Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

3. Silent Night, Deadly Night

Και η ιστορία μας λοιπόν, συνεχίζεται με την άλλη κοπέλα... Που ήταν, αντίθετα με την πρώτη, ασυνήθιστη. Μυστηριώδης. Αιφνίδια. Δυναμική. Τα μάτια της ήταν σκοτεινά, πονεμένα και κουρασμένα. Σκοτεινά σαν μια κρύα νύχτα, σαν αυτήν την βροχερή νύχτα... Κορίτσια σαν κι' αυτήν, γεννήθηκαν σε μια καταιγίδα· έχει αστραπές στην ψυχή της, βροντές στην καρδιά της και το χάος να καλύπτει τα οστά της.

Εκείνη η νύχτα προμηνύονται δύσκολη για την μικρή κοινωνία του Όζαρκς, ο καιρός έπαιζε μερικά άσχημα παιχνίδια με τους κατοίκους της πόλης και τους δοκίμαζε. Έκανε την πόλη τους να μοιάζει πραγματικά μυστηριώδες. Η καταιγίδα που είχε ξεσπάσει πριν λίγη ώρα, αιφνίδια, πλέον γίνονταν ολοένα και πιο απειλητική κι επικίνδυνη.

Ξεκίνησε με μερικά μικρά κι αθώα μπουμπουνητά -που εάν δεν πρόσεχες, εάν δεν έδινες σημασία στις λεπτομέρειες δεν θα τα αντιλαμβανόσουν- ενώ στην συνέχεια, εμφανίστηκαν αστραπές, κι' απλώνονταν στον ορίζοντα σταδιακά. Κάθε ένα με δυο λεπτά ξεπετάγονταν κάνοντας την νύχτα μέρα. Δίνοντας φως στο σκοτάδι... Όπως ακριβώς και αυτή, η δεύτερη κοπέλα της ιστορίας μας, που άκουγε στο όνομα Άζρα Τζάκσον, ήθελε να κάνει. Ήταν ένα μικρό φως μέσα στο αχαλίνωτο και απέραντο σκοτάδι της πραγματικότητας του Όζαρκς.

Δεν άργησε λοιπόν να ξεκινήσει και η βροχή. Ξεκίνησε με ψιχάλα και ύστερα συνέχισε με βαριές και πυκνές σταγόνες. Μόλις συνέβη κι' αυτό οι δρόμοι του Όζαρκς γέμισαν από το νερό που κατρακυλούσε από τα ουράνια, φτάνοντας γρήγορα ως το χείλος του πεζοδρομίου, δημιουργώντας πλημμύρα. Τα παρτέρια ξεχείλισαν και οτιδήποτε ήταν εκτεθειμένο στην βροχή έγινε μούσκεμα, έως καταστράφηκε.

Ο αέρας ταρακούνησε συθέμελα κάθε δέντρο του βαθύ αγριόδασους, τα φύλλα και τα κλαδιά χτυπούσαν το ένα το άλλο αλύπητα σε μια προσπάθεια να μείνουν στην θέση τους και όλες οι κολώνες της πόλης, οι πινακίδες, οι ταμπέλες, οι καρέκλες που βρίσκονταν έξω αναποδογύριζαν, έβγαιναν από την θέση τους και κατρακυλούσαν στο βρεγμένο έδαφος.

Η πόλη καταστρέφονταν μπροστά στα μάτια των κατοίκων και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γι' αυτό. Εδώ θα διέκρινε κανείς και το βασικό κοινό της Άζρα Τζάκσον, με αυτήν την καταιγίδα, αφού έμοιαζε τόσο με αυτήν την καταιγίδα... Απειλητική κι επικίνδυνη. Έπρεπε να πλησιάσεις για να διακρίνεις την πραγματικότητα, την αληθινή Άζρα Τζάκσον. Βέβαια, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και με μια καταιγίδα, δεν σου το επέτρεπε. Το να πλησιάσεις ήταν δύσκολο. Στην πραγματικότητα έμοιαζε ακατόρθωτο το να... την «αγγίξεις». Ήταν σαν τον άνεμο, άλλαζε καλντερίμι με το πρώτο φύσημα, χάνονταν στις γωνιές και γλιστρούσε στις κατηφόρες. Σαν τα άγρια και ατίθασα νερά ενός ποταμού, σε έριχνε στα μυτερά βράχια σπάζοντάς σου τα κόκκαλα, και κάθε φορά που προσπαθούσες να πάρεις ανάσα για να κρατηθείς ζωντανός το νερό σε έπνιγε όλο και περισσότερο σέρνοντάς σε ως το πάτο του βυθού.

Οι δικοί της οι γονείς δεν είχαν φροντίσει να της κρύψουν το παρελθόν της όπως ακριβώς συνέβη με την Φρέγια Μπλάκγουελ, η οποία τώρα δεν έχει ιδέα. Όσο κι αν προσπάθησε ο πατέρας της Άζρα Τζάκσον -γιατί μητέρα ποτέ δεν είχε- δεν τα κατάφερε. Έτσι το κοινό παρελθόν των δυο κοριτσιών έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο μονάχα στη μνήμη της, για άγνωστο λόγο καμία μάγισσα δεν μπόρεσε να επέμβει επιτυχώς και δεν κατάφερε να της σβήσει τις αναμνήσεις. Καταλήγοντας, με την Άζρα να μένει να πει την ιστορία για χάρη της Φρέγια...

[...]

Ήταν αργά το βράδυ, λίγο πριν τις έντεκα και μισή, όταν η μπριού Βέρμοντ θα έκλεινε και για απόψε και η νεαρή σερβιτόρα έμεινε χωρίς φως στο εσωτερικό του μαγαζιού μόλις έπεσε ο μεγάλος κεραυνός στους κεντρικούς πυλώνες ρεύματος της πόλης, κοντά στην εργοστασιακή περιοχή, προκαλώντας ένα μεγάλο και γενικό μπλακ άουτ. Βρίσκονταν ολομόναχη στην μπριού όπου δούλευε, καθώς ο τελευταίος πελάτης είχε φύγει εδώ και λίγη ώρα. Είχε κλείσει το μαγαζί κι είχε ξεκινήσει κι όλας την καθημερινή βραδινή ρουτίνα της -το καθάρισμα του μαγαζιού μετά το κλείσιμο. Ο συνάδελφος και πολύ καλός της φίλος Κέβιν Ρουσσώ απουσίαζε. Είχε φύγει νωρίτερα εκείνο το βράδυ, λόγω κάποιας έκτακτης υποχρέωσης, οπότε ήτανε εντελώς μόνη της.

Όταν τα φώτα του μαγαζιού έσβησαν από μόνα τους -χωρίς προειδοποίηση- το εικοσιτετράχρονο κορίτσι τακτοποιούσε τα μπουκάλια και τα ποτήρια και επίσης συμμάζευε τα αφημένα ποτά από το μπαρ. Ξεφύσιξε εκνευρισμένη με την κακή της τύχη ενώ αμέσως μετά ακούμπησε πίσω στον πάγκο, που βρίσκονταν στο πλάι της, το κοντό άδειο μπουκάλι μπύρας που κρατούσε. Σκούπισε μηχανικά τα βρεγμένα χέρια της στην μαύρη ποδιά της και περπάτησε ανάμεσα από τα διάχυτα τραπέζια και τις σκόρπιες καρέκλες ως τον απέναντι τοίχο.

Μόλις έφτασε στο σημείο το οποίο σκόπευε να προσεγγίσει, άπλωσε το χέρι της με σκοπό να ακουμπήσει με τα ακροδάχτυλά της στον λευκό διακόπτη του ρεύματος. Τον ανεβοκατέβασε μερικές φορές δοκιμάζοντας να ανάψει το φως. Το ρεύμα δεν επαναφέρονταν.

Ένας γνώριμος ήχος ακούστηκε ξαφνικά από το πίσω μέρος της αποθήκης του Βέρμοντ. Γύρισε τον κορμό της σκεπτική ώσπου κατάλαβε ότι αυτός ο ήχος ήταν η εφεδρική γεννήτρια του μαγαζιού η οποία ενεργοποιήθηκε αμέσως μόλις το σύστημα δεν δέχονταν ρεύμα.

Κοίταξε για μια στιγμή έξω από το παράθυρο, αλλά πουθενά φως... Μόνο οι λάμπες του δρόμου φώτιζαν την πόλη. Κι αυτές ήταν αναμμένες γιατί λάμβαναν ηλεκτρισμό με έναν διαφορετικό τρόπο, που ενεργοποιούνταν μόνο σε έκτακτη ανάγκη κατά τις βραδινές ώρες, όπως στην προκειμένη περίπτωση ενός ξαφνικού γενικού μπλακάουτ.

Το Όζαρκς είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Μαύρη πίσσα απλώθηκε στους δρόμους και κανείς δεν περπατούσε έξω μόνος του εκείνο το βράδυ με τέτοιο σκοτάδι. Αυτό ήταν που κι εκείνη φοβόταν περισσότερο... Το σκοτάδι, έξω της και το σκοτάδι μέσα της.

Σύντομα λοιπόν αντιλήφθηκε και βεβαιώθηκε πως επρόκειτο για γενικό μπλακάουτ. Σκέφτηκε πως ίσως θα έπρεπε να ενημερώσει τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού, αλλά πρώτων ήταν πολύ αργά για να τον ενοχλήσει και δεύτερον η διακοπή ρεύματος οφείλονταν στην καταιγίδα, οπότε κανείς δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι για να το φτιάξει σύντομα... Έπρεπε να περιμένουν να περάσει η καταιγίδα και να ξημερώσει.

Η κοπέλα αποτραβήχθηκε από την τζαμαρία και με γρήγορες κινήσεις επέστρεψε στο σημείο όπου στέκονταν και προηγουμένως. Μάζεψε τα ποτήρια και τα μπουκάλια που είχαν μείνει, σχεδόν στα τυφλά. Τα φώτα από τους φανοστάτες του δρόμου ήταν το μόνο φως που είχε και την βοηθούσε στην δουλειά της, στο να βλέπει όσο βρίσκονταν κοντά στην τζαμαρία, ενώ στην συνέχεια με την βοήθεια του φακού της από το κινητό της κατάφερε να συλλέξει τα πράγματά της και να ντυθεί. Έβαλε την ζακέτα της, πάνω από το κόκκινο κοντομάνικο μπλουζάκι της και ύστερα το χοντρό μαύρο μπουφάν της. Έκλεισε το φερμουάρ του μπουφάν ως πάνω και ύστερα κάλυψε με την κουκούλα του το κεφάλι της.

Ήταν έτοιμη να πάρει τα κλειδιά και το κινητό της στα χέρια της, μέχρι που άκουσε φασαρία από την αποθήκη. Κάτι μόλις είχε πέσει και είχε δημιουργήσει έναν παράξενο ήχο. Ήταν σαν ένας δυνατός γδούπος στο παρασκήνιο. Σταμάτησε να κάνει ό,τι είχε σκοπό να κάνει και το βλέμμα της στράφηκε σαν αστραπή προς εκείνη την κατεύθυνση. Αμέσως μετά πάγωσε κι ένιωσε σιγά σιγά τον τρόμο να την παραλύει. Τώρα τι υποτίθεται ότι θα έκανε; Πήγαινε να κοιτάξεις, μπορεί να είναι οτιδήποτε... άκουσε την συνείδησή της να της ψιθυρίζει. Όμως δεν κουνιόταν, έμεινε παγωμένη για λίγο ακόμα, να ακούει τους δυνατούς κτύπους της καρδιά της που διατάραζαν την ησυχία. Έπρεπε όμως να ελέγξει... Μπορεί να ήταν κλέφτες, ή ακόμα χειρότερα... Πλάσματα των σκιών.

Τα μάτια της είχαν προσαρμοστεί στο σκοτάδι, οπότε μπορούσε να διακρίνει αρκετά καλά ακόμα και τις λεπτομέρειες. Γι' αυτό αρκέστηκε σε αυτό και δεν άναψε ξανά τον φακό του κινητού της. Ξεκίνησε να προχωράει. Όταν τελικά έφτασε στην αποθήκη άπλωσε το χέρι της ως το χερούλι της πόρτας. Η παγωμένη επιφάνειά του την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη. Κάτι μέσα της της έλεγε πως είχε ακάλεστη παρέα. Τα αφτιά της δεν την γελούσαν, ακούγονταν ψίθυροι. Μπορεί να ήταν παραπάνω από ένας. Ποιος όμως ήταν εκεί τέτοια ώρα ένα κρύο βράδυ σαν κι αυτό; Ένας ακόμη ήχος, σαν μια γρήγορη άυλη φιγούρα να κινούνταν κόντρα στον άνεμο, ακούστηκε από τα δεξιά της και από το πίσω μέρος του μαγαζιού. Μια σκοτεινή φιγούρα ελίχτηκε στο σκοτάδι και την προσπέρασε χωρίς να την δει η Άζρα.

«Τι στο καλό; Είναι κανείς;» Είπε, εντελώς αυθόρμητα, ενώ η φωνή της ίσα-ίσα που ακούστηκε. Αμέσως γύρισε την πλάτη της και την ακούμπησε βίαια πάνω στην πόρτα της αποθήκης. Δεν ήξερε τι συνέβαινε! Τρελάθηκε; Πάντως ήταν σίγουρη πια πως κάποιος ακόμα βρίσκονταν στο μαγαζί. Η ανάσα της γίνονταν όλο και πιο γρήγορη όσο η ώρα κυλούσε, με εκείνη μόνη της και παγιδευμένη στην μπριού υπό αυτές τις συνθήκες.

Όταν ένιωσε και πάλι έτοιμη να βγει στην βροχή άφησε το μαγαζί όπως ήταν και έκλεισε την πόρτα πίσω της με δύναμη, κλειδώνοντας με μανία. Η πινακίδα του Βέρμοντ ήταν σκοτεινή, καθώς δεν ηλεκτροδοτούνταν. Τα νέον φωτάκια που διακοσμούσαν την επιγραφή, ήταν ανύπαρκτα κι αυτά. Η κοπέλα έριξε μια τελευταία ματιά στο εσωτερικό του μαγαζιού κι όταν βεβαιώθηκε πως όλα ήταν εντάξει -όσο γίνονταν να είναι τέλος πάντων- έφυγε αμέσως με γοργό βήμα προς το απέναντι πεζοδρόμιο σαν φυγάς.

Παρά την κακοκαιρία η νεαρή Άζρα Τζάκσον ξεκίνησε να περπατάει στον άδειο δρόμο χωρίς ομπρέλα. Αρκέστηκε στην σφιχτή και ζεστή κουκούλα της, η οποία μουσκεύονταν δυστυχώς για εκείνη σε γρήγορο ρυθμό. Δεν ήθελε να κουβαλήσει την ομπρέλα της, την θεώρησε έξτρα βάρος εκείνη την στιγμή, αφού φυσούσε πολύ δυνατά.

Το βήμα της άνοιξε όσο βάδιζε για το σπίτι της και τώρα σχεδόν έτρεχε για να μην βραχεί ολόκληρη. Ένιωθε παράξενα που βρίσκονταν μόνη και απροστάτευτη μια τέτοια νύχτα, έξω στους επικίνδυνους δρόμους του Όζαρκς. Είχε καιρό να βρέξει τόσο πολύ και της φάνηκε περίεργο που συνέβη τώρα. Σύντομα ένιωσε μια απρόσμενη απειλή και πως κάτι ακόμη δεν πήγαινε καλά. Ίσως ήταν η αίσθηση που της μετέφερε η καταιγίδα ή ο πανικός που επικρατούσε... Το ένστικτό της παρόλα αυτά ποτέ δεν έκανε λάθος, καθώς είχε ήδη συμβεί κάτι ακόμη πολύ παράξενο στη μπριού (μπιραρία) του Βέρμοντ, πριν λίγο.

Όταν έστριψε στο πρώτο στενό κατευθύνθηκε βόρεια και βρέθηκε αντίκρυ με το σκοτεινό βουνό Βέρμοντ. Ο δρόμος απλωνόταν μακρύς και πλατύς μπροστά της και μαυριδερός -και σύμφωνα με το βάθος που είχε, φαίνονταν να ανοίγει επ' αόριστο και να οδηγεί στο άπειρο. Τα σκούρα γκρίζα σύννεφα κάλυπταν ολόκληρη την διαδρομή, κάνοντάς το να δείχνει φρικιαστικό τοπίο, αφού είχαν κατέβει χαμηλά και απλώνονταν στην ατμόσφαιρα δημιουργώντας ένα ομιχλώδες τοπίο.

Το βλέμμα της υψώθηκε και πάλι προς τον ουρανό όταν μια απειλητική αστραπή έπεσε στο βάθος του βουνού και φώτισε ολόκληρη την πόλη μπροστά στα μάτια της. Τα δέντρα απορρόφησαν την δίνη του κεραυνού και στο τέλος η λάμψη χάθηκε στον αχανή ορίζοντα. Τα μάτια της Άζρα, αποτύπωσαν την εικόνα και για τα επόμενα δευτερόλεπτα έπαιζε ξανά και ξανά μπροστά της, φουντώνοντας την ανάσα της. Η καρδιά του κοριτσιού φτερούγισε κι εκείνη σφίχτηκε περισσότερο όταν ακούστηκε και ο θόρυβος της βροντής.

Ήταν αναμενόμενο να ακουστεί ένα τόσο δυνατό μπουμπουνητό μετά από μια τέτοια αστραπή, έπρεπε να το περιμένει. Όμως ήταν αρκετά αφηρημένη για να το σκεφτεί. Οι σκέψεις της την έκαναν να αφαιρεθεί και πάλι... Ακόμα και σε μια στιγμή σαν κι αυτή, με την ίδια να επιστρέφει επί τροχάδην στο σπίτι της, κατά την διάρκεια μιας καταιγίδας τόσο μεγάλης όσο κι αυτής κι έναν φόβο στην ράχη της, δεν της επέτρεπε να επικεντρωθεί σε αυτό που έκανε. Οι ήχοι αυτής της βάρβαρης καταιγίδας ξύπνησαν σκοτεινές φοβίες της και το υποσυνείδητο της, της θύμιζε οτιδήποτε δεν ήθελε να θυμηθεί... Όμως δεν άργησε να επανέλθει, βρήκε γρήγορα τον ρυθμό της και πάλι κι έτσι συνέχισε.

Είχε φτάσει αρκετά κοντά στην γειτονιά της όταν άκουσε μερικά βήματα και ένιωσε μια έντονη παρουσία που την ακολουθούσε πιθανότατα εδώ και ώρα, καθώς είχε από την αρχή ένα κακό προαίσθημα! Έσκυψε γρήγορα πίσω από ένα μεγάλο δέντρο για να κρυφτεί και για να πάρει μια βαθιά ανάσα, που τόση ώρα στερούνταν τρέχοντας. Τα πυκνά κλαδιά του δέντρου της πρόσφεραν ένα προσωρινό καταφύγιο, καθώς δεν περνούσε από εκεί η ίδια ποσότητα βροχής, όσο κι έξω στον δρόμο. Η Άζρα ακούμπησε για μια στιγμή πάνω στον γέρικο κορμό θέλοντας να ξελαχανιάσει. Κάποιος όμως όντως την ακολουθούσε κι έπρεπε να κάνει κάτι για αυτό και γρήγορα μάλιστα. Η δυνατή βροχή αποτελούσε όμως ένα μεγάλο εμπόδιο στην προσπάθειά της να επιστρέψει σπίτι της ασφαλής και το ένστικτό της έπαιζε ένα βρώμικο παιχνίδι...

Ξαφνικά ένιωσε πως όλα ήταν εναντίων της!

Η νεαρή, παρόλ' αυτά, έσφιξε τα δόντια και συνέχισε. Ήταν δυνατή και ήξερε πως μπορούσε να τα καταφέρει! Απομακρύνθηκε από το δέντρο και πέρασε, χωρίς να κοιτάξει τον δρόμο, στο απέναντι πεζοδρόμιο. Όταν όμως λίγο πριν στρίψει, για να μπει στην τελική ευθεία, μερικά δευτερόλεπτα προτού η φτέρνα της προλάβει να έρθει σε επαφή με το βρεγμένο έδαφος, γύρισε στιγμιαία-αυθόρμητα τον κορμό της ο χρόνος σταμάτησε να κυλάει για αυτήν... Τι έγινε;

Τα μάτια της εντόπισαν μια σκοτεινή, λεπτεπίλεπτη, ψηλή φιγούρα στο βάθος του απέναντι δρόμου που με την όψη και μόνο της μετέδιδε το συναίσθημα ψύχους. Η φιγούρα στέκονταν στο πλάι του χαλασμένου φανοστάτη -του οποίου ήταν και ο μοναδικός που το φως του ήταν σβηστό. Έτσι τα χαρακτηριστικά του μυστικού προσώπου ήταν αδύνατον να φανούν μέσα στην πίσσα της σκοτεινής νύχτας.

Η Άζρα καρδιοχτύπησε και έβγαλε μια άναρθρη κραυγή από την τρομάρα που πήρε στην όψη του άγνωστου προσώπου. Το χέρι της κατευθύνθηκε στα χείλη της και κάλυψε το στόμα της για να μην ακουστεί. Η απειλή ήταν πλέον αληθινή. Είχε επιστρέψει! Ο μεγαλύτερος εφιάλτης της, είχε πια σάρκα και οστά.

Μόλις οι ανησυχίες της επιβεβαιώθηκαν το έβαλε στα πόδια χωρίς να την νοιάζουν οι λακκούβες νερού που έπεφτε το πόδι της ή τα μαλλιά της που είχαν κολλήσει στο δέρμα της και τα ρούχα της που έγιναν μούσκεμα, ένα με το κουρασμένο σώμα της. Έμενε ένα τρίλεπτο περπάτημα περίπου ακόμα και θα έφτανε στην αυλή του σπιτιού της. Μόνο που εκείνη έτρεχε.

Όταν τελικά έφτασε έξω από το σπίτι της, στο πεζοδρόμιο, το βλέμμα της έπεσε πάνω στα μισοφωτισμένα παράθυρα του κάτω ορόφου. Ήταν εκεί ο πατέρας της; Με μιας βύθισε το δεξί της χέρι στις τσέπες της, ψάχνοντας στα τυφλά για τα κλειδιά της, ενώ την ίδια στιγμή διέσχιζε πανικόβλητη την αυλή της μονοκατοικίας όπου διέμενε από τότε που γεννήθηκε.

Με το που πάτησε το πόδι της στην ξύλινη βεράντα είχε ήδη στα χέρια της τα κλειδιά. Κουδούνιζαν καθώς χτυπούσαν ανά μεταξύ τους μανιωδώς, όμως δεν ακούγονταν καν λόγω της φασαρίας που προκαλούσε ο άνεμος και η καταιγίδα με την βροχή να πέφτει ασταμάτητα από τον ουρανό. Σύντομα βρήκε και το κατάλληλο κλειδί που θα άνοιγε την εξώπορτα του σπιτιού της και αμέσως το έβαλε στην κλειδαρότρυπα με φόρα.

Η πόρτα άνοιξε αμέσως και η τρομαγμένη Άζρα ξεχύθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού της, ποτίζοντας το δάπεδο με τα βρεγμένα ρούχα της. Έκλεισε την πόρτα πίσω της με δύναμη, χωρίς να περιμένει. Ένας δυνατός γδούπος ακούστηκε με την κίνησή της και ύστερα τα κλειδιά της να γυρνάνε γύρω-γύρω.

Ήξερε πως κινδύνευε, ήξερε ότι αυτή η πόλη είναι παραπάνω επικίνδυνη από όσο μερικοί πίστευαν. Η Άζρα είχε ακούσει ιστορίες όταν ήταν μικρή. Ιστορίες για μάγισσες, με μαύρη μαγεία. Ιστορίες για βρικόλακες, με την ατέρμονη δίψα τους για αίμα. Και για λυκανθρώπους, τα πιο άγρια θηρία, που μεταμορφώνονται με την πανσέληνο... Κι επίσης δεν είχε ξεχάσει για τον εφιάλτη που τόσα χρόνια την βασάνιζε μόλις έκλεινε τα μάτια της.


⎯⎯⎯⎯⎯⎯



Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro