11. The Great Escape
Λίγο πριν δύσει ο ήλιος στο Όζαρκς και το σκοτάδι γλιστρήσει στους μακρινούς αμμόλοφους και ξεκινήσει να σκαρφαλώνει την πιο ψηλή κορφή του Βέρμοντ λίγο πριν προλάβει να πλημμυρίσει την ενδοχώρα του Όζαρκς, η Άζρα, οδηγούσε μέσα στην πόλη χωρίς να γνωρίζει που ακριβώς πήγαινε. Η πάχνη της ομίχλης και η απαλή υγρασία κυριαρχούσαν στην ατμόσφαιρα φρεζάροντας ελαφρώς τα μαλλιά της και ξεραίνοντας τον λαιμό της. Είχε φύγει απροειδοποίητα από το σπίτι για να ξεσκάσει, λίγο μετά το βραδινό δείπνο με τον πατέρα της. Της άρεζε από παλιά να το σκάει από το σπίτι της, αργά το απόγευμα λίγο πριν σκοτεινιάσει, και να κάνει βόλτες στην πόλη.
Το μόνο που έκανε εκείνη την στιγμή ήταν να οδηγεί, για ώρα. Απολάμβανε τον μελαγχολικό απόγευμά της και τον συννεφιασμένο ουρανό. Την ευχαριστούσε να χαζεύει τον ουρανό, γιατί στην προκειμένη περίπτωση έμοιαζε να είναι η αντανάκλαση της ίδιας. Ο σκοτεινός, μουντός ουρανός αντικατόπτριζε πλήρως τα συναισθήματα που ένιωθε. Μπερδεμένη, σαν αυτό το συνονθύλευμα από σύννεφα στο βάθος πίσω από εκείνα τα ψηλά δέντρα του δάσους. Κενή, σαν το πολύπλοκο χρώμα του ουρανού, βαθύ μπλε με αποχρώσεις του αποπνικτικού μοβ. Και αποκομμένη όπως ακριβώς η κρυστάλλινη, γκρίζα όψη της λίμνης με αυτόν τον καιρό, βρίσκονταν μακριά της και πίσω στην πόλη. Εκεί είχε πάντα ησυχία και δύσκολα θα την έβρισκε εκεί κανείς και θα την ενοχλούσε. Εκεί αποφάσισε πως ήθελε να πάει.
Ο δρόμος από εκεί όπου είχε φτάσει τώρα, θα ήταν μακρύς. H νεαρή κοπέλα είχε απομακρυνθεί κατά πολύ από την πόλη της. Το μόνο που έβλεπε τώρα πέρα από το τζάμι του παραθύρου της ήταν μια ευθεία γραμμή και μια ατέλειωτη λωρίδα γκρίζας βρεγμένης ασφάλτου. Έστριψε αμέσως στο πρώτο τυχαίο σημείο, κάνοντας μια απότομη ανατροφή, κι άφησε πίσω της τον πλατύ παλιό ασφαλτόδρομο που οδηγούσε στην επόμενη πόλη, το γνωστό για τους παράξενους κατοίκους της και σχεδόν εγκαταλελειμμένο, γειτονικό Γκρίντειλ. Είχε πάει μονάχα μια φορά, πριν χρόνια και δεν θυμάται και πολλά από την επίσκεψή της εκεί. Το μόνο που θυμότανε ήταν τα περίεργα και σκυθρωπά βλέμματα των ανθρώπων που έμεναν εκεί, που της φάνηκαν πολύ παράξενα. Ήταν λες και κάποιος τους είχε καταραστεί να δείχνουν πάντα θλιμμένοι. Από τότε δεν ξαναθέλησε να πατήσει το πόδι της σε εκείνο το μέρος.
Πλάι από το ανήσυχο πρόσωπό της άλλαζαν χιλιάδες διαφορετικά τοπία καθώς οδηγούσε με ιλιγγιώδες ταχύτητα το αυτοκίνητό της —βουνοπλαγιές, κοιλάδες, δέντρα, σπίτια, φάρμες, απομονωμένες καφετέριες σε εγκαταλελειμμένα βενζινάδικα μπροστά σε έρημους δρόμους. Ο άνεμος που έμπαινε από το μισοκατεβασμένο παράθυρό της, είχε τον πλήρη έλεγχο των μαλλιών της. Μια ανατριχίλα την κατέκλισε ξεκινώντας αρχικά από τον σβέρκο της, ξεπερνώντας την ραχοκοκαλιά της και ύστερα απλώθηκε σε ολόκληρο το ταλαιπωρημένο σώμα της. Παρά τον κρύο καιρό, οι παλάμες της είχαν ιδρώσει, παραπάνω από το φυσιολογικό, όση ώρα κρατούσε το τιμόνι σφιχτά. Δεν το είχε καταλάβει, αλλά ως τώρα έσφιγγε το τιμόνι με δύναμη και το κράτημά της ήταν αρκετά σκληρό και πιεστικό φτάνοντας σε σημείο να την κουράζει. Χαλάρωσε τον εαυτό της τινάσσοντας ελαφρά τους ώμους τους και αφέθηκε στο συναίσθημα που της μετέφερε η εικόνα του ουράνιου θόλου. Κοίταζε με κενό βλέμμα μπροστά καθώς περίμενε να δει την πρώτη μακρόστενη ταμπέλα «Καλώς Ήρθατε στο Όζαρκς» στα πλάγια της ασφάλτου.
Σύντομα έφτασε στο Όζαρκς και δεν άργησε και η στιγμή που ακολούθησε την τρίτη παράκαμψη του δημόσιου δρόμου, η οποία θα την οδηγούσε απευθείας στην λίμνη, στην καρδιά του δάσους. Μόλις έφτασε στον προορισμό της ελάττωσε ταχύτητα και πλησίασε στον χωματόδρομο. Βρήκε μια καλή θέση για πάρκινγκ κάτω από μερικά δέντρα κι αμέσως μετά έσβησε και την μηχανή του αυτοκίνητου.
[...]
Λίγο πριν το πολυκατάστημα με τα τρόφιμα προλάβει να κλείσει η Φρέγια διέσχισε τον δρόμο που την χώριζε από αυτό —αφού είχε παρκάρει στο απέναντι πεζοδρόμιο— με σκοπό να το προλάβει και να μην κλείσει έτρεξε.
Μόλις πάτησε το πόδι της στο απέναντι πεζοδρόμιο, το βήμα της κοκάλωσε. Πάγωσε κι έμεινε ακίνητη αμέσως μόλις αντιλήφθηκε ένα έντονο βλέμμα να την καταδιώκει. Το κεφάλι της στράφηκε στα δεξιά, ακριβώς στο σημείο όπου στέκονταν ένας τύπος με ύποπτο βλέμμα. Το στομάχι της σφίχτηκε όταν συνειδητοποίησε την παρουσία κι ενός δεύτερου. Έστρεψε το σβέρκο της και προς μια άλλη κατεύθυνση και αντίκρισε μια γυναίκα αυτή τη φορά, επίσης παράξενη. Την κοίταζαν και οι δυο από μια απόσταση ασφαλείας.
Κόσμος δεν υπήρχε τριγύρω, μονάχα ένας δυο περαστικοί βρέθηκαν να περάσουν νωρίτερα, αλλά εκείνη την στιγμή κανένας άλλον δεν βρίσκονταν τριγύρω. Ένιωσε απειλή, για αυτό προσπάθησε να ξεφύγει από εκείνο το μέρος. Έριξε μια ματιά στο κατάστημα, οι τζαμαρίες που άνοιγαν με φωτοκύτταρο ήταν κλειστές. Κανένας δεν έμπαινε ούτε έβγαινε. Ίσως τελικά άργησε παραπάνω από ότι νόμιζε και υπέθεσε ότι είχαν ήδη κλείσει...
Τα δυο άτομα που την κοιτούσαν με απειλητικό βλέμμα ξεκίνησαν να βαδίζουν.
Ποιοι είναι αυτοί; Η Φρέγια πανικοβλήθηκε κι άρχισε να οπισθοχωρεί αργά αργά. Έπρεπε να φύγει, δεν μπορούσε όμως ούτε να κινηθεί. Δεν υπήρχε κανείς για να την βοηθήσει, έτσι έπρεπε να βασιστεί στον εαυτό της και στο ένστικτό της. Δεν έκανε απότομες κινήσεις για να μην τους δώσει την εντύπωση ότι κατάφεραν αυτό που σκόπευαν να κάνουν, να την τρομάξουν.
Δεν φαίνονταν καθόλου φυσιολογικοί. Αυτό ήταν που έκανε τη Φρέγια να πανικοβληθεί παραπάνω. Έδειχναν επικίνδυνοι και οι δυο τους, απόκοσμοι και είχαν κάτι παράξενο πάνω τους που την έκανε να θέλει να τρέξει μακριά τους. Την κοίταζαν λες και τους είχε κάνει κακό και τώρα ήθελαν εκδίκηση. Ακριβώς αυτό το βλέμμα είχαν, της εκδίκησης.
Η Φρέγια στραβοκατάπιε και γύρισε πλάτη. Ήταν εντελώς εκτεθειμένη εκεί όπως στεκόταν, απροστάτευτη στη μέση του πεζοδρομίου. Ξεκίνησε να βαδίζει προς το αμάξι της, πέρασε το δρόμο και μόλις έφτασε άνοιξε την πόρτα και μπήκε γρήγορα μέσα. Το αυτοκίνητο πήρε γρήγορα μπρος, η Φρέγια πάτησε γκάζι και με μιας εξαφανίστηκε από εκείνο το σημείο. Δεν περίμενε ποτέ να συναντήσει κάτι τέτοιο στο Όζαρκς...
[...]
Η Άζρα κατέβηκε άγαρμπα και τελείως ζαλισμένη από το αμάξι της τεντώνοντας τα πόδια της. Τα καφέ μποτάκια της ακούμπησαν στο νωπό έδαφος του βουνού και βυθίστηκαν ελαφρώς. Βήμα βήμα τα πόδια της βούλιαζαν κατά λίγα εκατοστά περισσότερο μέσα στη βρώμικη λάσπη, προκαλώντας της την αίσθηση ότι είχε μπλεχτεί σε κινούμενη άμμο. Αυτό συνέβαινε με κάθε της βήμα, ώσπου έφτασε τελικά στην όχθη της λίμνης.
Έφτασε με φόρα και αγανάκτηση μπροστά στο χείλος της. Ξαφνικά απλά σταμάτησε εκεί και στάθηκε για λίγο μένοντας στάσιμη. Όλα γύρω της με μιας κόπασαν, η βαβούρα των βαθών σκέψεών της. Οι φωνές πανικού μέσα της σταμάτησαν κι' αυτές κι αμέσως απελευθερώθηκε ολοκληρωτικά. Δεν έκανε βήμα, δεν κούνησε ούτε το μικρό της δαχτυλάκι για μερικά δευτερόλεπτα. Αφέθηκε στο έλεος του αέρα. Τα μαλλιά της ανέμιζαν από τον ψυχρό αέρα τελείως άψυχα και κυριευμένα από την δύναμη του. Αυτό το μέρος της μιλούσε, την χαλάρωνε κι εκείνη παραδίνονταν στην λίμνη εναποθέτοντας την ανάρρωσή της σε αυτήν με την θαυματουργική επίδραση που είχε πάνω της. Ήταν τέτοια επίδραση, που για λίγο έμοιαζε να πιστεύει στην υπερφυσική πλευρά της λίμνης.
Η Άζρα δεν καταλάβαινε το υπερφυσικό, δεν κατανοούσε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε το όλο πράγμα. Μάγισσες, βρικόλακες, λυκάνθρωποι; Της φαίνονταν τόσο εξωπραγματικά και απόκοσμα όλα αυτά... είχε έρθει μονάχα μια με δυο φορές σε επαφή με μια μάγισσα. Ο πατέρας της ήταν αυτός που το έκρινε απαραίτητο. Ήταν τότε που δεν σταματούσαν οι εφιάλτες της. Ναι, και ο Λουκ γνώριζε για αυτά επίσης. Απλά δεν επεκτάθηκε πολύ και για αυτό δεν επηρεάστηκε και η ίδια.
Ως λάτρης της μητέρας φύσης, η Άζρα, δεν καταλάβαινε... Πίστευε στην δύναμη και στην κυριαρχία της φύσης, του ανέμου, της φωτιάς, του νερού, της γης... στα στοιχεία της φύσης. Τα είχε στο μυαλό της σαν την αρχή των πάντων. Η γη ήταν για αυτήν η πηγή δύναμης αυτού του κόσμου που γνώριζε. Η γη—η φύση έδωσε ζωή και πνοή σε όλα τα πλάσματά της. Πως όμως αυτά τα πλάσματα κατάφεραν να παραβούν τους απαράβατους και αδιάβλητους κανόνες της; Ήταν «βδελύγματα» και «λάθη» της δημιουργίας της; Γιατί υπήρχαν;
Η συνείδησή της είχε πάρει φωτιά. Παρόλη τη σύγχυση που της είχε δημιουργηθεί εσωτερικά, εκείνη παρέμεινε απλά να κοιτάζει το κενό παίρνοντας βαθιές ανάσες, μετρώντας αργά μέχρι το δέκα...
Ένα, δυο... Τα δέντρα απέναντι από την λίμνη ήταν παρατεταγμένα σε μια πλήρη ευθεία, με μερικά να ξεφεύγουν σπάζοντας την λογική συνέχεια. Θα έλεγε κανείς ότι στέκονται εκεί αιώνες και παρατηρούν τους ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν, τον χρόνο να κυλά, γνωρίζουν χιλιάδες ιστορίες ανθρώπων που πέρασαν από εκεί. Την αρχή, την μέση και το τέλος τους. Γνωρίζουν τα τραγικά και τα μελανά τους σημεία, τις αδυναμίες τους και απορροφούν τα συναισθήματά τους. Τα δέντρα στο Όζαρκς, αν τα πλησιάσεις και αρχίσεις να κάνεις ερωτήσεις, λένε οι ντόπιοι, εκείνα θα μαρτυρήσουν τα πάντα... Η Άζρα όμως αρκέστηκε στην σιωπή τους.
Η Άζρα ήταν μια από αυτούς τους περαστικούς. Όχι όμως από τους τυχαίους, ούτε και από τους περαστικούς ταξιδιώτες. Πήγαινε εκεί, εδώ και πολύ καιρό. Δεν έβρισκε ποτέ κανέναν και δεν έφερνε μαζί της ποτέ κανέναν. Ήταν ένα μυστικό μέρος, μόνο για εκείνη. Την ηρεμούσε, την γαλήνευε. Λειτουργούσε ως φάρμακο πάνω της αυτή η γαλήνη που έβρισκε εκεί. Τα δέντρα γνώριζαν και την δική ιστορία της... Ένα μοναχικό κορίτσι, με προβλήματα διαχείρισης θυμού στην εφηβεία, σκοτεινούς εφιάλτες που δεν την άφησαν ποτέ σε ησυχία, πλημμυρισμένη από μελαγχολία και με ένα ονειροπόλο βλέμμα και έντονα, δυνατά συναισθήματα που με δυσκολία εξέφραζε. Το σημαντικότερο ήταν αυτό το ανεξήγητο σκοτάδι μέσα της, που αντικατοπτρίζονταν με πλήρη επιτυχία στα σκουρόχρωμα μάτια της, παγωμένα σαν έναν σκούρο ραγισμένο κρυστάλλινο καθρέφτη.
Έστριψε και πάλι το βλέμμα της απέναντι, στην απέναντι όχθη. Κοίταζε τα δέντρα. Όλα τους ήταν τόσο διαφορετικά, το ένα με το άλλο. Το ένα ήταν θεόρατο, τόσο ψηλό, ενώ το άλλο ήταν μικρούτσικο, το άλλο ήταν ένα κυπαρίσσι και το άλλο έλατο, το ένα είχε πράσινο φύλλωμα και το άλλο κιτρινωπό ή πορτοκαλί, το πιο πέρα δεν έχει σχεδόν καθόλου φύλλα στα κλαδιά του. Το φθινόπωρο δεν είχε ριζώσει ακόμα και δεν είχε αποτυπωθεί για τα καλά στις αποχρώσεις του δάσους. Ο Καναδέζικος κρύος αέρας σηκώθηκε και φύσηξε μανιασμένα.
Τρία, τέσσερα, πέντε... Η Άζρα έστρεψε το βλέμμα της, εντελώς αυθόρμητα βόρεια, προς το βουνό. Εκεί βρίσκονταν σε ένα ορατό σημείο, ανάμεσα από πυκνά και φουντωτά δέντρα φουντουκιάς, ένα παρατημένο σπίτι. Ήταν καλά διατηρημένο παρόλ' αυτά. Στην όψη του η Άζρα παραξενεύτηκε. Το είχε συνηθίσει σε μια διαφορετική εικόνα από αυτή που είχε τώρα. Δεν έμοιαζε τόσο εγκαταλελειμμένο όσο συνήθως, γεγονός που την έβαλε σε επιπλέον σκέψεις. Τα παντζούρια δεν ήταν πια κατεβασμένα, η βεράντα είχε έπιπλα και ο φεγγίτης ήταν ανοιχτός. Έμοιαζε να είχε ξανά ζωή.
Έξι... Το μυαλό της πετούσε από το ένα θέμα στο άλλο. Έτσι κατέληξε στο να θυμηθεί ακόμα και την ψυχολόγο της, που την αναλάμβανε που και που. Ίσως ήρθε ο καιρός να ξεκινήσει να επισκέπτεται και πάλι την δεσποινίδα Βάιολετ; Δεν ήξερε όμως αν ήθελε κι' όλας. Είχε αρκετά χρόνια να πάει, πάει καιρός από τις τελευταίες συνεδρίες της. Αν ξαναξεκινούσε λοιπόν, τις επισκέψεις της, αυτό θα σήμαινε την έναρξη και μιας νέας φαρμακευτικής αγωγής που σίγουρα δεν ήθελε η Άζρα. Δεν ήθελε να καταλήξει εθισμένη σε χάπια αντικαταθλιπτικών ή ηρεμιστικών. Στην πραγματικότητα δεν είχε κατάθλιψη, δεν είχε προβλήματα συμπεριφοράς... Είχε σκοτάδι μέσα της, αλλά κανείς δεν το διέκρινε και δεν καταλάβαινε πως χρειαζόταν άλλου είδους μεταχείριση και βοήθεια. Ήταν ένα πολύ ισχυρότερο θέμα για να λυθεί απλά και μόνο από τις δυνάμεις ενός κοινού ψυχολόγου.
Εφτά, οκτώ, εννιά... Η καρδιά της παρά της ανήσυχες και ανάκατες σκέψεις της δεν χτυπούσε σαν ταμπούρλο όπως νωρίτερα. Ο εφιάλτης που είχε δει χθες την στοίχειωνε ακόμα και τώρα, σε αυτό το μέρος. Ένιωθε μια παράξενη σύνδεση με εκείνη την γυναίκα. Στέκονταν με μια μαύρη κουκούλα και σκοτεινό βλέμμα να καραδοκεί κάθε κίνηση της Άζρα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είδε αυτό το όνειρο! Έψαχνε χρόνια μια απάντηση για το ποια είναι, ακόμα όμως δεν βρήκε κάποια λογική εξήγηση. Ίσως κάποια στιγμή θα μάθει. Μέχρι τότε θα περιμένει να την ξαναδεί στον ύπνο της αυτό το βράδυ, το επόμενο βράδυ και το επόμενο από αυτό και το επόμενο και το επόμενο, με την ελπίδα κάποτε να την αναγνωρίσει...
Δέκα... Τώρα πια ανάσαινε και πάλι φυσιολογικά.
Αυτό το μέρος ήταν η άγκυρα της, το δικό της φεγγάρι! Τα μάτια της έλαμπαν υπό το σεληνόφως. Αγαπούσε τόσο πολύ τη νύχτα. Ένιωθε πως έβρισκε τη θέση της στον κόσμο εκείνες τις βράδυνες ώρες. Έμεινε να κοιτάζει την λευκή μπάλα στον μαύρο ουρανό, την μάγευε η όψη της.
Πλέον, ο ήλιος είχε εξαφανιστεί και η Άζρα είχε ξαπλώσει ανάσκελα στο πράσινο γρασίδι και κοίταζε τα εκατομμύρια αστέρια που απλώνονταν στο μαύρο πέπλο του νυχτερινού ουρανού. Χρυσοκέντητες μικρές κομψές λεπτομέρειες. Πάνω από το κεφάλι της κρέμονταν κίτρινες, πράσινες και πορτοκαλί φυλλωσιές πολλών δέντρων που είχαν μπλέξει τα γέρικα κλαδιά τους αναμεταξύ τους. Τα φυλλώματα δεν εμπόδιζαν εντελώς την ορατότητα της Άζρα. Κι έτσι, έμεινε ακριβώς σε εκείνο το σημείο —πλάι από κάτι μεγάλους κορμούς, κάποιων ψηλών αρχαίων δέντρων— όπου και την πήρε ο ύπνος ως το επόμενο πρωί, αναγκασμένη να δει ξανά τον φρικτό εφιάλτη που στοίχειωνε τα όνειρά της... Ευχόμενη να μην την βρει κάποιο αρπακτικό στην μέση της νύχτας, γιατί παρόλο που δεν πίστευε στην ύπαρξη τους, βαθιά μέσα της ήξερε την αλήθεια.
⎯⎯⎯ ☽ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro