Chapter 31
[...]
Ο: Alexander?· τ-τι κανείς εσυ εδώ;.... η φωνή της παράξενη... πρώτη φορά η χρια της Ακουγόταν τρομαγμένη... η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει ακόμα πιο πολύ.... τα αφτια μου άρχισαν να ξανα βουίζουν... η μύτη μου δεν είχε σταματήσει να τρέχει... δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω... ένιωθα πως αν έκανα να σηκωθώ θα λιποθυμούσα επιτόπου... «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ!»... η φωνή της Ολίβια ήχησε στα αφτια μου σα σειρήνα... το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να σπάσει... απότομα το πάτωμα άρχισε να δονείται πράγμα που σήμαινε πως κάποιος πλησίαζε... όχι... «ΕΚΕΙΝΗ ΦΤΑΙΕΙ! ΕΚΕΙΝΗ ΜΕ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ».... τα βήματα απότομα σταμάτησαν...
Α:Εξαφανιστείτε όλοι... ο τόνος του άγριος... σε δευτερόλεπτα έβλεπα σκιές με την άκρη του ματιού μου να απομακρύνονται τρομαγμένες... στο χώρο για άλλη μια φορά επικρατούσε νεκρική σιγή... ένιωθα την ανάσα μου κομμένη... δεν μπορούσα να ανασάνω... με κάθε μου προσπάθεια να εισπνεύσω οξυγόνο η καρδιά μου πονούσε... γιατί;... γιατί έπρεπε να έρθει σε μια τέτοια στιγμή;... στο παρελθόν δεν είχε γίνει ποτέ αυτό... κάθε φορά που η Ολίβια ξεσπούσε πάνω μου πάντα ήμασταν οι δυο μας... φρόντιζε πάντα να μην υπάρχουν βλέμματα γύρω μας... και τώρα;... τι άλλαξε;... το γεγονός πως το διαζύγιο πλησιάζει;... αυτό της έδωσε το θάρρος να εκφράσει δημόσια το ποσό με απεχθάνεται;;... όπως και να έχει... ότι και να άλλαξε ένα είναι δεδομένο... το φτεξιμο θα πέσει πάνω μου!... είμαι σίγουρη πως ο Alexander θα πάρει το μέρος της μητέρας του γελοιοποιωντας και μειώνοντας με ακόμα πιο πολύ... δεν θα το αντέξω... νιώθω το βλέμμα του ακόμα πάνω μου... έχω ρίξει το κεφάλι μου προς τα κάτω κοιτάζοντας το πάτωμα... δεν είχα το θάρρος να τον κοιτάξω ξανά στα μάτια... ένιωθα απαίσια.... με το χέρι μου προσπαθούσα να κρατήσω τη μύτη μου από το να τρέξει... απότομα τη σιγή σπάει η βαριά και αγριεμένη φωνή του « Τι διάολο συμβαίνει μητέρα;»... ο τόνος του απότομος... από τη στάση του μπορούσα να καταλάβω ποσό θυμωμένος ήταν... ακόμα και αν δεν τον κοιτούσα μπορούσα να το νιώσω... το σώμα μου άρχιζε να τρέμει... φοβόμουν... φοβόμουν πως όλος του ο θυμός θα στρεφόταν προς εμένα με μόνο μια λέξη από το στόμα της Ολίβιας.... Θέλω να σηκωθώ... θέλω να τρέξω έξω από αυτή τη κόλαση...
Ο: Αυτό το παλιο- αυτό το πράγμα τολμισε να μου μιλήσει άσχημα οπότε αποφάσισα να της δώσω ένα μάθημα!... αισθάνομαι περίεργα... κάτι μέσα μου με κάνει να νιώθω κάτι παράξενο... ένα παράξενο συναίσθημα... ένα συναίσθημα που είχα ξεχάσει πως είχα... ένα συναίσθημα που είχα θάψει μαζί με τις πληγές που είχα στην καρδιά μου... θλίψη... κάτι μέσα μου ράγισε... ράγισε και έσπασε ταυτόχρονα... ακαριαία... νιώθω τα μάτια μου υγρά... πρώτη φορά νιώθω τόσο έντονα πως... θέλω να κλάψω...
Α:Freya.... ο τόνος του άγριος... ο τροπος που φωνάζει το όνομα μου... αυτό το συναίσθημα από χιλιάδες μαχαίρια να καρφώνουν το κορμί μου... με κάνει να καταλάβω... να έρθω αντιμέτωπη με την πραγματικότητα... αυτός ο άντρας με θεωρεί υπεύθυνη... είναι σίγουρος πως για ότι και να έχει συμβεί... φταίω εγώ.... Χα... το ήξερα... το ήξερα... τότε γιατί πονάω τοσο;... γιατί η καρδιά μου χτυπάει τοσο δυνατά;... «σου μιλάω!».... η φωνή του αργία... ο τόνος του επιθετικός... δεν κατάλαβα για ποτέ μείωσε την απόσταση μεταξύ μας.... απότομα νιώθω το χέρι του να γραπώνει το αριστερό μου χέρι από το μπράτσο με το οποίο κρατούσα την ματωμένη μου μύτη αναγκάζοντας με να... τον κοιτάξω.... Είχε γονατίσει μπροστά μου... σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο μου... πράγμα που με έκανε θέλοντας και μη.... Να συναντήσω τα κατάμαυρα... γεμάτα οργή μάτια του.... Όταν πλέον τα βλέμματα μας ενώθηκαν κάτι μέσα μου δεν άντεξε... άρχισα να... κλαιω.... πριν βρω την δύναμη να σηκωθώ... να σηκωθώ όρθια και να αρχίσω να τρέχω... να τρέχω χωρίς σταματημό και με όση δύναμη μου είχε απομείνει μακρυά... μακρυά από εκείνη τη κόλαση... αγνοώντας τη φωνή του η οποία φώναζε το όνομα μου με ένα τόνο.... τόσο ξένο.... τόσο παράξενο....
[...]
Είχε πλέον νυχτώσει... δεν ήξερα που βρισκόμουν... γύρω μου ερημιά... ο κρύος χειμωνιάτικος αέρας χτυπούσε το ταλεπωρημενο μου κορμί... ένιωθα για πρώτη φορά χαμένη... ήθελα να τα παρατήσω... δεν άντεχα... οι σκέψεις μου με βασάνιζαν... δεν είχα σταματήσει να κλαιω... απότομα σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα τον κατάμαυρο ουρανό... καθώς ο δυνατός άνεμος έπαιρνε τα μαλλιά μου προς την φορά του ένιωθα τα καυτά δάκρυα μου να μπλέκονται μαζί τους... τι έκανα τόσο λάθος πια;... τι έγκλημα διέπραξα που μου αξίζει τέτοια αντιμετώπιση;... ήταν άραγε... τόσο μεγάλη η αμαρτία μου που τον αγάπησα;... είναι αυτή η τιμωρία μου για όλα αυτά τα αισθήματα που ένιωσα για κάποιον που δεν θα έπρεπε;... ίσως... ίσως αν τον μισούσα από την αρχή... ίσως αν ένιωθα την ίδια απαιχθια με εκείνον προς το άτομο του τώρα να μην υπέφερα... να μην υπέφερα και μόνο στην σκέψη του... ο τροπος που με κοιταξε... ξέρω πως τα μάτια μου ήταν μισόκλειστα και γεμάτα δάκρυα αλλά δεν μπορεί... δεν μπορεί να είδα λάθος... γιατί... γιατί με κοιτούσε με τέτοιο τρόπο;... με ένα βλέμμα... γεμάτο πόνο;.... Ίσως θα ήταν καλύτερα να είχα λυποθυμισει... από το να τον δω να με κοιτάζει έτσι.... Αν είχε γίνει αυτό δεν θα πονούσα τόσο... δεν θα γέμιζα το μυαλό μου με άχρηστες σκέψεις... την καρδιά μου με άχρηστες προσδοκίες!... Freya κατάλαβε το... αυτός ο άντρας... δεν θα σε αγαπήσει ΠΟ-ΤΕ!... πάψε λοιπόν να υποφέρεις... ξερίζωσε αυτά τα ανούσια συναισθήματα αφού απέτυχες να τα θάψεις!...
Τα μάτια μου τσούζουν... ο δυνατός αέρας τα κάνει επιτέλους να ξεραθούν... τα δάκρυα μου επιτέλους στέγνωσαν... το σώμα μου είχε ξεπαγιάσει... έφυγα τρέχοντας χωρίς να πάρω τίποτα... ούτε το παλτό μου αλλά ούτε και την τσάντα μου... προτιμώ να κοιμηθώ στο δρόμο παρά να γυρίσω ξανά εκει μέσα... σκέφτομαι και σηκώνομαι με σταθερές κινήσεις από το παγκάκι στο οποίο καθόμουν...
Ξεκίνησα να περπατάω με άγνωστο προορισμό... δεν υπήρχε πλέον κανένα μέρος στο οποίο θα μπορούσα να ανήκω.... Ένιωθα τελείως μόνη... με τα χέρια μου αγκάλιασα τους ώμους μου καθώς συνέχισα να περπατάω... όσο... ο δυνατός αέρας συνέχισε να χτυπάει βίαια το κορμί μου...
[...]
Λίγη ώρα μετά τα βήματα μου με έφεραν έξω από ένα μπαρ... για λίγο κοντοστάθηκα... ίσως αυτό που χρειάζομαι είναι αλκοόλ... έτσι δεν λένε όλοι;... πίνεις για να ξεχάσεις;... ή να νιώσεις καλύτερα;... αυτό είναι που χρειάζομαι πιο πολύ απ όλα αυτή τη στιγμή... να ξεχάσω... σκέφτομαι και ξεκινάω να περπατάω προς την είσοδο του μπαρ... ενώ δευτερόλεπτα μετά είχα ήδη μπει μέσα...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro