26. Shimmering Red Eyes
Οι μέρες περνούσαν και η ανησυχία στις δυο οικογένειες της ιστορίας μας αυξάνονταν... Χωρίς να συναντηθούν, ο καθένας ξεχωριστά, ζούσε την αγωνία της κάθε ημέρας που περνούσε. Ήταν σαν να ξημέρωνε και η νέα μέρα που ξεκινούσε να έμοιαζε πάντα δυσοίωνη.
Την μεγαλύτερη αβεβαιότητα την ένιωθαν φυσικά τα δυο κορίτσια. Η μια, όμορφη κοπέλα σαν και όλες τις υπόλοιπες της τρυφερής ηλικίας της. Πράγματι έξυπνη, γλυκιά, ευγενική. Και η δεύτερη, γοητευτική με το δικό της ξεχωριστό μελαγχολικό βλέμμα, που αντίθετα με την πρώτη, ασυνήθιστη, μυστηριώδης, αιφνίδια, δυναμική... Όπως ακριβώς και στην αρχή της ιστορίας μας. Τίποτα από τα παραπάνω δεν είχε αλλάξει στην Άζρα Τζάκσον και την Φρέγια Μπλάκγουελ, εκτός από το σκοτάδι που σιγά-σιγά άρχισε να τις αγγίζει όλο και περισσότερο.
[...]
Η αντηλιά του απογευματινού ήλιου τύφλωσε τον Τζάρεντ Μπλάκγουελ μόλις κατέβηκε από το αμάξι του, το οποίο μόλις πάρκαρε έξω από το εμβληματικό δημαρχείο. Ο άνδρας κοίταξε ευθεία μπροστά του. Τα σύννεφα ήταν σκούρα και γεμάτα βροχή πίσω από το κτίριο του δημαρχείου, φτάνοντας ως το δάσος. Ύστερα περπάτησε κατά μήκος του πεζοδρομίου ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο δημαρχείο, που είχε να επισκεφθεί χρόνια. Μόλις πέρασε μέσα, πήγε ως την γραμματέα, η οποία βρίσκονταν κοντά στην είσοδο ώστε να εξυπηρετηθεί άμεσα.
«Ενημέρωσε την δήμαρχο πως ήρθα,» είπε στην νεαρή γυναίκα, η βαριά του φωνή ήχησε στον χώρο.
Η γραμματέας, ύψωσε γρήγορα το βλέμμα της για να αντικρίσει το άτομο που μόλις της μίλησε. «Ποιος είστε;» ρώτησε μόλις σηκώθηκε όρθια.
«Είμαι ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ», απάντησε. «H Μόνα έχει ενημερωθεί για την επίσκεψή μου.» Της είπε λίγο πριν χαθεί από το οπτικό του πεδίο.
Μετά από ελάχιστα λεπτά, που ο Τζάρεντ έμεινε να περιμένει την γραμματέα που θα ειδοποιούσε την δήμαρχο για την άφιξή του, η νεαρή υπάλληλος επέστρεψε από το ίδιο σημείο από το οποίο κι έφυγε. Χαμογέλασε ευγενικά στον Τζάρεντ και του είπε «παρακαλώ περάστε!»
Ο Μπλάκγουελ ένευσε θετικά και προχώρησε. Η Μόνα Σίνκλαιρ, τον περίμενε καθισμένη στην άνετη πολυθρόνα του γραφείου της. Μόλις μπήκε μέσα έσπευσε να την χαιρετήσει, κάνοντας μια σφιχτή χειραψία.
«Πως πάει;» επέλεξε να συνοδεύσει τον χαιρετισμό του με μια ερώτηση.
«Πνιγόμαστε στην δουλειά!» Του απάντησε κι αμέσως μετά ξανακάθισε στην θέση της, αφού είχε σηκωθεί για την χειραψία τους.
Ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ, κάθισε κι αυτός επίσης, στην καρέκλα που βρίσκονταν μπροστά από το γραφείο. Έφτιαξε την μαύρη γραβάτα του και το σακάκι του. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια του και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει στην Μόνα. «Καλό είναι να υπάρχει δουλειά,» σχολίασε, «αυτό σημαίνει ότι όλα δουλεύουν ρολόι.»
Η Μόνα ένευσε συγκαταβατικά με σοβαρό ύφος κι έπειτα έσπευσε να ανοίξει την ατζέντα της. «Είμαι στην ευχάριστη θέση να σε ενημερώσω ότι όλο το συμβούλιο έχει ενημερωθεί για το γκαλά υποδοχής που θα διοργανωθεί στην οικία σου. Όλα είναι έτοιμα!» Χαμογέλασε συγκρατημένα. Η Μόνα Σινκλαίρ, δεν μπορούσε να κρυφτεί ολοκληρωτικά. Αν κοιτούσε στις λεπτομέρειες, ο Τζάρεντ, θα έβλεπε τις πραγματικές της προθέσεις.
Το γκαλά είχε προγραμματιστεί από την ίδια με σκοπό να «ρίξει» τους Μπλάκγουελ από το Όζαρκς. Δεν τους ήθελε οπουδήποτε ανάμεσά σε εκείνη, στην δουλειά της και το δημαρχείο. Έτσι, ακούγοντας ο Τζάρεντ ότι το συμβούλιο έχει ενημερωθεί για εκείνον και τις προσδοκίες που είχε, πίστεψε ότι όλοι θα ήταν έτοιμοι για να προχωρήσουν στο πρώτο στάδιο και να τον κάνουν μέρος του Δ.Σ. του δημαρχείου. Αλλά, η Μόνα έκανε αυτό που ήθελε εκείνη εξ' αρχής για να εκθρονίσει τους Μπλάκγουελ από την θέση υπεροχής που κατείχαν χρόνια τώρα, εδώ και πολλές γενιές. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, είχε ενημερώσει εναντίον του. Όλοι οι σύμβουλοι ήταν ήδη αρνητικά διατεθειμένοι απέναντί του. Είχε έρθει η σειρά των Σινκλαίρ να διοικήσουν, να λάμψουν στο Όζαρκς. Η Μόνα ήθελε εξουσία.
«Μάλιστα, σε ευχαριστώ Μόνα!» Της χαμογέλασε κι εκείνος πίσω, με άγνοια του τι του επιφύλασσε η δήμαρχος. «Ανυπομονώ να τους γνωρίσω όλους έναν-έναν.» Δήλωσε.
«Κι αυτοί το ίδιο!» Το χαμόγελο της Μόνα ήταν αρκετά διαφορετικό από ότι ήταν συνήθως. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Ήταν εμφανές ότι κάτι έκρυβε και ότι οι προθέσεις για να βοηθήσει τον Τζάρεντ στην διοργάνωση του γκαλά δεν ήταν και τόσο αγνές τελικά...
Ο Τζάρεντ, δεν αντιλήφθηκε στιγμή ότι κάτι πήγαινε στραβά. Ήταν πλήρως αφοσιωμένος στην πληθώρα σκέψεων που περνούσαν από το μυαλό του και οι επιθυμίες του και τα πλάνα του, τον τύφλωναν.
«Ελπίζω να τους μίλησες για τα σχέδιά μας,» υπονόησε το ζήτημα που συζητάνε εδώ και λίγο καιρό, δηλαδή, την ανερχόμενη υποψηφιότητά του ως δήμαρχος του Όζαρκς. «Ίσως με έναν καλά προετοιμασμένο δήμαρχο, με την κατάλληλη εμπειρία και τις δυνατότητες αυτή η πόλη να έχει τελικά ελπίδες. Θα κάνω τα πάντα για να είναι ασφαλείς οι κάτοικοι. Θα κυνηγήσουμε αυτά τα τέρατα.» Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Έπρεπε να πείσει την Μόνα Σινκλαίρ ότι νοιάζονταν για την πόλη. Ενώ στην πραγματικότητα δεν του καίγονταν καρφάκι. Τα σχέδιά του ήταν διαφορετικά... Και σκοτεινά.
«Μην ανησυχείς, οι πιο γνωστές οικογένειες του Όζαρκς, με πολιτική ισχύ και επιρροή, θα βρίσκονται εκεί! Θα έχεις την ευκαιρία τους να τους τα πεις και από μόνος σου.» Τον διαβεβαίωσε η νυν δήμαρχος. «Άλλωστε σε περιμένανε πως και πως.»
«Με περιμένανε;» απόρησε ο Τζάρεντ... Αυτό το άκουγε πρώτη φορά από την Μόνα. Δεν κατάλαβε τι εννοούσε λέγοντάς του το... Έτσι περίμενε να ακούσει, περίεργος.
«Ναι Τζάρεντ, μην ξεχνάς ότι ο πατέρας σου ήταν ένας θρύλος για το Όζαρκς. Ασχέτως το τραγικό τέλος του, όλοι τον θυμούνται για το καλό που έκανε στην πόλη ως δήμαρχος και ως Κυνηγός.» Εξήγησε απλά, χωρίς να επεκταθεί. «Και τώρα;» τον κοίταξε ενθουσιασμένη που επιτέλους τον είχε μπροστά της και το γκαλά όλο και πλησίαζε. «Ο γιος του Θίοντορ Μπλάκγουελ, βάζει υποψηφιότητα για νέος δήμαρχος! Όλοι είναι με το πλευρό σου, να είσαι σίγουρος για αυτό.» Τον καθησύχασε, προσποιούμενη ότι ενδιαφέροντα. Τον αποθέωνε, αλλά τον κορόιδευε. «Γιατί νόμιζες ότι το κάνω άλλωστε αυτό; Το ότι σε στηρίζω...» τον άφησε να σκεφτεί για λιγάκι, αμέσως κατάλαβε τι εννοούσε η Μόνα.
Κι εκείνη την στιγμή ακριβώς, ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ, έχαψε πλήρως το σχέδιο της Μόνα.
Η Μόνα, ήταν έξυπνη γυναίκα, δεν θα άφηνε κάποιον που εμφανίστηκε μετά από χρόνια στο Όζαρκς να το διοικήσει και να διεισδύσει τα άδυτα των μυστικών αυτής της πόλης. Ακόμα κι αν ο Τζάρεντ ήταν ένας από το είδος της, γιος οικογένειας Κυνηγών, είχε τους λόγους της να μην τον εμπιστευτεί. Οι Σινκλαίρ, η οικογένεια από την οποία προέρχονταν η Μόνα, είχαν την δική τους ιστορία στο Όζαρκς και την προειδοποίησαν να προσέχει τον Τζάρεντ Μπλάκγουελ και την ύποπτη επιστροφή του. Δεν θα του επέτρεπε να απλώσει το χεράκι του στο δημαρχείο. Γιατί όποιος είχε το δημαρχείο, είχε και την πόλη. Δεν ήξερε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο ο Τζάρεντ επέστρεψε στο Όζαρκς. Έτσι, δεν θα τον διευκόλυνε διόλου στα πλάνα του. Δεν θα τον άφηνε να την επηρεάσει και δεν του επέτρεπε να εισβάλλει στα όρια που είχε θέσει για να προστατεύσει την οικογένειά της. Θα προστάτευε τους δικούς της. Για αυτό το έκανε.
«Το κάνω επειδή είσαι ο γιος του Θίοντορ φυσικά.» Είπε μετά από λίγο παρασέρνοντας τον, ακόμα περισσότερο. Του χάιδευε τα αφτιά εδώ και ώρα. Τώρα πια ο Τζάρεντ δεν είχε αμφιβολίες για την Μόνα. Ήταν συνεργάτες, για εκείνον.
Καθώς η Μόνα μιλούσε, εικόνες από το παρελθόν του, με τον πατέρα του, περνούσαν από το μυαλό του Τζάρεντ. Αναμνήσεις από όταν ήταν ακόμη παιδί και ζούσε με τους γονείς του στο Όζαρκς. Θυμόταν τα πάντα... Ακόμα και το τραγικό συμβάν με το οποίο έλαβε τέλος η ζωή του, μπροστά στα μάτια του. Αλλά κανείς δεν ήξερε ότι έζησε αυτή την φρίκη. Αφού δεν μίλησε σε κανέναν για αυτό! Ήταν ο μόνος που ήξερε τον δολοφόνο του πατέρα του και δεν έλεγε κουβέντα σε κανέναν, γιατί δεν θα τον πίστευε... Τώρα που μεγάλωσε όμως ήξερε τα πάντα, για την ύπαρξη του υπερφυσικού, κι όλα έβγαζαν νόημα. Για αυτό κι επέστρεψε, για να διεκδικήσει ό,τι στερήθηκε ο πατέρας του... Την δημαρχεία, και όχι μόνο. Είχε να βρει και την λύση στο πρόβλημα της κόρης του. Η κατάρα της οικογένειάς του αλλά και των Τζάκσον ήταν η ίδια και τους κυνηγούσε χρόνια κι απ' ότι φαίνεται, θα ξεσπούσε σε αυτούς.
Οι λόγοι που επέστρεψε στο Όζαρκς ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ ήταν πολλοί, αυτός ήταν μονάχα ο ένας.
Και τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο πολύπλοκα στο μυαλό του Τζάρεντ...
«Ωραία λοιπόν, ας πηγαίνω τώρα.» Είπε μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Οι σκέψεις του τον κυρίευσαν και δεν ήταν κι η κατάλληλη στιγμή για επαγγελματική κουβέντα.
«Τόσο γρήγορα;» παραξενεύτηκε η Μόνα. Κινήθηκε προς την πόρτα για να τον συνοδεύσει ως έξω, αφού είδε ότι πήγαινε προς τα εκεί.
«Δεν ήρθα για να κάνουμε κουβέντα, Μόνα. Ούτε και για να πιούμε καφέ.» Της είπε απότομα, στεκούμενος πλάι στην ξύλινη πόρτα του γραφείου της. «Ήρθα για να μάθω εάν όλα είναι έτοιμα για το γκαλά του Σαββάτου.» Συνέχισε με την βραχνή φωνή του, σοβαρός.
«Όλα είναι έτοιμα Τζάρεντ!» Η Μόνα χαμογέλασε ψεύτικα, χωρίς να προδώσει τίποτα από το χάος που είχε σκοπό να εξαπολύσει στο γκαλά. Όλα ήταν έτοιμα!
[...]
Η Φρέγια μετά από ότι συνέβη το προηγούμενο απόγευμα και μετά από ότι ειπώθηκε το προηγούμενο βράδυ ανάμεσα στην οικογένεια της και την οικογένεια των Τζάκσον, μπήκε στον «αυτόματο πιλότο». Δεν μιλούσε, ήταν χαμένη στις σκέψεις της, κινούνταν και περπατούσε μηχανικά και δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα της. Επίσης, έμεινε κλεισμένη στο δωμάτιό της ολόκληρη την επόμενη ημέρα, χωρίς να βγει ούτε καν για να πιεί λίγο νερό. Ήταν καθισμένη στην πολυθρόνα του δωματίου της και ατένιζε το αγριόδασος του Όζαρκς. Χιλιάδες μύτες καταπράσινων ψηλών έλατων απλώνονταν μπροστά από τα μάτια της, φτάνοντας μέχρι εκεί που έσβηνε ο ορίζοντας και ξεκινούσε μια άλλη βουνοπλαγιά -στα σύνορα του Όζαρκς και του Γκρίντεϊλ.
Ξαφνικά η πόρτα του δωματίου της χτύπησε και έπειτα από λίγο έτρυξε με το ελαφρύ σπρώξιμο της Σερένα. Η μητέρα της ανησύχησε για την Φρέγια και αποφάσισε να την επισκεφθεί στο δωμάτιό της, για να δει πως είναι. Μπήκε μέσα κάνοντας αργά βήματα κι αμέσως μετά έκλεισε σιγανά και την πόρτα πίσω της. Στην συνέχεια στάθηκε στο μέσω του δωματίου τους Φρέγια κοιτάζοντάς την χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Περίμενε κάποια αντίδραση από πλευρά της κόρης της, αλλά δεν έλαβε καμία. Έτσι αποφάσισε να την προσεγγίσει και να της μιλήσει εκείνη πρώτη.
«Πως είσαι γλυκιά μου;» ρώτησε μόλις στάθηκε ακριβώς δίπλα της. «Δεν ήρθες ούτε για πρωινό, πρέπει να πεινάς» πρόσθεσε η Σερένα μετά από λίγο.
«Είμαι καλά,» είπε μονοκόμματα η Φρέγια, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει την μητέρα της.
«Ανησυχώ για σένα, Φρέγια» είπε με την φωνή της να λεπταίνει στο τέλος. «Πρέπει να έχεις ερωτήσεις.»
«Τώρα το λες αυτό;» αποστράφηκε με ειρωνεία στην φωνή της.
«Σε παρακαλώ, προσπαθώ να κάνω τα πράγματα καλύτερα.» Υπερασπίστηκε τον εαυτό της.
«Είναι αργά δεν νομίζεις;» έδειχνε απογοητευμένη. «Αποδείξατε πόσο μυστικοπαθείς είστε με τον μπαμπά. Δεν μου λέτε ποτέ τίποτα, μου κρύβεται δεν ξέρω και 'γω τι. Δεν μου είπατε ποτέ την αλήθεια, ενώ σας ρωτάω συνεχώς.»
«Δεν μπορείς να κρίνεις εσύ εάν πρέπει να σου μιλήσουμε για κάτι Φρέγια. Σε προστατεύουμε!» Η ένταση στην φωνή της Σερένα ανέβηκε ελαφρώς και κέντρισε την προσοχή της Φρέγια.
Αμέσως έστρεψε το πρόσωπό της προς την μητέρα της, έτοιμη να φωνάξει για το πόσο άδικο είχε σε αυτά που της έλεγε... «Πιστεύεις με βοήθησε ιδιαιτέρως η άγνοια όταν αυτός ο μανιασμένος λυκάνθρωπος εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια μου και μου επιτέθηκε;» είπε εμφανώς προδομένη. Το στομάχι της σφίχτηκε και ο λαιμός της άρχισε να καίει.
«Φρέγια...» η μητέρα της δεν ήξερε τι να πει. Η φωνή της χάθηκε στο κενό, μαζί με ότι άλλο είχε να της πει... Έβλεπε το μικρό κοριτσάκι της, που τώρα πια είχε μεγαλώσει, να δείχνει τρομοκρατημένη και διχασμένη. Παρόλα αυτά δεν ήξερε τι να κάνει.
«Ξέρεις πως ένιωσα όταν ο λύκος όρμισε μέσα στο σπίτι της Άζρα;» την κοίταξε έντονα στα μάτια, ξυπνώντας την από τον σύντομο λήθαργο στον οποίο είχε πέσει. Η Σερένα δεν είχε την δύναμη να απαντήσει, ακόμα. «Πάντως δεν ένιωσα προστατευμένη όπως εσύ και ο μπαμπάς θέλετε να νιώθω και να είμαι!» Της αποκάλυψε φωνάζοντας. Από την σύγχυσή της είχε σηκωθεί από την πολυθρόνα και πήγαινε πέρα δώθε στο δωμάτιό της χωρίς να σκέφτεται καθαρά.
«Δεν ξέρεις πόσο δύσκολο είναι και για μας Φρέγια! Δεν φαντάζεσαι πόσο θέλουμε να σε προστατεύσουμε από αυτά τα σκοτεινά πλάσματα!»
«Τότε γιατί επιστρέψαμε στο Όζαρκς;» απόρησε. «Από ότι φαίνεται είναι γεμάτο από αυτά!»
«Χρειαζόμασταν ένα πλάνο.» Την διέκοψε απότομα η Σερένα.
«Ένα πλάνο για τι;» την πλησίασε και περίμενε την απάντησή της.
«Ένα πλάνο που θα κάνει ο πατέρας σου.»
«Συνεχίζω να μην καταλαβαίνω!» Η Φρέγια έβραζε μέσα της.
«Δεν είμαστε οι κακοί της υπόθεσης εγώ και ο μπαμπάς σου, Φρέγια. Δεν θα έπρεπε να τα βάζεις μαζί μας!»
«Ναι σωστά... Εσείς προσπαθείτε να με προστατεύσετε!» Πρόσθεσε ειρωνικά. Στο τέλος γέλασε με τον ίδιο τόνο που έδωσε και στην φωνή της. Όλα ήταν μάταια, όσο κι αν προσπαθούσε να μάθει, τόσο πιο πολύ δυσκολεύονταν να καταλάβει.
Στην συνέχεια, για λίγο επικράτησε ησυχία και γαλήνη. Οι δυο γυναίκες κλείστηκαν στον εαυτό τους και πήραν λίγο χρόνο για να ηρεμίσουν το ταραγμένο εσωτερικό τους. Οι φωνές δεν έκαναν καλό σε κανέναν κι έτσι δεν θα έβγαζαν άκρη. Το ήξεραν πολύ καλά και οι δυο τους άλλωστε...
«Τι θα έλεγες να πηγαίναμε να φάμε κάτι σε κάποιο ενδιαφέρον μαγαζί στην πόλη;» πρότεινε μετά από το κενό ησυχίας που είχε δημιουργηθεί.
Η νεαρή ξεφύσιξε κι άρπαξε ένα λαστιχάκι μαλλιών από το κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι της. Σηκώθηκε και πάτησε γρήγορα στα πόδια της. Έπιασε μια κοτσίδα τα μαλλιά της και στράφηκε στην μητέρα της. «Έχεις χάρη που πεινάω...» Είπε η Φρέγια και χωρίς να κοιτάξει πίσω της ξεκίνησε να περπατάει προς την πόρτα, ενώ στην πορεία της τράβηξε και το μπουφάν της λίγο πριν περάσει στον διάδρομο.
[...]
Το αυτοκίνητο βγήκε στο πλακόστρωτο τα έπαυλης των Μπλάκγουελ και με την Σερένα στο τιμόνι και την Φρέγια συνοδηγό πέρασε στον χωματόδρομο που οδηγούσε στο δρόμο που περνούσε μέσα από το δάσος φτάνοντας εν τέλη στον δημόσιο δρόμο έξω από το Όζαρκς. Η πόρτα του γκαράζ έκλεισε και οι δυο γυναίκες έφυγαν οδικώς από την οικία τους.
«Μπορούμε να φάμε πίτσα.» Πρότεινε η Σερένα καθώς διέσχιζαν τον δρόμο με τις πολλές στροφές, πριν ακόμα βγουν στον παράδρομο.
«Δεν θέλω πίτσα.» Την απόρριψε η Φρέγια απότομα.
«Τι θα έλεγες για μακαρονάδα;» συνέχισε.
«Όχι...» ξεφύσιξε.
Η Φρέγια δεν έδινε σημασία από αυτό το σημείο και μετά. Το βλέμμα της χάθηκε πέρα από το παράθυρο και δεν άκουγε την μητέρα της που της μιλούσε. Ήταν μια όμορφη διαδρομή, ήθελε να χαζέψει. Τα δέντρα έφταναν μέχρι ψηλά στον ουρανό, ο οποίος όσο περνούσε η ώρα συννέφιαζε. Η σκιά που άφηναν τα δέντρα στο έδαφος ήταν το ίδιο θεόρατη. Το εναπομένον φως έπαιζε ζωηρά παιχνίδια με τις σκιές των δέντρων στα μάτια της και της Φρέγια της άρεζε να το χαζεύει όσο διέσχιζαν την ευθεία καθώς έπαιρνε πολλές αποχρώσεις. Ήταν αργά το απόγευμα και ο ήλιος έδυε και όσο προχωρούσανε οι σκιές πολλαπλασιάζονταν. Σύντομα πέρασαν και στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που πήγαινε γύρω από την δασική περιοχή κι οδηγούσε στην πόλη.
«Τι στο καλό;» άκουσε μετά από λίγο την μητέρα της να παραπονιέται.
«Τι συμβαίνει;» Απόρησε η κόρη της.
«Κάτι πάει στραβά με το αυτοκίνητο...» Η Σερένα έλεγξε τις ενδείξεις στο ταμπλό, με σκοπό να ανακαλύψει το σφάλμα στη μηχανή.
«Δηλαδή;»
«Είναι λες και κάτι επιβραδύνει το αμάξι...» Δεν ήταν σίγουρη και για αυτό έδειχνε ιδιαιτέρως σκεπτική.
Το αμάξι συνέχισε να πορεύεται στον δρόμο με σταθερή ταχύτητα. Από πάνω τους δεκάδες σύννεφα μαζεύονταν και προμηνύανε ότι σύντομα θα έρχονταν καταιγίδα. Το φως που περνούσε από τα κενά που άφηναν τα σύννεφα ανά μεταξύ τους ήταν όλο και λιγότερο.
Η Φρέγια ξαφνικά είχε ένα ξαφνικά ένα πολύ κακό προαίσθημα... Έστρεψε το βλέμμα της προς το παράθυρο, όσο ακόμα το όχημα βρίσκονταν εν κίνηση. Τέντωσε τον κορμό της και κοίταξε προς τα μπροστινά λάστιχα του αυτοκινήτου όταν ένιωσε το όχημα να κάθεται περισσότερο από το κανονικό.
Η Σερένα, χωρίς πολλές σκέψεις, επέλεξε τελικά να πατήσει το φρένο και να ακινητοποιήσει το όχημα. «Σταματάω το αυτοκίνητο.» Γρήγορα πολλά άρχισαν να περνάν από τον νου της... Τι μπορεί προκάλεσε το πρόβλημα; Αφού το αυτοκίνητο ήταν μια χαρά... Έπρεπε να το κοιτάξει.
Η Φρέγια μετά από λίγο έβγαλε την ζώνη της. «Έσκασε το λάστιχο!» Ανακοινώνοντάς το στην μητέρα της, άνοιξε την πόρτα του αμαξιού και βγήκε έξω. Περπάτησε προς τα μπρος και αντίκρισε ένα σκασμένο λάστιχο. «Έλα να δεις!»
Η Σερένα έβγαλε την ζώνη της αμέσως. Ύψωσε το βλέμμα της ξανά μετά περιμένοντας να αντικρίσει ξανά την Φρέγια να στέκεται μπροστά από το αμάξι. Την προσοχή της γυναίκας όμως την έκλεψαν μερικές θολές φιγούρες που στέκονταν πίσω από την κόρη της, πέρα από τον δρόμο, εκεί όπου ξεκινούσε το δάσος. Σιγά σιγά μια-μια οι φιγούρες αυτές μετακινούνταν κι έβγαιναν από τις σκιές των δέντρων και γίνονταν ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά τους.
«Φρέγια!» Της επισήμανε κάνοντάς της νόημα να γυρίσει την πλάτη της και να κοιτάξει πίσω της.
Η Φρέγια αντίκρισε δυο γυναίκες και έναν άνδρα, να στέκονται στην άκρη της ασφάλτου. Όλοι τους ντυμένοι με σκουρόχρωμα ρούχα, με σκοτεινό βλέμμα και απειλητικό ύφος στραμμένο ευθεία προς εκείνη. Αμέσως το μυαλό της έτρεξε σε όλα όσα της αποκαλύφθηκαν το προηγούμενο βράδυ. Μπορεί να ήταν λυκάνθρωποι, μάγοι ή βρικόλακες, που θα την κυνηγούσαν κι αυτοί για τον ίδιο λόγο που της επιτέθηκε κι εκείνος ο λυκάνθρωπος εχθές.
Πράγματι ήταν υπερφυσικά όντα και οι τρεις τους, πιο συγκεκριμένα ήταν βρικόλακες.
«Μπες μέσα γρήγορα, φεύγουμε!» Της φώναξε η Σερένα βιαστικά, όμως η Φρέγια δεν έκανε βήμα. Έμεινε να κοιτάζει τους τρείς αγνώστους αποσβολωμένη και απολύτως χαμένη. Τα άκρα της είχαν παραλύσει από τον φόβο, δικαιολογημένα.
«Τι στο καλό;» ψέλλισε ελαφρώς την στιγμή που έκανε ένα βήμα εμπρός για να τους δει καλύτερα.
Η μια γυναίκα βημάτισε σταθερά και πλησίασε μετά από λίγο την Φρέγια. Σταμάτησε όταν βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από την νεαρή Μπλάκγουελ. Αναμεταξύ τους υπήρχαν μόλις μερικά εκατοστά που τους χώριζαν. Ανέπνεε υπό το άγρυπνο βλέμμα της βρικόλακα και η καρδιά της ξεκίνησε να χτυπάει όλο και πιο δυνατά, όσο εκείνη απλά στέκονταν απειλώντας την και μόνο από την επιβλητική στάση της και το εξεταστικό βλέμμα της.
«Δεν μπορεί...» είπε τελικά η ξένη, με βραχνή φωνή. Άπλωσε τον αγκώνα της και ακούμπησε απαλά το πρόσωπο της Φρέγια. Έπιασε το πιγούνι της με ελαφρές κινήσεις και χωρίς δεύτερη σκέψη κούνησε το κεφάλι της, μια δεξιά και μια αριστερά, για να δει και τις δυο πλευρές του προσώπου της. Η βρικόλακας παρέμεινε να κοιτάζει σκεπτική την Φρέγια, κάνοντάς την να ανατριχιάσει. «Τι στο διάολο κάνεις στο Όζαρκς; Δεν νομίζω να είναι καλή κρυψώνα για μια κυνηγημένη, σαν κι εσένα...» γέλασε μαζί της ελαφρώς στο τέλος, άκρως ειρωνικά.
«Ποια στο καλό είσαι;» τόλμησε να μιλήσει η Φρέγια. Δεν περίμενε να το κάνει. Εξέπληξε ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό.
Η πόρτα του οδηγού, από το αυτοκίνητό των Μπλάκγουελ, άνοιξε και η Σερένα κατέβηκε έτοιμη να λήξει την κουβέντα που άνοιξε στα κρύα του λουτρού αυτή η άγνωστη με την κόρη της στην μέση του δρόμου. Μόλις έφτασε δίπλα τους επιζήτησε την προσοχή της γυναίκας. «Τι νομίζεις ότι κάνεις στην κόρη μου;» είπε όσο πιο απειλητική μπορούσε να ακουστεί.
«Και εσύ ποια είσαι;» η άγνωστη άφησε την Φρέγια και βρέθηκε μέσα σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου μπροστά την Σερένα. Μητέρα και κόρη αμέσως έχασαν την μιλιά τους, καθώς δεν πίστευαν στα μάτια τους. Εκείνη την στιγμή επιβεβαιώθηκαν και οι δυο τους ότι είχαν να κάνουν με βρικόλακα.
«Άφησε μας να περάσουμε.» Η Σερένα στάθηκε μπροστά της γενναία, προσπαθώντας να προστατεύσει την Φρέγια από αυτό το πλάσμα.
«Μπα, αυτό θα ήταν πολύ εύκολο...» ψέλλισε η ξένη και επιτέθηκε στην Σερένα. Οι δυο τους εξαφανίστηκαν σε μηδενικό χρόνο και βρέθηκαν σε ένα από τα δέντρα που βρίσκονταν στο πλάι του δρόμου. Κατέληξαν με την παράξενη γυναίκα να έχει απλώσει το χέρι της στον λευκό λαιμό της Σερένα, να την πιέζει με την πλάτη της στον κορμό του δέντρου και την Σερένα να αγκομαχά για να ελευθερωθεί από το γερό της κράτημα. «Έλα μαζί μας!» Είπε η ξένη στην Φρέγια κοιτώντας της στα μάτια. Έδειχνε λες και το ήθελε τόσο πολύ. Να φύγει μαζί τους.
«Άφησε την μητέρα μου ήσυχη!» Η Φρέγια δεν έδωσε σημασία της είπε η ξένη κι έτσι έτρεξε ως εκεί. Δυστυχώς, στο μέσο της διαδρομής της, η άλλη γυναίκα κι ο άλλος άνδρας που ήταν μαζί της εμφανίστηκαν μπροστά της κόβοντάς της την φόρα.
«Δεν έχεις να πας πουθενά!» Ο άνδρας είπε και πήγε να την αρπάξει από τους καρπούς.
Η Φρέγια απέφυγε επιδέξια το χέρι του ξένου κι εκείνος θύμωσε κι άλλαξε μορφή. Τα μάτια του έγιναν μαύρα, οι φλέβες που οδηγούσαν στο πρόσωπό του και κυρίως γύρω από το πρόσωπό του έγιναν κι αυτές μαύρες. Έμοιαζε σαν να κυκλοφορούσε δηλητήριο στις φλέβες του.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την γυναίκα που στέκονταν δίπλα της, τα μάτια της σκοτείνιασαν και το πρόσωπό της έμοιαζε πιο τρομακτικό τώρα. Οι δυο ξένοι εμφάνισαν τους κυνόδοντές τους και με αυτό τον τρόπο φάνηκε η ξεκάθαρη πια εχθρική τους διάθεση απέναντι στην Φρέγια Μπλάκγουελ.
«Τι θέλετε από εμένα;» Η Φρέγια άρχισε να πανικοβάλλεται περισσότερο την στιγμή που είδε τους δυο βρικόλακες να ετοιμάζονται να της επιτεθούν. Μπορούσαν να της ρουφήξουν το αίμα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και να πέσει στον δρόμο νεκρή, αλλά έδειχναν να έχουν άλλο σκοπό. Διαφορετικά θα ήταν ήδη νεκρή κι αυτή και η μητέρα της το ίδιο.
«Νόμιζες θα κατάφερνες να κρυφτείς για πολύ; Δεν πάει πολύς καιρός από την τελευταία μας συνάντηση, δεν νομίζεις;» Την κοίταξε προκλητικά ο άνδρας με τα σκοτεινά του μάτια να την στοιχειώνουν.
«Πόσο μικρός είναι κόσμος τελικά;» γέλασε η άλλη βρικόλακας και την άρπαξε από τους καρπούς των χεριών της, ενώ λίγο αργότερα ο βρικόλακας της όρμισε και την ακινητοποίησε μόλις άρχισε να χτυπιέται για να ξεφύγει.
Η Φρέγια, αντί να τρομοκρατηθεί που βρέθηκε στα χέρια τους, εξοργίστηκε μαζί τους. Ξαφνικά ο θυμός μεγάλωσε μέσα της και ούρλιαξε ξεσπάζοντας, δημιουργώντας μια αόρατη ορμή δύναμης στο πέρας της. Τα μάτια της έλαμψαν, λαμπρά κόκκινα, και οι δυο βρικόλακες έκαναν πίσω από την έκπληξη. Για μερικά δευτερόλεπτα έμειναν να αναλογίζονται τι συνέβη μόλις, αλλά είχαν δει τόσα και τόσα όλα αυτά τα χρόνια και δεν τους φάνηκε ιδιαίτερα παράξενο. Τίποτα δεν ήταν αρκετά αλλόκοτο πια ώστε να τους παραξενεύσει.
Αμέσως λοιπόν έσπευσαν να της επιτεθούν, τελειωτικά αυτή την φορά, έτοιμοι για όλα. Έπρεπε να την αρπάξουν και να πάρουν την εκδίκησή τους. Μόνο που πέσαν πάνω στο λάθος άτομο. Δεν ήταν αυτή που έψαχναν, αλλά μόνο κάποια που απλά της έμοιαζε...
Το δευτερόλεπτο που επιτέθηκαν οι βρικόλακες μια βοή ακούστηκε από το βάθος του δάσους, τα φύλλα στα κλαδιά των δέντρων σάλεψαν κι ένα απαλό αεράκι πέρασε ανάμεσά τους. Την επόμενη στιγμή ότι συνέβη, συνέβη πολύ γρήγορα. Τόσο που για να προλάβει η Φρέγια να το συνειδητοποιήσει πέρασε λίγη ώρα.
Οι άγνωστοι που απειλούσαν την Φρέγια προ λίγου, τώρα είχαν γίνει καπνός. Μια ορμητική σκοτεινή φιγούρα πέρασε από ανάμεσά τους, σαν ο ίδιος ο άνεμος, και τους άρπαξε. Στο τέλος τους πήρε μαζί του με το πέρασμά του. Ένα βουητό και μερικές στιγμιαίες φωνές ήταν τα μόνα που ακούστηκαν πριν να επέλθει και πάλι η απόλυτη ησυχία της εξοχής.
Αμέσως μετά, η Σερένα έτρεξε στην κόρη της και την πήρε μια σφιχτή αγκαλιά. «Είσαι καλά;» τοποθέτησε το πρόσωπο της Φρέγια ανάμεσα στις παλάμες της και έλεγξε κάθε πιθαμή του προσώπου της.
«Τι στο καλό συνέβη;» Δεν είχε καταλάβει τι έγινε. Δεν είχε καταφέρει να δει τίποτα!
Η μητέρα της έσπευσε να πλησιάσει λιγάκι ακόμα... Δεν το πίστευε, τα μάτια της Φρέγια είχαν γίνει πράγματι κόκκινα. Σιγά σιγά, όμως, η λάμψη τους εξασθενούσε, αλλά δεν έπαυε να σημαίνει ότι τα μάτια της άλλαξαν για λίγο.
«Φρέγια;» Η Σερένα την φώναξε με σπασμένη φωνή. Έκανε πίσω και στάθηκε απέναντι της. «Τι έκανες γλυκιά μου;» ρώτησε σοκαρισμένη, κοιτάζοντας έντονα προς τα μάτια της κόρης της. «Τα μάτια σου άλλαξαν, έγιναν κόκκινα!» Αποκάλυψε.
«Τι;» αποκρίθηκε έντρομη η νεαρή Μπλάκγουελ. «Τα μάτια μου;» Έχασε τα λόγια της.
«Τι έγινε; Τι σου έκαναν; Έκανες κάτι εσύ;»
«Δεν... Δεν ξέρω μαμά,» ένα δάκρυ κύλισε στα απαλά λευκά μάγουλά της «φοβάμαι πως κάτι κακό συμβαίνει στο Όζαρκς και...» Πήρε μια βαθιά ανάσα αφού αδυνατούσε να συνεχίσει την πρότασή της. Ένιωθε πως έχανε την γη κάτω από τα πόδια της. Πριν μερικά λεπτά πίστευε ότι θα την σκοτώσουν, αλλά ύστερα έγινε ότι έγινε και τώρα δεν καταλάβαινε. Κοίταξε την μητέρα της στα μάτια, «νομίζω πως δεν είμαι ασφαλής εδώ.»
«Σσσς, ηρέμησε...» Πήρε την Φρέγια ξανά στην αγκαλιά της όσο ξεσπούσε με κλάματα. Μετά από λίγο, την απομάκρυνε από το στήθος της και της ζήτησε να την κοιτάξει στα μάτια και να την ακούσει καλά γιατί είχε κάτι πολύ σημαντικό της πει. «Δεν πρέπει κανείς να μάθει για το σου συνέβη. Δεν θα πεις σε κανέναν ότι τα μάτια σου έγιναν κόκκινα. Με άκουσες;» Απαίτησε.
«Ναι!» Απάντησε αμέσως.
«Θα μείνει μεταξύ μας!» Την προειδοποίησε. «Και κυρίως μην αναφέρεις τίποτα στον πατέρα σου, σε κανέναν!» Εξήγησε και της κράτησε σφιχτά τα χέρια της, δηλώνοντάς της πως θα ήταν εκεί για αυτήν.
Η Φρέγια κράτησε την ανάσα της. Η πίεση μέσα της ήταν μεγάλη και όλο και μεγάλωνε. Εκείνη την στιγμή ένιωσε σαν φτερό στο άνεμο, ελαφριά σαν ένα λευκό φτερό, ευάλωτη, απροστάτευτη και ανασφαλής... Το βλέμμα της αποδείκνυε το ποσο χαμένη ένιωθε.
[...]
Μετά από λίγο η Σερένα, πήγε πήρε το κινητό της από την τσάντα της, που είχε αφήσει στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου και κάλεσε την οδική βοήθεια, για να τους αλλάξουν το λάστιχο. Δεν είχε ρεζέρβα στο αμάξι μαζί της.
Η Φρέγια έμεινε στην άκρη του δρόμου, όσο η μητέρα της έκανε το αμάξι στην άκρη, για να μην βρίσκεται στην μέση του αυτοκινητόδρομου. Η νεαρή ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Αναπολούσε τις ήσυχες και ήρεμες πίσω στην μεγαλούπολη που έμενε. Τι ήθελαν και ήρθαν στο Όζαρκς; Για ακόμα μια φορά θύμωσε με τον πατέρα της, ακόμα κι αν δεν ήταν εκεί την δεδομένη στιγμή.
Τα μάτια της περιπλανήθηκαν στο γύρω τοπίο. Η άκρη του ματιού της έπεσε ξαφνικά, μετά από λίγο, στο φύλλωμα των δέντρων του δάσους στα δεξιά τους, όταν εκείνο φάνηκε να κουνιέται. Εντόπισε την κίνηση και αμέσως μετά είδε μια σκιά που μέσα σε δευτερόλεπτα εξαφανίστηκε. Απορούσε τι συνέβη με τους βρικόλακες που έγιναν καπνός εντελώς ξαφνικά. Κάτι μέσα της την έκανε να πιστέψει ότι αυτός που κρύβονταν εκεί έξω βρίσκονταν κοντά της για να την βοηθήσει.
Έπρεπε να μάθει ποιος ήταν!
Έκανε ένα βήμα και πέρασε από την άσφαλτο στο χώμα του δάσους. Μόλις ύψωσε το βλέμμα της ήρθε αντιμέτωπη με μια ανδρική φιγούρα. Τα χαρακτηριστικά του δεν ήταν ξεκάθαρα όμως, χωρίς να το ξέρει, αντίκρισε τον Άρτσερ Κινγκ.
Τον άνδρα που ήρθε ως το Όζαρκς, μετά από πολλά-πολλά χρόνια για να δει με τα μάτια του την νεαρή κοπέλα που έμοιαζε με την παλιά αγαπημένη του Βικτώρια Ντουκέιν. Εκείνον που την παρακολουθούσε στη μπριού, τότε που η Άζρα πήρε την Φρέγια μακριά από εκεί για να την προστατεύσει. Εκείνον που συνάντησε έξω από την μυστική Ακαδημία και την σήκωσε αφού είχε πέσει πάνω του, ενώ στην συνέχεια την σαγήνευσε προσπαθώντας να αποσπάσει την αλήθεια, να μάθει γιατί ήταν ίδια η πρώην του, η Βικτώρια Ντουκέιν, που είχε να δει πάνω από εκατό χρόνια.
Όλα τα παραπάνω για την Φρέγια Μπλάκγουελ ήταν μερικές αποσπασμένες και ασύνδετες πληροφορίες που δεν ήξερε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καταλάβει ποιος ήταν και τι ήθελε από εκείνη.
Σύντομα όμως οι δρόμοι τους θα διασταυρώνονταν και θα είχε την ευκαιρία, ο ταξιδιώτης, να μάθει για την αφελή νεαρή που ήταν η σωσίας της εκρηκτικής Βικτώρια.
Η Φρέγια κοίταξε επίμονα τον Άρτσερ χωρίς να ξέρει ποιος είναι. Εκείνος δεν της έδωσε την ευκαιρία να τον δει καθαρά κι έτσι την άφησε για ακόμα μια φορά καταφεύγοντας στις σκιές.
Ο Άρτσερ όμως επιτέλους πήρε αυτό που ήθελε. Για πρώτη φορά δεν απέβη άκαρπη η παρακολούθηση της Φρέγια Μπλάκγουελ. Εδώ και καιρό έψαχνε για ένα έστω μικρό στοιχείο που να την συνέδεε με τον υπερφυσικό κόσμο του!
Είχε δει τα κόκκινα μάτια της! Ήταν ίδια με τα μάτια της Βικτώρια όταν άλλαξε σε μια Αυθεντική βρικόλακα.
Τώρα έμενε να μιλήσει στην Φρέγια ξεκάθαρα. Παρόλο που το είχε κάνει ήδη μια φορά, ένα τυχαίο απόγευμα έξω από την Ακαδημία του Όζαρκς, λίγο πριν έδυε ο ήλιος, δεν του φάνηκε χρήσιμο τίποτα από όσα άκουσε από εκείνη.
Δεν είχε άλλο περιθώριο, είδε με τα μάτια του ότι αυτή η κοπέλα είναι κάτι. Δεν μπορεί τα μάτια της να έγιναν κόκκινα χωρίς κάποιον λόγο.
Έπρεπε να μάθαινε λοιπόν ποια στο καλό ήταν αυτή η νεαρή και γιατί το σύμπαν έπαιζε αυτό το βρώμικο παιχνίδι φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με την σωσία της γυναίκας που μισούσε κι αγαπούσε το ίδιο, εν ονόματι Βικτώρια Ντουκέιν.
Αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να καλέσει τους υπόλοιπους πίσω στο Όζαρκς... Τον Ντάνιελ Κάρσον, τον Ντόριαν Ράμζι, τον Νικ Γκρίφιν αλλά και την Σέραφιν Κάρσον. Είχε έρθει η στιγμή για μια μεγάλη επανένωση. Είχαν να κυνηγήσουν την σωσία της γυναίκας που τους έκανε αυτό που είναι και τους κατέστρεψε την ζωή. Ήρθε η στιγμή για απαντήσεις.
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro