Chapter 3
Σήκωσα αργα τα μανίκια του φούτερ μου και άνοιξα το ντουλαπάκι του μπάνιου μου.
Έβγαλα από μέσα μία λεπίδα και την κράτησα σφιχτα στα χέρια μου.
Κάθε μέρα κάνω και μία χαρακιά πάνω μου. Είναι η τιμωρία μου.
Περνάω την λεπίδα πάνω από το αριστερό μου χέρι και ψάχνω για ένα άδειο σημείο πάνω στο δέρμα μου.
Βρίσκω ένα άδειο σημείο και πατάω στην αρχή αργά την λεπίδα μέσα στο χέρι μου. Αίμα αρχίζει να βγαίνει από την πληγή καθώς την μετακινώ σχηματίζοντας μία ευθεία γραμμή.
Βγάζω την λεπίδα και την πετάω στον νεροχύτη ανοίγοντας την βρύση.
Τοποθετώ το χέρι μου κάτω από το τρεχούμενο νερό και αμέσως ο νεροχύτης γεμίζει κόκκινο χρώμα.
Μου αρέσει να πληγώνω τον εαυτό μου..
Κλείνω την βρύση και σκουπιζομαι γρήγορα με μία πετσέτα και βλέποντας πως το αίμα δεν έχει σταματήσει να τρέχει κόβω λίγο χαρτί υγείας και το τοποθετώ στο χέρι μου ενώ βγαίνω από το μπάνιο.
Η ώρα είναι δέκα και το σπίτι είναι ακόμα άδειο.
Ο μπαμπάς μου είναι ακόμη στην δουλειά ενώ η μαμά μου θα είναι σίγουρη μεθυσμένη σε κανένα μπάρ.
Πάντα έτσι κάνει. Κάθε βράδυ βγαίνει έξω και νωρίς το πρωί γυρνάει μεθυσμένη.
Παλιά μόλις γύριζε με χτυπούσε.
Μου έλεγε πως εγώ έφταιγα που δεν έζησε. Με έβριζε, με χτυπούσε και μετά πήγαινε για ύπνο.
Όταν ήταν 25 ήταν πολύ ερωτευμένη με ένα αγόρι. Τον έβλεπε καθημερινά όμως οι γονείς της -δηλαδή οι παππούδες μου- δεν τον ενέκριναν.
Έτσι την κλείδωσαν στο δωμάτιο της και την απαγόρευσαν να τον ξαναδεί.
Ένα μήνα μετά της ανακοίνωσαν πως θα παντρευόταν. Έπεσε σε μεγάλη κατάθλιψη. Οι γονείς της της έδωσαν τον μπαμπά μου.
Ήταν και είναι ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Δούλευε για έχει λεφτά να με μεγαλώσει ενώ η μανα μου έκανε καταλήψεις στα μπαράκια.
Έμπαινε συχνά ανάμεσα όταν με χτυπούσε, με προστάτευε.
Εκείνη όμως ποτέ δεν τον ήθελε.
Και έλεγε πως αν δεν γεννιομουν εγώ θα μπορούσε να είχε ζήσει με τον έρωτα της ζωής της.
Πώς να νιώσεις αν η ίδια σου η μανα σε θεωρεί ένα λάθος,ένα τίποτα;
Κατεβαίνω τις σκάλες πηγαίνοντας στον κάτω όροφο.
Μπαίνω στην κουζίνα και ψάχνω κάτι να φάω. Έχω να φάω πολλές μέρες και πραγματικά δεν είναι ότι καλύτερο.
Ανοίγω το ψυγείο ,βγάζω δύο φέτες ψωμί του τοστ, βούτυρο,κασέρι και γαλοπούλα και φτιάχνω ένα σάντουιτς.
Ανεβαίνω ξανά τις σκάλες και μπαίνω στο δωμάτιο μου.
Τρώω γρήγορα το τοστ και ξαπλώνω ανάσκελα στο κρεβάτι κοιτώντας το ταβάνι.
Το κάνω συχνά. Είναι ένας τρόπος να βγεις λίγο από την πραγματικότητα.
Σηκώνομαι μετά από λίγο και πλησιάζω την τσάντα μου και την ανοίγω.
Βγάζω από μέσα το βιβλίο που είχα στο σχολείο. Το εξώφυλλο έχει τσαλακωθει και σκηστει ενώ οι σελίδες βρίσκονται σε αίσχατη κατάσταση.
Φαινεται πως οι "μεγάλες προσδοκίες"(ο τίτλος του βιβλίου) δεν ήταν γραφτό να ζήσουν πολύ.
Και μου άρεζε αυτό το βιβλίο. Ιδιαίτερα ο τίτλος του.
Μου φαινόταν πολύ ειρωνικός.
Εκεί που καθόμουν χωρίς να το καταλάβω ένιωσα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν.
Όχι πάλι..
《...》
Με έχει σφιχτά στην αγκαλιά του.
Το πρόσωπο μου ακουμπάει στον ώμο του.
Εισπνέω και με μιας μια μυρωδιά εισέβαλε κατευθείαν στην μύτη μου.
Βανίλια.
Πάντα έτσι μύριζε. Ήξερε πως ήταν το αγαπημένο μου άρωμα πάνω του.
Έβγαλα το κεφάλι μου από τους ώμους του και τον κοίταξα στα μάτια.
Αυτά τα μάτια...
Πήρα το χέρι μου και το έμπλεξα με τα μαλλιά του.
"Luka?" τον ρώτησα κοιτώντας ακόμη τα μαλλιά του .
"Ναι Rose?" με ρώτησε και έβγαλε το χέρι μου από τα μαλλιά του αναγκάζοντας με να τον κοιτάξω στα μάτια.
Πόσο ωραίο χρώμα το σκούρο μπλε..
Μετακινήθηκα λίγο πιο κοντά του και απεχαμε μόλις μερικά εκατοστά.
"Luka.." άρχισα και έκανα μία στάση καρφώνοντας το βλέμμα μου στην άσφαλτο.
"..μ'αγαπάς;" τον ρωτάω και επικεντρωνω το βλέμμα μου ξανά πάνω του.
Δεν κάνει καμία κίνηση για λίγο.
Τα δευτερόλεπτα περνάνε και θέλω να φύγω.
Βλέπω πως δεν πρόκειται να απαντήσει και τα δάκρυα είναι έτοιμα να ξεχυλισουν από τα μάτια μου.
Γυρίζω να φύγω όταν με πιάνει από το χέρι και με γυρίζει μπροστά ακουμπώντας με με δύναμη πάνω στο σκληρό του στήθος.
Τα μπλε μάτια του με κοίταξαν γεμάτα πάθος.
" Όσο τίποτα άλλο" είπε και στο επόμενο λεπτό τα χείλη μου ενώθηκαν με τα δικά του.
"ΟΧΙ!" φωνάζω και σηκώνομαι από το κρεβάτι.
Τα ρούχα μου είναι μούσκεμα και ιδρώτας κυλάει από το μέτωπο μου.
Όχι πάλι αυτός ο εφιάλτης.
Σκέφτομαι και κοπάναω το ξύλο του κρεβατιού.
Το σώμα μου συνεχίζει να τρέμει.
" Όλα είναι καλά Rose" λέω και προσπαθώ να σταθεροποίησω το σώμα μου "Δεν είναι εδώ για να σε πειράξει. Έφυγε." λέω και αγκαλιάζω το σώμα μου.
Όλα είναι καλά Rose. Όλα είναι καλά...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro