έντρομο πρόσωπο της νεαρής σωσίας της αγαπημένης του. «Για αυτό θα μείνω στο Όζαρκς.» Της υπενθύμισε. Όπως είχε ήδη πει, λίγο πριν το σκάσει η Φρέγια από την καλύβα στο δάσος, θα έμενε για να την βοηθήσει... Κι εκείνη το θυμόταν καλά.
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και η Φρέγια συνειδητοποίησε ότι εκείνη την στιγμή άρχισε να βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στα κρύα κι αφιλόξενα νερά του υπερφυσικού κόσμου. Τα βήματά της γίνονταν όλο και πιο αργά, αλλά παρόλα αυτά κατάφερνε να προφταίνει το βήμα του βρικόλακα. Το σκοτάδι γύρω τους την έκανε να αγριεύει, όμως η παρουσία που βάδιζε δίπλα της σιωπηλά της σηματοδοτούσε ένα είδους προστασίας. Ίσως έπρεπε να την αποδεχθεί.
«Έχεις έναν στόχο στην πλάτη σου, Φρέγια.» Η φωνή του την έκανε όμως να νιώσει ασφαλής. «Θα φροντίσω να μην έχεις την ίδια κατάληξη με την Βικτώρια Ντουκέιν.»
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Και αυτό ήταν το τέλος του πρώτου μέρους της ιστορίας! Όπως και το πρώτο κεφάλαιο, ήταν κι αυτό μεγάλο. Περιμένω με πολύ πολύ μεγάλη αγωνία τα σχόλιά σας! Εμφανιστείτε όλοι εσείς που το διαβάζετε στα κρυφά και φανερά και δείξτε μου πως είστε εδώ. Θα σήμαινε πολλά για εμένα, να έχω την στήριξή σας για να συνεχίσω αυτό το ταξίδι.
Πως σας φάνηκε λοιπόν το κεφάλαιο;
Έρχεται μεταβατικό - ευχαριστήριο κεφάλαιο από εβδομάδα και έπειτα ξεκινά το δεύτερο μέρος.
Αλίνα
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro