Εμπόδια
«Η επόμενη μέρα έρχεται και μαζί της ακολουθούν καταστροφές και σκοτάδι.»
Το επόμενο πρωί, τους βρήκε αγκαλιά δίπλα από την λιμνούλα, με τα γυμνά τους σώματα να είναι το μόνο που τους κρατά ζεστούς. Εκείνη ακουμπούσε το κεφάλι της στο στήθος του ενώ εκείνος κοιτούσε τον ουρανό.
Τι έκανα. Είμαι τόσο ανόητος...
Δεν έπρεπε..
Έχω ορκιστεί να τελειώσει το ακατάπαυστο μαρτύριο μου αλλά αν όντως είναι εκείνη πως θα βρω την δύναμη να την σκοτώσω;....Ποιον κοροϊδεύω, φυσικά και είναι εκείνη. Ένιωσα την σύνδεση, το απόλυτο ακόμα τώρα που είμαι τέρας..
Μα γιατί να θέλει ένα τέρας.. Άραγε νιώθει και εκείνη αυτήν την περίεργη σύνδεση μεταξύ μας; Αυτόν τον αόρατο μαγνήτη που μας τραβά κοντά τον έναν στον άλλο;
Σκέψεις που τον βασάνιζαν τριγύριζαν συνεχώς στο μυαλό του. Ήξερε ότι έπρεπε να πάρει μια απόφαση, αυτός ήταν και ο λόγος που είχε κάνει αυτό το ταξίδι. Να δει τον Τζον και να φουντώσει μέσα του η οργή. Δίπλα της όμως ξυπνούσαν άλλα συναισθήματα.
Γιατί ήρθε εδώ γαμώ...Το κάνει τόσο δύσκολο. Μου χαλάει τα σχέδια....
Τι θα κάνω τώρα μαζί της; Πρέπει να την σκοτώσω...Ναι, αυτό πρέπει να κάνω.
Η Ελπίδα δεν είχε ιδέα για τις σκέψεις του Τζόναθαν. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι εκείνη την στιγμή ήταν μόνο αυτοί οι δύο. Δεν είχε σημασία τι ήταν. Εκείνη την στιγμή ήταν απλά ο άντρας με τον οποίο έκανε έρωτα πριν λίγες ώρες. Ο άντρας ο οποίος τώρα ξάπλωνε πάνω στο στήθος του. Ένιωθε ολόκληρη, κάτι που ποτέ στην ζωή της δεν ένιωσε. Ούτε όταν είχε ότι ζητούσε από τους δικούς της, ούτε όταν είχε ένα σορό φίλους να την κυνηγάνε, ούτε όταν έκανε έρωτα με τους προηγούμενους. Για εκείνη, οι δύο και μοναδικές σχέσεις που είχε κάνει ήταν απλά και μόνο σεξ και για να αποφασίσει να προχωρήσει μαζί τους πέρασε καιρός. Υπήρχε χημεία μα, αυτό που ένιωσε με τον Τζόναθαν δεν μπορούσε να περιγραφτεί με λόγια. Ήταν σαν δύο ραγισμένα κομμάτια να ενώθηκαν ξανά δημιουργώντας ένα ολόκληρο. Η αίσθηση του να συμπληρώνει ο ένας απόλυτα τον άλλον. Ένιωθε ευτυχία και τώρα αντιλαμβανόταν πως για πρώτη φορά στην ζωή της ένιωθε έτσι.
"Σταμάτα να κάνεις τόσο έντονες σκέψεις..." Μουρμούρισε ο Τζόναθαν αμήχανα. Εκείνη κοκκίνισε και πριν προλάβει να τραβηχτεί εκείνος ήδη είχε τυλίξει πιο σφιχτά το χέρι του γύρω της. "Ξεχνάς ότι δεν μπορείς να κάνεις κάτι χωρίς να το ξέρω!" Της υπενθύμισε. Εκείνη παρέμεινε σιωπηλή. Έκλεισε τα μάτια της και προσπαθούσε να φανταστεί την αίσθηση του να ακούει τους χτύπους της καρδιάς του. Εκείνος δάγκωσε δυνατά το κάτω χείλος του. "Δεν έχω καρδιά. Το ξέχασες;"
"Εγώ πιστεύω ότι έχεις..." Είπε απαλά και εκείνος την κοίταξε ξαφνιασμένος.
"Κάνεις λάθος." Της απάντησε κοφτά.
"Και όμως. Έχεις καλό μέσα σου, ακόμα και αν δεν το βλέπεις. Αν ήσουν κακός γιατί δεν σκοτώνεις τους πάντες ανελέητα;" Δεν θα της έκανε την χάρη να το παίξει καλός. Έπρεπε να την κάνει να τον μισήσει για να μπορέσει να την σκοτώσει. Δεν έπρεπε να αφεθεί, ούτε να την αφήσει να αφεθεί.
"Ούτε καν μπορείς να διανοηθείς το πόσους έχω σκοτώσει Ελπίδα. Είμαι ένα τέρας. Που ξέρεις ότι δεν θα σκοτώσω και εσένα αυτή την στιγμή που μιλάμε;" Η απάντηση της τον εξέπληξε. Περίμενε να ακούσει κάτι του τύπου: Ξέρω ότι δεν θα το κάνεις. Πριν λίγες ώρες μου έκανες έρωτα, πώς γίνεται να ξεχάσεις αυτή την στιγμή τόσο εύκολα; ούτε ένα τέρας δεν μπορεί να μην νιώσει το απόλυτο. Και όμως, ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο. Ήταν έξυπνη γυναίκα.
"Δεν το ξέρω." Παραδέχτηκε ήρεμα. "Θέλω να πιστεύω ότι ένιωσες το ίδιο με μένα όσο κάναμε έρωτα. Ξέρω ότι αν πέρα από τις σκέψεις μου, το βίωσες και εσύ ο ίδιος δεν γίνεται να με σκοτώσεις γιατί θα είναι σαν να σκοτώσεις ένα μέρος του εαυτού σου. Κάνω λάθος;" Έσφιξε τα δόντια του. Είχε δίκιο. Φυσικά και ένιωσε την απόλυτη ένωση. Έπρεπε να την πληγώσει όμως.
"Δεν ένιωσα τίποτα τέτοιο."
"Προσπαθείς να πείσεις εμένα ή τον εαυτό σου; Εγώ άλλα ένιωσα όταν ένιωθες το σώμα μου να τρέμει και όταν άκουγες τις σκέψεις μου. Ανταποκρινόσουν άψογα."
"Ένα σεξ ήταν. Μπορείς άνετα να γίνεις το φαγητό μου!"
Εκείνη ένιωθε να νευριάζει μαζί του. Όχι γιατί έλεγε ότι θα μπορούσε να την σκοτώσει, αλλά γιατί ήξερε ότι και εκείνος ένιωσε.
"Εμπρός λοιπόν!" Είπε ανασηκώνοντας το γυμνό σώμα της και έκανε στην άκρη τα μαλλιά της αφήνοντας εκτεθειμένο τον λαιμό της. Ο ήχος από το αίμα που κυλούσε στις φλέβες της τάραζαν τον Τζόναθαν και η μυρωδιά του αίματος του δημιουργούσε μια μεγάλη δίψα.
"Ελπίδα θα το κάνω. Μην με προκαλείς...."
"Κάντο λοιπόν!" Τον προκάλεσε περισσότερο. Το πρόσωπο του συσπάστηκε από τον πόνο, συγκρατούσε τον εαυτό του με το ζόρι. "ΚΑΝΤΟ!" Ούρλιαξε.
Δύο κυνόδοντες και δύο κατά κόκκινα μάτια σαν το αίμα εμφανίστηκαν αντικαθιστώντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Με μια απότομη κίνηση την τράβηξε κοντά του και βύθισε τα δόντια του στον λαιμό της. Εκείνη άφησε ένα βογκητό πόνου που σιγά σιγά έσβησε. Άρχισε να μουδιάζει και σιγά σιγά μια γλυκιά ζάλη άρχισε να πλημμυρίζει το κορμί της.
Το έκανες λοιπόν....
Είπε μέσα από τις σκέψεις της. Εκείνος από την άλλη, καταλαβαίνοντας ότι ήπιε παραπάνω αίμα από όσο έπρεπε προσπαθούσε να αποτραβηχτεί αλλά αυτή η αίσθηση να ρουφά την ζωή από μέσα της ήταν υπέροχη για εκείνον. Κάθε φορά που τρεφόταν από κάποιον άνθρωπο εκτός της γενιάς της συγκεκριμένης οικογένειας, το έκανε καθαρά για λόγους επιβίωσης και πάντα προσπαθούσε να μην τους σκοτώνει, όχι γιατί ήθελε να ζήσουν. Γιατί όταν θυμόταν την Βερονίκη, σκεφτόταν ότι εκείνη δεν θα ήθελε ποτέ να γίνει δολοφόνος. Έτσι, κάθε φορά που προσπαθούσε να σκοτώσει κάποιον σκεφτόταν εκείνη και κατάφερνε να σταματήσει. Όταν όμως ρουφούσε την ζωή κάποιου από την οικογένεια που τον πρόδωσε, την οικογένεια που τον καταράστηκε να είναι το τέρας που είναι σήμερα, κάθε φορά το χαιρόταν. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Τους σκότωνε αργά και βασανιστικά, προκαλώντας τους εφιάλτες και πόνο. Να που όμως όλα αλλάζουν τώρα.
Η Ελπίδα είναι εκείνη... Εκείνη. ΣΤΑΜΑΤΑ!
Διέταξε τον εαυτό του. Για τώρα έπρεπε να φύγει. Εκείνη ας ζήσει λίγο ακόμα... Ο πατέρας της όμως και όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να πεθάνουν.
Θα με μισήσει, αλλά καλύτερα έτσι.
Τραβήχτηκε από κοντά της και εκείνη ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της.
"Ντύσου. Μη σε δω ξανά στον δρόμο μου. Να θυμάσαι ότι τα χειρότερα έπονται. Θυμήσου ότι θα με μισήσεις. Θα μισήσεις τον άντρα τον οποίο του δόθηκες, στον άντρα που έδειξες εμπιστοσύνη, θα τον δεις να σε πονάει. Ζήσε Ελπίδα, ζήσε και μην τολμήσεις ποτέ στην ζωή σου να κάνεις οικογένεια. Θα έρθω για σένα και τότε θα υποστείς την μοίρα που σου αρμόζει, εσένα και όλης της οικογένειας που θα έχεις δημιουργήσει. Αντίο"
Η Ελπίδα λίγα δευτερόλεπτα αργότερα έχασε τις αισθήσεις της.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro