Chapter 24
Το κεφάλι μου ακόμα πονάει... τα αυτιά μου ακόμα βουίζουν... το σώμα μου δεν έχει πάψει ακόμα να τρέμει... βρίσκομαι ακόμα κλεισμένη μέσα στο μπάνιο... καθομαι στο κλειστό καπάκι της λεκάνης κοιτάζοντας με βλέμμα κενό την λευκή πόρτα.... Όλο μου το σώμα έχει ιδρώσει... δεν μπορώ να πάω πουθενά σε αυτά τα χάλια... σκέφτομαι καθώς κάνω προσπάθεια να σηκωθώ... πιάνομαι στους πλαστικούς τοίχους δεξιά και αριστερά μου προσπαθώντας να στηρίξω το σώμα μου... τα πόδια μου τρέμουν... προσπαθώ να κάνω ενα βήμα αλλά καταλήγω να ξανά κάθομαι απότομα πάλι στο κλειστό καπάκι πίσω μου... αμέσως πιάνω την τσάντα μου και αρχίζω να ψάχνω... είχα ήδη πετάξει τα μισά πράγματα που είχα μέσα στο πάτωμα... για λίγη ώρα έψαχνα με τρεμάμενα χέρια... μετά από λίγο επιτέλους τα βρίσκω... πιάνω δυο χάπια και τα τοποθετώ στο χέρι μου... ήξερα πως αν δεν έπαιρνα και αλλά δεν θα έφευγα ποτέ από εδώ μέσα... τοποθετώ τα χάπια μέσα στο στόμα μου και αμέσως πιάνω το μπουκάλι και τα καταπίνω με τη βοήθεια του νερού... το στόμα μου είχε ήδη στεγνώσει... όσο νερό και να έπινα ένιωθα την ξηρότητα του να γίνεται όλο και πιο έντονη... απότομα ο ηχος από το κινητό μου να χτυπάει ήχησε στα αφτια μου...κοίταξα την οθόνη και το όνομα που αναγραφόταν ήταν του ανθρώπου που έπρεπε να ειχα συναντήσει μια ώρα πριν... δεν είμαι σε κατάσταση ακόμα να μιλήσω... το σημερινό σοκ που υπεστει ήταν αρκετά βαρυ για να μπορέσω να το διαχειριστώ... δεν τον ειχα ξανά δει ποτέ έτσι... και μόνο στην σκέψη του τι είχε προηγηθεί ένιωθα να ξανά ανακατεύομαι... όσο και να ήθελα δεν είχε μείνει τίποτα μέσα στο στομάχι μου για να βγάλω... μόλις έπαψε το κινητό μου να χτυπάει έβγαλα μια ανάσα από μέσα μου και έκλεισα τα μάτια μου... προσπάθησα να ηρεμήσω... πάλεψα με τον εαυτό μου για να μην σκέφτομαι... να αδειάσω το μυαλό μου... πως μπορούσα και τον αντιμετώπιζα στο παρελθόν;...
[...]
Λίγη ώρα μετά το μυαλό μου είχε αδειάσει τελείως... ένιωθα το σώμα μου να έχει χαλαρώσει... όλα τα νεύρα μου είχαν ελαφρύνει... δεν ένιωθα πια τόσο βαρυ το κεφάλι μου... αποφάσισα να ξανά σηκωθώ... άνοιξα την πόρτα και ευτυχώς δεν υπήρχε ψυχή γύρω... πλησίασα προς τον καθρέπτη και για λίγο πάγωσα... δεν μπορούσα να πιστέψω πως αυτό που έβλεπα μπροστά μου ήταν η αντανάκλαση μου... τα ρούχα μου τσαλακωμένα... η μπλούζα μου μισάνοιχτη... τα μαλλιά μου ανακατεμένα και μπλεγμένα... το πρόσωπο μου πασαλημενο από το μεικαπ που φορούσα... όλα αυτά που προσπαθούσα να κρύψω από κάτω του είχαν βγει στην επιφάνεια... μαύρα από την αϋπνία μάτια... κόκκινα από το κλάμα... χείλη ματωμένα από δαγκωματιές... μύτη κατακόκκινη και το αποκορύφωμα... ο λαιμός μου είχε γίνει μωβ... τα σημάδια που είχε αφήσει επάνω μου άρχισαν να φαίνονται ακόμα πιο πολύ... χωρίς να μπορέσω να το ελέγξω με τα χέρια μου ξεκίνησα να ξύνω το λαιμό μου... εμπηγα τα νύχια μου με δύναμη γδέρνοντας το δέρμα μου προσπαθώντας απεγνωσμένα... να διώξω τα σημάδια του από πάνω μου... μηχανικά με σπασμωδικές και βιαστικές κινήσεις συνέχισα να γδέρνω την σάρκα μου μέχρι που ένιωσα ένα ζεστό υγρό να αγγίζει το δέρμα μου... φέρνω τα χέρια μου στο οπτικό μου πεδίο και πλεον καταλαβαίνω τι είχα κάνει... δεν άργησαν και τα ρούχα μου να βαφτούν κόκκινα.... Χαα... τι διάολο κανείς Freya?.... Κοιτάζω την αντανάκλαση μου στον καθρέπτη... το βλέμμα μου κενό... τα μάτια μου άχρωμα... η έκφραση μου σχεδόν άψυχη... νεκρή... όπως και ότι ένιωθε εκείνη τη στιγμή μέσα μου... προσπαθώντας να μαζέψω το χαμό που είχα κάνει ξεκίνησα να καθαρίζω το λαιμό μου και τα ρούχα μου... αναγκάστηκα να βγάλω το πουκάμισο μου και να το σκίσω με αποτέλεσμα να φτιάξω ένα κάλυμμα για να τυλίξω το λαιμό μου... φόρεσα το μαύρο σακακι μου πάνω από το λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι και πήρα το πλέον αχρηστευμένο πουκάμισου στα χέρια μου...
Λίγο μετά είχα ήδη φύγει από την εταιρία του πατέρα μου... πλησίασα τον πιο κοντινό κάδο που βρέθηκε στην διαδρομή μου και αμέσως πέταξα το λερωμένο πουκάμισο μου μέσα.... αφού κοντοστάθηκα για λίγο πήρα μια βαθιά ανάσα και έπιασα το κινητό στα χέρια μου ξεκινώντας να καλώ όλους τους ανθρώπους που είχα να βρεθώ σήμερα ακυρώνοντας τις συναντήσεις μας....
[...]
Δεν κατάλαβα για ποτέ είχε νυχτώσει... τις τελευταίες τέσσερεις ώρες ο δρόμος μου με είχε βγάλει σε ένα μέρος που ούτε εγώ ήξερα που βρισκόταν... ένα μέρος με πολλά δέντρα... αρκετή ησυχία και... ωραία θέα.... Στο σημείο που καθόμουν είχα πρόσβαση σε ολόκληρη την πόλη... τα τεράστια κτήρια ουρανοξύστες φαινόντουσαν τόσο μικροσκοπικά από εδώ... δεν μπορούσα παρα να χάνομαι παρατηρώντας ολα αυτά τα πολύχρωμα φώτα... το μυαλό μου είχε ηρεμίσει...ο κρύος αέρας χτύπαγε το πρόσωπο μου δροσίζοντας τα κατακόκκινα μάγουλα μου.... Ένιωθα το ψυχρο αεράκι να διαπερνά τα ρούχα μου αλλά το σώμα μου ήταν τόσο καυτό που σχεδόν τίποτα δεν με άγγιζε... για λίγο έκλεισα τα μάτια μου.... Ο ηχος από τον δυνατό αέρα ήταν το μόνο που Ακουγόταν γύρω μου... τόσο ήρεμα... τόσο γαλήνια... ένα μέρος που δεν μου ταίριαζε καθόλου... ένα μέρος που ερχόταν σε αντίθεση με ολα όσα είχα ζήσει... με την ίδια μου ποιότητα και ρυθμούς ζωής... το μόνο πράγμα που φάνταζε ξένο ήμουν εγώ... απότομα ο ηχος μιας ελαφρυας δόνησης με εκανε να ανοίξω τα μάτια μου και να κοιτάξω το κινητό μου... το βλέμμα μου πέφτει στις ειδοποιήσεις των μηνυμάτων μου... ένα όνομα που δεν ήθελα να δω...
«Σε περιμένω στο γραφείο μου σε δυο μέρες να τελειώσουμε την συζήτηση που αφήσαμε στη μέση»....
Χαα... ποια συζήτηση;... τον καβγά εννοεί;... αγανακτισμένη πετάω το κινητό μου ξανά στην τσάντα μου... τι θέλει πια από μένα;... τι άλλο πρέπει να κάνω για να καταλάβει πως αυτός ο γάμος τελείωσε;... γιατί;... γιατί όλοι όσοι έχουν πάρει γεύση από το τι θα πει εξουσία θέλουν περισσότερα;... γιατί ποτέ οι άνθρωποι δεν είναι ευχαριστημένοι με όσα έχουν;... γιατί η απληστία είναι ικανή να σε τυφλώσει;... δεν καταλαβαίνω... δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να συνεχίσω να ζω έτσι!... γιατί αυτός ο άνθρωπος εξακολουθεί να με σπρώχνει όλο και πιο πολύ στο χείλος του γκρεμού;.... μπροστά μου το μόνο που υπάρχει είναι αυτό... ένας αχανής γκρεμός και πίσω μου μια μαύρη ομίχλη.... Βρίσκομαι στο χείλος έτοιμη να πέσω... ποσό ακόμα πρέπει να παλέψω για να σταθώ σε ένα τόσο μικρό κομμάτι γης;... νιώθω την καρδιά μου να σφίγγεται... το μυαλό μου άρχιζε να τρέχει... να τρέχει προς μια κατεύθυνση που δεν έπρεπε... γιατί;... γιατί πρέπει κάθε φορά να εμφανίζεται η όψη του στις σκέψεις μου;... και εκείνος... και εκείνος είναι ένας από τους πολλούς που στέκονται πίσω από εκείνη τη μαύρη ομίχλη... περιμένοντας το ποτέ θα πέσω στο γκρεμό.... εκείνος και αν με μισεί... εκείνος και αν θέλει να με ξεφορτωθεί... το βλέμμα μου πέφτει άθελα μου στον αριστερό μου καρπό... κοιτάζω το χέρι μου επίμονα... επίμονα λες και όντως κάτι υπήρχε ακόμα εκεί...
F:Χαα.... Αφήνω μια ανάσα να βγει από τα χείλη μου... φέρνω τις παλάμες κοντά στο πρόσωπο μου και το εγκλωβίζω μέσα τους... τι στο καλό κάνεις Freya?... ξέχασες πως είσαι μόνη σου;... τι ακριβώς περιμένεις;... κανείς δεν προκειτε να σου δώσει σημασία.... Ξέχασε τα αυτά τα ανούσια συναισθήματα... μόνο στον εαυτό σου κανείς κακό δημιουργώντας ψεύτικες προσδοκίες.... σκέφτομαι καθώς σηκώνομαι όρθια... για λίγο κοντοστέκομαι... διστάζω να κάνω το επόμενο βήμα... δεν θέλω να γυρίσω πάλι εκεί... δεν θέλω να το κάνω αυτό στο εαυτό μου... αρκετά δεν πέρασα σήμερα;... δεν έχω το στομάχι να αντιμετωπίσω και εκείνον... είμαι σίγουρη πως θα έχει ήδη γυρίσει στην έπαυλη... σήμερα το πρωί άκουσα το προσωπικό να σχολιάζει πως θα γυρνούσε νωρίς αποψε... το μόνο που θέλω είναι να ξεκουραστώ... να κλείσω τα μάτια μου και να μην τα ξανά ανοίξω... ποτέ... σκέφτομαι καθώς ξεκινάω να περπατάω....
[....]
Τα βήματα μου βαριά... είχα προσπαθήσει να κάνω τον εαυτό μου όσο πιο ευπαρουσίαστο μπορούσα... δεν είχα και άλλη επιλογή... κανείς μέσα σε εκείνη την φυλακή δεν ήταν με το μέρος μου... μια λάθος κίνηση... και όλα μπορούσαν να πάρουν τροπή προς το χειρότερο... καθυστέρησα όσο μπορούσα... η ώρα είχε είδη περάσει τα μεσάνυχτα... μόλις πέρασα το κατοφλι αυτής της σιδερένιας πόρτας ο αέρας κόπηκε απότομα... η όλη ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική... τα φώτα στην έπαυλη ήταν όλα κλειστά... εύχομαι να μην πετύχω κανέναν... εύχομαι να γίνω αόρατη μέχρι να φτάσω και να κλειστώ στο δωμάτιο μου... άπλωσα το χέρι μου ανοίγοντας την βαριά εξώπορτα... με σταθερά βήματα μπήκα μέσα και ξεκίνησα να κατευθύνομαι προς τις τεράστιες γυάλινες σκάλες μέχρι που.... Μια βαριά αντρική φωνή ήχησε στα αυτιά μου κάνοντας με να παγωσω στο σημείο όπου βρισκόμουν....
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro