Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Περπατώντας ανάμεσα στις σκιές

«Σ' ολόκληρο τον αχανή και σκιώδη κόσμο, δεν υπάρχει φιγούρα πιο τρομακτική και αποτρόπαιη και συνάμα τόσο φοβερά γοητευτική, που δίχως να είναι ούτε φάντασμα αλλά ούτε και δαίμονας, μοιράζεται τη σκοτεινή τους φύση και κατέχει τις μυστηριώδεις ιδιότητες τους...»


Δεν ήθελε να δείξει φόβο αλλά αυτό έκανε άθελα της στην αρχή. Παρόλα αυτά, επιστράτευσε όλη της την δύναμη και στάθηκε μπροστά του.

"Δυστυχώς ναι. Είμαι καινούργια και δεν έχω συνηθίσει ακόμα εδώ.."

Η έκφραση του ήταν το απόλυτο κενό. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν.

"Η Ελπίδα είσαι;" Η φωνή του ψυχρή σαν πάγος, δεν φανέρωνε συναίσθημα.

"Ναι" Απάντησε ήρεμα εκείνη.

"Θυμάσαι την διεύθυνση του σπιτιού σου;"

"Εμ, ναι"

"Ωραία. Θα σε γυρίσω εγώ." Εκείνη ξεροκατάπιε και κοίταξε αμήχανα τριγύρω.

"Δεν χρειάζεται να μπεις στον κόπο. Σε ευχαριστώ πάντως.."

"Και σκοπεύεις να μείνεις στην μέση του δρόμου;" Είπε ξερά εκείνος.

"Όχι..."

"Τότε πάμε!"

"Καλά..."



Περίπου είκοσι λεπτά αργότερα, είχαν φτάσει έξω από το σπίτι της.

"Σε ευχαριστώ πολύ που με έφερες" Είπε ανακουφισμένη βλέποντας το σπίτι των θείων της. Εκείνος απλά την κοίταξε, χωρίς να πει κάτι. "Εμ, εσύ μένεις κοντά στην γειτονιά;"

"Όχι" Απάντησε κοφτά. Η Ελπίδα ήταν έξυπνη. Αν και επικρατούσε άγχος όταν βρισκόταν κοντά του, δεν άργησε να συνειδητοποιήσει κάτι.

"Τότε πώς μπόρεσες να βρεις το σπίτι; Είναι αρκετά απομονωμένο από τα υπόλοιπα" Εκείνος σαν απάντηση ανασήκωσε τους ώμους.

"Απλά το βρήκα"

Εκείνη σκέφτηκε προσεκτικά αν θα του αποκάλυπτε τις σκέψεις και της ανησυχίες της. Τελικά κατέληξε να τις αποκρύψει. Είχε κάτι το περίεργο πάνω του που δεν της άρεσε καθόλου, μα, συγχρόνως την τραβούσε σαν μαγνήτης. Ήθελε να τον αποφύγει, έστω προσωρινά.

"Εντάξει. Και πάλι ευχαριστώ, καλό βράδυ" Είπε και άρχισε να απομακρύνεται ενώ όταν είχε απομακρυνθεί αρκετά τον άκουσε να λέει κάτι.

"Καλό βράδυ"

Όταν η φωνή του έσβησε, γύρισε αργά το κεφάλι της και δεν τον είδε πουθενά. Ανυπόμονα μπήκε στο σπίτι και έκλεισε με φόρα την πόρτα πίσω της.

"Κάτι δεν πάει καθόλου καλά εδώ.. Εγώ ποτέ δεν του είπα την διεύθυνση του σπιτιού, πώς στο καλό με έφερε αν δεν μένει κοντά στην περιοχή και δεν με είχε δει τυχαία;" Μουρμουρούσε μόνη της καθώς ανέβαινε στο δωμάτιο χωρίς να προσέξει την θεία της που ήταν στο καθιστικό και της μιλούσε. Όχι, δεν άκουγε τίποτα και δεν έβλεπε κανέναν. Μόνο μια σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό της. Ο Τζόναθαν.

Ούτε που κατάλαβε πως την πήρε ο ύπνος.


Τα χέρια του τυλιγόντουσαν στο κορμί της κάνοντας το να παίρνει φωτιά. Δεν την φιλούσε όμως. Τα χείλη του ποτέ δεν είχαν προορισμό τα δικά της. Τα μάτια του σαν αντανάκλαση του εαυτού της τρυπούσαν την ψυχή της. Το χέρι του ταξίδευε αργά προς το στήθος της ενώ τα μάτια του παρέμεναν καρφωμένα στα δικά της.

Τα μάτια της γούρλωσαν, το χέρι του είχε διαπεράσει την σάρκα φτάνοντας στην καρδιά της. Πίεζε με δύναμη χωρίς να σταματά να την κοιτά ενώ το άλλο του χέρι έκανε στην άκρη τα μαλλιά της αφήνοντας εκτεθειμένο τον λαιμό της.

Λίγο πριν τραβήξει την καρδιά της έφερε τα χείλη του στον λαιμό της.


Το επόμενο πρωί, ο Κρίστιαν προσπαθούσε να την ξυπνήσει αλλά εκείνη έδειχνε να βρίσκεται σε έναν βαθύ ύπνο.

"Σε παρακαλώ, ξύπνα Ελπίδα...ΜΑΜΑ, η Ελπίδα δεν ξυπνάει!"

Μερικά δάκρυα έσταξαν πάνω στο μάγουλο της ενώ την ίδια στιγμή μπήκε η χλωμή γυναίκα μέσα δείχνοντας ανήσυχη. Πλησίασε την Ελπίδα και ακούμπησε το μέτωπο της.

"Ζεματάει. Ψήνεται στον πυρετό.. Κρίστιαν, μείνε μαζί της. Πάω να φέρω ζεστές κομπρέσες.."

"Εντάξει μαμά"

Καθώς εκείνη απομακρυνόταν, μπήκε μέσα ο Στέφαν που είχε ξυπνήσει από τους πολλούς θορύβους.

"Τι συνέβη Κρίστιαν;"

"Η μαμά, είπε πως η Ελπίδα ψήνεται στον πυρετό. Φοβάμαι Στέφαν..."

"Ηρέμησε, όλα καλά θα πάνε. Πάω να δω στο κουτί πρώτων βοηθειών να φέρω αντιπυρετικά που χρησιμοποιεί η μαμά όταν αρρωσταίνουμε εμείς.


Περπατάω στο σκοτάδι. Γύρω μου υπάρχουν σκιές. Δεν μπορώ να δω τα πρόσωπα, δεν έχουν πρόσωπα. Νιώθω να βουλιάζω σε μια άβυσσο αδυνατώντας να ξεφύγω. Τυλίγονται γύρω μου. Το περπάτημα μου σιγά, σιγά γίνεται τρέξιμο. Ουρλιάζω αλλά δεν μπορώ να ξεφύγω. Πατέρα, μητέρα.. Σας παρακαλώ, ας με σώσει κάποιος.


Οι ώρες περνούσαν και εκείνη δεν έλεγε να ανοίξει τα μάτια της.

"Μαμά, ακόμα δεν συνήλθε.." Είπε λυπημένα ο Κρίστιαν ενώ ο Στέφαν δίπλα του, της κρατούσε σφιχτά το χέρι.

"Ούτε ο πυρετός της έπεσε.." Είπε αδύναμα ο Στέφαν.

"Θα γίνει καλά παιδιά μου..." 

Παρά τον πόνο και την ζάλη της δεν το έβαζε κάτω. Έπρεπε να γίνει καλά η ανιψιά της. Δεν έπρεπε να αφήσει τα μικρά έτσι.



Την ίδια στιγμή στο σχολείο της Darkcloud.

Η Λίνα κοίταζε την άδεια θέση δίπλα της και ένιωθε το στομάχι της να γίνεται κόμπος. Αναρωτιόταν που μπορεί να είναι η Ελπίδα. Σε κάθε καθηγητή που έμπαινε για το μάθημα του, χωρίς η ίδια να ξέρει, τους έλεγε ότι η Ελπίδα ένιωθε αδιαθεσία και δεν μπορούσε να έρθει. 

Κάθε φορά που το έλεγε αυτό ένιωθε μια περίεργη αίσθηση, σαν τρυπήματα στο κορμί, παρόλα αυτά δεν έδινε σημασία, αυτό που την ένοιαζε ήταν ότι οι καθηγητές την πίστευαν.

Στο σχόλασμα, την σταμάτησε ο Τζόναθαν.

"Που ήταν η καινούργια σήμερα;" Εκείνη ξαφνιάστηκε γιατί δεν περίμενε από εκείνον να της απευθύνει τον λόγο, πόσο μάλλον για την Ελπίδα.

"Δεν ξέρω. Δεν ανταλλάξαμε τηλέφωνα ακόμα"

"Μάλιστα"

"Γιατί ρωτάς;"

"Χωρίς λόγο, πηγαίνω!"



Πίσω στο σπίτι.

"Μαμά, κουνιέται, τρέχα!!" Φώναξε ο Στέφαν. Η μητέρα τους έτρεξε κατευθείαν και έλεγξε την Ελπίδα.

"Ο πυρετός άρχισε να πέφτει.. να της βάλουμε και άλλες κουβέρτες.. Κρίστιαν, σε παρακαλώ. Βρέξε μου και φέρε μου μια άλλη κομπρέσα"

"Εντάξει μαμά"


Την παρακολουθώ να τρέχει μέσα στις σκιές. Αισθάνομαι κάτι περίεργο που ποτέ δεν είχα αισθανθεί. Δεν ξέρω καν γιατί χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση. Δείχνει τόσο αποφασισμένη να ξεφύγει. Ο φόβος έχει χαραχθεί στο πρόσωπο της μα, μαζί με αυτόν διακρίνω και δύναμη. Μια δύναμη που δεν έχω ξανά συναντήσει. Οι σκιές συνήθως είναι πολύ δυνατότερες αλλά όσο τυλίγονται γύρω της είναι σαν να καίγονται συγχρόνως. Σαν να είναι μάχη μεταξύ φως και σκοταδιού.


"Μαμά, μαμά ξυπνά. Νομίζω ότι αρχίζει να συνέρχεται!" Της είπε ο Κρίστιαν σκουντώντας την. Εκείνη άνοιξε τα μάτια και για άλλη μια φορά την περιεργάστηκε. Πράγματι, ο πυρετός είχε πέσει και τώρα η αναπνοή της είχε επανέλθει στο φυσιολογικό. Σύντομα θα ξυπνούσε.

"Όλα είναι καλά μικρέ μου. Κοιμήσου και εσύ λίγο"

"Εντάξει μαμά"


Νιώθω τις σκιές να υποχωρούν καθώς πλησιάζω προς ένα φωτεινό σημείο. Νιώθω να με ελκύει και να με καλεί προς το μέρος του, σαν να θέλει να με απαλλάξει από τις σκιές. Ονειρεύομαι; Είμαι νεκρή; Δεν μπορώ να καταλάβω.


Η Μάρθα στεκόταν πάνω από το σώμα της Ελπίδας την στιγμή που άνοιξε τα μάτια της. Χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά της και προσπάθησε να την καθησυχάσει προτού ξεκινήσει τις ερωτήσεις.

"Όλα είναι καλά τώρα κοριτσάκι μου. Σήκωσες υψηλό πυρετό και πέρασες σχεδόν ολόκληρη την μέρα ξαπλωμένη χωρίς να έχεις τις αισθήσεις σου. Σου χορηγήσαμε ακόμα και ορό" Είπε δείχνοντας τον μεταλλικό στύλο δίπλα από το κρεβάτι με τον ορό που κρεμόταν. "Τώρα είσαι καλά, μην αγχώνεσαι. Ξάπλωσε να ξεκουραστείς και αύριο να πας στο σχολείο. Εντάξει;"

Η Ελπίδα κούνησε θετικά το κεφάλι καθώς παρακολουθούσε την Μάρθα να βγαίνει από το δωμάτιο.

"Είμαι ζωντανή..." Μουρμούρισε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro