Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

17. Kill The Bloody Town

Όζαρκς, Καναδάς
1.514 μ.

Στην αρχή όλα ήταν σκοτεινά. Όμως, στην συνέχεια άρχιζε σιγά σιγά να αναπτύσσει μια μια τις αισθήσεις της. Αρχικά μύρισε τη μεταλλικότητα στον αέρα, υπήρχε παντού αίμα. Ένιωσε τους τα μόρια αέρα να πάλλονται, οι κόκκοι σκόνης ήταν πια ευδιάκριτοι ακόμα και στο σκοτάδι και κάθε φορά που το ρεύμα άλλαζε την πορεία του το καταλάβαινε πρώτα από την ροή τους και έπειτα από την αίσθηση που της μετέφερε ο άνεμος στο παγωμένο δέρμα της. Τα πνευμόνια της γέμισαν οξυγόνο και το σώμα της ανατρίχιασε και αμέσως μετά η κάθε τρίχα της είχε σηκωθεί κάγκελο. Ο κορμός κοπέλας -που μόλις είχε ξυπνήσει- υψώθηκε και απομακρύνθηκε από το κρύο έδαφος απότομα. Ένας οξύς πόνος διαπέρασε κατά μήκος όλο της το κορμί και μια δίνη απελευθερώθηκε από τα σωθικά της. Έβγαλε ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό μερικών δευτερολέπτων, εξαπλώνοντας το χάος ταράσσοντας τη γαλήνη της κρύας νύχτας στο αρχαίο βουνό του Όζαρκς. Τα χέρια της γαντζώθηκαν στο έδαφος και τότε άνοιξαν και τα κόκκινα μάτια της. Το καστανό χρώμα τους που θύμιζε τις όμορφες φουντουκιές του δάσους είχε αντικατασταθεί από το πορφυρό χρώμα του φρέσκου αίματος. Η Βικτώρια δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια.

Η δυο γυναίκες, με την μεγάλη διαφορά ηλικίας, που βρίσκονταν μαζί της στη καλύβα, εκείνο το βράδυ της κόκκινης πανσελήνου της μεταμόρφωσής της, βγήκαν από την νεκρική σιωπή τους και έσπευσαν να πλησιάσουν την Βικτώρια η οποία ξύπνησε μετά τον θάνατό της.

«Ξύπνησε;» η σοκαρισμένη βραχνή φωνή της Καταλίνα έκανε την γριά μάγισσα να σηκωθεί από την θέση της τσουτσουριασμένη. Το στόμα της γυναίκας έμεινε ανοιχτό για ώρα, όσο την επεξεργάζονταν από μακριά. Δεν άργησε να πλησιάσει, την κοίταξε και από πιο κοντά για να βεβαιωθεί. Ακόμα δεν πίστευε στα μάτια της. Μέσα της κάτι της έλεγε ότι αυτό που συνέβαινε δεν θα είχε καλή κατάληξη. Τα ένστικτά της προέρχονταν από τις σκοτεινές δυνάμεις που της έδινε το βουνό Βέρμοντ. Χιλιάδες μάγισσες είχαν περάσει από 'κει και είχανε σφαγιαστεί σε κυνήγι μαγισσών αιώνες αλλά και μερικά χρόνια πριν. Οι μαγεία τους πότισε τη γη, μαζί με το αίμα τους που χύθηκε σε αυτή. Το έδαφος πια εξέπεμπε όλη αυτή τη δύναμη που διέθεταν, καθώς και την οργή και τον πόνο την στιγμή που τους σκότωσαν. Είναι ακόμα εκεί και στοιχειώνουν το βουνό. Η μάγισσα ένιωθε πιο έντονα από ποτέ, εκείνο το βράδυ, τα πνεύματα να την περιτριγυρίζουν, άκουσε τα προειδοποιητικά τους λόγια που της ψιθύριζαν στο αυτί... ότι η Βικτώρια ήταν πλέον μια απειλή και έπρεπε να κάνει κάτι γρήγορα, για να προλάβει το κακό που έμελλε να συμβεί.

«Βικτώρια;» η Καταλίνα δεν δίστασε να την φωνάξει. Ήταν πλάτη και στην ίδια αλλά και προς την μάγισσα. Η νεαρή μαθητευόμενη ένιωθε την περιέργειά της να φουντώνει με την ώρα, όσο η εκπαιδεύτριά της δεν ανταποκρίνονταν σε κανένα κάλεσμά της. Η Καταλίνα σηκώθηκε από όπου καθόταν, δίπλα στη φωτιά που είχανε ανάψει νωρίτερα με τη μάγισσα, και πάτησε στα πόδια της. Περπάτησε με σκοπό να φτάσει δίπλα στην Βικτώρια. Πέρασε ακόμα και την γριά, αφήνοντάς την πίσω της για μερικά βήματα, ώσπου εκείνη έσπευσε να την σταματήσει, αφού είχε ένα κακό προαίσθημα εδώ και ώρα.

Η Βικτώρια βρίσκονταν ακόμα καθισμένη πάνω στο πλατύ ξύλινο τραπέζι, με γυρισμένη την πλάτη της. Τόση ώρα δεν μπορούσανε να δούνε ούτε το πρόσωπό της, κι αυτό έκανε την μάγισσα Ζέλντα να ανησυχεί περισσότερο.

«Μην πλησιάζεις Καταλίνα!» Της είπε, αλλά η μικρή την αγνόησε και συνέχισε να προχωρά. Αφού είδε ότι δεν την ακούει, η γριά μάγισσα την εμπόδισε με ένα καρεκλάκι, το οποίο βρέθηκε από το πουθενά μπροστά στα πόδια της νεαρής. Το έσπρωξε άθελά της όταν έπεσε πάνω του λόγω κεκτημένης ταχύτητας που είχε ήδη. «Είναι επικίνδυνη!» Έκανε ακόμα ένα ξόρκι κι αυτή την φορά έστειλε μια σκούπα να σταθεί εμπόδιο μπροστά της. Στάθηκε σαν άνθρωπος και την σταμάτησε από το συνεχίσει να προχωράει.

«Τι λες Ζέλντα! Είναι η εκπαιδεύτριά μου!» Η Καταλίνα εξοργίστηκε με την συμπεριφορά της μάγισσας.

«Αντιλαμβάνεσαι τι συνέβη μόλις;» την ρώτησε με απορία. Την κοίταζε στα μάτια καθώς περίμενε μια απάντηση. Η Καταλίνα πράγματι δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς είχε γίνει. Δεν ήθελε να καταλάβει.

«Πρέπει να τη βοηθήσουμε!» Η Καταλίνα δεν θα τα παρατούσε έτσι εύκολα. Έβαλε το μυαλό της να δουλέψει. Πέταξε την σκούπα, που η Ζέλντα είχε στείλει για να την εμποδίσει, μακριά της. Σκέφτηκε γρήγορα όλα όσα είχε ακούσει για το είδος της Βικτώρια. Ήταν μια Σκοτεινή Αυθεντική πράγματι και πλέον είχε απομείνει μόνο ένα βήμα. «Αναστήθηκε, η μεταμόρφωσή της θα ολοκληρωθεί μόλις μια σταγόνα αίματος εισχωρήσει στο σώμα της.»

«Τι είναι αυτό που λες;» η μάγισσα πάγωσε στην θέση της. «Ποια μεταμόρφωση;»

«Είναι μια Σκοτεινή! Είναι Αυθεντική!» Της φώναξε μες την αγωνία. «Αν δεν με αφήσεις να τη βοηθήσω το θνητό της σώμα θα πεθάνει και θα παγιδευτεί σε αυτό η ψυχή της!»

«Είναι Αυθεντική; Πως; Αφού είναι Κυνηγός, η οικογένειά της επί εκατοντάδες χρόνια σκότωνε και κυνηγούσε βρικόλακες. Δεν μπορεί να είναι μια από αυτούς!»

«Το αίμα δεν κάνει διακρίσεις, από ότι φαίνεται Ζέλντα...» της απάντησε με σοφία παρά το νεαρό της ηλικίας της κι αμέσως μετά βρήκε την ευκαιρία να τρέξει κοντά στη Βικτώρια.

Μόλις βρέθηκε μπροστά της σάστισε. Την αντίκρισε καταπονημένη και να τρέμει από το κρύο. Πλησίασε και κοίταξε από πιο κοντά τα μάτια της Βικτώρια. Ήταν κατακόκκινα και γύρω γύρω φαίνονταν καθαρά μαύρες διαγραμμίσεις από τις φλέβες της. Όσο περνούσε η ώρα το σώμα της έφθειρε και γίνονταν όλο και πιο λευκό.

«Θα σε βοηθήσω Βικτώρια πες μου τι να κάνω!» Η Καταλίνα ζήτησε, μα άδικα, αφού η Βικτώρια έδειχνε να μην έχει καμιά επαφή με το περιβάλλον. Κοίταζε το κενό, στον σκοτεινό τοίχο απέναντί της κι εντελώς αμίλητη. Δεν είχε βγάλει άχνα από τότε που άνοιξε τα μάτια της. Η μόνη κίνησή της ήταν το τρέμουλο που είχε στο κορμό της και στο κάτω μουδιασμένο χείλος της. Φαίνονταν πανικοβλημένη και να μην γνωρίζει τι της συνέβη, για αυτόν ακριβώς τον λόγο η Καταλίνα επέλεξε να της εξηγήσει τα πάντα, αλλά σύντομα... «Βικτώρια, μεταμορφώθηκες, έγινε αυτό που φοβόσουν. Σε έβλεπα από το πρωί σκεπτική και φοβισμένη, με μετρημένα λόγια και νευρικές κινήσεις. Είσαι πλέον μια Αυθεντική Σκοτεινή βρικόλακας, πρέπει να τραφείς εάν θες να ζήσεις.» Είπε κοιτάζοντας να λάβει κάποια απάντηση, αλλάτίποτα. «Θες να ζήσεις έτσι δεν είναι;»

«Πρέπει να τη σκοτώσουμε!» Πετάχτηκε η Ζέλντα και έκανε τη Βικτώρια να βγει από τον λήθαργό της. Το σώμα της τινάχθηκε και το κεφάλι της πήρε μια κλήση προς τα πάνω, ύψωσε το βλέμμα της και κοίταξε κατάματα την Καταλίνα. Η Καταλίνα αρχικά θέλησε να ουρλιάξει στην μάγισσα ένα βροντερό όχι, όμως είδε το τρομαγμένο βλέμμα της εκπαιδεύτριάς της -που της χρωστούσε τη ζωή της- κι αποφάσισε να κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να την γλυτώσει από τις προθέσεις της μάγισσας. Είδε την επιθυμία της Βικτώρια να σωθεί, στα μάτια της, και αυτό θα έκανε.

«Πρέπει να την βοηθήσουμε! Δεν υπάρχει κάτι που να μπορούμε να κάνουμε;» Παρακάλεσε την μάγισσα να της μεταφέρει τις γνώσεις της.

«Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο καλή μου, δεν είναι ασφαλές να μείνει ζωντανή. Πέθανε και αναστήθηκε σε κόκκινη πανσέληνο, αυτό από μόνο του είναι δυσοίωνο. Θα μας σκοτώσει όλους μια μέρα!» Η μάγισσα άκουσε κι άλλα από τα πνεύματα των μαγισσών και τρόμαζε όλο και περισσότερο. Μετέφερε την ουσία από αυτά που άκουσε, στην Καταλίνα. Της ζήτησαν να τη σκοτώσει. Να την σκοτώσει αμέσως! Αυτό λοιπόν θα έκανε.

Κι εκείνη την στιγμή η παντοδύναμη γριά μάγισσα -που χρόνος δεν άφησε το σημάδι πάνω της- και η νεαρή τολμηρή και θαρραλέα Κυνηγός, κατάλαβαν ότι ήρθαν σε θανάσιμη σύγκρουση.

Η Ζέλντα κρατούσε ένα σκονισμένο βαρύ καφετί βιβλίο, ένα βιβλίο με αρχαία ξόρκια. Η Καταλίνα το είδε αυτό και αμέσως μίλησε, «μην το κάνεις Ζέλντα!»

«Τρέξε!» Της ψιθύρισε η Βικτώρια μέσα στην βαριά αναπνοή της, που ακούγονταν σαν λαχάνιασμα. Η Καταλίνα κοίταξε την Βικτώρια στα μάτια σοκαρισμένη που την άκουσε να μιλά μετά τον θάνατό της. «Τρέξε θέλει να με σκοτώσει!» Της ξαναείπε αφού η νεαρή τα είχε χάσει. Η Ζέλντα άνοιξε το βιβλίο και έψαξε τη σωστή σελίδα.

«Οι Αυθεντικοί Σκοτεινοί δεν πεθαίνουν! Πόσα πράγματα γνωρίζεις πραγματικά για αυτούς;» Η Καταλίνα πανικοβλήθηκε. Η ζωή της εκπαιδεύτριάς της απειλούνταν για δεύτερη φορά. «Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να την παγιδεύσεις στο σώμα της! Θα μείνει αιωνίως παγιδευμένη με τη συνείδησή της! Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό...»

«Σε βρίσκω διαβασμένη... αλλά για το καλό όλων μας πρέπει να την σκοτώσουμε κι ας μείνει σε αυτό το σώμα για πάντα.»

«Να την σκοτώσουμε;» απόρησε η Καταλίνα. «Ποιοι;»

Ο κρύος ιδρώτας στο πρόσωπο της Βικτώριας αυξάνονταν όλο και περισσότερο όσο άκουγε την μάγισσα Ζέλντα να απειλεί να την σκοτώσει.

«Εγώ και οι μάγισσες του Όζαρκς!»

«Οι μάγισσες του Όζαρκς;» έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Οι μάγισσες του Σάλεμ προδόθηκαν, εκτελέστηκαν και κυνηγήθηκαν μέχρι τελικής πτώσης. Η Σύναξη των μαγισσών του Όζαρκς φρόντισε να μείνει κρυφή» εξήγησε «παρόλο που έγιναν κι εδώ κατά δεκάδες οι εκτελέσεις μαγισσών στον Μεσαίωνα, τα πνεύματά τους δεν άφησαν το μέρος, βρίσκονταν ακόμα εδώ. Θα με βοηθήσουν!» Φώναξε νιώθοντας την δύναμη να μεγαλώνει μέσα της. Το αίμα που έρεε μέσα στη Ζέλντα ήταν καυτό και γεμάτο μαγεία. «Δεν είμαι μόνη μου Καταλίνα. Μπορούμε να αποτελειώσουμε όλες μαζί αυτήν την βρικόλακα ακόμα και αν είναι Αυθεντική Σκοτεινή.» Η μάγισσα πήρε μια βαθιά ανάσα και ύστερα έστρεψε το βλέμμα της προς το σημείο όπου βρίσκονταν η Βικτώρια, όμως εκείνη έλειπε. Είχε ήδη φύγει.

«Που πήγε;» Φώναξε η Ζέλντα. Η Καταλίνα στην αρχή δεν κατάλαβε τι εννοούσε η Ζέλντα, αλλά μόλις κοίταξε προς το μέρος όπου ήταν η Βικτώρια και δεν την αντίκρισε κατάλαβε τι είχε συμβεί. Το ειρωνικό χαμόγελό που είχε δημιουργηθεί στα χείλη της νεαρής Κυνηγού εξόργισε και ώθησε στα άκρα τη μάγισσα. Αμέσως ύψωσε το χέρι της στον αέρα και έπειτα το έσφιξε. Η Καταλίνα από μια στιγμή στην άλλη κρέμονταν στον αέρα και ο λαιμός της είχε φράξει. Τα πόδια της κρέμονταν και κλοτσούσε με δύναμη στο κενό, ενώ την ίδια στιγμή με τα χέρια της κρατούσε το λαιμό της παλεύοντας για μια ανάσα. Όσο η ώρα περνούσε εκείνη σιγά σιγά κοκκίνιζε.

«Πες μου που πήγε!» Της φώναξε απειλητικά η Ζέλντα. «Λέγε πριν σε σκοτώσω κι εσένα!»

Η φωνή της Καταλίνα ίσα που έβγαινε και έτσι η μάγισσα της έδωσε μια ευκαιρία να μιλήσει. Την άφησε ελεύθερη και την έριξε στο πάτωμα με δύναμη. Ο βήχας της Καταλίνα ήταν τόσο δυνατός μόλις πήρε την πρώτη ανάσα και το κάψιμο που ένιωσε στα πνευμόνια της ήταν τόσο έντονο που δεν της επέτρεψε να μιλήσει. Το σώμα της ξαφνικά πετάχτηκε από μια αόρατη δύναμη στην άλλη μεριά του δωματίου, σε μια προσπάθειά της να την φοβερίσει η Ζέλντα, την χτυπούσε τον τοίχο μέχρι που την κόλλησε πάνω με το μάγουλό της να είναι πιεσμένο στον τοίχο τόσο που από το αριστερό μάτι της έβλεπε μόνο το σκοτάδι του τοίχου.

«Και να ήξερα δεν θα σου έλεγα!» Η Καταλίνα απάντησε στην μάγισσα με σκοπό να την εξοργίσει παραπάνω.

«Θα πάμε να την βρούμε μαζί, σίγουρα θα ξέρεις κάτι!» Είπε και την ανάγκασε να την ακολουθήσει.

[...]

Η Καταλίνα ήξερε καλά ότι η Βικτώρια ήθελε να ζήσει και να σωθεί. Παρόλο που μισούσε το είδος των βρικολάκων όσο τίποτα.

Η Βικτώρια το είχε σκάσει από το καλύβι της μάγισσας για να σωθεί και για να μην σκοτώσει κανέναν. Χρησιμοποίησε όλες τις δυνάμεις της και διένυσε όλο το αγριόδασος τρέχοντας. Πρώτη φορά έτρεχε τόσο γρήγορα παρά την εξάντλησή της. Ένιωθε ήδη αλλαγές στο σώμα της, στις αντοχές της αλλά και στα συναισθήματά της.

Η Βικτώρια ήταν μια γυναίκα με πολλή θέληση και δύναμη, διεκδικούσε, αγαπούσε και μισούσε με πάθος, με όλο της τον εαυτό. Ήταν μια Κυνηγός. Ήταν μια από τις καλύτερες! Κυνηγούσε βρικόλακες και λυκάνθρωπους σε ολόκληρη τη ζωή της. Τους κυνηγούσε μέχρι το τέλος, τους σκότωνε και κόμπαζε για αυτό, γιατί γνώριζε ότι ήταν καλή.

Και τώρα; Έγινε αυτό που μισούσε όσο τίποτα άλλο; Έγινε ένας σκοτεινός δαίμονας κι αυτή; Μισούσε τον εαυτό της για αυτό. Η απελπισία της μεγιστοποιούνταν με την ώρα. Καταριόταν την ίδια της την μητέρα και τον πατέρα που την έφεραν στην ζωή. Αναθεμάτιζε τον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί κανείς δεν την είχε προειδοποιήσει για αυτό; Ήξεραν άραγε οι γύρω της;

Περπατούσε στο σκοτεινό δρομάκι και το μόνο που σκεφτόταν ήταν το πόσο σιχαίνεται τον εαυτό της. Δεν ήθελε να ζήσει ως βρικόλακας, αλλά ανεξαρτήτως αυτού η Βικτώρια ήθελε να ζήσει. Ήταν εγωίστρια και τα ήθελε όλα, από πάντα ήθελε να τα έχει όλα μαζί. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η απόφαση που έπρεπε να πάρει ήταν δύσκολη.

Θα έμενε για πάντα μια βρικόλακας ή θα σκότωνε τον εαυτό της βάζοντας ένα τέλος πριν αρχίσει να ζει ως ένας του είδους τους;

Η αλήθεια ήταν πως για πρώτη φορά φοβόταν για τον εαυτό της, φοβόταν να σκοτώσει τον εαυτό της. Στη καλύβα της μάγισσας άκουσε την Καταλίνα να λέει ξεκάθαρα ότι στην πραγματικότητα δεν θα πεθάνει όταν την σκοτώσουν, αλλά θα παγιδευτεί αιωνίως στο σώμα της, θα ζει με την συνείδησή της και με τους δαίμονές της. Αυτό φοβόταν πιο πολύ από όλα. Δεν ήταν τελικά ατρόμητη, είχε μια αδυναμία, έναν φόβο. Αυτό που φοβόταν η Βικτώρια, το μόνο που φοβόταν, ήταν ο ίδιος της ο εαυτός.

Θυμήθηκε ένα ρητό που έλεγε πάντα σε μικρότερους Κυνηγούς... «κυνηγάς ή σε κυνηγάν». Αυτό την διευκόλυνε στην απόφασή της και σε συνδυασμό με τον εγωισμό που κατείχε πήρε την πιο τρελή απόφαση που είχε πάρει ποτέ στη ζωή της. Ήθελε να ζήσει, οπότε αυτό θα έκανε! Αλλά... δεν ήθελε να ζήσει η μόνη ως αυτό το σκοτεινό πλάσμα, για αυτό θα έπαιρνε μαζί της σε αυτήν την νέα ζωή της και όλους όσους θα της στέκονταν εμπόδιο, και κάπως έτσι αποφάσισε να σκοτώσει τους πάντες στο Όζαρκς εκείνη τη νύχτα. Ακόμα κι αυτούς που αγαπούσε. Από τότε, οι βρικόλακες έκαναν κουμάντο στην πόλη του Όζαρκς, την πιο αιματοβαμμένη πόλη στην ιστορία...


⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯



Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro