Ένα ταξίδι στις σκιές
«Ας γυρίσουμε πίσω, στις σκιές. Εκεί όπου οι άνθρωποι δίνουν στις σκιές σάρκα και οστά, όπου οι άνθρωποι στερούν την ύπαρξη άλλων ανθρώπων μετατρέποντας τους στα τέρατα που οι μύθοι φέρνουν στην επιφάνεια.»
Μέσα από την φαντασία του ανθρώπου, από συναισθήματα που κρύβει στο ασυνείδητο, οι σκιές μπορούν να πάρουν την μορφή που ο άνθρωπος επιθυμεί. Στην πραγματικότητα τρέφουν ένα άψυχο σώμα με το αίμα αλλά η αληθινή αιτία ύπαρξης της σκιάς μέσα σε αυτό το σώμα είναι ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος τρέφει τις σκιές με τις πιο σκοτεινές του σκέψεις και ενδόμυχες επιθυμίες.
Μύθοι από την απαρχή του κόσμου αναφέρουν ότι οι σκιές παλεύουν να περάσουν τις πύλες του κάτω κόσμου, από την χώρα χωρίς επιστροφή, και να επιστρέψουν στην χώρα των ζωντανών. Οι σκιές φθονούν το δώρο της ζωής που έχασαν και για την ακρίβεια.. Το δώρο που τους στέρησαν, το δώρο που τους έκλεψαν άπληστες ζωντανές ψυχές.
Άνθρωποι δημιουργούν την σάρκα και τα οστά χωρίς πραγματικά να το συνειδητοποιούν, με αποτέλεσμα αυτές οι σκιές να πορεύονται ανάμεσα μας χωρίς όμως στην πραγματικότητα να έχουν ζωή μέσα τους. Καταδικασμένοι ακόμα και με τα σώματα που παίρνουν, να πορεύονται μέσα στις σκιές, στο σκοτάδι, το μίσος και τον πόνο αποζητώντας εκδίκηση και συνάμα λύτρωση. Εκδίκηση για την ζωή που τους στέρησαν, εκδίκηση γιατί δεν μπορούν να αναπαυθούν ακόμα και αν δεν βρίσκονται στον χώρο των ζωντανών, εκδίκηση γιατί φθονούν την ζωή. Καταδικασμένοι να τρέφονται με αίμα για να συντηρήσουν ένα άψυχο σώμα. Άλλοτε να τρέφονται για την επιβίωση και άλλοτε για την ευχαρίστηση.
Όμως, με την πάροδο των χρόνων, οι άνθρωποι μέσα από τους μύθους ανακάλυψαν ένα τέρας που όμοιο του δεν υπήρχε, μέσα τους δημιουργήθηκε άλλο ένα συναίσθημα πέραν του μίσους και της απληστίας. Ο φόβος. Η αίσθηση του κινδύνου, ότι μπορεί ανά πάσα ώρα και στιγμή να βρεθούν νεκροί. Στο ασυνείδητο του κάθε ανθρώπου υπάρχουν θαμμένες εκεί και οι δικές του σκιές. Σκιές που κρύβουν καλά ακόμα και από τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Πέρα από αρνητικά συναισθήματα που κρύβονται στο ασυνείδητο του ανθρώπου, και όχι μόνο, έχουν και άλλες ανάγκες, επομένως για να καταφέρουν να κατευνάσουν τον φόβο τους για το άγνωστο, για τον ίδιο τον θάνατο, βρίσκουν παραθυράκια που αφορούν τον ερωτισμό και το μυστήριο.
Πριν το 1748 δεν υπήρχε τόσο η αίσθηση του ερωτισμού και του μυστηρίου στα πιστεύω τους για τις σκιές καθώς και τους βρικόλακες όπως τους κατανομάσαν. Υπήρχε όμως ο φόβος και η απορία για τον μύθο. Έτσι δημιουργήθηκαν. Τρεφόμενοι από τον φόβο, δηλαδή το μόνο που αποζητούσαν είναι αυτό που ενδόμυχα οι ίδιοι άνθρωποι έκρυβαν. Τα πιστεύω των ανθρώπων. Άνθρωποι που σκότωναν για την ευχαρίστηση ζούσαν σε κάθε εποχή και συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαίο πως ένας βρικόλακας παίρνει τις πιο άθλιες μορφές, μορφές που υποτίθεται είναι εφιαλτικές με τρομακτική όψη. Μάτια κατακόκκινα που διψούν για αίμα. Κυνόδοντες που μπορούν να ξεσκίσουν την σάρκα του θύματος του.
Αυτό λοιπόν άρχισε να αλλάζει το 1748 όπως αλλάζουν και τα πιστεύω πολλών ανθρώπων. Οι βρικόλακες αρχίζουν να μετασχηματίζονται, να παίρνουν την μορφή που περιέχει τον ερωτισμό και το μυστήριο. Βρικόλακες που ελέγχουν την δίψα τους για αίμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αναιρείται η φύση τους.
Στους μύθους το τρίπτυχο που συνδέεται στις σκιές με μορφή βρικόλακα είναι ο ερωτισμός, το αίμα και ο θάνατος. Αυτό συμβαίνει γιατί στην πραγματικότητα πολλοί άνθρωποι διψούν για αίμα με την έννοια του μίσους και της επιθυμίας τους για εξουσία σε σημείο να μην διστάζουν να σκοτώσουν. Ο ερωτισμός που βγάζει την αίσθηση του μυστηρίου, που μαγνητίζει και ηλεκτρίζει ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα καθώς και ο θάνατος που είναι το τελικό στάδιο κάθε ζωντανού οργανισμού.
Όλοι οι μαθητές κοίταζαν τον Άνταμ μαγεμένοι. Είχαν ενημερωθεί ότι σήμερα θα έκαναν μάθημα πάνω στις σκιές και τους βρικόλακες μα ποτέ δεν περίμεναν κάτι τόσο ανεπτυγμένο από την μεριά του καθηγητή τους.
"Πώς τα ξέρετε όλα αυτά;" Ακούστηκε μια φωνή στο βάθος. Ο Άνταμ χαμογέλασε αχνά καθώς ίσιωνε τα γυαλιά του πάνω στην μύτη του και έκλεισε τον προτζέκτορα.
"Με πολύ έρευνα!"
"ΔΗΛΑΔΗ;" Ακούστηκε μια άλλη φωνή.
"Δηλαδή δεσποινίς Έβανς, μελετούσα μέρα - νύχτα διαβάζοντας διάφορες διατριβές πάνω στο θέμα των σκιών και των βρικολάκων και βάση της δικής μου προσωπικότητας αλλά και των πληροφοριών απέκτησα την προσωπική μου άποψη χωρίς να αλλοιώνω τα δεδομένα!"
"Άρα οι βρικόλακες είναι καλοί;"
"Οι βρικόλακες υπάρχουν;"
Ερωτήσεις τον βομβάρδιζαν χωρίς να του επιτρέπουν να βάλει την τάξη που επιθυμούσε στην αίθουσα. Χτύπησε με δύναμη την έδρα για να τραβήξει την προσοχή των παιδιών και τότε όλοι σώπασαν. Όλοι εκτός από την Ελπίδα που σήκωσε το χέρι και με ένα θετικό νεύμα από τον καθηγητή πήρε τον λόγο.
"Δεν ξέρω αν υπάρχουν αλλά από αυτά που διδαχτήκαμε σήμερα θεωρώ ότι είναι βασανισμένες ψυχές οι οποίες κακοποιήθηκαν από ανθρώπους. Μπορεί μέσα σε όλους να υπήρχαν και κακές σκιές που παγιδεύτηκαν από την απληστία τους για να τιμωρηθούν αλλά θεωρώ ότι οι αδικοχαμένες ψυχές που έγιναν σκιές και μετά απέδρασαν...." Έκανε μια παύση ψάχνοντας τα σωστά λόγια που αμφέβαλλε αν υπήρχαν και ξανά πήρε τον λόγο. " Είναι κρίμα. Θα έπρεπε να αναπαύονται και όχι να περιφέρονται σαν τέρατα. Είτε είναι καλοί είτε κακοί. Όπως είπατε εμείς έχουμε το δώρο της ζωής. Θα έπρεπε να γεμίζουμε με φως τον κόσμο, όχι με σκοτάδι!"
Όσο η Ελπίδα μιλούσε κανένας δεν τολμούσε να την διακόψει. Ακόμα και ο Άνταμ την παρατηρούσε με ευχαρίστηση.
"Είδατε όλοι που κάποια πρόσεχε το μάθημα και ανέπτυξε ήδη την δική της άποψη;"
Κάποιοι γέλασαν και κάποιοι άλλοι έγνεψαν θετικά.
"Και πώς άρχισαν να αλλάζουν τα πιστεύω τους; Αναφέρατε μια ημερομηνία" Σχολίασε η Λίνα.
"Πολύ εύστοχη ερώτηση. Άρχισαν να αλλάζουν τα πιστεύω από ένα ποίημα. Το πρώτο ποίημα που γράφτηκε από τον ποιητή Heinrich August Ossenfelder, ο οποίος είχε καταγωγή από την Γερμανία. Είναι και ο λόγος που το έψαξα και μελέτησα πάνω σε όλα αυτά που σας είπα. Είναι ένα δυσεύρετο ποίημα και επίσης το θέμα των σκιών είναι άξιο μελέτης μιας και υπάρχουν εκατοντάδες, δισεκατομμύρια θεωρίες. Μήπως υπάρχει κάποιος που ίσως ξέρει το ποίημα ή που θα ήθελε να το διαβάσει δυνατά στην τάξη;"
Πάλι σιωπή, κανένας δεν μιλούσε μέχρι που ο καθηγητής πήγε να ανοίξει το στόμα του. Η φωνή του Τζόναθαν αντήχησε δυνατά στην αίθουσα.
"Και καθώς ήσυχη θα κοιμάσαι εδώ
έρποντας θα ΄ρθω σ' εσένα
τη ζωή και το αίμα να σου πιω
κι έτσι θα τρέμεις για μένα
κι εγώ θα σε φιλώ
και το κατώφλι του θανάτου θα διαβείς
με φόβο, μες στην κρύα μου αγκαλιά
και θέλω μόνο αυτό να σε ρωτήσω
πριν μαζί σου να πετάξω
ποια μάνα θα σου δείξει αυτά
που έχω εγώ να σου διδάξω;"
Ο καθηγητής παρατηρούσε προσεκτικά τα λόγια του Τζόναθαν και ενώ κάποια άλλα παιδιά είχαν αποστρέψει το βλέμμα τους κοιτάζοντας οπουδήποτε αλλού εκτός από τον Τζόναθαν, η Ελπίδα είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω του. Ακούγοντας τον η καχυποψία που ένιωθε τις προάλλες και εκείνο το περίεργο τσίμπημα υποχώρησε και θέση πήρε ένα άλλο, πρωτόγνωρο συναίσθημα. Μια σύνδεση, μία ολοκλήρωση. Ένιωθε μαγεμένη και κυριολεκτικά κρεμόταν από τα χείλη του. Είχε προσέξει από την αρχή ότι ήταν μυστήριος και περίεργος αλλά καθώς τον περιεργαζόταν τώρα, ακούγοντας τον να απαγγέλλει το ποίημα χωρίς καν να χρειάζεται να το διαβάσει από κάποιο χαρτί, αντιλήφθηκε πόσο γοητευτικό αρσενικό ήταν.
Ήταν τόσο απόλυτα δοσμένη στη φωνή του που δεν είχε αντιληφθεί ότι όλη αυτή την ώρα τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα δικά της, σαν να το απαγγέλλει στην ίδια.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro