20. Spellbound
Το επόμενο πρωινό η φθινοπωρινή ομορφιά του Όζαρκς έφτασε στο απόγειό της. Τα πορτοκαλί, τα κίτρινα και τα κόκκινα φύλλα είχαν καλύψει τους γκρίζους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, δημιουργώντας ένα όμορφο ατμοσφαιρικό κάδρο με πολύχρωμα πεζοδρόμια. Επίσης, τα δεκάδες χρώματα του Φθινοπώρου είχαν απλωθεί σε ολόκληρο το δάσος. Τα δέντρα έστεκαν γυμνά μπροστά κι ευάλωτα στην αδιαμφισβήτητη ομορφιά της φύσης. Το βουνό Βέρμοντ έμεινε μόνο με τα πιο «δυνατά» του δέντρα να το υπερασπίζονται, αλλά και να το συντροφεύουν στην εικόνα του. Τα αειθαλή δέντρα ήταν αυτά που θα κρατούσαν τα φύλλα τους και για όλο το χειμώνα που σύντομα θα έρχονταν στην βόρεια Καναδέζικη πόλη. Ο χειμώνας έμοιαζε τόσο μακρινός εκείνη την μέρα, αφού όλα έδειχναν τόσο ζεστά και πολύχρωμα.
Η Φρέγια ξεκίνησε με το αυτοκίνητό από την έπαυλη των Μπλάκγουελ, υπό το φως ενός ζεστού φθινοπωρινού πρωινού, να κατηφορίσει για την ενδοχώρα του Όζαρκς. Ήξερε ότι η Άζρα δεν θα της ξαναμιλούσε μετά τα χθεσινά, αλλά πήρε το ρίσκο της να πάει ως το Βέρμοντ για τον πρωινό καφέ της -που είχε σκοπό να τον πάρει πακέτο, γιατί είχε πλάνα για την συνέχεια της ημέρας της.
Το σχέδιο ήταν ως εξής... Θα πήγαινε ως εκεί, θα πάρκαρε στο απέναντι πεζοδρόμιο και θα στέκονταν έξω από την τζαμαρία της μπριού, ψάχνοντας να βρει την Άζρα, η οποία θα βρίσκονταν πίσω από τον πάγκο να ετοιμάζει καφέδες με σταθερές κινήσεις όπως πάντα, με το σκουφάκι της να καλύπτει τα αυτιά της... Είχε την ξαφνική ανάγκη να την συναντήσει, ακόμα και με ότι ειπώθηκε αναμεταξύ τους, δεν μπορούσε έτσι απλά να την διαγράψει από την ζωή της, τώρα που την ξαναβρήκε, τώρα που ξαναγύρισε. Δεν θα ακολουθούσε ότι της είπε, είχε σκοπό να την ξαναπροσεγγίσει και σύντομα μάλιστα. Κι έτσι έκανε.
Τώρα στεκόταν στο πεζοδρόμιο κοιτώντας πέρα από το τζάμι του μαγαζιού. Μερικές τρίχες από τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της Φρέγια μπήκαν μπροστά στο πρόσωπο της την ώρα που ένα απαλό αεράκι φύσηξε στην περιοχή. Τα πόδια της βάδισαν σταθερά κατά μήκος του τούβλινου τοίχου, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο μπροστά-πέρα από την τζαμαρία, ψάχνοντας για την Άζρα μέσα στην μπριού, αυτή όμως πουθενά. Είδε μόνο τον άλλο σερβιτόρο, που ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει το όνομά του, παρόλο που κάτι της θύμιζε... Μαζί του ήταν κι ένας ακόμα άγνωστος, σε αυτήν, σερβιτόρος.
Χωρίς πολλές-πολλές σκέψεις έκανε μια γρήγορη αναστροφή και βρέθηκε να περπατάει προς την είσοδο του μαγαζιού. Η πόρτα αμέσως άνοιξε, μετά από μια γερή σπρωξιά της Φρέγια, και πέρασε μέσα. Το βλέμμα του Κέβιν έπεσε απευθείας πάνω της. Η προσοχή του αποσπάστηκε από την παραγγελία που θα αναλάμβανε αφού μαγνητίστηκε από την νεαρή Μπλάκγουελ. Ενημέρωσε στα βιαστικά τον συνάδελφό του -που είχαν μαζί τη βάρδια- να αναλάβει εκείνος για λίγο όσο ο ίδιος θα την προσέγγιζε.
Ο Κέβιν περπάτησε βιαστικά κατά μήκους του μπαρ. «Καλημέρα,» πήγε και στάθηκε απέναντι από την κοπέλα με τα καστανά σγουρά μαλλιά που περίμενε νευρικά στο σημείο παραγγελίας για να εξυπηρετηθεί.
«Καλημέρα!» Είπε κι εκείνη και τον κοίταξε προσεκτικά. «Ένα ζεστό καφέ φίλτρου θα ήθελα, με γεύση φουντούκι παρακαλώ.»
«Αμέσως!» Της είπε ο Κέβιν χαμογελαστός -όσο μπορούσε, για να φανεί φιλικός- κι έφυγε για να ετοιμάσει τον καφέ της. Δυσκολεύτηκε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της, όσο την κοιτούσε όλο και περισσότερα του έρχονταν στο μυαλό. Η Φρέγια Μπλάκγουελ στέκονταν μπροστά του, μετά από τόσα χρόνια! Όση ώρα έφτιαχνε τον καφέ της Φρέγια σκεφτόταν εάν ήταν καλή ιδέα αυτό που είχε βάλει κατά νου να κάνει. Θα τα κατέστρεφε όλα;
«Ορίστε ο καφές σου.» Της έδωσε το χάρτινο κυπελάκι μόλις τελείωσε και πήρε το χαρτονόμισμα που του πρόσφερε η Φρέγια.
«Είσαι ο Κέβιν Ρουσσώ, σωστά;» τον εξέπληξε, αφού ξεκίνησε πρώτη την κουβέντα. Του χαμογέλασε ευγενικά περιμένοντας μια φυσιολογική απάντηση σαν «Ναι, εγώ είμαι! Καλωσόρισες πίσω στο Όζαρκς!», αλλά τίποτα δεν ήταν φυσιολογικό σε αυτήν την πόλη, από την στιγμή που επέστρεψε.
Ο Κέβιν αναρωτήθηκε εάν η Φρέγια θυμόταν το κοινό παρελθόν τους. Ο μόνος λόγος που μιλούσαν τότε και γνωρίστηκαν τώρα, ήταν η Άζρα. Ήταν ο κρίκος, ήταν φίλη και των δυο. Αμέσως μετά, ο νεαρός άνδρας, ύψωσε το κεφάλι του από την ταμειακή μηχανή μόλις την έκλεισε, με την απόδειξη στην παλάμη του και αντάλλαξαν ένα έντονο βλέμμα. «Ναι, κι εσύ είσαι η Φρέγια Μπλάκγουελ...» είπε τελικά με κενό βλέμμα.
Η Φρέγια ξεροκατάπιε, εντάξει τελικά την θυμόταν. Ήταν ο φίλος της Άζρα, από παλιά, από το σχολείο -μόνο αυτό θυμόταν ως πληροφορία για τον Κέβιν, καμία κοινή ανάμνηση όμως, ούτε τίποτα άλλο. Η μνήμη της όσων αφορά το Όζαρκς ήταν αρκετά θολή και σε πολλά σημεία του παρελθόντος και εντελώς κενή. Ήταν λες και η Φρέγια Μπλάκγουελ είχε εξαφανιστεί από το Όζαρκς τόσο ξαφνικά όπως ακριβώς και οι αναμνήσεις. Τώρα που αυτή επέστρεψε στο Όζαρκς οι αναμνήσεις τις άραγε θα επέστρεφαν και αυτές;
«Ακριβώς!» Του χαμογέλασε μετά από λίγο, σφιγμένη. «Χαίρομαι που δεν κρύβεσαι από μένα κι εσύ, σαν την Άζρα. Αυτό είναι καλό σημάδι...» κούνησε το κεφάλι της, εννοώντας ότι ίσως τελικά υπάρχει κάποια ελπίδα να βρει κάποιον να κάνει παρέα.
«Καλό σημάδι;» απόρησε, όσο αντάλλασσαν τα χρήματα αι τα ρέστα για τον καφέ που παρήγγειλε η Φρέγια. Ήξερε πολύ καλά ότι η Άζρα απέφευγε την Φρέγια, το έβλεπε τόσο καιρό. Η Άζρα ποτέ δεν μίλησε για την Φρέγια, ποτέ δεν θέλησε να συνεχίσει από εκεί που έμειναν οι δυο τους, παρόλο που η Φρέγια είχε επιστρέψει για τα καλά στην μικρή πόλη.
«Σημαίνει ότι δεν φταίω γενικά, αλλά είναι κάτι που από ότι φαίνεται έκανα σε αυτήν, κάτι που εγώ δεν θυμάμαι...» είπε εμφανώς λυπημένη. «Για αυτό δεν θέλει πάρε-δώσε μαζί μου, υποθέτω...»
Ο Κέβιν δεν έβγαλε άχνα. Δεν ήθελε να της μιλήσει τελικά, για τίποτα. Το μόνο που έβλεπε κοιτάζοντας την Φρέγια ήταν οι εφιάλτες της Άζρα. Την έβλεπε ως την πηγή του κακού. Το κακό που έκανε η Φρέγια ήταν αυτοί οι εφιάλτες. Δεν μπορούσαν ποτέ να το αποδώσουν κάπου. Τώρα πια, όμως, ήταν σχεδόν ξεκάθαρο για εκείνον... Ήταν εξαιτίας της. Για αυτόν τον λόγο ο Κέβιν, δεν την ήθελε πουθενά κοντά στην Άζρα, ή στο Όζαρκς γενικά. Ήταν η προφανής αιτία που η Άζρα υπέφερε. Εκεί κατέληξε ο νεαρός Κέβιν Ρουσσώ, εκείνο το πρωινό.
«Λοιπόν, χάρηκα που σε ξαναείδα μετά από τόσο καιρό!» Δήλωσε μετά από ένα κενό που δημιουργήθηκε στην μικρή κουβέντα τους, η Φρέγια, και ενώ περίμενε μια απάντηση -ένα κάτι- τελικά δεν έλαβε καμία αντίδραση από τον Κέβιν.
Δεν της έδωσε και πολύ σημασία. Απλά πήρε το πανί που υπήρχε στον πάγκο παραδίπλα του και ξεκίνησε να σκουπίζει με αυτό τα καθαρά διάφανα ποτήρια μπύρας που είχε πίσω από το μπαρ. Η Φρέγια, αντιλήφθηκε την δυσφορία του, αλλά και αδιαφορία από πλευρά του και ένιωσε αμέσως ανεπιθύμητη και από πλευράς του. Το βλέμμα της για ακόμα μια φορά έλαβε τη πιο λυπημένη μορφή του.
Ο Κέβιν δεν έδειχνε να την συμπαθεί ιδιαιτέρως, ακόμα κι αν στην αρχή εκείνη πίστεψε κάτι διαφορετικό κι απέκτησε για λίγο ψεύτικες ελπίδες. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ήταν φίλοι με την Φρέγια ο Κέβιν. Πάντα υπήρχε ένα κλίμα ανταγωνισμού αναμεταξύ των δυο, για το ποιος θα έχει την Άζρα περισσότερο. Παλιά ήταν πολύ έντονο αυτό, μέχρι που η Φρέγια έφυγε και η Άζρα ήταν όλη δική του φίλη.
«Λοιπόν, ώρα να πηγαίνω,» είπε με σκοπό να του κεντρίσει την προσοχή για αυτό που πρόκειται να έλεγε. «Το Σάββατο θα διοργανώσουμε ένα γκαλά στο σπίτι μας, είστε προσκεκλημένοι. Θα έρθει πολύς κόσμος από το Όζαρκς. Ελπίζω να σας δω εκεί.» Του ανακοίνωσε όταν γύρισε και την κοίταξε, λίγο πριν φύγει από το μαγαζί.
«Θα το μεταφέρω στην Άζρα.» Την βεβαίωσε κοιτάζοντάς την κατά πρόσωπο κι εκείνη απομακρύνθηκε νεύοντας θετικά, ενώ στο τέλος ψιθύρισε ένα άψυχο «ευχαριστώ» στον Κέβιν.
[...]
Με το αυτοκίνητο να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον κεντρικό δρόμο της πόλης, η Φρέγια ένοιωθε την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο και την ελευθερία να την κυριεύει. Είχε ανάγκη να ξεφύγει από τα όρια -όποια όρια κι αν ήταν αυτά. Προς το παρόν τα μόνο όρια που διέσχιζε ήταν τα όρια του νόμου, αφού είχε ξεπεράσει το όριο της ταχύτητας κατά πολύ.
Η καφεΐνη έρεε στις φλέβες της. Δεν μπορούσε να σταματήσει τώρα. Ήταν η ευκαιρία της να ξεδώσει. Είχε συσσωρεύσει τόνους πίεσης μέσα της. Όλα ήταν τόσα δύσκολα για την ίδια μέχρις στιγμήν στο Όζαρκς. Πίστευε ότι με τον ερχομό της θα είχε μια σχετικά εύκολη κι ομαλή μετάβαση στην πόλη. Αντ' αυτού ήρθε αντιμέτωπη με κάτι που ποτέ δεν περίμενε να βιώσει! Η Άζρα δεν υπήρχε γι' αυτήν πριν. Από την στιγμή που πάτησε το πόδι της στο Όζαρκς διάφορα πράγματα άρχισαν να ξεπηδάν στο νου της. Πολλά από αυτά ήταν μνήμες, γεγονότα αλλά και άνθρωποι για τους οποίους είχε ξεχάσει τα πάντα, όσον αφορά την ύπαρξή τους και για την σχέση που διατηρούσαν...
Δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι πήγαινε στραβά με εκείνη. Είχε πάρει μια απόφαση όμως. Ήθελε να πάψει να κάνει ερωτήσεις και να ζητά απαντήσεις, έτσι αποφάσισε να ψάξει μόνη της για απαντήσεις.
Επέλεξε να ξεκινήσει από τον κορμό του προβλήματος, την πόλη του Όζαρκς και την ιστορία της. Όλα τα προβλήματά της και οι ερωτήσεις της ξεκίνησαν από την στιγμή που πάτησε το πόδι της εδώ. Οπότε έπρεπε να είχαν κάποια σχέση με το Όζαρκς όλα αυτά που ήθελε να μάθει.
Για να μάθεις για μια πόλη θα πρέπει να απευθυνθείς κάπου όπου η ιστορία της ξεκινάει από το μηδέν... Η πρώτη σκέψη της Φρέγια ήταν η Ακαδημία. Φαίνεται η πιο παλιά κοινότητα της πόλης και είναι ένα μέρος το οποίο ο πατέρας της δεν της επιτρέπει να πάει, οπότε φαίνεται να είναι το κατάλληλο μέρος για απαντήσεις!
[...]
Μόλις έφτασε στην Ακαδημία του Όζαρκς κατέβηκε από το αυτοκίνητό της και κατευθύνθηκε αμέσως προς την μαύρη σιδερένια καγκελόπορτα -η οποία φαίνεται να είναι πάντα ανοιχτή, αφού και την προηγούμενη φορά βρήκε τις πόρτες της Ακαδημίας ανοιχτές. Μόλις λοιπόν πάτησε το πόδι της στην αυλή της, ένοιωσε ξανά αυτήν την περίεργη παρόλ' αυτά γνώριμη αίσθηση. Ένα μυστικιστικό κλίμα απλώθηκε στην ατμόσφαιρα που την περιέβαλε κάνοντάς την να ανατριχιάσει. Ένιωθε τα πάντα γύρω της ξαφνικά. Μια ανώτερη σύνδεση με τα πάντα γύρω της. Ότι κι αν ήταν αυτό που ένιωθε ήταν σίγουρα πολύ δυνατό και κάτι μέσα της, της έλεγε ότι βρίσκονταν στο σωστό μέρος.
Δεν άργησε να μπει ξανά στο καλοδιατηρημένο κτίριο και να περπατήσει στους ίδιους ψηλοτάβανους και μακρόστενους διαδρόμους. Πέρασε δίπλα από τα μαρμάρινα ανατριχιαστικά ψηλά αγάλματα. Ένιωθε να απειλείτε κάτω από το άγρυπνο βλέμμα τους. Ήταν γκαργκόιλ, μαρμάρινες φιγούρες που θύμιζαν τέρατα. Βρίσκονταν εκεί μπροστά να φυλάσσουν τις εισόδους.
Δεν άργησε με το γρήγορο κι αγχωτικό βηματισμό της να βρεθεί μπροστά στις σκάλες να κοιτάζει πια με αναποφάσιστο και αποχαυνωμένο βλέμμα κάθε πιθανή κατεύθυνση που θα μπορούσε να ακολουθήσει. Ήταν ταραγμένη. Έμοιαζε να είναι χαμένη. Ήθελε απαντήσεις και τις ήθελε άμεσα. Που έπρεπε να πάει τώρα; Οι φοιτητές της Ακαδημίας την προσπερνούσαν σπρώχνοντάς την κι' όλας πολλές φορές, αφού εμπόδιζε εκεί όπου στέκονταν, στο μέσο της σκάλας.
«Ενοχλείς εκεί πέρα!» Μια φωνή ακούστηκε στο βάθος και την ξύπνησε από τις σκέψεις της.
«Τι;» Η Φρέγια επανάφερε το μυαλό της και πάλι πίσω στην πραγματικότητα. Στράφηκε προς τα δεξιά, από όπου προήλθε και η φωνή η οποία ου της απευθύνθηκε.
«Λέω, εκεί που στέκεσαι ενοχλείς όσους θέλουν να ανέβουν τη σκάλα.» Μια κοπέλα που τα μαλλιά της έμοιαζαν με κατάμαυρο κάρβουνο της μιλούσε δείχνοντας της ότι στέκονταν στο μέσο διελεύσεις της σκάλας, στο τέλος της χαμογέλασε για να της δείξει ότι είχε καλές προθέσεις και δεν ήθελε απλά να την επιπλήξει.
«Ωωω, συγνώμη! Δε, δεν...» έχασε αμέσως τα λόγια της, όμως πήρε γρήγορα τα πόδια της και έφυγε από εκείνο το σημείο. Κατέβηκε στο χαμηλότερο επίπεδο πριν το πρώτο σκαλί και αμέσως πήγε στην άκρη για να μην ενοχλεί. Συνέχισε όμως να φέρεται παράξενα και εντελώς αμήχανα μπροστά στην περαστική που έτυχε να της μιλήσει.
Η άγνωστη κοπέλα, που έδειχνε παραξενευμένη από την συμπεριφορά της Φρέγια, την ακολουθήσε αφού κατέβαινε τα σκαλιά όταν βρέθηκε μπροστά της η Φρέγια με τα νευρικά της βήματα να την πηγαινοφέρνουν στον χώρο. Η νεαρή σπουδάστρια της Ακαδημίας έμεινε να κοιτάζει παραξενευμένη την Φρέγια. Το βλέμμα της ξαφνικά ταράχθηκε και τα μάτια της γούρλωσαν.
«Δεν μπορεί!» Εξέφρασε τον θαυμασμό της. Έμεινε να περιμένει για μια αντίδραση, αλλά έλαβε μόνο ένα βλέμμα απορίας από μεριάς της Φρέγια.
«Εσύ είσαι; Πως στο καλό βρέθηκες εδώ;» ξαφνικά το ύφος της άλλαξε και πατέχθηκε πίσω την ίδια στιγμή, λες και απειλούνταν από την Φρέγια. Έδειχνε πραγματικά να φοβάται και να σκέφτεται τρόπους να σώσει τον εαυτό της.
Η Φρέγια έκανε μερικά βήματα προς αυτήν, αλλά εκείνη βημάτισε ακόμα πιο πίσω για να κρατήσει μια ασφαλή απόσταση ανά μεταξύ τους. «Εγώ;» η Φρέγια δεν καταλάβαινε τι της έλεγε. «Έχουμε γνωριστεί;»
«Πάει καιρός που μας άφησες, δεν νομίζεις;» συνέχισε η άγνωστη ταραγμένη. «Τι δουλειά έχεις εδώ; Γιατί γύρισες στο Όζαρκς;» Ρώτησε στραβοκαταπίνοντας.
«Συγνώμη;» απόρησε πιο έντονα αυτή τη φορά. Εξακολούθησε να κοιτάζει περίεργα.
«Βικτώρια μην πας να κρυφθείς!» Της είπε τόσο πειστικά για ακόμα για φορά. «Όλοι σε ξέρουνε εδώ!» Συμπλήρωσε.
«Βικτώρια;» Απόρησε ξανά. Η Φρέγια δεν ήξερα τι κάνει. «Λυπάμαι, αλλά με μπερδεύεις με κάποια άλλη...»
«Κανείς δεν ξεχνάει αυτό το πρόσωπο όσο κι αν προσπαθήσει!»
«Έλα τώρα, σταμάτα γιατί με φρικάρεις! Παρατράβηξε το αστείο σου! Δεν ξέρω καν ποια είσαι!» Η Φρέγια φώναξε υστερικά και προκάλεσε μερικά βλέμματα από τον κόσμο που περνούσε εκείνη την στιγμή να γυρίσει και να τις κοιτάξει σοκαρισμένος.
«Τι στο καλό...» είπε η άλλη κοπέλα ψιθυρίζοντας. Σιγά σιγά έμπαιναν διάφορες σκέψεις στο μυαλό της. Δεν μπορούσε όμως να μην την ελέγξει. Έπρεπε να ελέγξει!
Αμέσως μετά την άρπαξε από τον καρπό και την τράβηξε στην άκρη, σε ένα σημείο όπου δεν θα τους έβλεπαν περαστικοί. Κρύφθηκαν στην σκιά μιας πλατιάς μαρμάρινης κολώνας και η άγνωστη με κοντό μαύρο καρέ μαλλί την στρίμωξε. Την κοίταξε καλά στα μάτια και γύρω γύρω, την έλεγξε από την κορφή ως τα νύχια. «Δεν μπορεί να μην είσαι εσύ!»
«Θα με αφήσεις να φύγω, δεν είναι και πολύ ευγενικό αυτό που κάνεις.» Παραπονέθηκε η Φρέγια. Η άλλη κοπέλα, άπλωσε το χέρι της και με το που πήγε να την αγγίξει, εκείνη τραβήχτηκε. «Τι νομίζεις πως πας να κάνεις;» παρόλα αυτά δεν κατάφερε να την εμποδίσει. Το χέρι της μαυρομάλλας ενώθηκε με το δικό της και όλα άσπρισαν στο οπτικό πεδίο της Φρέγια για μερικά κλάσματα δευτερολέπτου κι αμέσως μετά, όταν συνήλθε αποτραβήχθηκε απότομα. «Είσαι θεοπάλαβη!» Φώναξε έξαλλη.
Η κοπέλα έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Προσπάθησε να συνδεθεί μαζί της, ένιωσε ότι ακριβώς κι από την Βικτώρια. Η δύναμη, η αύρα, όλα ήταν ίδια... αλλά καλά κλειδωμένα. Κάποιος είχε μπλοκάρει την μνήμη της, την είσοδο σε αυτήν και γενικότερα δεν μπόρεσε να δει τίποτα! Δεν καταλάβαινε. Η Φρέγια ήταν μαγεμένη!
Μπροστά της στέκονταν η Βικτώρια Ντουκέιν, αλλά δεν ήταν αυτή... Ήταν απλά κάποια που της έμοιαζε. «Δεν είσαι η Βικτώρια!» Είπε και η καρδιά της χτύπησε δυνατότερα από κάθε άλλη φορά.
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro