Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

27. The Town That Dreaded Sundown

Οι μέρες περνούσαν και όλοι βυθίστηκαν στην ρουτίνα της καθημερινότητάς τους, προσπαθώντας μέρα με τη μέρα να αποδεχθούν τα νέα δεδομένα της επικίνδυνης πόλης της οποίας ζούσαν. Λυκάνθρωποι είχαν πλημμυρίσει τα σκοτεινά πράσινα δάση του Όζαρκς. Βρικόλακες κρύβονταν στις σκιές της πόλης και κατεύναζαν την πείνα τους με τυχαίους περαστικούς.

Ο Κέβιν Ρουσσώ επέστρεφε στο σπίτι του, μετά την εξαντλητική βάρδιά του στην μπριού. Επέστρεφε με τα πόδια, αφού ο μικρός αδερφός του, ο Ράφαελ, είχε τρακάρει το αυτοκίνητό τους την προηγούμενη βδομάδα μετά από ένα πάρτι που είχε πάει με την παρέα του. Ήταν όλοι μεθυσμένοι και αποφάσισαν να οδηγήσουν. Ο Κέβιν, είχε νευριάσει μαζί του τόσο πολύ που από τότε δεν πολυμιλούσαν. Από τότε επίσης προσπαθεί να φτιάξει το αμάξι, με τις ελλιπείς γνώσεις που έχει πάνω στην μηχανική. Και οι γνώσεις του είναι ελλιπείς διότι δεν πήγε ποτέ στο δεύτερο έτος της σχολής του... Σταμάτησε στο πρώτο έτος, όταν ένα τραγικό γεγονός συνέβη στην οικογένειά τους.

Από τότε δεν έκανε και πολλά...

Στην αρχή έπιασε μια πρόχειρη δουλειά, στο καφέ που δούλευε ένας φίλος του, ώστε να έχουν μερικά χρήματα με τον αδερφό του πέραν όσων τους άφησαν πίσω οι γονείς τους. Δεν θα έφταναν για πάντα και δεν μπορούσαν να τα ξοδευόσουν σπάταλα. Όμως τον απέλυσαν γρήγορα από εκεί κι έμεινε χωρίς δουλειά...

Δεν τα κατάφερνε και δεν έβγαζε την δουλειά που του ζητούνταν. Η συμπεριφορά του πολλές φορές ήταν αντιεπαγγελματική και έφτανε στα όριά του τις περισσότερες φορές αναπτύσσοντας ακόμα και ανεξήγητη επιθετικότητα στα καλά καθούμενα. Έτσι, κατέληξε στην μπριού, στο «Βερμόντ», την τωρινή του δουλειά. Η Άζρα ήταν αυτή που τον πρότεινε και το προσέλαβαν μόνο και μόνο επειδή εγγυήθηκε για αυτόν. Ύστερα όλα πήραν τον δρόμο τους, με την στήριξή της.

Όταν πάτησε το πόδι του στην αυλή του σπιτιού του θυμήθηκε πως ο Ράφαελ έλειπε από χθες... Μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ψάξει για αυτόν. Εύχονταν να βρίσκονταν εκεί γιατί ήθελε να του μιλήσει σοβαρά, εδώ και καιρό.

«Ραφ;» Τον αναζήτησε. «Ραφ, είσαι εδώ;» Η φωνή του ήταν διαπεραστική, αλλά κανείς δεν απάντησε. Αφού έβγαλε τα παπούτσια του έκανε μια γύρα στα δωμάτια. Άκουσε όμως μερικές φωνές από την κουζίνα κι αποφάσισε να πάει ως εκεί να ελέγξει εάν βρίσκονταν εκεί ο αδερφός του.

Τελικά δεν ήταν μόνος του, αφού ο Κέβιν διέκρινε και μια δεύτερη φωνή να συνομιλεί μαζί του. Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και αντίκρισε τον αδερφό του μαζί με έναν από τους φίλους του, τους οποίους δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση αφού οι επιλογές του μικρού δεν ήταν και οι καλύτερες εδώ και λίγο καιρό...

«Τι στο διάολο Ράφαελ;» Ο Κέβιν φούντωσε μόλις συνειδητοποίησε τι έβλεπε. Τα δυο αγόρια είχαν λευκή σκόνη στην μύτη τους και πάνω στο τραπέζι απλώνονταν τα υπολείμματά της.

«Κέβιν;» Φώναξε στον ίδιο τόνο κι εκείνος, έκπληκτος που τον έπιασε να κάνει χρήση ναρκωτικών με τον φίλο του, τον Χέιμις. Αυτή η αίσθηση όμως, ότι τον έπιασε στα πράσα, έφυγε πολύ γρήγορα και κατέληξε να ξεσπά και να γελά νευρικά με τον Χέιμις, αγνοώντας την ανησυχία του μεγάλου του αδερφού.

«Τι είναι αυτό στα χέρια σου;» έτρεξε να του το αρπάξει, ήταν σίγουρος ότι ήταν ναρκωτικά ήταν ξεκάθαρο.

Ο Χέιμις έκανε πίσω για να τον αφήσει να περάσει και παραπάτησε, ζαλισμένος, κι έπεσε κάτω.

«Γαμώτο Χέιμις, πόσο αδέξιος είσαι;» γέλασε ακόμα πιο δυνατά ο Ράφαελ.

«Ήταν δυνατό υποθέτω...» είπε χωρίς να τον νοιάζει που ο Κέβιν ήταν παρόν.

«Όχι, ήταν το ότι πήρες το διπλάσιο μεγάλε!» Γέλασε τόσο που έπιασε το στομάχι του κάποια στιγμή.

«Το βρίσκεις αστείο αυτό; Είστε λιώμα!» Δεν δίστασε να τους ξαναφωνάξει. «Σκατά... Κοκαΐνη;» Συνειδητοποίησε μόλις το μύρισε και είδε πόσο χάλια ήταν και οι δυο τους. «Φέρτο μου αμέσως αυτό!» Άρπαξε το σακουλάκι από τον Ράφαελ απότομα, χωρίς να προλάβει να αντιδράσει. Τα αντανακλαστικά του ήταν ήδη μειωμένα από την επίδραση των ναρκωτικών, έτσι ήταν ακόμα πιο εύκολο.

«Αν θες τόσο κι εσύ λίγο, Κέβιν, μπορείς να ζητήσεις ευγενικά...» Ειρωνεύτηκε ο Χέιμις και ο Ράφαελ έδειξε να απολαμβάνει το ότι γίνεται, ξανά, όσο κορόιδευε τον αδερφό του.

«Τσακίσου και φύγε από το σπίτι μου, αμέσως! Πριν κάνω κάτι που θα μετανιώσω.» Τον αγριοκοίταξε και εκείνος απλά σήκωσε τα χέρια ψηλά ως ένδειξη ανακωχής κι έπειτα έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω.

Ανασήκωσε τους ώμους του. «Οκ, οκ» είπε απλά ο Χέιμις. «Καλά να περάσετε! Αν θελήσετε κι' άλλο μην διστάσετε να τηλεφωνήσετε!» Έκλεισε το μάτι και στους δυο Ρουσσώ.

Ο Κέβιν δεν κρατήθηκε και ύψωσε το μεσαίο του δάχτυλο, μπροστά στα μούτρα του Χέιμις, λίγο πριν φύγει από την πόρτα που διέθετε η κουζίνα τους, αντί να τον βρίσει ή να του ρίξει μπουνιά. Συγκρατούσε τον εαυτό του εδώ και ώρα. Δεν τον ήθελε μέσα στο σπίτι ή κοντά στον αδερφό του. Ήταν η κακή επιρροή του, πάντα τον παρέσερνε. Εδώ και μερικά χρόνια ήταν ο εφιάλτης του Κέβιν.

Όταν ο Χέιμις είχε φύγει από το σπίτι, ο Ράφαελ πήγε προς την βρύση διψασμένος σαν να μην έγινε τίποτα. Έπιασε ένα διαφανές ποτήρι από αυτά που βρίσκονταν στον πάγκο και το γέμισε με νερό.

«Τι στο καλό νομίζεις ότι κάνεις;» Φώναξε με τη βαριά του φωνή ο Κέβιν.

«Πίνω νερό. Σε ενοχλεί κι αυτό;» Αποστράφηκε σε ειρωνικό τόνο καθώς τον κοίταξε κατάματα χαμογελώντας ύπουλα.

«Ξέρεις πως δεν αναφέρομαι σε αυτό, ηλίθιε!» Το ύφος του συνοφρυώθηκε περισσότερο.

Ο Ράφαελ άφησε το ποτήρι δίπλα του χτυπώντας το κι έπειτα στράφηκε στον αδερφό του. «Τι θες να σου πω Κέβιν; Τι θες να κάνω για να σε κάνω χαρούμενο; Ότι κι αν κάνω με κρίνεις.» Έδειχνε θυμωμένος. «Δεν καταλαβαίνω! Έχεις βάλει στόχο να με τρελάνεις; Άσε με να κάνω ότι θέλω! Δεν είμαι μωρό, σε λίγους μήνες δεν θα είμαι ανήλικος. Παράτα με επιτέλους, Κέβιν!» Φώναξε βράζοντας μες τον θυμό του.

Ο Κέβιν δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Δεν μπορούσε να τον παρατήσει. Ήταν ο μόνος που του είχε μείνει.

«Τώρα τελευταία κάνεις όντως ότι θες, δεν το έχεις καταλάβει;» Του επισήμανε εκνευρισμένος. «Γυρνάς ότι ώρα θες στο σπίτι, βγαίνεις όποτε θέλεις, αποφασίζεις πότε θα πας στο σχολείο, με αποτέλεσμα οι βαθμοί σου να πάρουν την κατηφόρα και μετά σμπαράλιασες το αυτοκίνητο! Και τώρα... Ναρκωτικά; Αλήθεια;» Τίναξε το σακουλάκι μπροστά στα μάτια του μικρού προσπαθώντας να τον αφυπνίσει το πόσο χαμηλά είχε πέσε.

Ήθελε να τον προστατεύει, ήταν ο μικρός του αδερφός, αυτό προσπαθούσε να κάνει και τώρα. Όμως ήταν πολύ δύσκολο κι ο Ράφαελ δεν του διευκόλυνε καθόλου την θέση. Ήταν βαρύ το καθήκον που είχε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφάσισε να πει αυτό που σκέφτονταν εδώ και καιρό, αλλά δεν το έλεγε στον Ράφαελ γιατί ήξερε πως θα στεναχωρηθεί. Εν τέλη, το είπε. «Η μαμά και ο μπαμπάς θα ντρέπονταν πολύ για το πως έχεις καταντήσει, Ραφ!» Ξεστόμισε ξαφνικά κι ο Ράφαελ έμεινε άφωνος.

Για πρώτη φορά, μετά από ότι έχουν περάσει οι δυο τους, ο Ράφαελ δεν μπορούσε να ανταπαντήσει και να μαλώσει με τον Κέβιν. Απλά τον κοίταζε και σκέπτονταν. Μακάρι να ήξερε τι σκέπτονταν... Δεν καταλάβαινε την συμπεριφορά του μικρού του αδερφού. Ότι έκανε το έκανε ως αντίδραση.

«Ελπίζω να συνέλθεις σύντομα.» Τον αγριοκοίταξε.

«Γιατί μου φέρεσαι συνέχεια με αυτόν τον τρόπο;» Το βλέμμα του Ράφαελ δεν στέκονταν ακίνητο για πάνω από τέσσερα δευτερόλεπτα.

Από αυτό και μόνο ο Κέβιν αντιλήφθηκε πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για κουβέντα. «Είσαι χάλια. Δεν θα το συζητήσουμε τώρα αυτό.» Αρνήθηκε να το συνεχίσει και χωρίς να περιμένει άλλο κατέβασε το κεφάλι του απογοητευμένος.

«Δεν θα συζητήσουμε ποτέ μου φαίνεται...» Του φώναξε ο Ράφαελ, αλλά δεν έδωσε σημασία ο Κέβιν στις φωνές του. Ο μικρότερος Ρουσσώ, αμέσως μετά έφυγε από την κουζίνα. Πήγε ως το δωμάτιό του και πήρε ένα μεγάλο σακίδιο, γεμάτο με διάφορα πράγματα.

Έδειχνε βαρύ, ο Κέβιν είδε μέσα έναν φακό και παραξενεύτηκε. «Για που το έβαλες;» Ρώτησε ανακριτικά.

«Να μην σε νοιάζει!» Του αντεπιτέθηκε.

«Πες μου αμέσως, πρέπει να ξέρω που θα είσαι!» Απαίτησε εκνευρισμένος με την αυθάδειά του.

«Για κάμπινγκ, οκ;» Φώναξε. Ο καβγάς τον είχε φουντώσει και δεν σκέφτονταν καν καθαρά μετά τη χρήση της κοκαΐνης.

Ο Κέβιν δεν δίστασε να του κάνει ακόμα μια παρατήρηση. «Καθάρισε την κουζίνα πριν φύγεις!» Εννοούσε τα υπολείμματα που άφησαν με τον Χέιμις.

«Δεν είμαι η καθαρίστριά σου!» Του είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια μες τα νεύρα. Άρπαξε δυο τενεκεδάκια μπύρας από το ψυγείο, τα πέταξε μέσα στη τσάντα του κι έπειτα του γύρισε πλάτη κατευθυνόμενος προς την έξοδο της κουζίνας.

Ο Κέβιν έσφιξε τα δόντια του. «Γαμήσου Ραφ,» αποκρίθηκε χωρίς να το πολυσκεφτεί κι αμέσως είδε τον αδερφό του κλείνει δυνατά πίσω του την πόρτα χωρίς να τον νοιάζει. «Καλά το χειρίστηκες Κέβιν, για ακόμα μια φορά...» Μίλησε στον εαυτό του ταλαιπωρημένος και πλήρως απογοητευμένος για πολλοστή φορά.

[...]

Η Φρέγια Μπλάκγουελ μετά από τρεις ολόκληρες ημέρες, κλεισμένη στο σπίτι, αποφάσισε να κάνει ένα μπάνιο, να ντυθεί και να βγει από εκεί μέσα. Η ζωή της στο Όζαρκς ήταν μίζερη.

Χρειάζονταν φίλους. Νορμάλ φίλους, με τους οποίους θα πήγαινε βόλτες, στον κινηματογράφο και για φαγητό. Συνειδητοποίησε, όμως, ότι περιτριγυρίζονταν από ψεύτες και υποκριτές, από ανθρώπους που προσποιούνταν ότι ήθελαν το καλό της, αλλά δεν έκαναν τίποτα για αυτήν στην τελική... Έτσι αποφάσισε να κάνει κάτι για τον εαυτό της από μόνη της, για ακόμα μια φορά είχε σκοπό να επισκεφτεί την Ακαδημία.

Όταν ήταν έτοιμη, πήγε στο γκαράζ και πήρε το αυτοκίνητό της. Έβαλε μπρος σχεδιάζοντας να πάει στην Ακαδημία. Ήθελε να συναντήσει την Άντρεα Λόπεζ. Την κοπέλα που γνώρισε την δεύτερη φορά που είχε πάει στην Ακαδημία. Την είχε βοηθήσει και αναζήτησαν παρέα διάφορα αποσπάσματα του παρελθόντος αυτής της πόλης.

Από εκείνη την ημέρα την είχε συνεχώς στο πίσω μέρος του μυαλού της ως πιθανή πηγή πληροφοριών αλλά και βοήθειας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο και θα την επισκέπτονταν. Χρειάζονταν την βοήθειά της! Έπρεπε να μάθει ποια ήταν και γιατί ταλαιπωρείται τόσο για το παρελθόν της, το οποίο στην τελική δεν το θυμάται καν για κάποιον ανεξήγητο λόγο...

Η Φρέγια, δεν είχε μάθει ποτέ για την γριά μάγισσα που επισκέφθηκε με τους γονείς της στο άγρια δάση του Καναδά και της έσβησε την μνήμη πριν φύγει από το Όζαρκς κι έτσι κάθε ανάμνηση σχετική με την Άζρα Τζάκσον βυθίστηκε στο πιο απόμακρο και σκοτεινό σημείο της μνήμης της.

Φτάνοντας λοιπόν, έξω από την περίφραξη της απόκοσμης Ακαδημίας του Όζαρκς, πάρκαρε στο γνωστό σημείο, κάτω από τα μεγάλα και ψηλά έλατα. Στην συνέχεια βάδισε και πήγε ως την κεντρική είσοδο του κτιρίου της Ακαδημίας.

Τώρα έπρεπε να βρει την Άντρεα... Μέσα σε τόσο κόσμο της φαίνονταν τόσο δύσκολο.

Μπήκε στο κτίριο και περιπλανήθηκε στους διαδρόμους του ισογείου. Ήταν τόσο παράξενο! Την προηγούμενη φορά που βρίσκονταν εδώ δεν είχε ιδέα για την αληθινή πλευρά της Ακαδημίας. Έβλεπε τους φοιτητές και ήξερε πλέον ότι ήταν μαγικά πλάσματα. Δεν περίμενε να βρεθεί ποτέ ανάμεσα σε τόσους πολλούς μάγους, βρικόλακες και λυκάνθρωπους. Εξ' αρχής δεν περίμενε ότι όλα αυτά ήταν αλήθεια.

Αυτές οι μέρες που έμεινε κλεισμένη στο δωμάτιό της, μακριά από όλους κι από όλα πήρε τον χρόνο της για να προσαρμοστεί σε αυτήν την νέα πραγματικότητα. Ήταν πια όλα αληθινά. Όλοι οι μύθοι και οι θρύλοι ήταν αληθινοί.

Διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο ανάμεσα σε αυτά τα πλάσματα όμως από ότι φαίνεται. Αμέσως ήρθαν στον νου της και τα λόγια της Άζρα, για τον λυκάνθρωπο που είχε εισβάλει πριν λίγες μέρες στο σπίτι της...

«Πρέπει όμως να μάθουμε ποιος είναι. Θα πάρετε δακτυλικά αποτυπώματα;»

Άραγε βρήκαν ποιος ήταν; Μπορεί, τελικά, πράγματι να ήταν κάποιος από την Ακαδημία! Ξαφνικά ένιωσε να απειλείται. Κοιτούσε γύρω της και η ανάσα της σιγά-σιγά έμοιαζε όλο και πιο πολύ με λαχάνιασμα. Έτρεμε στην εκδοχή αυτή.

«Για κοίτα ποια μας επισκέφτηκε ξανά!» Άκουσε μια γνώριμη, πια, φωνή από πίσω της.

Η Φρέγια γύρισε την πλάτη της με αγωνία και αντίκρισε το άτομο που έψαχνε. Τελικά αποδείχθηκε πιο εύκολο να την εντοπίσει...

«Πως κι από εδώ ξανά;» Την κοίταξε ανακριτικά. Δεν περίμενε να την συναντήσει τόσο γρήγορα. Δεν παρέλειψε να μπει στον ρόλο της. «Συνεχίζεις να ψάχνεις τα αρχεία της πόλης;» Την ρώτησε η Άντρεα Λόπεζ.

«Εσένα έψαχνα βασικά...» Αποκάλυψε, νιώθοντας λίγο αμήχανα, σκεπτόμενη ότι και η Άντρεα ήταν ένα από τα υπερφυσικά πλάσματα της Ακαδημίας και δεν είχε ιδέα το τι θα μπορούσε να ήταν...

«Αλήθεια;» Εκπλάγηκε από την απάντησή της. Ίσως τελικά θα ήταν πιο εύκολο να την πλησιάσει!

«Ναι, σκέφτηκα να περάσω να τα πούμε λίγο...» Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της στιγμιαία.

«Να τα πούμε;» Απόρησε η Άντρεα, αν και ήθελε σαν τρελή να της πιάσει κουβέντα και να την ρωτήσει χίλια πράγματα. Όπως για παράδειγμα γιατί ήταν ίδια η Βικτώρια Ντουκέιν...;

[...]

Στο σπίτι των Τζάκσον επικρατούσε ένα κλίμα επιφυλακής. Το σπασμένο παράθυρο ήταν ακόμα εκεί υπενθυμίζοντας στην Άζρα Τζάκσον την επίθεση του άγριου λυκάνθρωπου. Ο Κέβιν Ρουσσώ, είχε κάνει ότι μπορούσε για να το κλείσει αλλά τα ξύλα δεν κράτησαν για πολύ, καθώς ήταν πολύ πρόχειρα βαλμένα μέσα στο σκοτάδι και επίσης ο αέρας έσκισε την παχιά ζελατίνα που άπλωσαν για να το κλείσουν. Ο καιρός στο Όζαρκς ήταν αρκετά έντονος τις περασμένες μέρες και δεν κατάφεραν να αποκαταστήσουν την ζημιά. Ήταν αρκετά ετοιμόρροπη η κατασκευή που αυτοσχεδίασαν κι εφόσον είχε σπάσει και κομμάτι από το κούφωμα του παραθύρου χρειάζονταν ριζική επισκευή κι αλλαγή το συντομότερο.

Ο Λουκ πέρασε στο σαλόνι με έναν φάκελο στα χέρια του και αντίκρισε την Άζρα να στέκεται ακίνητη μπροστά στο παράθυρο. Αναρωτήθηκε τι σκεφτόταν η κόρη του, μιας που δεν είχε και λίγα για να ανησυχεί.

«Δεν θα φτιαχτεί άμα το κοιτάς.» Της είπε σε εύθυμο τόνο, για να σπάσει τον πάγο. Ήθελε να την μαλακώσει όσο ήταν δυνατόν ώστε να κάνει την συζήτηση που είχε σκοπό να ανοίξει μαζί της.

Η Άζρα, γύρισε και τον κοίταξε γελώντας ελαφρώς. «Πότε θα έρθει το συνεργείο;»

«Υποτίθεται σήμερα, αλλά το ακύρωσαν τελευταία στιγμή. Έπρεπε να μείνουν λίγο παραπάνω σε ένα άλλο μέρος... Από ότι κατάλαβα τους πήρε παραπάνω η άλλη δουλειά.» Εξήγησε κι εκείνη ένευσε θετικά. «Τέλος πάντων, πως είσαι;»

«Καλά...» Είπε γρήγορα από συνήθεια, αλλά φυσικά δεν το εννοούσε.

Ο Λουκ την κοίταξε στα μάτια και πήρε από εκεί την απάντησή του, αφού αυτή που έδωσε η Άζρα ήταν ψέμα. Κούνησε το κεφάλι του, ως συμπαράσταση και έπειτα της χαμογέλασε γλυκά. Αφού δεν ήθελε να συζητήσουνε κάτι όσων αφορά τις σκέψεις της, την άφησε στην σιωπή της. Αμέσως μετά, την πλησίασε λίγο ακόμα και ύστερα της έδωσε κάτι χαρτιά.

«Τι είναι αυτά;» Άρχισε να τα περιεργάζεται ένα-ένα.

«Είναι τα στοιχεία του λυκάνθρωπου...» Ύψωσε τα φρύδια του.

«Τόσο γρήγορα;» Ενθουσιάστηκε που τα είχε τόσο σύντομα στα χέρια της. Γρήγορα τα πήρε και τα κοίταξε. Εστίασε την προσοχή της στο πρώτο χαρτί, εκεί βρίσκονταν τα κύρια στοιχεία της ταυτότητας του προσώπου αυτού. «Δεν είναι ντόπιος;» Σοκαρίστηκε με την ξαφνική της διαπίστωση. «Τέξας;» Αναφώνησε έκπληκτη μόλις κοίταξε καλύτερα.

«Ναι, ο τύπος είναι από το Τέξας. Είχα την ίδια αντίδραση με εσένα.»

«Μα, πως κατέληξε στο Όζαρκς;» Η απορία της γιγαντώθηκε. «Ήρθε από το Τέξας ως εδώ; Μα γιατί;»

«Δεν ξέρω, Άζρα. Φαίνεται αρκετά ανησυχητικό όμως...» Συμφώνησε ο Λουκ.

«Πως είναι δυνατόν;» Η Άζρα δεν μπορούσε να το χωνέψει. «Τι δουλειά είχε εδώ; Γιατί κυνηγά την Φρέγια ένας λυκάνθρωπος από το Τέξας;» Εξέφρασε φωναχτά τις σκέψεις της. Ότι περνούσε από το μυαλό της το έλεγε για να ακούσει κι ο Λουκ, μπας και βρουν μια απάντηση μαζί... Εκείνος όμως είχε λύσει ήδη τον γρίφο που η Άζρα προσπαθούσε να σπάσει! «Ίσως ήταν τυχαίο τελικά...» Παραδέχθηκε μετά από λίγο, αφού δεν μπορούσε να κάνει κάποια βάσιμη υπόθεση. «Ίσως βρίσκονταν στο δάσος, τρελάθηκε από την πείνα ή από την σελήνη και όρμισε στο σπίτι μας.»

«Όχι Άζρα, δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Δες το δεύτερο χαρτί.» Την προέτρεψε.

Η Άζρα γύρισε το χαρτί και το διάβασε. Ήταν μια λίστα, με ανθρωποκτονίες στο Όζαρκς. Ξεκινούσε από τον Ιανουάριο κι έφτανε ως τον Οκτώβριο, με τους αριθμούς να μεγαλώνουν τον Σεπτέμβριο σημαντικά σε σημείο που προκαλούσε ανησυχία, φτάνοντας στον Οκτώβριο -ο οποίος ακόμα δεν είχε τελειώσει- και είχανε ήδη τριάντα πέντε νεκρούς στο σύνολο τον τελευταίο καιρό.

«Τι συμβαίνει;» Κοίταξε τον Λουκ έντρομη. Αυτός ήταν ένας πολύ μεγάλος αριθμός για μια μικρή πόλη σας το Όζαρκς.

«Δες και στον χάρτη, τα κόκκινα σημάδια!» Έβγαλε τον χάρτη από τον φάκελο και τον άνοιξε με τα δυο χέρια του μπροστά στην Άζρα. «Δες το σχήμα που δημιουργούν οι ανθρωποκτονίες, δες που οδηγούν και πόσο πυκνώνουν γύρω από το Όζαρκς!» Άφησε την Άζρα στην ησυχία της να σκεφτεί.

«Τι σημαίνουν όλα αυτά;»

«Πλησιάζει το κύμα όλο και πιο πολύ από ότι βλέπεις... Και οι αριθμοί μεγαλώνουν.»

«Τι στο καλό...» Σώπασε για λίγο και τότε της ήρθε κατακέφαλα η απάντηση. «Έχει κάποια σχέση η επιστροφή της Φρέγια στο Όζαρκς. Δεν έχει;» Μόλις το σκέφτηκε λογικά, συνειδητοποίησε πως όλα πράγματι συνδέονταν. Ένιωσε πως κάτι πολύ κακό θα συνέβαινε σύντομα και εκείνες θα ήταν οι ιθύνοντες της επερχόμενης καταστροφής.

«Έτσι νομίζω!» Συμφώνησε με την υπόθεση της Άζρα που ενέπλεκε την Φρέγια. «Δεν μπορεί να αυξήθηκαν τα κρούσματα από τύχη. Έχει σίγουρα σχέση η επιστροφή των Μπλάκγουελ, και μάλιστα πιο συγκεκριμένα η επιστροφή της Φρέγια.» Εξέφρασε τις βάσιμες, πια, υποψίες του.

Την κυνηγάνε, σκέφτονταν και δεν μπορούσε να αγνοήσει αυτή την ανησυχητική του σκέψη που δεν ήθελε καθόλου να είναι αλήθεια.

«Στην αρχή δεν καταλάβαινα...» Την κοίταξε στα μάτια προκαλώντας το ενδιαφέρον της. «Ανέβαιναν οι αριθμοί χωρίς λόγο. Όμως όταν είδα την Φρέγια... Τότε ήμουν σχεδόν σίγουρος. Ακόμα ένα στοιχείο μου λείπει για να πειστώ πλήρως.»

«Τι στοιχείο;» Ρώτησε. «Θα σε βοηθήσω να ψάξεις!»

«Δεν θα χρειαστεί. Απλά απάντησέ μου αυτό...» Το πρόσωπό του καλύφθηκε από ένα μυστηριώδες βλέμμα.

Η Άζρα δεν καταλάβαινε. Έτσι περίμενε να ακούσει.

«Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι πράγματι οι ανθρωποκτονίες αυξήθηκαν με τον ερχομό της Φρέγια στο Όζαρκς. Αυτό έγινε, διότι δεκάδες πλάσματα -λυκάνθρωποι και βρικόλακες- έρχονται στην πόλη επειδή κάτι τους τραβά στο Όζαρκς! Δεν βρίσκουν τροφή και στρέφονται στους ανθρώπους και εφόσον δεν είναι από εδώ κάνουν ότι θέλουν...» Είπε ο Λουκ περιμένοντας από την Άζρα να συμφωνήσει. Ήταν από τα άτομα που ανέλυαν ένα πρόβλημα από το μηδέν και γρήγορα έβρισκα απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα. Για αυτό ο Λουκ ήταν καλός στην δουλειά του ως σερίφης. Έλυνε ένα μυστήριο ευκολότερα από τον καθένα.

«Πιθανόν αυτό να γίνεται. Γιατί όμως έρχονται στο Όζαρκς; Τι τους ελκύει εδώ; Η Φρέγια;» Απόρησε η Άζρα.

«Ακριβώς αυτό λέω μικρή.» Την βεβαίωσε κάνοντάς την να ανατριχιάσει.

Η Άζρα στραβοκατάπιε. Περίμενε να ακούσει την συνέχεια.

«Άρα μαζί με όλα αυτά τα πλάσματα που έρχονται, διότι η Φρέγια επέστρεψε στο Όζαρκς, σημαίνει μόνο ένα πράγμα.» Έκανε μια παύση για να τονίσει την συνέχεια. «Επέστρεψαν και οι εφιάλτες σου.» Πρόσθεσε και απέδειξε ότι τίποτα δεν τον σταματούσε από το να λύσει ένα μυστήριο, για ακόμα μια φορά.

«Τι;» Η Άζρα ήρθα προ εκπλήξεως. Πάγωσε στην θέση της και κοίταζε τον Λουκ με γουρλωμένα τα μάτια της, προσπαθώντας να κρυφθεί. Δεν έπρεπε να μάθει ο πατέρας της για τους εφιάλτες της! Το κρατούσε κρυφό! Το είχε πει και στον Κέβιν πως ήθελε να μείνει κρυφό... Την πρόδωσε; Είπε στον πατέρα της κάτι; Η απάντηση ήταν όχι, ο Λουκ το κατάλαβε από μόνος του.

«Επέστρεψαν οι εφιάλτες σου, Άζρα;» Την ρώτησε τρομαγμένος. «Βλέπεις το ίδιο όνειρο ξανά;» Ξαναρώτησε πιέζοντάς την να απαντήσει. Έπρεπε να μάθει. Δεν θα την άφηνε να το περάσει μόνη της. «Πες μου!» Σχεδόν της φώναξε, αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Είχε τόσο μεγάλη ανησυχία σε αυτό το θέμα.

«Στο είπε ο Κέβιν; Δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό όταν του ζητείται!» Έξαλλη φώναξε η Άζρα.

«Δηλαδή βλέπεις όντως εφιάλτες ξανά; Κι όχι μόνο αυτό, αλλά το ξέρει και ο Κέβιν και δεν μου είπατε τίποτα; Για πόσο θα μου το κρατούσες μυστικό;» Εκνευρισμένος της αποκρίθηκε πλησιάζοντάς την.

«Δεν ήθελα να μάθεις! Δεν θέλω πάλι να χάσεις το μυαλό σου, μου ήταν πολύ δύσκολο όταν χανόσουν ψάχνοντας απαντήσεις.» Είπε ενθυμούμενη όλα όσα είχαν περάσει.

«Έπρεπε να μου το είχες πει Άζρα!» Λέγοντας αυτό, προσπάθησε να ηρεμίσει τον εαυτό του και επίσης δοκίμασε να την κάνει να νιώσει καλύτερα παίρνοντάς την μια αγκαλιά.

«Δεν ήθελα να μάθεις...» Είπε ξανά και ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια της.

«Θα βρούμε μια οριστική λύση αυτήν την φορά.»

Η Άζρα δεν μίλησε, κοίταζε το κενό σκεπτική.

«Τι σκέφτεσαι;» Την ρώτησε αμέσως.

Η νεαρή γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. «Λες η Φρέγια να είναι η πηγή του κακό που πλησιάζει στο Όζαρκς αλλά και του δικού μου;» Ψιθύρισε καθώς φοβόταν για την απάντηση.

Ο πατέρας της ήρθε σε δίλημμα. Η Άζρα το είδε στα μάτια του πως ήξερε κάτι παραπάνω και δεν της το έλεγε. Το κατάλαβε στην στιγμή και ήταν σίγουρη. «Πες μου ό,τι ξέρεις!»

«Μπορώ να πω με σιγουριά ότι είναι ο συνδυασμός σας. Δεν φταίει η μια.» Αποκάλυψε. «Η συνύπαρξή σας είναι αυτή που εξωθεί και τις δυο σας στον κίνδυνο, κι όχι μόνο η Φρέγια.»

Ύστερα από ότι ειπώθηκε επικράτησε πλήρη ησυχία, με την Άζρα να σκέφτεται για πρώτη φορά ότι ο πατέρας της, της κρύβει πολλές χρήσιμες πληροφορίες, ώσπου χτύπησε η πόρτα.

«Πάω να ανοίξω...» Πρόλαβε και είπε ο πατέρας της, αφήνοντας την κόρη του με τα χαρτιά μόνη της στο σημείο όπου στέκονταν.

Η Άζρα κλείστηκε για λίγο στον εαυτό της σκεπτόμενη τα όσα ειπώθηκαν. Δεν άκουγε τίποτα για μερικά δευτερόλεπτα ο χρόνος σταμάτησε. Γύρισε το βλέμμα της, κοίταξε στην πόρτα και ο πατέρας της ήταν ακίνητος. Στράφηκε και προς το παράθυρο, κοίταξε έξω στα δέντρα, προς το δάσος... Τα δέντρα δεν κουνιούνταν επίσης. Πλήρη στασιμότητα στα πάντα, όπως ακριβώς και στο μυαλό της. Και αμέσως μετά όλα επανήλθαν στο φυσιολογικό. Η ανάσα της κόντευε να χαθεί ολοκληρωτικά, λίγο έλειψε να βγάλει όλο τον αέρα από τα πνευμόνια της, για αυτό τώρα ανέπνεε πιο γρήγορα. Εκείνη την στιγμή λες και κάποιος την έπνιγε. Προσπάθησε να μείνει ψύχραιμη, μόλις συνειδητοποίησε ότι περνούσε μια σύντομη και μικρής κλίμακας κρίση πανικού.

«Ο Κέβιν είναι,» Της ανακοινώθηκε από τον Λουκ, μόλις άνοιξε την πόρτα.

Μόνο που η Άζρα τα άκουγε όλα σαν μια βαθιά βοή, να έρχεται από μακριά. Ήταν σε ένα βαθύ σκοτεινό πηγάδι, ζαλισμένη. Κάθε ήχος και φωνή έφταναν στα αφτιά της και την έκαναν να πιστέψει ότι ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Βάδισε αργά και με βαριά βήματα, προς την εξώπορτα, φτάνοντας με βαριά βήματα εν τέλη κοντά στον πατέρα της και στον Κέβιν που μόλις είχε καταφθάσει.

«Έι!» Της είπε ο Κέβιν χαμογελώντας της. Όμως δεν μπορούσε να αντιδράσει πλήρως. Οι αισθήσεις της έμοιαζαν να υπολειτουργούν.

«Γεια!» Είπε κι εκείνη χαμογελώντας του με δυσκολία πίσω, έμοιαζε χαμένη. Όσα ειπώθηκαν μεταξύ εκείνης και του πατέρα της την έφτασαν σε αυτό το σημείο. Πράγματι, από την στιγμή που η Φρέγια Μπλάκγουελ έφτασε το Όζαρκς όλα έγιναν χειρότερα.

Η Άζρα κοίταξε πίσω από τον Κέβιν, στέκονταν μπροστά στο παράθυρο και το σώμα του δημιουργούσε μια ομοιόμορφη σκιά στο χαλί που βρίσκονταν στο πάτωμα, διαγράφοντας την σιλουέτα του. Εκείνη την ώρα νύχτωνε, το φως που έγλυφε την πλάτη του Κέβιν ήταν χρυσό. Ο ουρανός σύντομα θα έπαιρνε όλα τα αγαπημένα της χρώματα και ήταν μια από τις πιο όμορφες στιγμές της ημέρας για εκείνη, μαζί με την ανατολή.

Ήξερε πως θα ακολουθήσει καβγάς μεταξύ των τριών τους, λόγω του ότι έκρυψε το γεγονός ότι επέστρεψαν οι εφιάλτες και το συγκάλυψε ο Κέβιν. Έτσι, έδωσε τα χαρτιά στον πατέρας της και τους άφησε και τους δυο πίσω να τα πούνε οι δυο τους, ενώ αυτή συνέχισε προχωρώντας ευθεία.

«Πάω να καθίσω έξω, χρειάζομαι λίγο αέρα...» Τους ενημέρωσε όσο περπατούσε προς την βεράντα. Έπειτα έκλεισε την πόρτα πίσω της και πήρε μια βαθιά ανάσα έτοιμη για αυτό που θα ακολουθούσε.

Καθαρός αέρας εισχώρησε στα πνευμόνια της ανανεώνοντάς τον. Άφησε το απαλό χρυσόλευκο φως να αγκαλιάσει το κορμί της. Έμεινε ακίνητη και στάθηκε στην μέση της βεράντας σκεπτική. Τι υποτίθεται πως έπρεπε να κάνει τώρα;

Το σκοτάδι απλώνονταν στην περιοχή γρήγορα και η πόλη του Όζαρκς τώρα πια έπρεπε να το φοβάται.



⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro