Bloody Cycle
«Ένας κύκλος αίματος, παραμένει πάντοτε ένας κύκλος αίματος.»
"Ποια είσαι Ελπίδα;" Αναρωτήθηκε καθώς έκλεινε τα μάτια του.
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε από το κρεβάτι του χωρίς να δώσει σημασία στις ενοχλητικές, μικρές αχτίνες φωτός που έμπαιναν από το παράθυρο. Ο ήλιος δεν ήταν στις επιλογές του.
Αφού έκανε ένα κρύο ντουζ, άνοιξε το ντουλάπι της κουζίνας και έβγαλε από μέσα ένα γυάλινο ποτήρι και έπειτα από το ψυγείο ένα μπουκάλι με κόκκινο υγρό. Αφού γέμισε το ποτήρι, το έβαλε στην θέση του και ήπιε το υγρό.
Λίγες ώρες αργότερα.
"Λίνα, μη φωνάζεις! Σου λέω δεν έχω κρυφό θαυμαστή!" ψιθύρισε η Ελπίδα κοιτάζοντας τριγύρω για να δει αν τους είχε ακούσει κανείς. "Σου λέω, κάποιος με παρακολουθούσε και άφησε ένα τριαντάφυλλο ποτισμένο μέσα στο αίμα. Αυτό δεν είναι θαυμαστής. Αυτό είναι ψυχοπαθής!" Η Λίνα ακούγοντας ξανά τα λόγια της φίλης της τελικά συμφώνησε.
"Μα γιατί να το κάνει κάποιος αυτό;"
"Ειλικρινά δεν ξέρω.." Το κουδούνι σήμανε την λήξη του διαλείμματος και συνεπώς την διακοπή της συζήτησης των δύο κοριτσιών.
Ήταν η ώρα για χημεία. Η Ελπίδα δεν ήταν ποτέ καλή σε αυτό το μάθημα.
"Καλησπέρα παιδιά. Βλέπω ότι έχουμε μια νέα μαθήτρια;"
"Κυρία Κόουλ; Είναι η κοπέλα που απουσίαζε πριν λίγες μέρες γιατί ήταν άρρωστη.." Πήρε τον λόγο η Λίνα και η Ελπίδα της χάρισε ένα χαμόγελο ευχαριστώντας την σιωπηλά.
"Α, ναι. Θυμάμαι. Καλώς ήρθες δεσποινίς Λάιτ. Ελπίζω να είσαι καλύτερα από τότε!"
"Σας ευχαριστώ!" Απάντησε εκείνη ευγενικά.
"Λοιπόν. Θα πάμε στο εργαστήριο την επόμενη ώρα.." Είπε απευθυνόμενη προς όλα τα παιδιά και έπειτα στράφηκε ξανά στην Ελπίδα. "Την μέρα που έλειπες για να ξέρεις, χωριστήκαμε σε ομάδες των δύο ατόμων."
"Μπορώ να πάω με την Λίνα σας παρακαλώ;" Η καθηγήτρια Κόουλ έγνεψε αρνητικά.
"Δυστυχώς αυτό δεν μπορεί να γίνει. Ακριβώς επειδή έλειπες, τα παιδιά δεν ήταν ζυγός αριθμός ως συνεπακόλουθο ο καθένας να διαλέξει το ταίρι του και να μείνεις μόνο εσύ και ένα άλλο παιδί.." Εξήγησε η καθηγήτρια.
"Μα ποιος πήρε την Λίνα; Και γιατί;"
"Εγώ!" Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. Μια παχουλή κοπέλα με καστανά σκούρα μαλλιά, στο τέταρτο θρανίο είχε πάρει τον λόγο. "Και ο λόγος που την επέλεξα είναι γιατί δεν ήθελα να πάω με το άλλο παιδί που είχε απομείνει, όπως και κανένας μας!" Δήλωσε χωρίς να την νοιάζει αν παρεξηγηθεί το πρόσωπο που θα έμπαινε αναγκαστικά ομάδα μαζί του η Ελπίδα.
"Καλώς..." Μουρμούρισε απογοητευμένη. Ήθελε να είναι με την Λίνα αλλά κάτι της έλεγε ότι δεν ήταν διατεθειμένη η παχουλή κοπέλα να της παραχωρήσει την θέση της.
"Αν τελειώσατε μπορώ να συνεχίσω αυτό που έλεγα;" Η καθηγήτρια έδειχνε λίγο σφιγμένη αλλά ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Στην τάξη της πάντα επικρατούσε πανικός. Σήμερα ήταν από τις ήσυχες μέρες. Όταν είδε την Ελπίδα να κουνά θετικά το κεφάλι της, συνέχισε. "Θα είσαι με τον Τζόναθαν." Η Ελπίδα παραλίγο να ανοίξει διάπλατα το στόμα της και να αρχίσει τα παράπονα αλλά η φίλη της από δίπλα την σκούντηξε ελαφρά.
"Εντάξει.."
"Ωραία. Ας σας εξηγήσω τώρα τι θα κάνουμε στο εργαστήριο.." Όσο η καθηγήτρια εξηγούσε η Ελπίδα ήταν αφηρημένη.
Μα γιατί από 27 παιδιά να με βάλουν με αυτόν; Δεν θέλω γαμώ.
Δεν γίνεται να με βάλει μαζί του. Είναι περίεργος..Και ακόμα δεν ξέρω πως γίνεται να ήξερε που μένω όταν εγώ δεν του είχα πει τίποτα. Αχ πρέπει να τον αποφύγω...Αλλά είναι τόσο δύσκολο.
Πάλι με κοιτάει. Γιατί με κοιτάς γαμώ;
Σύνελθε Ελπίδα... Όλα θα πάνε καλά.
Όντας χαμένη στις σκέψεις της δεν κατάλαβε πότε χτύπησε το κουδούνι. Η Λίνα την σκούντηξε ξανά προσπαθώντας να την συνεφέρει.
"Ε! Πάμε, έχουμε εργαστήριο." Ήταν ήδη όρθια και την περίμενε. Η Ελπίδα έστρεψε το βλέμμα της στο ταβάνι σε ένδειξη απελπισίας και σηκώθηκε ενώ την ίδια στιγμή είδε τον Τζόναθαν να πλησιάζει προς το μέρος της. Σήμερα τα μαλλιά του έπεφταν μπροστά στο πρόσωπο του δίνοντας μια πιο σέξυ αίσθηση και ήταν απλά ντυμένος.
Ελπίδα, κορίτσι μου. Είναι περίεργος. Μην τον σκέφτεσαι!
"Έτοιμη;" Η φωνή του βραχνή, μπάσα.. Όπως την θυμόταν. Μάλωσε άλλη μια φορά τον εαυτό της και έγνεψε θετικά. Την ίδια στιγμή πλησίασε και η παχουλή κοπέλα αρπάζοντας στην κυριολεξία την Λίνα από το χέρι τραβώντας την μακριά από τον Τζόναθαν και την Ελπίδα.
"Πάμε;" Τον ρώτησε.
"Ναι."
Ξεκίνησαν και αυτοί με την σειρά τους να προχωράνε προς την αίθουσα χωρίς να μιλάνε αλλά όσο και να προσπαθούσε η Ελπίδα να κρύψει τις σκέψεις της, στάθηκε αδύνατον.
"Πες το!" Είπε ξερά εκείνος χωρίς καν να την κοιτάξει. Εκείνη πνίγηκε με το σάλιο της.
"Εμ.." Σταμάτησε να περπατά και στάθηκε μπροστά της.
"Πες μου Ελπίδα." Πόσο ωραίο ακουγόταν το όνομα της όταν το έλεγε εκείνος. Αυτό σκεφτόταν και ξανά χαστούκισε νοερά τον εαυτό της με αυτή την σκέψη.
"Να, για αυτό που είπε η κοπέλα στην τάξη προηγουμένως.. Λυπάμαι που δεν θέλουν να μπαίνουν στην ίδια ομάδα μαζί σου.." Εκείνος προσπάθησε να διαβάσει τις σκέψεις της. Έλεγε αλήθεια. Όντως λυπόταν.
"Σιγά!"
"Είναι άδικο..."
"Γιατί;"
"Γιατί ..."
"Ναι;" Την κοίταξε απορημένος.
"Δεν ξέρω, απλά έτσι το αισθάνομαι.." Την περιεργάστηκε για λίγο. Έδειχνε αμήχανη.
"Γιατί όμως;" Επέμεινε εκείνος.
"Γιατί ακόμα και αν φαίνεσαι περίεργος θεωρώ ότι..."
"Περίεργος;" Αναφώνησε διακόπτοντας την.
"Εε...Εννοώ ότι πάντα επιλέγεις να είσαι μόνος και απομονωμένος από τους άλλους" Βιάστηκε να δικαιολογηθεί. Εκείνος της γύρισε πλάτη και άρχισε να προχωρά πάλι.
"Ε!" Είπε ενώ το χέρι της ήδη τον συγκρατούσε για να μην απομακρυνθεί. Όταν κατάλαβε ότι τον σταμάτησε και ότι το χέρι της κρατούσε το δικό της, το τράβηξε μακριά. Εκείνος φάνηκε να εκπλήσσεται αλλά μόνο για μια στιγμή.
"Τι έγινε πάλι;"
"Δεν με άφησες να ολοκληρώσω.."
"Δεν χρειάζεται."
"Γιατί;"
"Γιατί ξέρω τι σκέφτηκες." Είπε ξερά και γύρισε ξανά από την άλλη και άρχισε να περπατάει χωρίς να τον εμποδίσει αυτή την φορά η Ελπίδα.
Στο τέλος των μαθημάτων αποφάσισε να πάει στο γραφείο των καθηγητών. Ήθελε να βρει τον καθηγητή Άνταμ. Στην δεύτερη ώρα της χημείας για κάποιον λόγο είχε αισθανθεί κάτι περίεργο και έπρεπε να μιλήσει στον καθηγητή της. Για καλή της τύχη ήταν μέσα.
"Πέρασε δεσποινίς Λάιτ, σε τι οφείλω την τιμή;"
"Ήθελα να σας ρωτήσω κάποια πράγματα για το μάθημα που κάναμε.." Είπε δειλά.
"Χαρά μου. Έλα, κάθισε!" Είπε δείχνοντας την άδεια καρέκλα, μπροστά από το γραφείο του και εκείνη υπάκουσε. "Ρώτα με ότι θες!" Η Ελπίδα πήρε βαθιά ανάσα και άνοιξε το στόμα της.
"Είπατε ότι μελετήσατε μύθους για τους βρικόλακες. Σωστά;"
"Ναι, ήθελα να είμαι ενημερωμένος και να αναπτύξω εγώ μία άποψη πάνω στο θέμα προτού σας παραδώσω το μάθημα." Παραδέχτηκε εκείνος.
"Λοιπόν... Ισχύει ότι οι βρικόλακες έχουν ξεχωριστές δυνάμεις; Υποθετικά μιλώντας.."
"Κοίταξε να δεις. Η ειλικρινή μου άποψη είναι πως ανεξαρτήτως αν είναι ψυχές που αδικήθηκαν και καταδικάστηκαν στις σκιές, σίγουρα έχουν περίεργες τερατώδεις δυνάμεις. Δεν ξέρω πως μοιάζουν εμφανισιακά, αν όντως υπάρχουν αλλά γιατί αν υπάρχουν να είναι απλά τέρατα που να ρουφάνε αίμα;"
"Και εγώ όλα αυτά σκέφτομαι.. Αλλά η λογική αυτό λέει. Τέρατα με παραμορφωμένα ανθρώπινα σώματα που ρουφάνε το αίμα των ανθρώπων για ευχαρίστηση. Γιατί δηλαδή να είναι τέρατα αν έχουν καλό μέσα τους ή να έχουν δυνάμεις;" Έλεγε ότι της κατέβαινε στο κεφάλι απλώς και μόνο γιατί ενδόμυχα ευχόταν να την διαψεύσει ο καθηγητής της.
"Το τι υπάρχει και τι όχι δεν μπορούμε να το ξέρουμε, απλώς κάνουμε υποθέσεις. Στην προκειμένη υπάρχουν θεωρίες που λένε ότι οι βρικόλακες έχουν την δύναμη να ελκύουν τους ανθρώπους λόγω μυστηρίου και ερωτισμού. Εγώ πιστεύω ότι μπορεί να είναι απλά μία ικανότητα των θηρίων για να κατασπαράξουν το θύμα τους ευκολότερα. Το ίδιο και για τις υπόλοιπες δυνάμεις που υποτίθεται κατέχουν."
"Δυνάμεις όπως;"
"Να μπορούν να σε υπνωτίζουν με το βλέμμα τους ή να διαβάσουν τις σκέψεις σου.." Η Ελπίδα πάγωσε. "Επίσης αναφέρεται ότι ως νεκροζώντανα πλάσματα, δεν έχουν αίμα, δεν αναπνέουν, και δεν υπάρχουν όργανα που να λειτουργούν με αποτέλεσμα το σώμα που βλέπουμε είναι απλά μια βιτρίνα. Ψυχρή, άχρωμη, παγωμένη."
Ένιωθα την ψύχρα όταν έκατσα μαζί του στο εργαστήριο... Όταν άγγιξα το χέρι του ήταν παγωμένο περισσότερο από το φυσιολογικό... Είναι χλωμός περισσότερο από τα υπόλοιπα παιδιά... Ήξερε που μένω όταν εγώ δεν του είπα ποτέ τίποτα...Κάθε φορά που μιλάω μαζί του μαντεύει τις σκέψεις μου...Όταν τον κοιτάω νιώθω να χάνω την επαφή με την πραγματικότητα και νιώθω ευάλωτη. Γιατί όλα συνδέονται γαμώτο..
"Είσαι καλά;" Ρώτησε ο καθηγητής παρατηρώντας την αλλαγή διάθεσης της Ελπίδας. Εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
"Μια τελευταία ερώτηση.. Πιστεύεται στην ύπαρξη τους;"
"Μα, σου απάντησα ήδη."
"Όχι.. Δεν ήταν ναι ή όχι.." Επέμεινε.
"Χμ. Αν έπρεπε τότε να σου απαντήσω σαν προσωπική μου άποψη, θεωρώ όλα είναι δυνατά σε αυτή την ζωή. Μα πρόσεξε Ελπίδα. Για κάποιον λόγο μερικά πράγματα μένουν στις σκιές. Είναι επικίνδυνα και οι άνθρωποι φοβούνται να αποδεχτούν την ύπαρξη τους. Ίσως για κάποιον συγκεκριμένο λόγο."
Η Ελπίδα τον ευχαρίστησε και ξεκίνησε για το σπίτι.
"Αποκλείεται να είναι... Δεν μπορεί..."
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro