33. The Silent Runner
Ο απόγονος της οικογένειας Κυνηγών, Κέβιν Ρουσσώ, βάδισε αργά ανάμεσα στις σκιές. Ήταν στο αίμα του το στυλ του Κυνηγού, ήξερε τι να κάνει χωρίς να του πει κανένας ποτέ τίποτα. Κινούνταν σαν αερικό μέσα στο παχύ σκοτάδι, ώστε κανένας ανεπιθύμητος περαστικός να μην αντιλαμβάνονταν την παρουσία του. Η στάση του μαρτυρούσε ετοιμότητα, αφού είχε ήδη περασμένο ένα ασημένιο βέλος στο τόξο που κρατούσε μπροστά στο στήθος του. Θα ήταν έτοιμος όταν ο άγριος λύκος, που ακούγονταν εδώ και ώρα από μακριά, θα περνούσε από μπροστά του σκοπεύοντας να τον κατασπαράξει.
Μόλις έφτασε στην κορυφή της βουνοπλαγιάς πέρασε από το υπαίθριο πάρκινγκ της κατασκήνωσης ελέγχοντας το σκηνικό. Κοίταξε από μακριά τις πορτοκαλί σκηνές που είχαν στήσει οι κατασκηνωτές στον ελεύθερο ανοιχτό χώρο, ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων. Από μια στιγμή στην άλλη αντιλήφθηκε το χάος που επικρατούσε πριν φτάσει κι ο ίδιος εκεί. Τα πράγματα αλλά και ο εξοπλισμός όσων είχαν κατασκηνώσει ήταν απλωμένα σε όλο τον χώρο.
Η ησυχία ήταν αυτό που τον πανικόβαλλε περισσότερο από όλα. Θα έπρεπε να ακούγονταν οι φωνές των εφήβων που είχαν πάει για κάμπινγκ. Τι τους είχε συμβεί πραγματικά; Ο Κέβιν παρέμεινε στις σκιές και προχώρησε σταθερά προς τις σκηνές, έχοντας τον νου του προς όλες τις κατευθύνσεις γύρω του, αφού βρίσκονταν όλο και πιο εκτεθειμένος με κάθε του βήμα προς την ανοιχτωσιά του κάμπινγκ.
Ο νεαρός κοίταξε από μακριά στα καμένα ξύλα που βρίσκονταν παραδίπλα του. Η φωτιά ήταν εμφανώς πρόσφατα σβησμένη. Αυτό ήταν το πρώτο σημάδι εγκατάλειψης του μέρους. Ήλπιζε να είχαν φύγει όλοι εγκαίρως και να μην τους είχαν κατασπαράξει οι λύκοι που παραμόνευαν στο σκοτεινό δάσος που τους περίκλειε.
Όσο προχωρούσε έφτανε και πιο κοντά στις σκηνές. Σύντομα συνάντησε και το πρώτο θύμα. Ένας νεαρός με ξανθό μαλλί βρίσκονταν ξαπλωμένος ανάσκελα, λίγο πιο έξω από την σκηνή του. Εκείνη ήταν αφημένη μισάνοιχτη, πιθανότατα γιατί προσπάθησε να βγει από αυτήν όταν τους επιτέθηκαν και ίσα που πρόλαβε να την ανοίξει ώστε να περάσει. Ο ξανθός νεαρός είχε βαθιές δαγκωματιές αλλά και εκδορές από τα μεγάλα νύχια των βουνίσιων λύκων σε όλο του το σώμα. Τα εντόσθια από την κοιλιά του ήταν εκτεθειμένα, σε κοινή θέα, κι έκαναν τον Κέβιν να αναγουλιάσει για μια στιγμή με το κατακρεουργημένο θύμα. Αλλά πήρε το βλέμμα του γρήγορα αλλού, για να καταλήξει να εντοπίσει ακόμα δυο πτώματα... Αυτήν την φορά ήταν ένα κορίτσι κι ένα αγόρι. Ήταν κι αυτοί στην ίδια κατάσταση, το σώμα τους βεβηλωμένο από τα θηρία του δάσους με κόκκινο αίμα να ρέει στο νεκρό σώμα τους από τις ανοιχτές πληγές τους.
Ο Κέβιν έσφιξε τα δόντια του και προχώρησε ανάμεσα από τις σκηνές, ευχόμενος να μην συναντήσει με τον ίδιο τρόπο και τον αδερφό του. Προσευχήθηκε πολύ εκείνη την νύχτα, για τον Ράφαελ... Για να τον βρει ζωντανό!
Είχε την ατυχία να συναντήσει ακόμα μερικά πτώματα στην πορεία του και αυτό τον έκανε όλο και πιο απαισιόδοξο στο να βρει ζωντανό τον μικρό του αδερφό. Συνέχισε όμως την αναζήτηση. Όσο βάδιζε, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο και προσελκύσει ανεπιθύμητους μπελάδες, η ακοή του εντόπισε έναν μακρινό ήχο. Ήταν μια ανάσα, άστατη και έντονη. Αμέσως προσπάθησε να εντοπίσει την πηγή του. Ίσως να ήταν ο Ράφαελ! Με την ελπίδα αυτή ελίχθηκε πιο γρήγορα στο κάμπινγκ κοιτάζοντας ακόμα και μέσα στις σκιές.
Σύντομα βρέθηκε αντιμέτωπος με μια νεαρή φοβισμένη κοπέλα. Ήταν γύρω στα τέσσερα με πέντε χρόνια μικρότερή του. Υπέθεσε γρήγορα ότι θα πήγαινε λύκειο. Τα χέρια της ήταν βουτηγμένα στο αίμα και το πρόσωπό της φώναζε απελπισία. Τα καστανά μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και υπήρχαν μερικά φύλλα και ξερά χόρτα μπερδεμένα μέσα τους. Δεν μπορούσε ούτε στο ελάχιστο να φανταστεί τι είχε βιώσει η συγκεκριμένη κοπέλα, τον τρόμο και την αγωνία που έζησε βλέποντας τα όσα διαδραματίστηκαν στους κατασκηνωτές.
Ο Κέβιν δεν τόλμησε να μιλήσει. Κάθονταν και την κοίταζε, όρθιος, στεκούμενος απέναντί της ακίνητος και σαστισμένος παρακολουθώντας της να ανασάνει άρρυθμα από το μεγάλο σοκ που υπέστη. Η επόμενη κίνησή του ήταν να κρεμάσει το τόξο του στην πλάτη του έτσι ώστε να μπορέσει να βοηθήσει την τραυματισμένη κοπέλα. Λύγισε τα γόνατά του και την προσέγγισε. «Έχεις χτυπήσει;» Την ρώτησε ψιθυρίζοντας.
Αμέσως η κοπέλα ξέσπασε σε γοερά κλάματα. «Τα τέρατα του δάσους μας επιτέθηκαν!» Είπε ανάμεσα στους λυγμούς της. «Είμαι μόνη μου εδώ και ώρα...»
«Πως σε λένε;» Προσπάθησε να την κάνει να νιώσει πιο οικεία αλλά και να την αποσπάσει από την εξαιρετικά αγωνιώδες κατάσταση που βίωναν.
«Έλεν.» Του αποκάλυψε στραβοκαταπίνοντας.
«Εγώ είμαι ο Κέβιν.» Είπε κι εκείνος και έπειτα η Έλεν ένευσε καταφατικά.
Ο Κέβιν έγειρε το κεφάλι του δεξιά, για να κοιτάξει πλάι στην Έλεν, που ήταν κρυμμένη πίσω από δυο μεγάλους κάδους ανακύκλωσης, από την μεριά του ελατόδασους. Είδε ένα απλωμένο κι ακίνητο χέρι να κείτεται άψυχο στο έδαφος. Υπέθεσε αμέσως πως ακόμα ένας νεκρός κείτονταν στο πλάι της.
«Οι λύκοι μπορεί να μην έφυγαν. Πρέπει να φύγουμε από εδώ, Έλεν!» Της επισήμανε.
«Όλοι έχουνε πεθάνει...» Είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα στο τέλος προσπαθώντας να ηρεμίσει.
Η καρδιά του Κέβιν σφίχτηκε. «Θα σε βοηθήσω να σηκωθείς, βιώνεις ένα σοκ.» Είπε αμέσως μετά έκανε ότι είπε.
Τώρα, μαζί με την Έλεν, συνέχισε να περιπλανιέται στο κάμπινγκ ψάχνοντας για επιζώντες. Αν και το κάμπινγκ βρίσκονταν σε απόλυτη νεκρική σιγή, ήλπιζε να βρει μερικούς ακόμα επιζώντες, και κυρίως τον Ράφαελ.
«Περίμενε εδώ!» Της ζήτησε να σταθεί στην σκιά ενός αυτοκινήτου. «Θα κρυφτείς μέσα σε ένα από τα αυτοκίνητα, ώσπου να έρθει η αστυνομία.» Αποκάλυψε το πλάνο του στην κοπέλα. Έπιασε με το χέρι του το χερούλι από το πρώτο αμάξι που συνάντησαν για να δει εάν ήταν ανοιχτό ώστε να κρύψει την Έλεν εκεί όσο εκείνος θα συνέχιζε. Για κακή του τύχη ήταν κλειδωμένο, έτσι συνέχισε στο δεύτερο. Εκείνο άνοιξε, αλλά μαζί με αυτό ενεργοποιήθηκε και ο συναγερμός του! Ένας διαπεραστικός και συνεχόμενος σφυριχτός ήχος ήχησε ανάμεσα στα βουνά, τόσο δυνατός που ήταν ικανός να προσελκύσει όλους τους λύκους που βρίσκονταν κοντά τους.
Ο Κέβιν και η Έλεν έχασαν την ανάσα τους. Γιατί το άνοιξες το αναθεματισμένο; Είπε στον εαυτό του. Πανικός τον πλημύρισε μέσα σε δευτερόλεπτα μαζί με χιλιάδες σκέψεις για το τι έπρεπε να κάνει στην συνέχεια ώστε να την βγάλουν καθαρή.
Τα άκρα της κοπέλας μούδιασαν και τα έχασε. «Θα μας βρούνε!» Φώναξε στον Κέβιν με την φωνή της να τρέμει.
Ο ήχος συνέχιζε και ο Κέβιν ακόμα δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Άρχισε να βαράει το ταμπλό με το χέρι του και έπειτα το κλότσησε κιόλας, μπας και κατάφερνε να το κάνει να σταματήσει, αλλά τίποτα δεν άλλαξε καθώς δεν έλεγε να σταματήσει. Μέσα στην ησυχία, ο συναγερμός του αυτοκινήτου, λειτουργούσε ως φάρος για τους πεινασμένους άγριους λύκους του Όζαρκς, στέλνοντας μια μανιασμένη ορδή τεράτων ευθεία κατά πάνω τους. Και σύμφωνα με τα πρόσφατα νέα που έλαβε από τον Λουκ, οι λύκοι του Όζαρκς είχαν αυξηθεί δραματικά τελευταία, οπότε θα είχαν μεγάλη παρέα πολύ πολύ σύντομα.
«Πάμε να φύγουμε από εδώ!» Δεν πρόλαβε να κάνει βήμα κι ένα γρύλισμα ακούστηκε από πίσω τους. Ένας λύκος στέκονταν υπερήφανα στην γραμμή των δέντρων. Ο Κυνηγός κοίταξε το άγριο θηρίο στα μάτια. Ήταν σίγουρα λυκάνθρωπος! Το βέλος του Κέβιν ήταν σε πλήρη ετοιμότητα, αλλά το σοκ τον έκανε να αργήσει μερικά δευτερόλεπτα να δράσει.
Τόσο λίγο χρειάστηκε κι ο λυκάνθρωπος για να πηδήξει ψηλά στον αέρα και να προσγειωθεί στην Έλεν που βρίσκονταν πιο κοντά σε εκείνον. Ο Κέβιν δεν πίστευε στα μάτια του, αφού ο λυκάνθρωπος κατασπάραζε την νεαρή κοπέλα μπροστά στα μάτια του. Όσο εκείνη ούρλιαζε και χτυπιόταν μάταια, ο Κέβιν έριξε τρεις ή τέσσερις φορές με το βέλος του προς τον λύκο λαβώνοντάς τον σημαντικά και προκαλώντας του βαθύ πόνο. Τα βέλη που χρησιμοποιούσε ήταν ειδικά κατασκευασμένα για να σκοτώσουν έναν λυκάνθρωπο. Ήταν ασημένια και βουτηγμένα σε λυκοπένιο που είναι συστατικό άκρως θανατηφόρο για τους λυκάνθρωπους. Η νεαρή κοπέλα γρήγορα υπέκυψε στα τραύματά της, αφού ο λυκάνθρωπος δεν είχε δείξει έλεος. Μετά από λίγο όμως σταμάτησε κι έκανε πίσω αφού ο Κυνηγός τον είχε σημαδεύσει επιτυχώς. Ο λυκάνθρωπος κοίταξε τον νεαρό άνδρα στα μάτια έτοιμος να εκδικηθεί για τις βολές που δέχθηκε.
Ο Κέβιν ετοιμάστηκε περνώντας γρήγορα ένα καινούριο βέλος στο τόξο του. Την στιγμή που το ασημένιο βέλος απελευθερώθηκε από το κράτημά του κι έσχισε τον αέρα ο Κυνηγός ένιωσε ένα ξαφνικό τράβηγμα από πίσω του.
Κάποιος τον τράβηξε με σκοπό να τον σώσει από τον λυκάνθρωπο και σε ανύποπτο χρόνο τον παρέσυρε μαζί του στο σκοτάδι του δάσους. Αμέσως κατάλαβε πως έπρεπε να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία που το δόθηκε για να γλυτώσει κι έτσι άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την καρδιά του βαθύ μαυριδερού δάσους.
Όσο έτρεχε στο πλάι του άγνωστου σωτήρα του, μακριά από τον λυκάνθρωπο, γύρισε περίεργος για να τον κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Τα πόδια του είχανε πάρει φωτιά αλλά ο Κέβιν τα ξέχασε όλα με μιας, μόλις αντίκρισε τον νεαρό που έτρεχε δίπλα του. Τα μάτια του εντόπισαν τον Ράφαελ κι ένα γιγάντιο χαμόγελο ικανοποίησης αντικατέστησε την αγωνία του.
[...]
Μόλις τα δυο αδέρφια βρέθηκαν σε ασφαλές έδαφος, μακριά από το κάμπινγκ σταμάτησαν να τρέχουν. Οι ανάσες τους είχαν συγχρονιστεί και το λαχάνιασμά τους ήταν τόσο έντονο που προκάλεσε και στους δυο δυνατό βήχα.
«Τι στο καλό; Τόξο είναι αυτό;» Είπε με δυσκολία ο Ράφαελ, πιάνοντας το στήθος του. Ένιωθε κάτω από τα σπλάχνα του, την καρδιά του να πάλλεται σαν τρελή έτοιμη να πηδήξει και να βγει έξω. Ο Κέβιν έπαιρνε βαθιές ανάσες ακόμα και δεν κατάφερε να του δώσει κάποια απάντηση «Την είδες Ρομπέν των δασών τώρα;» Αστειεύθηκε μαζί του κάνοντάς τον να γελάσει δυνατά.
Του είχε λείψει ο παλιός Ράφαελ. Είχε καιρό να τον ακούσει να αστειεύεται... «Είναι μεγάλη ιστορία.» Του είπε τελικά, αναφερόμενος στο τόξο. Δεν του είχε πει τίποτα ακόμα για το ότι βρήκε το ημερολόγιο της οικογένειά τους κι ό,τι ανακάλυψε διαβάζοντάς το.
«Οκ...» Ένευσε καταφατικά νεύοντας το κεφάλι του. «Μια άλλη φορά τότε.»
«Είσαι καλά;» Δεν άργησε να ρωτήσει ο Κέβιν. Μόλις συνήλθε τον πλησίασε για να τον ελέγξει κι από κοντά.
«Ούτε γρατζουνιά.» Χαμογέλασε ο μικρότερος Ρουσσώ.
«Πως είναι δυνατόν αυτό;» Απόρησε έκπληκτος ο Κέβιν. Είχε δει τόσα πτώματα στο κάμπινγκ. Πως ξέφυγε από τους λυκάνθρωπους ο αδερφός του;
«Δεν ήμουν εκεί όταν επιτέθηκαν...»
«Και που ήσουν τότε;» Τινάχτηκε ξαφνιασμένος.
«Πήγα να αγοράσω αυτό, κοντά σε μια ξύλινη καλύβα στο δάσος...» Εμφάνισε ένα μικρό σακουλάκι γεμάτο ένα λευκό μείγμα σκόνης, σηκώνοντας τα φρύδια του, έτοιμος να δεχθεί την επίπληξη του μεγάλου αδερφού του.
«Αα...» Είπε απλά. Στην συνέχεια ο Κέβιν ξεφύσιξε δυνατά αποβάλλοντας κάθε ανάσα που πήρε. Είχε συσσωρεύσει μια μεγάλη ποσότητα πίεσης μέσα του εκείνο το βράδυ. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί πάνω σε αυτό που κρατούσε ο Ράφαελ και παρόλο το θυμό που είχε βαθιά μέσα του, χωρίς να το παραδέχονταν ανοιχτά, ένιωθε ιδιαίτερα ευγνώμον που ο αδερφός του πήγε τελικά σε αυτή την αγοραπωλησία την ώρα της επίθεσης των λύκων.
Για μια στιγμή θυμήθηκε ότι του είχε πάρει το άλλο σακουλάκι που είχε το μεσημέρι. Εάν δεν το είχε κάνει αυτό τότε, ίσως ο Ράφαελ να βρίσκονταν στο κάμπινγκ την ώρα που εμφανίστηκαν οι λυκάνθρωποι. Για λίγο παρέμεινε σιωπηλός σκεπτόμενος την τροπή που πήραν εν τέλη τα πράγματα, εκτιμώντας την στιγμή αυτή που τον είχε σώο και αβλαβή μπροστά του.
«Δεν έχει φωνές;» Απόρησε ο Ράφαελ.
«Μου φτάνει που είσαι ζωντανός.» Παραδέχθηκε ο Κέβιν. Δεν παρέλειψε όμως να απλώσει το χέρι του και να αιφνιδιάσει τον Ράφαελ με το να του κλέψει μέσα από τα χέρια τα ναρκωτικά που μόλις είχε προμηθευτεί.
«Τι στο...» Είπε εκνευρισμένος.
«Τέλος αυτά.» Τον κοίταξε αγριεμένος, αλλά γρήγορα μαλάκωσε, ήθελε να του μιλήσει κι έπρεπε να τον ακούσει καλά. «Σου έχω μερικές αποκαλύψεις, αν συνεργαστείς.» Μιλούσε για την ταυτότητα της οικογένειά τους.
Ο Ράφαελ ρόλλαρε τα μάτια του, ξενέρωτα. «Εντάξει.» Δέχθηκε, χωρίς να το πολυσκεφτεί. Η πραγματικότητα ήταν ότι φέρθηκε παρορμητικά, όπως και τότε που πήρε για πρώτη φορά κοκαΐνη με τον Χέιμις. Μόνο που αυτήν την φορά, αυτή του η απόφαση ήταν προς το συμφέρον του.
Ο Κέβιν δεν κατάλαβε γιατί αποδέχθηκε αυτό που του είπε, τόσο γρήγορα, και μάλιστα χωρίς να δώσει μάχη πρώτα. Μπορεί να σκέφτηκε ότι θα αγόραζε την επόμενη μέρα ένα νέο σακουλάκι ή επιτέλους κατάλαβε ότι αυτά τα σκουπίδια του προκαλούσαν κακό κι αποφάσισε να ακούσει τον αδερφό του. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν θα μάθαινε...
«Πρέπει να πάμε να βοηθήσουμε όποιον επέζησε της επίθεσης.» Έδειχνε αποφασισμένος ο Κέβιν. Θα το έκανε με ή χωρίς τον Ράφαελ. «Τα έχασα όταν εκείνος ο λυκάνθρωπος έτρεξε κατά πάνω μας... και η Έλεν πέθανε εξαιτίας μου!» Οι τύψεις τον χτύπησαν κατακέφαλα.
«Δεν θα μπορούσες να την είχες σώσει, ότι κι αν είχες κάνει θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα.» Προσπάθησε να τον αποφορτίσει ο Ράφαελ.
«Δεν μπορώ να σκέφτομαι ότι υπάρχουν κι άλλα άτομα που βιώνουν την αγωνία που είδα στα μάτια της Έλεν!» Παραδέχθηκε. «Δεν έπρεπε να πεθάνει η Έλεν, εγώ φταίω!» Ήταν ιερό καθήκον του εξάλλου να σκοτώσει αυτά τα πλάσματα ως Κυνηγός.
Ίσως τελικά αυτή να ήταν πράγματι η κατάλληλη στιγμή για να αποκαλύψει την αλήθεια στον Ράφαελ. Δεν του ήταν άγνωστη η ύπαρξη του υπερφυσικού, ήξερε για όλα τα πλάσματα των σκιών... Μάγους, μάγισσες, βρικόλακες και λυκάνθρωπους καιρό τώρα. Οπότε δεν θα του ήταν δύσκολο να τον ακούσει και πιστέψει.
Έτσι ξεκίνησε να του μιλά για αυτό... Για το ότι είναι Κυνηγοί.
Του περιέγραψε αρχικά το τι διάβασε στο καφετί βιβλίο με τις κιτρινισμένες και φθαρμένες σελίδες που βρήκε στην παλιά κρεβατοκάμαρα των γονιών τους και στην συνέχεια το έκανε πιο συγκεκριμένο κάνοντάς του την μεγάλη αποκάλυψη για την πραγματική τους ταυτότητα. Ο Ράφαελ στην αρχή απορούσε, γιατί δεν τους το είχαν πει οι γονείς τους ποτέ; Δεν δίστασε όμως να εμπιστευτεί τον αδερφό του. Ο μικρότερος Ρουσσώ, πάντα πίστευε ότι μια περίεργη ατμόσφαιρα πλανιούνταν πάνω από την οικογένειά του και τώρα επιβεβαιώθηκε. Έπειτα, μερικές ύποπτες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του, περί του παράξενου και άκρως ξαφνικού θανάτου των γονιών τους, πριν δυο με τρία χρόνια. Αλλά αυτά ήταν απλά υποθέσεις και μια μεγάλη κουβέντα που έπρεπε να γίνει μια άλλη φορά...
Ο Ράφαελ στράφηκε προς την σελήνη. Τα μάτια του παγιδεύτηκαν στο απόκοσμο θέαμα που του πρόσφερε ο νυχτερινός ουρανός. Η όψη του σκλήρυνε και τα μισά χαρακτηριστικά του προσώπου του κρύφτηκαν στις σκιές όταν επέστρεψε το βλέμμα του προς το Κέβιν. Το φως του φεγγαριού έπεφτε μόνο από τα δεξιά του τώρα. «Δεν περίμενα ποτέ από την οικογένειά μας κάτι τέτοιο!» Αποκάλυψε.
«Είμαστε Κυνηγοί και πρέπει να βοηθήσουμε όσους βρίσκονται στο κάμπινγκ.» Συμπλήρωσε ο Κέβιν έχοντας ακόμα στο πίσω του μυαλού του τα ουρλιαχτά της αδικοχαμένης Έλεν.
«Τώρα εξηγείται που βρήκες το τόξο και τα βέλη. Έχουμε κι άλλα όπλα;» Τον ρώτησε ο αδερφός του, δείχνοντας ενθουσιασμένος με το ενδεχόμενο να είναι ισχύει κάτι τέτοιο.
Ο Κέβιν ένευσε καταφατικά επιβεβαιώνοντάς τον. «Μπορώ να σου τα δείξω όταν γυρίσουμε σπίτι.»
Ο αδερφός του μόνο που δεν χοροπήδησε από την χαρά του. Δεν περίμενε να πάρει τέτοια περιπετειώδες στροφή η βαρετή και άσημη ζωή του. Δεν είχε τίποτα που να τον έκανε να θέλει να γίνει καλύτερος άνθρωπος, τόσο ώστε να προσπαθήσει να βελτιωθεί προς το καλό. Από τότε που έχασε τους γονείς του έτσι ακριβώς ένιωθε. Τώρα μάλλον βρήκε κάτι που θα τον κρατούσε αφοσιωμένο. Ο Κέβιν αντιλήφθηκε αυτή την σκέψη του Ράφαελ αφού φάνηκε κάτι στο βλέμμα του, μια σπίθα. Ελπίδα γεννήθηκε στα μάτια του.
«Πάμε!» Βροντοφώναξε ο Ράφαελ δίνοντας έναν ξεχωριστό τόνο στην διάσωσή τους.
Ο Κέβιν είδε πως δεν είχε χάσει τον αδερφό του τελικά... Κάτι μέσα του, του έλεγε πως θα είχαν καλύτερες μέρες. Προς το παρόν έπρεπε να τα βάλουν με μερικούς λυκάνθρωπους που ξεπάστρεψαν ένα τσούρμο εφήβους. Έπρεπε να τους σκοτώσουν για να πάρουν εκδίκηση.
[...]
Στην άλλη πλευρά του Όζαρκς, μακριά από το κάμπινγκ, τα πράγματα δεν έδειχναν τόσο αισιόδοξα. Αντιθέτως, σύντομα θα έπαιρναν μια σατανική στροφή και τα δυο κορίτσια θα βρίσκονταν από την μια στιγμή στην άλλη σε κίνδυνο.
Προς το παρόν η Άζρα Τζάκσον χάραζε πορεία και η Φρέγια Μπλάκγουελ ακολουθούσε σιωπηλή. Ήταν λες και το δάσος «μιλούσε» στην νεαρή Τζάκσον, ένιωθε την δύναμη των αρχαίων κορμών και την φύση να την καλωσορίζει στο «σπίτι» της.
Τα δυο κορίτσια, δεν αντάλλαζαν κουβέντες εδώ και ώρα, καθώς η αγωνία και των δυο τους, για τους δυο Ρουσσώ, είχε γιγαντωθεί. Η Άζρα υπέθεσε ότι ο Κέβιν θα είχε ξεχάσει το κινητό του στην θέση του οδηγού στο τζιπ και για αυτό δεν της απαντούσε... Σε μια ώρα θα ξημέρωνε και μόλις θα απλώνονταν το φως πάνω από την πόλη τους θα έβρισκαν το σωστό μονοπάτι που θα τους έβγαζε σε κάποιο σημείου του κεντρικού δρόμου και θα βρίσκονταν με τον Κέβιν. Ήλπιζαν να περνούσε γρηγορότερα η ώρα, γιατί όσο περισσότερο έμεναν μέσα στο σκοτεινό δάσος, οι σκιές του έμοιαζαν όλο και πιο τρομακτικές και ήταν λες και έπαιρναν ζωή μπροστά στα μάτια τους.
Μια ακόμα σκιά, που βρέθηκε στο οπτικό πεδίο της Φρέγια, της φάνηκε να ζωντανεύει ξανά. Όμως δεν έδωσε σημασία αφού είχε την ίδια εμπειρία και λίγα βήματα πιο πίσω και πιο πίσω και ακόμα πιο πίσω. Ήταν όμως λες και η ίδια σκιά να βρίσκονταν παντού κι έπαιζε ένα παιχνίδι κρυφτού μαζί της ακολουθώντας την όποια πορεία κι αν έπαιρνε. Σύντομα πέρασε από το μυαλό της κάτι αναπάντεχο και παράδοξο.
«Νομίζω μας παρακολουθούν.» Ψιθύρισε στην Άζρα, κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά τους.
«Δεν υπάρχει ψυχή στο δάσος τέτοια ώρα Φρέγια, κι αν ήταν λύκος θα το είχαμε καταλάβει.» Την καθησύχασε συνεχίζοντας να προχωράει, μα δεν τα κατάφερε να την πείσει.
«Κι αν είναι κάτι άλλο;» Στραβοκατάπιε έντρομη για αυτό το ενδεχόμενο. Η Φρέγια κοίταξε πιο προσεκτικά προς το μέρος στα δεξιά της. Η ίδια σκιά τώρα έμοιαζε να είναι πιο κοντά της. Αμέσως μετά παρατήρησε έναν διαχωρισμό, η σκιά άρχισε να διαιρείται σε περισσότερες, καθώς φιγούρες ξεπετάγονταν από αριστερά και δεξιά της. «Άζρα!» Δεν πρόλαβε να την προειδοποιήσει και μια θολούρα μαζί με μια βοή πέρασε από μπροστά τους κι άρπαξε μια από τις δυο.
Αυτή που είχε μείνει μόνη της ήταν η Φρέγια... Άρχιζε να παραλύει από τον φόβο της, αφού δεν ήξερε τι κρύβονταν στις σκιές και παραμόνευε για αυτήν. Κάτι άρπαξε στην Άζρα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, παρά να τσιρίξει τρομοκρατημένη μέσα στην άβυσσο του μαύρου δάσους...
«Ποιος είναι;» Φώναξε δείχνοντας απελπισμένη. «Άζρα; Που είσαι;» Περπάτησε στα τυφλά.
Το φως του φεγγαριού δεν βοηθούσε ιδιαίτερα σε εκείνο το σημείο, αφού τα δέντρα ήταν πολύ πυκνά και δεν επέτρεπαν στο φως να διαπεράσει τα φυλλώματά τους. Η Φρέγια ακινητοποίησε τον εαυτό της. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα παραπέρα. Ακούμπησε το κορμό της πάνω σε ένα δέντρο και γλίστρησε κατά μήκος, βρίσκοντας το έδαφος, όπου και παρέμεινε καθισμένη. Δάκρυα τρόμου άρχισαν να κυλάνε στα μάτια της και όσο περνούσε η ώρα ένιωθε όλο και πιο μόνη. Αυτό το παιχνίδι της αναμονής ήταν που την σκότωνε. Ανησυχούσε όμως για την Άζρα περισσότερο, από ότι για τον εαυτό της. Τουλάχιστον ήξερε ότι η ίδια δεν είχε πάθει κακό, ακόμα. Αυτό όμως δεν το ήξερε για την Άζρα...
Μόλις ύψωσε τα μάτια από το έδαφος ήρθε αντιμέτωπη με την ίδια σκιά, μόνο που δεν ήταν μια. Ήταν πέντε.
«Ποιος είναι εκεί;» Ξαναείπε και πετάχτηκε σαν σφεντόνα από το γρασίδι.
Οι σκιές την πλησίασαν και τα χαρακτηριστικά τους αναδύθηκαν από το σκοτάδι. Ήταν τέσσερις νεαροί άνδρες και μια νεαρή γυναίκα. Το βλέμμα της πλανεύτηκε ανάμεσά τους εξεταστικά, εκτιμώντας το μέγεθος του κινδύνου που είχε αντίκρυ της.
«Τι κάνατε στην φίλη μου;» Τόλμησε να πει. Δεν ήξερε που έβρισε αυτό το θάρρος πολλές φορές. Μάλλον ήταν κρυμμένο βαθιά μέσα της και εμφανίζονταν όταν το είχε περισσότερο ανάγκη. Ήταν η ασπίδα της.
«Μην ανησυχείς για αυτήν.» Της μίλησαν για πρώτη φορά. Ένας καστανόξανθος τύπος την πλησίασε και στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Ανάμεσά τους υπήρχαν μόλις μερικά εκατοστά κενού.
Η Φρέγια, μύριζε το άρωμά του κι ένιωθε την ανάσα του. Κοίταξε από πιο κοντά αυτή την φορά το πρόσωπο του ξένου. Ήταν πιο γοητευτικός από ότι περίμενε. Μέσα της κάτι σκίρτησε και σύντομα κατάλαβε ότι ήταν η καρδιά της. Ένιωθε περίεργα και ο φόβος της από το πουθενά είχε καταλαγιάσει. Τον ήξερε! Φυσικά και τον αναγνώριζε τώρα. Κανονικά δεν θα τον θυμόταν, αλλά μετά την επίπονη τελετή που έκαναν οι μάγισσες για την Φρέγια, όλες οι αναμνήσεις της είχαν απελευθερωθεί στο μυαλό της.
Ήταν ο βρικόλακας που την είχε σαγηνεύσει έξω από την Ακαδημία, αφού την είχε ρωτήσει για την Βικτώρια Ντουκέιν.
Ήταν ο βρικόλακας που την είχε σώσει τότε στον δρόμο όταν τρεις άλλοι βρικόλακας προσπάθησαν να την επιτεθούν.
Την παρακολούθησε εδώ και πολύ καιρό... Από την στιγμή που έμαθε ότι κατέφθασε στην πόλη!
«Για σένα ήρθαμε.» Της αποκάλυψε. «Η φίλη σου είναι ασφαλής, προς το παρόν. Πες ότι είναι η εγγύησή σου, εάν συνεργαστείς μαζί μας, δεν θα πάθει τίποτα.» Μετέφερε ένα κύμα ανατριχίλας και κρύου η φωνή του στην κοπέλα που στέκονταν απέναντί του.
«Τι θέλετε από εμένα;» Η φωνή της ακούστηκε σαν ψίθυρος μέσα στο βαθύ σκοτάδι του δάσους.
«Την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.» Κούνησε το χέρι του και έκανε σήμα στους υπόλοιπους να τον πλησιάσουν και να σταθούν δίπλα του.
«Ξέρω τι θα με ρωτήσεις!» Η Φρέγια τον κοίταξε στα μάτια γενναία.
Ο ξένος παραξενεύτηκε. Τι θα του έλεγε η Φρέγια;
«Θα με ρωτήσεις για την Βικτώρια Ντουκέιν.» Του χαμογέλασε πονηρά μόλις είδε την έκπληξη να γιγαντώνεται στο βλέμμα του, αφού πιάστηκε απροετοίμαστος ο άνδρας.
Οι υπόλοιποι, που στέκονταν πλάι του, πλησίασαν ακόμα περισσότερο και την περικύκλωσαν κάνοντάς την να νιώσει μεγαλύτερη απειλή. Τα μάτια τους έγιναν μαύρα σχεδόν ταυτόχρονα και οι φλέβες τους εμφανίστηκαν στην επιφάνεια του λευκού προσώπου τους, στο ίδιο χρώμα. Η Φρέγια αναστατώθηκε μόλις θυμήθηκε ότι το είχε ξαναδεί αυτό. Ήταν βρικόλακες.
«Μην αρνηθείς ποτέ ξανά, με άκουσες;» Ακούστηκε σε απειλητικό τόνο ο ίδιος βρικόλακας. Η Φρέγια τον κοίταξε τρομαγμένη. «Γιατί κρύβεσαι; Σε βρήκαμε Βικτώρια, πιάστηκες! Μην μας κοροϊδεύεις άλλο.» Της είπε χαμογελώντας διάπλατα, με ικανοποίηση. «Τώρα θα πάρεις αυτό που σου αξίζει!» Πρόσθεσε.
Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα μάτια της κοπέλας, το βλέμμα της τον παρακαλούσε να την αφήσει ήσυχη και να μην της κάνει κακό.
Ο βρικόλακας δεν δίστασε και με μια του κίνηση αναισθητοποιήσει την Φρέγια Μπλάκγουελ, καρφώνοντάς την με μια λεπτή βελόνα στο λαιμό της. Το διάφανο υγρό εισχώρησε γρήγορα στον οργανισμό της παραλύοντάς την. Η Φρέγια αμέσως μετά έχασε παντελώς τις αισθήσεις της και έπεσε στα χέρια του βρικόλακα αναγκάζοντάς τον να την κρατήσει στην αγκαλιά του.
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro