23. There Is A Werewolf In The House
Ο Λουκ έμεινε ως αργά το απόγευμα στο αστυνομικό τμήμα να κοιτάζει τους κίτρινους παχιούς φακέλους με τα στοιχεία των δύο νεκρών από το τελευταίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, που συνέβη τη νύχτα του μπλακάουτ στον κεντρικό δρόμο, ο οποίος οδηγεί στο γειτονικό Γκρίντεϊλ.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην ξύλινη επιφάνεια της πόρτας του γραφείου του, το οποίο απέσπασε τον αστυνομικό από την δουλειά του. «Περάστε!» Φώναξε για να ακουστεί.
«Λούκας Τζάκσον;» άκουσε μια άγνωστη φωνή και η πόρτα άνοιξε σχεδόν ταυτόχρονα. Παραξενεύτηκε που άκουσε ολόκληρο το όνομά του, βέβαια αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα... Όποιος κι αν ήταν, το θέμα αφορούσε την δουλεία. Έτσι τον φώναζαν, με το ολόκληρο όνομά του, οι κατώτεροί του στο τμήμα επειδή ήταν ο σερίφης της πόλης αλλά και οποιοσδήποτε σχετίζονταν με τον εργασιακό του χώρο.
Ο αστυνόμος που χτύπησε την πόρτα μπήκε στο γραφείο του και του παρέδωσε ακόμα έναν παρόμοιο φάκελο, μόνο που αυτήν την φορά ήταν σφραγισμένος και πάνω του υπήρχε το επίσημο έμβλημα του δημόσιου οργανισμού της αστυνομίας του Καναδά αλλά και μια υπογραφή εμπιστευτικότητας, από έναν ανώτερό του.
«Αυτό εδώ είναι για εσάς.» Του είπε απλά. Ο Λουκ διέκρινε στο χακί πουκάμισο του άνδρα αλλά και την κονκάρδα της αστυνομίας του Καναδά, που ήταν καρφιτσωμένη στο ύφασμα, όταν τον κοίταξε καλύτερα. Ο αστυνομικός ήταν από το Βανκούβερ, την πολιτεία στη οποία ήταν ενταγμένο πολιτικά το Όζαρκς. Το κατάλαβε από το σήμα που είχε πάνω η στολή του.
«Σε ευχαριστώ αστυνόμε, μπορείς να πηγαίνεις.» Είπε αμέσως μετά, ευχαριστώντας τον για όλο τον κόπο που έκανε. Τον κοίταζε, με χαμένο βλέμμα και σκέψεις να περνάν από το ανήσυχο μυαλό του, μέχρι να φύγει από το δωμάτιο. Στην συνέχεια έμεινε να κοιτάζει χωρίς συγκεκριμένο λόγο την πόρτα που μόλις έκλεισε, αφού δεν μπορούσε να συγκεντρώσει τον νου του.
[...]
Τα νέα στατιστικά στοιχεία που μόλις είχε λάβει, τα είχε ζητήσει ο ίδιος. Έδειχναν ότι οι ανθρωποκτονίες πράγματι άρχισαν να αυξάνονταν στις γύρω πόλεις, από το Όζαρκς, και αυτό ήταν κάτι που τον κρατούσε ξύπνιο τα τελευταία βράδια.
Βλέποντας τους αριθμούς των νεκρών και τις πόλεις, σκέφτηκε να κάνει μια πρόχειρη αναπαράσταση. Πήρε από την βιβλιοθήκη, που βρίσκονταν στο γραφείο του, έναν χάρτη του Βανκούβερ σε σμίκρυνση και ένα κόκκινο ανεξίτηλο μαρκαδόρο. Πήρε και μερικές πινέζες, από το κουτί τους προσεκτικά μέσα στην χούφτα του, και στερέωσε τον χάρτη του πάνω στον μακρόστενο πίνακα ανακοινώσεων που ήταν κρεμασμένος απέναντι από το παράθυρο. Το φως που έπεφτε σε εκείνο το σημείο ήταν όσο-όσο για να καταφέρνει να βλέπει χωρίς να ανάψει την λάμπα. Στην συνέχεια αφού ο χάρτης βρίσκονταν κρεμασμένος, έβγαλε με μανία το καπάκι του κόκκινου μαρκαδόρου με τα δόντια του και το παράτησε όπως όπως πάνω στο γραφείο του.
Έχοντας στα χέρια του, τα χαρτιά με την λίστα που του στάλθηκε από το Βανκούβερ, διάβαζε την τοποθεσία, οδό και πόλη, κάθε ανθρωποκτονίας και για κάθε μια άφηνε μια κόκκινη βούλα στο ακριβές σημείο του χάρτη. Σημείωνε συνεχώς, μια-μια βούλα και συνέχιζε και συνέχιζε, ώσπου οι βούλες είχαν δημιουργήσει μια σχετική ακολουθία.
Όταν έβαλε και την τελευταία βούλα, άφησε τα χαρτιά και τον μαρκαδόρο να πέσουν από τα χέρια του στο πάτωμα. Στην συνέχεια έκανε τρία βήματα προς τα πίσω αντικρίζοντας έναν χάρτη με εκατοντάδες κόκκινες βούλες, προκαλώντας του μια ταραχή. Έρχονταν από όλες τις κατευθύνσεις... βορά, νότο, δύση, ανατολή. Ξεκινούσαν αραιές από τις γωνίες του χάρτη και όσο προχωρούσαν προς το κέντρο και λίγο δεξιά, πύκνωναν. Ήταν σαν ένα παλιρροιακό κύμα που κύκλωνε μια περιοχή στο χάρτη με μια μόνο κατεύθυνση... το Όζαρκς. Γύρω από την μικρή πόλη τους και τα περίχωρά της, υπήρχαν καμιά δεκαριά βούλες περικυκλώνοντας το σημείο, κάνοντας τον Λουκ να νιώθει πιο ασφυκτικά από πριν.
Τώρα πια είχε επιβεβαιωθεί. Οι ανθρωποκτονίες ήταν ξεκάθαρα απομεινάρια που άφηναν αυτοί που έρχονταν απευθείας στο Όζαρκς. Ο Λουκ τράβηξε απαλά τις άκρες των μαλλιών του. Γιατί τώρα; Κοίταξε τις ημερομηνίες, όλα ήταν μέσα στις τελευταίες δέκα-δώδεκα ημέρες.
Κάτι του έλεγε μέσα του ότι οι -σχεδόν- ήσυχες ημέρες του Όζαρκς έληξαν ολοκληρωτικά. Το κακό πλησίαζε και αυτό το επιβεβαίωναν τα νούμερα και η κατεύθυνση που είχαν σημειωμένοι νεκροί πάνω στον χάρτη της ευρύτερης έκτασης. Η περικυκλωμένη περιοχή σύντομα θα πλήττονταν κι αυτή από το κύμα θανάτου που έφερναν τα πλάσματα της νύχτας, που κατευθύνονταν στο Όζαρκς.
Η σημερινή βάρδιά του είχε τελειώσει το μεσημέρι και τώρα που ήταν οχτώ το βράδυ ήταν ακόμα εκεί... βυθισμένος στα πιο καταστροφικά νέα.
[...]
Η Άζρα σήκωσε την κούπα με το κρύο μαύρο τσάι της που είχε φτιάξει προ λίγου και το έφερε μπροστά στα χείλη της. Ήπιε την πρώτη γουλιά μετά από μισή ώρα κουβέντας και δεν της άρεσε καθόλου. Δεν είχε όρεξη για τσάι... Τέτοια ώρα ποιος θα είχε; Σηκώθηκε και περπάτησε ως τον νεροχύτη. Αναποδογύρισε την κούπα και όλο το τσάι έπεσε μέσα στη βρύση. Ύστερα ακούμπησε την κούπα μέσα και έφυγε από εκεί. Περπάτησε προς την εξώπορτα της κουζίνας και κοίταξε πέρα από το τζάμι προς την δασώδη έκταση που υπήρχε πίσω από το σπίτι της.
Το σκοτάδι είχε καταπιεί το Όζαρκς για ακόμα μια ημέρα, καταφέρνοντας να διαφυλάξει καλά κρυφό κάθε μυστικό του. Αυτή η πόλη ήξερε πολύ καλά πως να κρατάει τα μυστικά της. Η Φρέγια Μπλάκγουελ διείσδυε και βυθίζονταν όλο και περισσότερο σε αυτήν. Αλλά όσο περισσότερο μένεις στο σκοτάδι, η όρασή σου βελτιώνεται... Ίσως τελικά, η άγνοια της Φρέγια, να ευθυγραμμίζονταν σύντομα με την αλήθεια, αφού είχε προσαρμοστεί πλήρως στο ψέμα και έβλεπε μέσα από αυτό. Οι τοίχοι που την χώριζαν από το ψέμα και τα μυστικά ήταν παράλληλοι, όμως εφάπτονταν σε ένα μακρινό σημείο τους. Εκεί ακριβώς, σε εκείνη την γωνία, κρύβονταν η αλήθεια. Οι τοίχοι των μυστικών που είχαν χτίσει οι γονείς τις για να την προστατεύσουν σιγά-σιγά ξεκινούσαν να φθείρουν.
«Και τώρα τι; Υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσα να μάθω; Θα μου πεις;» ακούστηκε ένας ψίθυρος στην κουζίνα, όπου βρίσκονταν οι τρεις νέοι που σύντομα θα είχαν την δική τους ιστορία στο Όζαρκς. Η Άζρα γύρισε και κοίταξε τη Φρέγια, η οποία την κοίταζε ήδη τρομαγμένη για την επόμενη ημέρα και την παρεπόμενη και για όλες τις ημέρες που θα ακολουθούσαν. «Τι κάνουμε;» την ρώτησε η Φρέγια ξανά με την αγωνία να διαγράφεται στο πρόσωπό της και να καλύπτει την χροιά της φωνής της.
«Δεν κάνουμε τίποτα,» είπε χωρίς να το πολυσκεφτεί και ξεκίνησε να βαδίζει προς το σαλόνι αφήνοντας τους άλλους δυο μόνους τους.
Η Φρέγια εξοργίστηκε με αυτό που άκουσε, αλλά δεν αντέδρασε. Είχε εξαντληθεί με το να αντιδρά συνεχώς. Έτσι, κάθισε σε μια από τις καρέκλες κατεβάζοντας το κεφάλι της απογοητευμένη και εν τέλη δεν έκανε τίποτα, όπως ακριβώς είπε η Άζρα. Ακούμπησε τον ένα αγκώνα της πάνω στο τραπέζι και έγειρε εκεί πάνω, ξεφυσώντας.
Ο Κέβιν την παρακολουθούσε από το σημείο όπου στεκόταν, κοντά στον τοίχο, χωρίς να μιλά. Ύστερα γύρισε προς το παράθυρο ξεφυσώντας. Νόμιζε ότι θα ξεμπέρδευαν από αυτήν μετά την σημερινή κουβέντα. Ήταν η πρώτη και η τελευταία και δεν χρειάζονταν να της δώσουν παραπάνω εξηγήσεις, αυτά ήταν αρκετά. Και πολλά της είπε η Άζρα... σκέφτηκε ενοχλημένος.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα η Φρέγια πετάχτηκε από την θέσης και έσιαξε τα ρούχα της. «Ίσως καλύτερα να πηγαίνω...» Είπε ξαφνικά, χαμηλόφωνα κι αποφεύγοντας να υψώσει το κεφάλι της για να μην αντικρίσει τον Κέβιν.
«Αυτό θα ήταν το λιγότερο που μπορείς να κάνεις.» Είπε σχεδόν επιθετικά για ακόμα μια φορά προκαλώντας της. Νόμιζε ότι δεν θα απαντούσε η Φρέγια, αφού τα είχε χαμένα πια, πιο πολύ από ποτέ...
Ακριβώς έτσι εξέλαβε και η Φρέγια, επιθετικό, ότι της είπε. «Τι εννοείς;» τον ρώτησε, μη αφήνοντας το σχόλιό του να περάσει απαρατήρητο.
«Εννοώ ότι δεν θα έπρεπε να είσαι καν εδώ, Φρέγια.» Είπε μονότονα και έκανε κίνηση να φύγει και αυτός, χωρίς να την κοιτάξει. Πρόλαβε να κάνει μόλις δυο-τρία βήματα προς την πίσω πόρτα της κουζίνας, με σκοπό να φύγει, αλλά η Φρέγια τον πρόλαβε και βγήκε άξαφνα μπροστά του κόβοντάς του την φόρα.
«Τι συμβαίνει; Γιατί έχεις ακόμα την ίδια στάση όπως είχε η Άζρα προηγουμένως απέναντί μου;» τον ρώτησε μπερδεμένη. «Νομίζω αυτός ήταν και ο σκοπός της όλης συζήτησης. Να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα και να είμαστε εντάξει αναμεταξύ μας, αλλά είδε ξεκάθαρα δεν είσαι, Κέβιν.»
«Μπορεί να έγινε η συζήτηση που λες, αλλά ακόμα δεν έμαθες γιατί σε απέφευγε η Άζρα αν δεν κάνω λάθος. Σωστά;» την έβαλε σε σκέψεις. «Σου είπε διάφορα, αλλά αυτό όχι. Μην το μπερδεύεσαι, ξες πολύ καλά πως δεν είσαι ευπρόσδεκτη επειδή απλά σου μίλησε.»
«Δεν έχει σχέση, έγινε μια αρχή και θα ξαναμιλήσουμε έτσι κι' αλλιώς-»
«Δεν ήταν η αρχή αυτή.» Την διέκοψε ταραγμένος. «Ξεχνάς μάλλον τι συμφώνησες πριν ξεκινήσουμε αυτήν την συζήτηση.» Η Φρέγια δεν ήξερε τι να του απαντήσει, κάθονταν και τον κοίταζε παραξενευμένη. «Από μόνη σου ήρθες εξ' αρχής στην πόρτα της, ζητώντας να μπει ένα τέλος σε όλο αυτό!»
«Τι; Όχι... Δεν το εννοούσα έτσι... Δεν θα το τελειώσουμε έτσι!» Πραγματικά δεν είχε πως να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντί του πια. Είχε φτάσει τόσο κοντά και επιτέλους είχε μερικές απαντήσεις. Δεν ήθελε έτσι απλά να υποχωρήσει!
«Πρέπει να φύγεις, Φρέγια!»
«Θα φύγω, αλλά θα μιλήσω αύριο μαζί της ξανά...» είπε ψιθυριστά καθώς ετοιμάζονταν να φύγει.
«Εννοούσα να φύγεις από το Όζαρκς.» Εξήγησε προκαλώντας της περισσότερο νεύρα παρά απορία. «Δεν ξέρω εάν θυμάσαι, αλλά σου είπα ήδη ότι εσύ είσαι η πηγή του κακού για την Άζρα! Από τότε που γύρισες δεν έχει και τις καλύτερες μέρες, ούτε και νύχτες!»
Οι λογισμοί της Φρέγια έτρεχαν. Προσπαθούσε να καταλάβει τι της έλεγε, τι εννοούσε, μα απλά έμεινε εμβρόντητη με την φάση «εσύ είσαι η πηγή του κακού για την Άζρα». Εγώ φταίω; Για τι φταίω; Απόρησε βαθιά μέσα της.
«Για το καλό και των δυο σας θα σου πρότεινα να αφήσεις ξανά το Όζαρκς, πριν γίνουν και χειρότερα!» Το βλέμμα του Κέβιν σκοτείνιασε και έκανε την Φρέγια να ανατριχιάσει. «Και ξες πολύ καλά τι εννοώ με το χειρότερα, είμαι σίγουρος πως θυμάσαι...» Το βλέμμα του έπεσε πάνω στην Φρέγια και στοίχειωσε την σκέψη της. Τι χειρότερα;
Όχι όμως. Η Φρέγια Μπλάκγουελ είχε ένα κενό στην μνήμη της από εκείνη την περίοδο και δεν καταλάβαινε ακόμα το γιατί. Δεν θυμόταν «τα χειρότερα», στα οποία αναφέρονταν ο Κέβιν.
Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο τη δεδομένη στιγμή, απλά οπισθοχώρησε. Ξεκίνησε να βαδίζει προς το σαλόνι, όπου είχε πάει πριν μερικά λεπτά η Άζρα, μόνη της. Ο Κέβιν την ακολούθησε και συνάντησαν την Άζρα να κάθεται σκεπτική στο προτελευταίο σκαλί της εσωτερικής σκάλας. Ο χώρος ήταν σκοτεινός και το μόνο φως που έφεγγε έρχονταν από τη λάμπα της κουζίνας και από τον δρόμο, περνούσε τα παράθυρα και το λεπτό ύφασμα των κουρτινών και έφτανε ως εκείνους.
Το επόμενο δευτερόλεπτο ένας οξύς και διαπεραστικός ήχος γέμισε το δωμάτιο κάνοντάς τους όλους να καρδιοχτυπήσουν και να πεταχτούν από την θέση τους. Κάτι κακό είχε συνέβη, αλλά κανένας τους δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι ακριβώς.
Η Άζρα έστρεψε τον κορμό της προς τα αριστερά, μόλις ένιωσε ένα απαλό δροσερό αεράκι να μπαίνει στο σαλόνι της. Αυτό που αντίκρισε δεν το περίμενε ποτέ.
Η πλαϊνή τζαμαρία του σαλονιού είχε γίνει χίλια κομμάτια μέσα σε δευτερόλεπτα όταν ένα ζώο πήδηξε σε ανύποπτο χρόνο με αστραπιαία ταχύτητα μέσα στο σπίτι σπάζοντας το γυαλί με το πέρασμά του. Οι τρεις τους, έμειναν στήλη άλατος, απλά παρακολουθώντας έναν λύκο να περιεργάζεται τον χώρο αγριεμένος. Γρυλίσματα και πρωτόγνωροι ήχοι ακούγονταν καθώς το ζώο κινούνταν στο σαλόνι. Δυο κόκκινα μάτια έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι, κάνοντας τον Κέβιν και την Άζρα να υποψιαστούν ότι πρόκειται όχι για κάποιον απλό λύκο, αλλά για λυκάνθρωπο!
Η Φρέγια από τον φόβο της έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, αλλά γρήγορα μπέρδεψε τα πόδια της, με αποτέλεσμα να στραβοπατήσει και να πέσει κάτω στο πάτωμα άγαρμπα. Χτυπήστε ελαφρά την πλάτη της πάνω σε ένα έπιπλο που βρίσκονταν πίσω της, όμως δεν έβγαλε άχνα. Ήταν υπερβολικά τρομοκρατημένη και δεν μπόρεσε καν να βγάλει φωνή ούτε στο ελάχιστο. Με την παλάμη της προσπάθησε να σηκωθεί ξανά όρθια, αλλά δεν τα κατάφερε... Τα πόδια της είχαν κοκαλώσει. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει είναι να συρθεί προς τα πίσω με σκοπό να κρυφτεί από το λύκο, όσο ο Κέβιν έκανε βήματα προς τα εμπρός για να ελέγξει τον λύκο. Το βλέμμα της Φρέγια ήταν παγωμένος κρύσταλλος έτοιμος να σπάσει με την παραμικρή κίνηση οποιοδήποτε σημείου του προσώπου της. Ήτανε στραμμένη προς τον λύκο, ότι κι αν έκανε δεν απομάκρυνε τους βολβούς των ματιών της από το άγριο ζώο. Δεν μπορούσε να χωρέσει στο νου της τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή μπροστά της.
Ο Κέβιν, από την άλλη πλευρά δεν έμεινε να κοιτάζει το λύκο τρομαγμένος. Παρά τον φόβο που είχε προσπάθησε αρχικά να προστατεύσει τα κορίτσια κι έπειτα να ηγηθεί στην άμυνα. «Άζρα, πάρε την Φρέγια και πηγαίνετε στο υπόγειο, θα τον καθυστερήσω εγώ! Κάλεσε τον Λουκ!» Κάλυψε την Άζρα και βγήκε μπροστά όταν ο λύκος έκανε την πρώτη του απόπειρα να επιτεθεί. Ο λύκος άρπαξε τον Κέβιν αντί κάποιου από τα κορίτσια και πετάχτηκαν και οι δυο τους στο βάθος με την φόρα που είχε αναπτύξει ο λύκος. Ο Κέβιν δυσκολεύτηκε να ξανασηκωθεί και ο λύκος ορμούσε ασταμάτητα, εκείνος το μόνο που μπόρεσε να κάνει τη δεδομένη στιγμή ήταν να αρπάξει ένα διακοσμητικό ξύλινο κηροπήγιο και να το χρησιμοποιήσει ενδιάμεσα στα δόντια του λυκάνθρωπου και το πρόσωπό του.
«Κέβιν!» Ούρλιαξε η Άζρα, έτοιμη να τρέξει να τον βοηθήσει μόλις της το ζητήσει. Δεν το έκανε όμως, γιατί τα χέρια της Φρέγια πρόλαβαν και μπλέχθηκαν στην μέσης της και την έσυρε πίσω ξανά με σκοπό να την προστατεύσει το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν ο λύκος πηδήξει προς το μέρος τους.
«Πάρε τηλέφωνο τον πατέρα σου, θα χρειαστεί βοήθεια! Άκουσες τι σου είπε!» Προσπάθησε να μιλήσει δίχως να τραυλίσει όσο πιο γρήγορα γίνονταν.
Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και το μόνο που έβλεπε η Άζρα ήταν την μικρή Φρέγια, πίσω στον χρόνο, που την παρακαλούσε να την σώσει όταν της έκανε η ίδια κακό... Θυμήθηκε το βλέμμα της πριν χρόνια, όταν η δύναμη που είχαν ανάμεσά τους εξαπολύονταν στην Φρέγια.
Η Άζρα αμέσως, χωρίς να χρονοτριβήσει περαιτέρω, έβγαλε το τηλέφωνό της από την τσέπη της και κάλεσε αμέσως τον πατέρα της. Το σήκωσε ευτυχώς, στο τρίτο χτύπημα.
«Άζρα συγνώμη που δεν ήρθα το μεσημέρι για φαγητό, έμεινα παραπάνω στο τμήμα-»
«Μπαμπά έλα στο σπίτι, ο Κέβιν χρειάζεται τη βοήθειά σου! Σε παρακαλώ έλα γρήγορα!» Είπε σοκαρισμένη βλέποντας τον Κέβιν να προσπαθεί να σταματήσει τον λύκο από το να τον δαγκώσει και η καρδιά της πήγε και ήρθε.
«Πιο σιγά Άζρα, τι έγινε;» ακούστηκε ξαφνικά ανήσυχος. Είχε ήδη σηκωθεί από την καρέκλα του γραφείο του και είχε τρέξει ως έξω, στον διάδρομο με σκοπό να πάρει βοήθεια και να φύγει. Έκανε νόημα στον Φρεντ Κλάρενς, που βρίσκονταν στα εξωτερικά γραφεία, να τον ακολουθήσει κι αμέσως ανταποκρίθηκε, σηκώθηκε από το γραφείο και έτρεξε πίσω από τον Λουκ Τζάκσον. Φύγανε τρέχοντας και οι δυο από το τμήμα και μπήκανε με βιαστικές κινήσεις στο περιπολικό του Λουκ.
Η Άζρα κοίταξε από την άκρη του τοίχου τον Κέβιν. Φαίνονταν να κουράζεται, όσο περνούσε η ώρα εξαντλούνταν. Ο λύκος είχε καταστρέψει ολόκληρο το σαλόνι. «Ένας λύκος μπήκε στο σπίτι!» Φώναξε η Άζρα στο τηλέφωνο, ενώ από πίσω ακούγονταν δυνατοί θόρυβοι και γρυλίσματα που έκαναν τον Λουκ να φρικάρει.
«Ερχόμαστε Άζρα!» Της είπε με όλη του την δύναμη κι αμέσως μετά έκλεισε η γραμμή.
Ο Κέβιν με τον λυκάνθρωπο βρίσκονταν σε δύσκολο και σκοτεινό σημείο, ο λύκος έδειχνε αποπροσανατολισμένος. Τον Κέβιν δεν τον πείραξε τόσο το ζώο, απλά προσπαθούσε να ξεφύγει από το κράτημά του και από την παρεμβολή του, όσο προσπαθούσε να αποτρέψει τον λύκο από το να στραφεί στα δυο κορίτσια. Αυτό που συνειδητοποίησε πως έκανε τόση ώρα ο Κέβιν, ήταν ότι απλά ασκούσε αντίσταση στον λύκο από το να ορμίσει στα κορίτσια. Φαίνονταν ότι δεν ήθελε να προκαλέσει κακό στον Κέβιν. Δεν πεινούσε, δεν ήθελε να τον σκοτώσει, ήθελε κάτι άλλο συγκεκριμένο. Αυτό το κατάλαβε η Άζρα παρακολουθώντας από μακριά. Έκρυψε την Φρέγια προς τα πίσω κι έφυγε για να βοηθήσει τον Κέβιν. Η νεαρή Τζάκσον έβαλε το τηλέφωνό της στην πίσω τσέπη της και χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε χωρίς καμία προειδοποίηση στον Κέβιν, αιφνιδιάζοντας την Φρέγια που την είχε κρατήσει νωρίτερα κρυμμένη μαζί της.
Κάθε φορά για να γλυτώσουν και μια επίθεση έβαζαν κι από κάτι μπροστά τους. Είχαν σπάσει ήδη όλα τα πολύφωτα και τα τραπέζια... Η Άζρα ξαφνικά, μετά από λίγο, πετάχτηκε μπροστά στο λύκο με ένα διακοσμητικό βάζο και τον έδιωξε μπροστά από τον Κέβιν όταν τον είχε εγκλωβίσει. Αμέσως μόλις ελευθερώθηκε ο Κέβιν κοίταξε τον λύκο. Είχε στρέψει το βλέμμα του προς τα πίσω, στην κουζίνα... προς την Φρέγια. Ο λυκάνθρωπος έριξε μια ματιά στον Κέβιν και την Άζρα πριν τρέξει να ψάξει την Φρέγια με ορμή. Εκείνη ήθελε;
Έτσι, έτρεξαν και οι δυο τους επίσης προς την κουζίνα. Η Φρέγια ήδη τρομοκρατημένη έκλαιγε από την αγωνία της, δεν μπορούσε να κοντρολάρει τον εαυτό της και τα είχε χάσει βλέποντας έναν γιγάντιο λύκο να εισβάλλει στο σπίτι και να τους επιτίθεται.
Ο λύκος τους ακολούθησε και στη κουζίνα. Ήταν πλέον ξεκάθαρο πως ήθελε την Φρέγια. Το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο πάνω της, δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο. Έδειχνε πιο εχθρικός από πριν μόλις την αντίκρισε κι έτοιμος να την κατασπαράξει.
Ο Κέβιν έπιασε ένα από τα μεγάλα μαχαίρια που οι Τζάκσον χρησιμοποιούσαν ως συνήθως για το κρέας ή για το κόψιμο λαχανικών. Ήταν παχύ και αρκετά αιχμηρό. Το άγριο ζώο πλησίασε ακόμα περισσότερο τους τρεις τους έχοντας εχθρικές διαθέσεις.
Η Άζρα κοίταξε τον Κέβιν υποδεικνύοντάς του ότι ήταν έτοιμη για οτιδήποτε χρειαστεί να κάνει από πλευράς της. Μόλις όμως αντίκρισε το αίμα στα μπράτσα του αμέσως τα έχασε. Ο Κέβιν είχε τραυματιστεί; Έπρεπε να καλέσει στο νοσοκομείο για ιατρική βοήθεια! «Πως είσαι; Τι είναι αυτό;» έδειξε στο χέρι της, εννοώντας με αυτή την κίνηση το δικό του χέρι. Ο Κέβιν δεν της απάντησε, απλά κούνησε το κεφάλι του κάνοντας το νόημα «δεν θα το συζητήσουμε αυτό τώρα, μπορεί να περιμένει».
Ο λύκος για λίγο είχε ηρεμίσει, απλά βημάτιζε σχεδόν κυκλικά κι αργά, απειλητικά προς το μέρος τους... Έκανε την ικανοποιητική πορεία, περικυκλώνοντας τα θύματά του, μέχρι που φτάσανε σε τέτοια θέση όπου ανάμεσα στους τρεις και τον λύκο βρίσκονταν το τραπέζι της κουζίνας. Το βλέμμα του παρόλα αυτά δεν απομακρύνονταν από την Φρέγια Μπλάκγουελ.
«Φρέγια εσένα θέλει!» Φώναξε ο Κέβιν. «Γιατί σε κυνηγάει ένας λυκάνθρωπος;» απόρησε τόσο έντονα που δεν καταλάβαινε τι έτρεχε.
«Λυκάνθρωπος;» είπε φωναχτά προσπαθώντας να το αντιληφθεί και η ίδια. «Τι εννοείς;» το πρόσωπό της της πήρε την πιο τρομοκρατημένο ύφος της.
«Πρόσεχε Κέβιν!» Είπε η Άζρα, μόλις ο λύκος άρχισε να ξαναγρυλίζει απειλητικά. Η νεαρή, κοίταξε τον λύκο στα μάτια μόλις την κοίταξε κι αυτός και αμέσως μια περίεργη αίσθηση την κατέκλυσε. Ήταν λες και είχε μόλις συνδεθεί μαζί του, ένιωσε το μίσος και την έχθρα που έτρεφε βαθιά μέσα του, ζητούσε εκδίκηση και δεν θα σταματούσε μέχρι να έπαιρνε αυτό που ήθελε. Πίστεψε για λίγο πως θα μπορούσε να τον σταματήσει με έναν... μαγικό τρόπο. Όμως ένιωσε ξαφνικά πιο αδύναμη από κάθε άλλη φορά.
«Είναι επικίνδυνος! Κάντε στην άκρη!» Φώναξε ο Κέβιν, λίγο πριν κινηθεί ο λυκάνθρωπος και τον είδε να πηδά προς τα πάνω τους. Ο Κέβιν έσπρωξε την Φρέγια, η οποία δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί, ενώ η Άζρα έφυγε παραπέρα μόνη της για να πιάσει και αυτή ένα μαχαίρι.
Ο λύκος τέντωσε το κορμί του και πήρε φόρα, ακόμα μια φορά, κάνοντας μερικά απειλητικά βήματα προς τα πίσω, αργά και σταθερά. Έδειχνε έτοιμος να επιτεθεί. Ο Κέβιν πήρε θέση. Το άγριο ζώο πήδηξε και πάτησε γερά με τα τριχωτά πόδια του πάνω στο ξύλινο τραπέζι, ρίχνοντας αριστερά και δεξιά ότι είχε επάνω του κι αμέσως έστρεψε το σώμα του προς την Φρέγια. Σύντομα θα προσγειώνονταν πάνω της και θα την έκανε μια χαψιά.
Ο λύκος όμως δεν κατάφερε να φτάσει στην Φρέγια, αφού ο Κέβιν χρησιμοποίησε μια καρέκλα για να τον εμποδίσει κατά το άλμα του. Έτσι είχε, σχεδόν, προσγειωθεί πάνω στον Κέβιν και τον πλάκωσε, κάνοντάς τον να πέσει και να γίνει ένα με το πάτωμα.
«Κέβιν!» Η Άζρα έτρεξε προς αυτόν και με μιας κάρφωσε με όλη της την δύναμη το παχύ μαχαίρι στο πίσω μέρος από το κεφάλι του λύκου. Το κρανίο έσπασε και το ένιωσε να διαμελίζεται ανάμεσα στα χέρια της με την είσοδο του αιχμηρού μαχαιριού. Αργότερα, ζεστό αίμα άρχισε να κυλά και να γεμίζει το πάτωμα, δημιουργώντας μια κόκκινη λίμνη, αφού πρώτα έβαψε τα λευκά χέρια της Άζρα.
«Ω, Θεέ μου, είσαι καλά;» Φώναξε η Φρέγια. Κατακλύστηκε από το αίσθημα του πανικού. Ξαφνικά όλο της το σώμα εκτόξευσε σε κάθε πιθαμή της την αδρεναλίνη που παρήγαγε τόση ώρα. Η πίεση έσκασε μέσα της και τα αφτιά της βούιζαν. Η αμέσως επόμενη μηχανική κίνησή της ήταν να καλύψει με τις παλάμες της το στόμα της που άνοιξε διάπλατα από το σοκ που βίωνε. Το κενό βλέμμα της έλεγε ότι δεν μπορούσε να εκφράσει η ίδια εκείνη την στιγμή.
«Κέβιν;» ψιθύρισε απαλά προσεγγίζοντας τον η Άζρα, όσο βρίσκονταν καταπλακωμένος από τον λύκο. Η Άζρα έτρεμε στην ιδέα του αν ήταν πράγματι ζωντανός, αφού είχε μερικά δευτερόλεπτα που ο Κέβιν ήταν ακίνητος.
Δάκρυα είχαν κυλίσει από τα μάτια της Άζρα μόλις κατάλαβε ότι όλα είχαν τελειώσει και τα είχαν καταφέρει. Δεν καθυστέρησε άλλο, όταν είδε να κουνιέται ο Κέβιν έσπευσε να σηκώσει το νεκρό πια ζώο από πάνω του και να τον απελευθερώσει!
«Όλα καλά,» είπε μόλις απεγκλωβίστηκε από το πτώμα του λύκου. Η Άζρα άπλωσε το χέρι της προς εκείνον και ο Κέβιν το χρησιμοποίησε για να σηκωθεί. Μόλις πάτησε στα πόδια του και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την Άζρα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο να μην την αγκαλιάσει. Ήταν τόσο χαρούμενος που ήταν και οι δυο ακόμα ζωντανοί. Την ανάγκασε να βυθιστεί ανάμεσα στα μπράτσα του και την κράτησε σφιχτά μέσα στην ζεστή αγκαλιά του. Η Άζρα είχε τοποθετήσει το κεφάλι της στο στέρνο του Κέβιν κι άκουγε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Ένιωθε το στέρνο του να ανεβοκατεβαίνει σαν τρελό πάνω-κάτω όσο εκείνος προσπαθούσε να πιάσει την ανάσα του και εκείνη την στιγμή ένιωσε ασφαλής.
«Τα καταφέραμε! Όλα καλά, Άζρα...» της ψιθύρισε στο αυτί καθώς την αγκάλιαζε. «Είσαι καλά! Μπορείς να ηρεμήσεις τώρα...»
Η Άζρα έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε τον Κέβιν. Ήταν λουσμένος στο αίμα, τα ρούχα του ποτισμένα, το δέρμα του επίσης και τα μαλλιά του ανακατωμένα. Πρώτη φορά τον έβλεπε σε αυτήν την άθλια κατάσταση... Το βλέμμα του ήταν παγωμένο και στα χέρια του ακόμα βρίσκονταν το μαχαίρι με το οποίο σκότωσε τον λυκάνθρωπο...
Ο Κέβιν, κοίταξε κι αυτός την αγαπημένη του και συνειδητοποίησε πόσο αίμα είχε η Άζρα εκείνη την στιγμή στα ρούχα της. Πέταξε στο πάτωμα το μαχαίρι ανοίγοντας την παλάμη του και ύστερα άπλωσε το αγκώνα του για να πιάσει μια πετσέτα που είδε πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Έκανε ένα βήμα και πέρασε πάνω από το νεκρό άγριο λυκάνθρωπο και στάθηκε μπροστά της. Πήρε και το άλλο μαχαίρι, της Άζρα, από τα χέρια της και το πέταξε κάτω κι αυτό, ενώ στην συνέχεια σκούπισε τα χέρια της και το πρόσωπό της με το πανί που έφερε. Στο τέλος την φίλησε στοργικά στο μέτωπό της και μετά στράφηκε προς το νεκρό λυκάνθρωπο...
«Θα αλλάξει σύντομα σε άνθρωπος και θα δούμε ποιος ήταν!» Εξήγησε στην Φρέγια ο Κέβιν εκπνέοντας βαθιά. Βημάτισε προς εκείνη και στάθηκε κοντά της. «Θα μάθουμε τι ήθελε από 'σένα, Φρέγια.» Είπε και ύστερα σκούπισε το μέτωπό του με το εξωτερικό μέρος του χεριού του. Ήταν ακόμα ιδρωμένος...
Το κλάμα της Φρέγια δεν σταματούσε, ήταν ένας συνεχόμενος ψίθυρος στο σκοτάδι εκείνης της νύχτας, που ταξίδευε σαν βοή. Δεν μίλησε, δεν είπε τίποτα στον Κέβιν. Απλά τον κοίταζε τρομαγμένη, από το σημείο όπου ήταν καθισμένη, στο πάτωμα κουλουριασμένη.
Η Άζρα γύρισε προς εκείνη και την αντίκρισε κατατρομαγμένη και αμίλητη. Δεν ήξερε τι να της πει... ή μάλλον ήξερε, αλλά δεν ήθελε... Παρόλα αυτά το είπε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια, γιατί το εννοούσε... «Δεν έπρεπε να επιστρέψεις στο Όζαρκς, Φρέγια.»
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro