44. The Other Genuine Vampire
Tο βράδυ που διαδραματίστηκε η σφαγή στην έπαυλη των Μπλάκγουελ δεν είχε λάβει ακόμα τέλος. Η Φρέγια Μπλάκγουελ, ήταν στο έλεος της μοίρας και επέπλεε σε μια επικίνδυνη άγρια θάλασσα γεμάτη από αρπακτικά και θολά νερά. Δεν υπήρχε κάποια σωτήρια λέμβος για να πιαστεί και να σωθεί, ήταν ολομόναχη σε αυτόν τον παγωμένο, βαθύ κι αφιλόξενο ωκεανό...
«Ελπίζω να έχεις δίκιο, Άρτσερ.» Άκουσε μια απαλή φωνή και μάντεψε πως αυτή που μιλούσε θα ήταν η κοπέλα της παρέας, η Σέραφιν Κάρσον.
«Νομίζω πως εάν μοιάζει εξωτερικά με την Βικτώρια, είναι ίδιες στην πραγματικότητα.» Μια βαρύτερη φωνή τώρα ήχησε στον χώρο.
«Δηλαδή είναι κι αυτή...» Όποιος κι αν επιχείρησε να το πει, σταμάτησε καθώς τον είχε κατακλύσει τρέμουλο στα χείλη.
Τα ματόκλαδα της Φρέγια τρεμόπαιξαν και προκάλεσαν την προσοχή όλων τους. Οι βρικόλακες μαζεύτηκαν πάνω από την νεαρή κοπέλα, που απαγάγανε από το σπίτι της, για να σώσουν τον φίλο τους που χαροπάλευε ώρες τώρα. Η Φρέγια ήταν ξαπλωμένη σε έναν φθαρμένο παλιό καναπέ, στο καλυβάκι του δάσους, που είχε βρει προσωρινό καταφύγιο ο πληγωμένος Νικ Γκρίφιν, όσο η παρέα του έψαχνε τρόπο για την σωτηρία του. Εκείνος ήταν επίσης ξαπλωμένος, αλλά στο κρεβάτι, στην άλλη πλευρά του δωματίου, εξουθενωμένος από την επίδραση του μαγικού εργαλείου που καρφώθηκε κοντά στην καρδιά του, από το χέρι της Άζρα Τζάκσον...
«Με ακούς;» Ο Άρτσερ Κινγκ προσπάθησε να ελέγξει εάν η Φρέγια είχε συνέλθει. Με απαλές κινήσεις την βοήθησε να σηκωθεί και να καθίσει στον καναπέ. Αντίκρισε τα μάτια της γρήγορα, ορθάνοιχτα, να τον κοιτάνε πλημμυρισμένα από πανικό. «Όπως σου είπα χρειαζόμαστε την βοήθειά σου...» Κόμπιασε να πει το όνομά της, δεν του ήταν πάντα εύκολο να βλέπει την Βικτώρια Ντουκέιν αλλά να ψιθυρίζει το όνομα μιας ξένης... «Φρέγια.» Την κοίταξε πληγωμένος.
«Που βρίσκομαι;» Μαζεύτηκε, με μια απότομη κίνηση στην γωνία του καναπέ, απομακρύνοντας το σώμα της από τον Άρτσερ που είχε καθίσει εμπρός της, χαμηλά, με βαθύ κάθισμα.
«Ηρέμησε, γλυκιά μου.» Η Σέραφιν ανέλαβε, ως η γυναίκα της παρέας, να είναι αυτή που θα προσεγγίσει την τρομαγμένη Φρέγια.
«Γιατί είμαι πάλι κρατούμενή σας; Τι βοήθεια θέλετε τώρα; Δεν μπορώ να σας προσφέρω κανένα είδους βοήθειας. Δεν ξέρω τι περιμένετε να κάνω, αλλά λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω...» Ο τόνος της ήταν απότομος και απόλυτος. Το έλεγε και το εννοούσε, δεν μπορούσε να φανταστεί τι περίμεναν αυτοί οι βρικόλακες από εκείνη.
«Ο Νικ, ξέρεις πως τραυματίστηκε σωστά;» Την ρώτησε, πονώντας βαθιά για τα όσα βίωνε εκείνη την στιγμή ο βρικόλακας φίλος της.
Η Φρέγια την κοίταξε σαν να μην καταλαβαίνει.
«Η φίλη σου, η Άζρα, έτσι δεν είναι το όνομά της;»
«Ναι.» Απάντησε κοφτά, αποστρέφοντας το βλέμμα της, αλλά αντί να καταλήξει στο πάτωμα ή στο κενό, τα μάτια της συναντήθηκαν με τα μελί μάτια του βρικόλακα που την έκανε να νιώθει ανάμεικτα συναισθήματα ―από τρόμο μέχρι εμπιστοσύνη. Η Φρέγια κατάπιε τον κόμπο που είχε δημιουργηθεί στον λαιμό της και σφίχτηκε, ήταν σε επιφυλακή για οτιδήποτε απρόσμενο μπορούσε να συμβεί. Ήταν έτοιμη να προστατεύσει τον εαυτό της.
«Η Άζρα μαχαίρωσε τον Νικ με ένα στιλέτο λίγο πριν το σκάσετε στο δάσος, εκείνη την ημέρα που σας αιχμαλωτίσαμε. Χρησιμοποίησε ένα εργαλείο, που ανήκει σε Κυνηγούς. Αυτά τα εργαλεία είναι θανατηφόρα για εμάς! Τώρα χρειαζόμαστε την βοήθειά σου για να τον σώσουμε. Ο Άρτσερ έχει σκεφτεί κάτι, που ίσως μπορέσεις να κάνεις για εμάς.»
«Πως νομίζεις ότι θα μπορούσα να βοηθήσω στο να μην πεθάνει ο φίλος σας; Και γιατί νομίζετε πως θα σας βοηθήσω; Μόνο κακό μου κάνετε! Συνειδητοποιείτε ότι με έχετε απαγάγει ήδη δυο φορές;» Φώναξε έξαλλη. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Ο φόβος και ο πανικός άρχισε να παραμερίζεται από θυμό. «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δεν είμαι ήρωας, δεν είμαι σωτήρας!» Με την ένταση που έβγαζε φωνάζοντας, δεν συγκρατήθηκε, και σηκώθηκε όρθια. Ένα φλογερό βλέμμα της έπεσε πάνω στους τρεις βρικόλακες που στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον πίσω από την Σέραφιν που την είχε προσεγγίσει. «Πείτε μου αμέσως τι θέλετε από εμένα!»
Ο Άρτσερ πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε ένα νεύμα στην Σέραφιν, ενημερώνοντάς την με αυτόν τον τρόπο πως θα αναλάβει αυτός τώρα. Η Σέραφιν έκανε πίσω και στάθηκε κοντά στον Ντάνιελ και τον Ντόριαν που κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα. Αν αργήσουν να πείσουν την Φρέγια να τους βοηθήσει, ο Νικ θα πεθάνει. Αυτή η σκέψη τους βασάνιζε τον νου ώρες τώρα.
«Πιστεύω πως το αίμα σου μπορεί να θεραπεύσει τον Νικ!» Αποκάλυψε ο Άρτσερ στην Φρέγια, κάνοντάς την να γελάσει υστερικά.
«Δεν είσαι με τα καλά σου!» Τον αγριοκοίταξε.
Θυμόταν πολύ πως ο Άρτσερ της είχε δώσει να πιεί από το αίμα της για να την θεραπευτεί εκείνη την ημέρα που η Σέραφιν της χάραξε το δέρμα δοκιμαστικά. Το αίμα του την βοήθησε και η πληγή της εξαφανίστηκε, το δέρμα είχε επουλωθεί ταχύτατα και έδειχνε λες δεν υπήρξε ποτέ αυτή η πληγή.
«Δεν μπορεί να μου ζητάς κάτι τέτοιο, δεν είμαι βρικόλακας! Το ξέρετε όλοι αυτό, νομίζω το είχαμε αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο!»
«Ναι δεν είσαι.» Παραδέχθηκε, κάνοντάς την να προβληματιστεί με το που ήθελε να οδηγήσει την συζήτηση. «Δεν είσαι βρικόλακας, ακόμα!» Εξήγησε εν τέλη.
Η Φρέγια κοκάλωσε στην θέση της, όταν είδε ένα από τους άλλους βρικόλακες να την πλησιάζει. Αυτός ήταν ο Ντάνιελ. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, έπρεπε να βοηθήσουν τον Νικ, να τον σώσουν πριν πεθάνει. «Θέλουμε το αίμα σου Φρέγια και πρέπει να βιαστούμε! Ο Νικ δεν θα αντέξει πολύ για ακόμα!»
Η Φρέγια κοίταξε προς το μέρος όπου κοίταξαν και οι υπόλοιποι. Ο Νικ ήταν εκεί και χαροπάλευε. Έβγαζε μερικές άναρθρες κραυγές πόνου που και που. Η κοπέλα βάδισε, χωρίς να το σκεφτεί, κοντά του. Στάθηκε πάνω από το νεκροκρέβατό του και παρατήρησε την άσχημη κατάστασή του. Το δέρμα του ήταν γκρίζο, με μαύρες διαγραμμίσεις να έχουν γεμίσει ολόκληρη την επιφάνειά του. Ο βρικόλακας δεν φορούσε μπλούζα, παρά μόνο ένα παντελόνι. Έτσι, μπόρεσε να δει την ανοιχτή μολυσμένη πληγή του, που είχε προκληθεί από το μαχαίρι που είχε η Άζρα και χρησιμοποίησε για να τον τραυματίσει. Όλο του το κορμί έδειχνε ταλαιπωρημένο και ο ιδρώτας υπήρχε παντού στο σώμα του. Τα μάτια του ήταν σφιχτά κλεισμένα και που και που το πρόσωπό του ή το σώμα του παραδίδονταν σε συσπάσεις. Μερικές φορές κατέληγε σε ένα παραλήρημα, με μουρμουρητά που δεν έβγαζαν νόημα σε κανέναν τους.
«Δεν ξέρω πως μπορεί να βοηθήσει το αίμα σε μια κατάσταση σαν κι αυτή!» Είπε απελπισμένη. Ήθελε να βοηθήσει, φυσικά και ήθελε. Όταν γύρισε να τους κοιτάξει ήταν συντετριμμένη με ότι είδε. Η εικόνα του Νικ της ράγισε την ψυχή.
«Έχω μια θεωρία.» Ο Άρτσερ την πλησίασε και στάθηκε στο πλάι της. Κοίταξε βαθιά στα θλιμμένα μάτια της και την παρακάλεσε σιωπηλά να ακούσει και κατ' επέκταση να συνεργαστεί. «Νομίζω ότι έχεις καταλάβει πως μοιάζεις σε κάποια που ήξερα παλιά...»
«Την Βικτώρια Ντουκέιν.» Είπε δειλά, χαμηλόφωνα, ώστε μόνο ο Άρτσερ Κίνγκ να μπορέσει να την ακούσει. Φοβόταν τους υπόλοιπους και μόνο αυτόν είχε εμπιστοσύνη. Ήταν τόσο παράξενο αυτό, αλλά του είχε...
«Την λένε Βικτώρια Ντουκέιν, ήταν η αρραβωνιαστικιά μου.» Αποκάλυψε και μετέφερε ένα κύμα ταραχής στην Φρέγια. Έβλεπε στα μάτια του τον πόνο που του έχει προκαλέσει αυτή η γυναίκα που της έμοιαζε. «Μια μέρα κάτι άλλαξε στην Βικτώρια και μεταμορφώθηκε, χωρίς κάποιος να κάνει απολύτως τίποτα, σε βρικόλακας. Αυτό είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο, κάτι που συμβαίνει μια φορά στα πεντακόσια χρόνια, που το σύμπαν επιλέγει τον απόγονο που θα διανύσει το είδος μας. Δημιουργεί τους Αυθεντικούς. Είναι απόγονοι του πρώτου βρικόλακα, που κανείς δεν ξέρει πως δημιουργήθηκε ή το ποιος ήταν, που έζησε, πότε, ή αν ζει ακόμα...» Έκανε μια παύση για να της δώσει χρόνο να συνειδητοποιήσει τα όσα άκουσε. «Η Βικτώρια ήταν, λοιπόν, μια από αυτούς. Ανήκει στην γραμμή των απογόνων, είναι μια Αυθεντική βρικόλακας και από θνητή μέσα σε ένα μόνο βράδυ έγινε αθάνατη.»
«Είμαι σαν...» Η φωνή της έτρεμε και δεν κατάφερε να πει αυτό που φοβόταν να ρωτήσει. «Είμαι σαν την Βικτώρια;» Οι κόρες των ματιών της μαγνητίστηκαν από το πρόσωπο του Άρτσερ. «Το αίμα μου δεν θα είναι χρήσιμο...» Είπε ξανά αυτό που πίστευε, ενώ το υποσυνείδητό της δούλευε στο να δικαιολογήσει όλα όσα μόλις έμαθε. Δεν μπορούσε να τα χωνέψει έτσι εύκολα.
«Το αίμα ενός Αυθεντικού βρικόλακα μπορεί μόνο να θεραπεύσει ένα πλάσμα σαν κι εμάς από ένα μαγεμένο εργαλείο. Οι απόγονοι υπάρχουν για αυτόν τον λόγο! Για να κρατήσουν το είδος μας ζωντανό, για να μας βοηθήσουν να επιβιώσουμε. Είναι η λύση. Τώρα καταλαβαίνω!» Ο Άρτσερ έκανε ένα βήμα πίσω και έβγαλε ένα μαχαίρι από την τσέπη του.
Μπορεί όλα αυτά να έβγαζαν νόημα στον Άρτσερ... Αλλά η Φρέγια πίστευε πως δεν ήταν βρικόλακας και το αίμα της δεν θα έσωζε κανέναν...
«Δεν μπορεί να είμαι σαν την Βικτώρια! Δεν την ξέρω καν, δεν ξέρω ποια είναι, δεν μπορεί να είμαστε συγγενείς, δεν καταλαβαίνω! Δεν σας πιστεύω! Δεν μπορεί να είμαι απόγονος! Το αίμα μου είναι ανθρώπινο, δεν θεραπεύει κανέναν―»
Και τότε θυμήθηκε! Τα μάτια της γούρλωσαν και η φωνή της κόπηκε χωρίς να ολοκληρώσει την πρότασή της. Στο μυαλό της αναδύθηκε μια παλιά ανάμνηση... Ήταν μια από εκείνες που είχαν κρυφθεί στο σκοτάδι του υποσυνείδητου της, αλλά ακόμα δεν είχε βρει το ανάλογο ερέθισμα ώστε να την ξυπνήσει από το λήθαργο που είχε προκαλέσει στις αναμνήσεις της από το Όζαρκς εκείνη η μάγισσα που είχε κάνει το ξόρκι για να ξεχάσει.
Ο Άρτσερ την κοίταξε πανικοβλημένος μόλις συνειδητοποίησε πως η Φρέγια από τις φωνές που του είχε βάλει, στα καλά καθούμενα άρχισε να αποπροσανατολίζεται. «Τι συμβαίνει; Φρέγια;» Της φώναξε.
Μια ανάμνηση άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια και η νεαρή Μπλάκγουελ μεταφέρθηκε στον χωροχρόνο...
Στην ανάμνησή της, η Φρέγια, ήταν μόνη της και άκουγε δυο παιδικές φωνές να έρχονται από μακριά, χωρίς να καταλαβαίνει όμως από που. Της πήρε λίγα λεπτά για να καταλάβει αυτό που της συνέβαινε και που ήταν.
Σύντομα κατάλαβε πως βρίσκονταν κοντά στα ορυχεία, στις παρυφές του βουνού Βερμόντ. Έκανε ένα βήμα και βγήκε από το πυκνό δάσος στον ανοιχτό χώρο, μπροστά στο σκοτεινό τούνελ που οδηγούσε στα ορυχεία.
Με την άκρη του ματιού της εντόπισε δυο λεπτεπίλεπτες φιγούρες να τρέχουν προς το τούνελ. Αμέσως φοβήθηκε για τα δυο μικρά παιδιά και έσπευσε να τα ψάξει για να τα βγάλει με ασφάλεια από τα αποπροσανατολιστικά τούνελ που έμοιαζαν με λαβύρινθο.
Πέρασε ανάμεσα από βαγόνια, σκεπάρνια, σκάφες, μικρούς λόφους από βρεγμένο χώμα και φτυάρια καρφωμένα μέσα στο έδαφος. Στάθηκε μπροστά στην είσοδο του τούνελ και περίμενε μέχρι να προσαρμοστούν τα μάτια της στο σκοτάδι. Κοίταξε χαμηλά, ανάμεσα από τα πόδια της, και εντόπισε τις μεταλλικές γκρίζες ράγες που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες στο ορυχείο του Βερμόντ για τα βαγόνια. Αμέσως μόλις έβλεπε καλύτερα, ξεκίνησε να βαδίζει προς μικρό φαναράκι που εντόπισε στο σκοτάδι μπροστά της.
Οι δυο παιδικές φωνές ακούγονταν πια πιο καθαρά και έκαναν αντίλαλο στα τούνελ των ορυχείων. Της ήταν εύκολο να τις ακολουθήσει τελικά. Περπάτησε μερικά μέτρα ακόμα, μέχρι που αντίκρισε τον εαυτό της σε μικρότερη ηλικία μαζί με την επίσης μικρή Άζρα Τζάκσον.
Αμέσως θυμήθηκε την στιγμή! Το είχε ζήσει αυτό και ήταν μια από τις αναμνήσεις που είχαν διαγραφεί από την μνήμη της.
Έσπευσε να προσεγγίσει με αγωνία τα δυο κορίτσια για να δει τι έκαναν εκείνη την στιγμή, ήθελε να θυμηθεί. Η Φρέγια στάθηκε στην άκρη του τούνελ, φοβούμενη μην την δούνε. Κοίταξε προσεκτικά και η ανάσα της κόπηκε μόλις αντιλήφθηκε ότι τα δυο κορίτσια με αίματα στα χέρια, να είναι σκυμμένες και με προσοχή να πραγματοποιούν ένα μικρό «τελετουργικό». Ένα μικρό καφετί σκυλάκι, που είχε χαθεί στα τούνελ, βρίσκονταν ξαπλωμένο νεκρό ανάμεσά τους. Μετά από λίγο όμως, το αίμα τους είχε φέρει το σκυλάκι πίσω στην ζωή. Το τετράποδο γάβγισε, ενώ στην συνέχεια έτρεξε προς την έξοδο, προσπερνώντας της χωρίς να την βλέπει.
«Φρέγια!» Η βροντερή φωνή του Άρτσερ και τα ταρακουνήματά του την επανάφεραν βίαια στην πραγματικότητα. «Τι έπαθες; Τα έχασες!»
«Το αίμα μου!» Είπε χωρίς κανένας να καταλαβαίνει τι εννοεί.
Ξαφνικά τα ουρλιαχτά από το βάθος του δωματίου έκαναν όλους τους ―εκτός από εκείνη― να τρέξουν προς τον Νικ. Ήταν μια δύσκολη στιγμή. Το σώμα του βίωνε την απόλυτη φρίκη, ανείπωτοι πόνοι, σουβλιές στο κεφάλι και φωτιά στις φλέβες του.
«Δεν αντέχω άλλο!» Μουρμούρισε με δυσκολία ο Νικ και περισσότερα βογγητά ακολουθήσαν. «Κάντε το να σταματήσει...» Παρακάλεσε στο ύστατο στάδιο.
Ο Ντόριαν έσκυψε και τον αγκάλιασε σφιχτά πανικοβλημένος, τον βοήθησε να σηκωθεί καθώς κατάλαβε πως κάτι τέτοιο προσπαθούσε να κάνει αλλά δεν μπορούσε λόγω της κατάστασης. «Χρειαζόμαστε το αίμα σου, δεν καταλαβαίνεις την κρισιμότητα της κατάστασης; Δεν τον βλέπεις; Η ζωή σβήνει μέσα του!» Ούρλιαξε εξοργισμένος στην Φρέγια τρομοκρατώντας της.
«Ντόριαν!» Επενέβη ο Άρτσερ και στάθηκε ανάμεσά τους, φοβούμενος μην κάνει κάτι απρόοπτο ο φίλος του. «Την τρομοκρατείς!» Του ψιθύρισε σφίγγοντας τα δόντια του, με την άγρια όψη του να τον επισκιάζει.
«Αν δεν κάνουμε κάτι γρήγορα θα πεθάνει σε λίγα λεπτά, δεν τον βλέπεις;» Αγνοώντας τον Άρτσερ ξαναφώναξε. Ήταν συγκλονισμένος, δεν ήξερε τι να κάνει, τι να πει... Έτσι απλά επέστρεψε το βλέμμα του στον καρδιακό φίλο του. Είχαν περάσει τόσα μαζί, δεν μπορεί αυτό να είναι το τέλος! Δεν μπορούσε κανένας να τον αποχωριστεί. Και αυτό το τέλος, ήταν επώδυνο. Δεν μπορούσαν ούτε να του απαλύνουν τον πόνο, ώστε να φύγει ήσυχα.
Η Φρέγια άρχισε να οπισθοχωρεί έντρομη, με τα μάτια της γουρλωμένα, στραμμένα προς τον Ντόριαν που κρατούσε στα χέρια του το ετοιμοθάνατο βρικόλακα.
«Το αίμα μου δεν μπορεί να τον σώσει εάν δεν ενωθεί με της Άζρα.» Είπε και προκάλεσε το ενδιαφέρον όλων. Ποτέ δεν είχε σώσει κανένα ζωάκι μόνη της, πάντα μαζί της.
«Τι είναι αυτά που λες; Είσαι σαν την Βικτώρια, δεν χρειάζεσαι το αίμα κανενός.» Ο Ντόριαν προσπάθησε να την πείσει.
«Κι όμως, έχω κάνει κάποια πράγματα μαζί της. Ποτέ μόνη μου. Θυμάμαι τώρα! Όταν ήμασταν μικρές σώζαμε ετοιμοθάνατα ή ακόμα και νεκρά ζώα του δάσους. Μια φορά ένα κοράκι στο δασάκι πίσω από το σχολείο μας, μια φορά ένα σκύλο στα τούνελ των ορυχείων, άλλη φορά σκίουρους και άλλα ζώα... Ήμασταν μικρά παιδιά, ούτε ξέραμε τι κάναμε, αλλά θυμάμαι πως είχαμε επαναφέρει πολλά ζώα πίσω στην ζωή. Αλλά ποτέ δεν το έκανα μόνη μου και ποτέ δεν κάναμε κάτι παρόμοιο σε άνθρωπο! Δεν μπορεί να πετύχει!»
Ο Ντάνιελ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει άλλο τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να καθίσει άλλο άπραγος. Ο Νικ άρχιζε να πετρώνει και τα μάτια τους έχαναν την ζωντάνια τους. Δεν θα τον αφήσει να πεθάνει απόψε, όχι έτσι.
Έτσι, όρμισε με υπερφυσική δύναμη και κόλλησε την νεαρή Φρέγια στην κρύα επιφάνεια της καλύβας και με το βλέμμα του να την τρομοκρατεί την πίεσε στους ώμους με τα χέρια του για να παραμείνει ακίνητη. «Αν δεν μας δώσεις το αίμα σου, θα το πάρουμε με την βία. Κάνε το καλό χωρίς να αναγκαστώ να ενδώσω στις σκοτεινές παρορμήσεις μου. Προσπαθώ να με συγκρατήσω ώρα τώρα που σε ακούω να ξεστομίζεις ότι δεν ξέρεις αν μπορείς να βοηθήσεις. Δώσε μου το χέρι σου!» Έτεινε το δικό του ώστε να το πιάσει. «Τώρα!» Την πίεσε περεταίρω.
Η Φρέγια κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν μπορώ να σας βοηθήσω, δεν είμαι η Βικτώρια, δεν είμαι απόγονος, δεν είμαι Αυθεντική βρικόλακας!» Δάκρυα κύλισαν αργά στα βουρκωμένα μάτια της όσο βρίσκονταν κάτω από το απειλητικό βλέμμα και εχθρικό κράτημα του Ντάνιελ Κάρσον.
«Ντάνιελ, άφησέ την ελεύθερη αμέσως!» Φώναξε ενοχλημένη η αδελφή του. Η νεαρή Κάρσον περίμενε μια τέτοια αντίδραση από τον Ντάνιελ. Πάντα τα έχανε όταν κάποιος δικός τους κινδύνευε.
Ο Άρτσερ δεν το επέτρεψε να συνεχιστεί για πολύ ακόμα και μπήκε ανάμεσά τους ταχύτατα. Ο βρικόλακας άρπαξε την Φρέγια και την πήρε μαζί του έξω από την καλύβα. Η πόρτα έκλεισε απροσδόκητα γρήγορα πίσω τους και Φρέγια, μέσα σε δευτερόλεπτα, βρέθηκε να στέκεται κάτω από τα δέντρα και ανάμεσα στο σκοτάδι του δάσους. Είχε χάσει την ανάσα της και το στήθος πάλλονταν πάνω―κάτω απερίγραπτα γρήγορα.
Ο Άρτσερ την πλησίασε σιγά―σιγά, με αργές κινήσεις και στάθηκε μπροστά της. «Είσαι σαν την Βικτώρια, δεν είναι τυχαίο που μοιάζετε σαν δυο σταγόνες νερό, Φρέγια. Μπορεί να το αρνείσαι, μπορεί να φοβάσαι αλλά είναι η αλήθεια.»
Αλήθεια. Αυτή λέξη πίστευε πως θα της έδινε ανακούφιση κι όχι τρόμο.
«Άφησέ με να σε βοηθήσω, θα σου δείξω ότι δεν είσαι σε τόσο δύσκολη θέση όσο νομίζεις. Θα σε προστατεύσω!» Τα λόγια του χαράσσονταν στο νου της.
Πως θα την προστάτευε; Από τι;
Τα πόδια της λύγισαν και γρήγορα βρέθηκε να είναι γονατισμένη στο έδαφος. Ο Άρτσερ την μιμήθηκε, γονάτισε μπροστά της. Ήταν ένας ξένος. Τα μάτια του την έκαναν να πάρει μια ανάσα κι έπειτα ακόμα μια κι ακόμα μια... Ο άνδρας τοποθέτησε τα χέρια του πάνω στους ώμους της γυναίκας που βρίσκονταν εμπρός του, υποστηρικτικά, έδειχνε πως όλα όσα συνέβαιναν την είχαν λυγήσει. Έμοιαζε συντετριμμένη, αφού εκείνη έβλεπε πως έφτανε η συντέλεια του κόσμο ενώ εκείνος μια ακόμα νέα περιπέτεια.
«Βοήθησε με!» Παρακάλεσε ο Άρτσερ και έπειτα, η Φρέγια, απλά ένευσε θετικά. Θα τον βοηθούσε!
Στην συνέχεια την βοήθησε να σηκωθεί στα πόδια της. Της κράτησε το χέρι σφιχτά και βάδισαν πλάι―πλάι ως την καλύβα, όπου βρίσκονταν και οι υπόλοιποι. Άνοιξαν την πόρτα και πέρασαν μέσα, όμως, αυτό που αντίκρισαν τους διέλυσε, αφού είχαν φτάσει αργά...
Ο Νικ είχε πεθάνει.
Η Σέραφιν έκλαιγε γοερά στην αγκαλιά του Ντόριαν όσο εκείνος προσπαθούσε να δείξει θάρρος για εκείνη. Ο Ντάνιελ, κρατούσε τα χέρια του Νικ, ενώ ήταν καθισμένος δίπλα του όταν εκείνος άφησε τις τελευταίες του ανάσες. Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της Φρέγια φέρθηκε εκτός εαυτού. Έχασε την ηρεμία του ξανά και ο πόνος που είχε συσσωρευτεί μέσα του, προκάλεσε την έκρηξη οργής μέσα του. Αποχωρίστηκε τον Νικ και όρμισε απερίσκεπτα ξανά προς την Φρέγια, αλλά ο Άρτσερ ήταν ήδη αρκετά κοντά της ώστε να την προστατεύσει από το ξέσπασμά του. Πήρε τον διαλυμένο Ντάνιελ στην αγκαλιά του και τον κράτησε σφιχτά, μετέφερε το κέντρο βάρους του φέρνοντας τον Ντάνιελ στην πραγματικότητα, τον ανάγκασε να τον κοιτάξει κατάματα.
«Μείνε δυνατός, τίποτα ακόμα δεν τελείωσε!» Ψιθύρισε, με μια σπίθα αισιοδοξίας να ανάβει μέσα του.
Τα βουρκωμένα μάτια του Ντάνιελ στρέψαν μακριά την προσοχή τους από τον Άρτσερ. Στην συνέχεια γύρισε πλάτη κοιτάζοντας προς το σκοτεινό παράθυρο, αποφεύγοντας όλους όσους βρίσκονταν στην καλύβα.
«Ο Νικ πέθανε.» Συνειδητοποίησε.
Πως γίνεται ο Νικ να είχε πεθάνει έτσι απλά; Ήταν ένας από τους αγαπημένους του ανθρώπους! Δεν ήταν τόσο εύκολο να το δεχθεί.
Ήθελε να αγριοκοιτάξει την Φρέγια, αλλά μόλις γύρισε προς το μέρος όπου στεκόταν εκείνη έλειπε. Την έψαξε στην χώρο και την αντίκρισε να στέκεται τρεμάμενη δίπλα στο νεκρό σώμα του φίλου του. Ο Ντάνιελ γύρισε ανήσυχος προς τον Άρτσερ έτοιμος να του φωνάξει να την πάρει από κοντά του, γιατί αλλιώς θα την σκότωνε ―χωρίς να τον νοιάζει το πόσο έμοιαζε με την Βικτώρια.
Η Φρέγια πόνεσε με τα βλέμματα που είχαν οι γύρω της. Είχαν χάσει κάποιον δικό τους, που όλοι τους αγαπούσαν πολύ. «Θέλω να βοηθήσω, δεν γίνεται να τον αφήσουμε έτσι!» Είπε αποφασιστικά και πλησίασε περισσότερο προς τον Νικ. Τα μάτια του ήταν κλειστά, το πρόσωπό του παγερά ακίνητο, το δέρμα του γκρίζο σαν πέτρα και το σώμα του κοκαλωμένο. Ένας βρικόλακας κείτονταν νεκρός μπροστά στα μάτια της.
Ο Ντόριαν κοίταξε από κοντά εξεταστικά την Φρέγια. «Μπορεί να είναι αργά!» Ήταν έτοιμος να πεταχτεί και να την κάνει χίλια κομματάκια, καθώς τα συναισθήματά του δεν διέφεραν πολύ από αυτά του Ντάνιελ, αλλά η Σέραφιν του κράτησε τρυφερά το χέρι, κάνοντάς τον να μείνει κοντά της. Την κοίταξε συγκλονισμένος με τον χαμό του Νικ και σκούπισε τα δάκριά της ενώ την ίδια στιγμή την ευχαρίστησε σιωπηλά που ήταν εκεί κοντά του.
«Θα σας βοηθήσω, αλλά μετά από αυτό δεν θέλω να μου ζητήσετε τίποτα άλλο. Δεν θέλω να έχω καμία ανάμειξη με όλα αυτά.» Ανακοίνωσε βιαστικά, ενώ έπειτα η Φρέγια έψαξε για κάτι αιχμηρό. «Θέλω το μαχαίρι σου.» Κοίταξε προς τον Άρτσερ. Εκείνος πήγε ως το μέρος όπου το είχαν πετάξει νωρίτερα και το σήκωσε από το πάτωμα. Ύστερα, το έδωσε στο χέρι της και παρέμεινε στο πλάι της, σε περίπτωση που θα χρειαστεί την βοήθειά του. Τα μάτια του ήταν αρκετά βουρκωμένα, με την εικόνα του φίλου του, αλλά ακόμα δεν έχανε τις ελπίδες του... Θα περίμενε πρώτα από την Φρέγια να κάνει την προσπάθειά της και μετά, εάν δεν είχαν θετικό αποτέλεσμα, τότε μόνο θα θρηνούσε τον χαμό του Νικ Γκρίφιν.
Το μαχαίρι βυθίστηκε γρήγορα στην σάρκα της κοπέλας και κόκκινο αίμα κύλισε από την πληγή που η ίδια δημιούργησε. Ένας μορφασμός πόνου χαράχτηκε στο πρόσωπό της, το οποίο είδε ο Άρτσερ μαζί με τον δισταγμό της και τον φόβο για αποτυχία.
Αμέσως έσπευσε να την στηρίξει, να της διαγράψει οποιαδήποτε αμφιβολία είχε σχηματιστεί στο νου της. «Το αίμα είναι αίμα, Φρέγια.» Είπε εννοώντας πως μοιράζεται το αίμα των Αυθεντικών. «Έχεις το ίδιο με της Βικτώρια, έχεις το αίμα των Αυθεντικών, είσαι μια απόγονος. Είμαι σίγουρος. Θα δεις!» Μπορεί να μην είχε αποδείξεις για να πιστέψει πως η Φρέγια Μπλάκγουελ μπορούσε να επαναφέρει τον Νικ στην ζωή, όμως, πίστεψε στην κοπέλα, αλλά και στην θεωρία του ―πως ήταν όμοια με την Βικτώρια Ντουκέιν, όχι μόνο οπτικά, αλλά και στο είδος.
Η Φρέγια μετακίνησε το χέρι της στον αέρα με αργές κινήσεις και το έφερε σε επαφή με το ακριβές σημείο όπου βρίσκονταν η μολυσμένη πληγή του Νικ. Οι βρικόλακες παρατηρούσαν με δυσπιστία ―ο Ντάνιελ, η Σέραφιν και ο Ντόριαν― ήταν βέβαιοι πως ότι έκανε η Φρέγια ήταν άδικο, ενώ ο Άρτσερ περίμενε. Περίμενε να δει τι μπορεί να κάνει η Φρέγια.
Το αίμα της νεαρής Μπλάκγουελ εξαπλώθηκε πάνω στο νεκρό σώμα του Νικ. Πίεσε το χέρι της στην πληγή κι έπειτα οι κόκκινες σταγόνες άρχισαν να εισχωρούν στο κορμί του. Οι μαύρες φλέβες του βρικόλακα, ξεκινώντας από την ανοιχτή πληγή, άρχισαν να εξαφανίζονται και στην θέση τους μια κοκκινωπή απόχρωση διαγραμμίσεων πήρε την θέση τους. Το δηλητήριο εξαφανίζονταν. Η ανάσα της Φρέγια κόπηκε από έκπληξη και γρήγορα γύρισε να κοιτάξει τους υπόλοιπους.
«Δουλεύει! Δεν το πιστεύω πως δουλεύει!» Οι εύθυμες φωνές της ταρακούνησαν συθέμελα τους δύσπιστους βρικόλακες και επιβεβαίωσαν εκείνον που της είχε δείξει πίστη. Δάκρυα ανακούφισης κύλησαν στα μάγουλά της από τα γαλανά μάτια της. Αμέσως όλοι έσπευσαν να πλησιάσουν και να σταθούν γύρω της.
Το γκρίζο, ασθενικό χρώμα που κυριαρχούσε στο κορμί του νεκρού βρικόλακα σιγά σιγά εξαφανίζονταν και επέστρεφε στο φυσιολογικό του. Τα χείλη του και τα άκρα του ζωντάνεψαν και σύντομα όλοι τους γίνανε μάρτυρες ενός θαύματος, μιας νεκρανάστασης. Όσο ο Νικ θεραπεύονταν όμως, η Φρέγια ένιωθε να αρρωσταίνει και τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Σιγά σιγά ήρθε και μια ζαλάδα.
«Δεν μπορεί!» Ψιθύρισε πανικόβλητη η Σέραφιν.
«Πως γίνεται;» Την κοίταξε γεμάτος απορία ο Ντόριαν. Έπειτα σοκαρισμένος άφησε το χέρι της Σέραφιν κι απομακρύνθηκε από όπου στεκόταν όλοι τους προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι αντίκρισαν τα μάτια του.
Η Φρέγια πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνεχίσει και έπειτα εξέπνευσε πιεσμένη. Το σώμα της άρχισε να της στέλνει διάφορα προειδοποιητικά σήματα πως έπρεπε να σταματήσει.
«Δεν νιώθω καλά...» Αποκάλυψε την αδυναμία που ένιωθε.
Ο Άρτσερ, που στέκονταν πιο κοντά της, άπλωσε τα χέρια του και την κράτησε ώστε να μείνει όρθια. Ήταν μεν καθισμένη δίπλα στον Νικ, αλλά ο κορμός της λύγισε.
«Τι συμβαίνει;» Την κοίταξε από κοντά.
«Κάτι πάει στραβά!» Διαπίστωσε ο Ντάνιελ. «Τα μάτια της!» Είδε το κόκκινο χρώμα να αντικαθιστά το γαλάζιο. Ύστερα όταν τα είδαν όλοι πάγωσαν στο τι μπορεί αυτό να σημαίνει.
Ο Νικ είχε επιστρέψει στην ζωή και έδειχνε λες και δεν είχε πεθάνει ποτέ. Το σώμα του ήταν και πάλι απαλό ροζ ―όσο θα μπορούσε ένας βρικόλακας να είναι― και τα βλέφαρά του πετάρισαν. Αμέσως μετά, το στόμα του άνοιξε την ίδια στιγμή με τα μάτια του και ένας έντονος βαρύς βήχας ξεκίνησε. Πάλευε να ανασάνει εις βάθος, ώστε να φτάσει ο απαιτούμενος αέρας στα ταλαιπωρημένα πνευμόνια του για να κρατηθεί στην ζωή.
Η Σέραφιν, ο Ντόριαν και ο Ντάνιελ έτρεξαν να τον βοηθήσουν στο να συνέλθει, όσο την ίδια στιγμή, ο Άρτσερ προσπαθούσε να συγκρατήσει την Φρέγια για να μην λιποθυμήσει. Η διαδικασία ήταν εξαντλητική για εκείνη, έχανε τις αισθήσεις της και οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν όσο η ώρα περνούσε. Θυμόταν τον εαυτό της να κάνει κάτι παρόμοιο μόνο σε ζώα και πάντα μαζί με την Άζρα.
Ο Άρτσερ κάθισε στο πάτωμα κι έπιασε την κοπέλα που χάρισε το δώρο της ζωής στον φίλο του και της χαμογέλασε. Στήριξε το σώμα της πάνω στο δικό του, ενώ στην συνέχεια έπιασε με τις παλάμες του το πρόσωπό της. Την κοίταξε κι αντιλήφθηκε πως τώρα χρειαζόταν εκείνη την βοήθειά του.
Αμέσως το βλέμμα του σοβάρεψε. Δεν μπορούσε να μείνει άπραγος βλέποντάς της να χάνετε. Μεμιάς εμφάνισε τους κυνόδοντές του και δάγκωσε το εσωτερικό του καρπού του. «Πιες!» Της είπε ενώ παράταξε το χέρι της μπροστά στο πρόσωπό της.
Η Φρέγια ήταν έτοιμη να σβήσει στην αγκαλιά του βρικόλακα. Είχε πέσει αδύναμη στα πόδια του, χωρίς να μπορεί να μιλήσει ή να κουνηθεί. Με την θολή της όραση έβλεπε σκοτεινές φιγούρες να χορεύουν εύθυμα εμπρός της. Απομακρύνονταν από την πραγματικότητα και όλα τις φαίνονταν να καταρρέουν μαζί με την ίδια. Όμως μόλις η μεταλλική μυρωδιά του αίματος έφτασε στα ρουθούνια της αντιλήφθηκε τι έπρεπε να κάνει. Το αίμα του βρικόλακα θα την βοηθούσε! Όμως δεν μπορούσε να κινήσει καν τα χείλη της... Όλα στροβίλιζαν γύρω της, το φως έσβηνε και το κορμί της δεν υπάκουσε στις εντολές που έδινε ο εγκέφαλος...
Ο Άρτσερ βλέποντας πως δεν ανταποκρίνονταν, πίεσε το χέρι του στο στόμα της και εκείνη έκανε ότι ακριβώς και την προηγούμενη φορά. Δεν ντράπηκε αυτήν την φορά. Ήπιε το αίμα του βρικόλακα ―με τις θεραπευτικές ικανότητες― συνειδητοποιώντας ότι η ζωή της εξαρτώνταν από αυτό.
Εκείνη την στιγμή, λίγο πριν πέσει στον λήθαργο, που η νεκρανάσταση της προκαλούσε, υποσχέθηκε στον εαυτό της ένα πράγμα... Ότι μόλις συνέρχονταν, θα εγκατέλειπε αυτήν την καλύβα, δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά στο σκοτεινό δάσος του Όζαρκς και δεν θα συναντούσε ποτέ ξανά αυτούς τους βρικόλακες!
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Λοιπόν αυτή είναι η αλήθεια για την Φρέγια... Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro