Chapter 9
Ή ώρα είναι επτά πάρα πεντε και εγώ είμαι έτοιμη.
Δεν ξέρω που έχει σκοπό να με πάει αλλά έτσι και αλλιώς δεν θα έβαζα κάτι καλό.
Φόρεσα το συνηθισμένο μαύρο τζιν μου ,με μία μαύρη φούτερ μπλούζα και την μαύρη ζακέτα μου.
Μαύρο.
Από μικρή είχα μια μανία να παρομιαζω τους ανθρώπους με χρώματα. Κάθε άτομο που γνωρίζω του δίνω ένα χρώμα. Ανάλογα με τα συναισθήματα που μου βγάζει,την συμπεριφορά του, τον χαρακτήρα του..
Μαύρο.
Κοιταζομαι στον μικρό καθρέπτη του δωματίου μου. Μαύρο . Αυτό είναι το δικό μου χρώμα. Μου ταιριάζει.
Πλησιάζω το κρεβάτι μου και πιάνω το κινητο μου.
Έχω ένα μήνυμα.
Απο: "μπαμπαςς"
Κόρη μου συγγνώμη αλλά δεν θα μπορέσω να έρθω σπίτι σήμερα. Έχω ένα επείγον χειρουργείο. Να προσέχεις. -μπαμπάς.
Διάβασα το μήνυμα και έβαλα το κινητό στην πίσω τσέπη του τζιν μου. Κάθε Τετάρτη ο μπαμπάς γυρνάει νωρίς. Ειναι η μόνη με τα της εβδομάδας που μπορώ να του μιλήσω, να τον δω.
Ακούω το κουδούνι της πόρτας να χτυπάει και κοιτάω το ρολόι του τοίχου.
7:00 μ.μ
Ήρθε. Κατεβαίνω τις σκάλες και κατευθύνομαι προς την πόρτα.
Την ανοίγω και το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι τα μάτια του.
Πράσινο..
"Δεν νομίζω να άργησα;" ρωτάει συνεχίζοντας να με κοιτάω μέσα στα μάτια.
"Όχι καθόλου. Περίμενε να πάρω κάτι και έρχομαι" του λέω και μου κάνει νεύμα αρχίζοντας να περπατάει προς το μαύρο αυτοκίνητο του.
Μπαίνω μέσα στο σπίτι, παίρνω τα κλειδιά από το τραπέζι και βγαίνω έξω. Κλειδωνω την πόρτα και κατευθύνομαι προς το μαύρο αυτοκίνητο.
Ανοίγω την πόρτα και κάθομαι στην θέση του συνοδηγού.
Αμέσως μία γνωστή μυρωδιά έρχεται στην μύτη μου. Βανίλια..
Γυρνάω το κεφάλι μου στο μέρος του και τον κοιτάω. Δεν τον είχα προσέξει καλά πριν. Φοράει ένα μαύρο σκισμένο τζιν και την φούτερ του σχολείου.
Τα δάκτυλα του κρατάνε σφιχτά το τιμόνι.
"Ξερεις.."αρχίζει να λέει και ξεκολλάω το βλέμμα μου από πάνω του κοιτώντας ευθεία ενώ ταυτόχρονα βάζω την ζώνη μου.
"Είχα σκεφτεί να σε πάω για φαγητό. Αλλά μετά σκέφτηκα πως δεν θα σου αρέσει γιατί δεν είσαι σαν τις άλλες... Ετσι ειπα να σε παω καπου αλλού"λέει καθώς βάζει μπρος το αμάξι.
"Και αυτό το θεωρείς καλό;"
Γυρνάει και με κοιτάει στα μάτια
"Πολύ καλό"
Λέει και πατάει απότομα το γκάζι.
>>>
Ο Harry οδηγάει εδώ και 20 λεπτά. Μετά τις τελευταίες μας κουβέντες κάνεις δεν έχει ξαναμιλήσει. Και για κάποιο λόγο..Δεν ξέρω..δεν υπάρχει εκείνη η αμήχανη σιωπή ανάμεσα μας.
Το έδαφος ξαφνικα αρχίζει να γίνεται ανώμαλο και με πολλές λακκούβες.
"Ποτέ φτάνουμε;" τον ρωτάω 'σπαζωντας' εκείνη την σιωπή.
"Φτάσαμε"απαντάει και σβήνει το αμάξι. Κοιτάω έξω από το παράθυρο.
Δέντρα υπάρχουν παντού τριγύρω μας.
Μην μου πεις ότι με έφερε σε δάσος;;
Ο Harry φαίνεται πως πρόσεξε την αντίδραση μου.
"Μην ανησυχείς δεν υπάρχει τίποτα επικυνδινο εδώ και εγώ δεν πρόκειται να σε πειράξω" λέει καθώς βγαίνει απο το αμάξι του και εγώ κάνω το ίδιο.
"Εμμ..να..ξέρεις..Δεν είναι αυτο το πρόβλημα.."λέω με ένα αμήχανο χαμόγελο καθώς παίζω με τα δάκτυλα μου.
"Ε τότε τι είναι;" λέει τραβώντας τον λαιμό του.
"Με έφερες στο δάσος με τα πλατάνια έτσι;" ρωτάω με το ίδιο αμήχανο χαμόγελο κοιτώντας τριγύρω.
"Ναι;"απαντάει μην ξέροντας και ο ίδιος τι πρόβλημα υπάρχει.
"Ναι απλά ξέρεις εγώ είμαι-"
"ΑΨΟΥ!"
φτερνιζομαι πριν καν προλάβω να τελειώσω την προηγούμενη πρόταση μου.
"Είσαι αλλεργική στα πλατάνια;" με ρωτάει γουρλωνωντας τα πράσινα μάτια του και αρχίζει να γελάει.
"Δεν είναι.. ΑΨΟΥ! αστείο.. ΑΨΟΥ!"
"Ναι ν-ναι κ-καθόλου" λέει ενώ έχει ξεραθεί στο γέλιο.
ΠΑΙΖΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΜΟΥ;
"Άντε έλα να σε πάω κάπου που ειναι καλυτερα" λέει ενώ έχει σταματήσει να γελάει και με πιάνει από το χέρι.
"Που καλύτερα..ΑΨΟΥ!;"
"Θα δεις."λεει
Αφού περπατήσαμε κάμποση ώρα κάποια στιγμή σταμάτησα να φταρνίζονται. Κοίταξα γύρω μου και υπήρχε μία μικρή λίμνη με καθόλου πλατάνια γύρω της. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχει.
"Σου είπα ότι εδώ θα είναι καλύτερα"λέει και κάθεται κάτω στο γρασίδι.
"Δεν ήξερα ότι υπάρχει λίμνη εδώ." λέω ενώ κάθομαι στο γρασίδι δίπλα του. Γυρίζω το βλέμμα μου και τον πιάνω να με παρατηρεί.
"Τι κοιτάς;"
"Τίποτα..απλά η μύτη σου είναι κόκκινη.." λέει και χαμογελάει αφήνοντας εκτεθυμενα τα λακάκια του.
"Εε μην κοροϊδεύεις την μύτη μου" λέω και ξαπλώνω ανάσκελα κοιτώντας τον ουρανό.
Κάνει και εκείνος το ίδιο.
Εκείνη την ώρα έδυε ο ήλιος . Το θέαμα ήταν πραγματικά απίστευτο.
"Είσαι πολύ μυστήρια Rose "
"Το ξέρω" απαντάω Και έπειτα ακολουθεί σιωπή.
"Τι συνέβη Rose;"
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro