Chapter 10
"Δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό" απαντάω με ουδέτερη φωνή κοιτώντας τα αστέρια.
"Σίγουρα θα έχεις και εσύ πράγματα που δεν θέλεις να τα αποκαλύψεις" του απαντάω.
"Έχεις δίκιο. Έτσι και Αλλιώς δεν ειμαι εδώ γι' αυτό"
"Έχεις αδέρφια;"ρωτάω για να αλλάξει το θέμα της συζήτησης.
"Ναι,μια αδερφή την Gemma. Εσυ;"
"Δεν εχω." απαντάω και επικρατεί σιωπή για λίγο.
...
Ανοίγω τα μάτια μου και αντικρίζω των ουρανό. Βλέπω την ίδια λίμνη που βρισκόμουν πριν λίγο.
'Τι συνέβη;' σκέφτομαι ενώ γυρνάω στα πλαϊνά και βλέπω τον Harry να με κοιτάει.
"Τι έγινε;"ρωτάω ενώ ταυτοχρονα τρίβω τα μάτια μου.
"Κοιμήθηκες" μου απαντάει απλά.
"Και γιατί δεν με ξύπνησες;"ρωτάω ενώ χασμουριεμαι ελαφρά. Ήμουν κουρασμένη φαίνεται.
"Είσαι πολύ γλυκιά όταν κοιμάσαι!"απαντάει και αφήνει τα λακάκια του εκτεθειμένα.
Νιώθω ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα μου και γυρνάω από την άλλη.
"Τι ώρα είναι;" ρωτάω και βγάζει το κινητό από την πίσω τσέπη του παντελονιού του.
"Δέκα πάρα δέκα" λέω και το βάζει πίσω στην τσέπη του.
Γουρλώνω τα μάτια μου και γυρνάω να τον κοιτάξω.
"Και με άφησες να κοιμάμαι δύο ώρες;!;!"ρωτάω ενώ σηκώνομαι γρήγορα από το γρασίδι.
Παίρνει ένα αμήχανο χαμόγελο και σηκώνει απαλά τους ώμους του.
Θα με πεθάνει αυτό το παιδί!
"Νομίζω πως είναι ώρα να φύγουμε"λέει και σηκώνεται και εκείνος από το γρασίδι.
Αρχίζει να περπατάει προς το αμάξι ενώ μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Με ένα ελαφρό βάδην τον φτάνω και περπατάω δίπλα του έχοντας ταυτόχρονα την μύτη μου κλεισμένη με το χέρι μου.
Μετά από λίγο φτάνουμε στο αμάξι του και μπαίνουμε μέσα. Βάζω την ζώνη ασφαλείας και γυρνάω να τον κοιτάξω.
"Ξέρεις συγγνώμη..Δεν ήθελα να με πάρει ο ύπνος.."πάω να δικαιολογηθω αλλα με σταματάει.
"Δεν πειραζει. Σε όλους συμβαίνουν. Αλλά μου χρωστάς ακόμα μία έξοδο" λέει με ένα πονηρό χαμόγελο ενώ βάζει μπρος το αμάξι.
Δεν πρέπει να ειμαι τόσο κοντά του..
"Θα δούμε" απαντάω απλα και ξεκινάμε για πίσω στο σπίτι.
>>>
Βγάζω τα κλειδιά από τη τσέπη της ζακέτας μου και ανοίγω.
Κλείνω την πόρτα πίσω μου και βγάζω τα παπούτσια μου αφήνοντάς τα δίπλα από την πόρτα.
Ξαφνικα είδα ένα απαλό φως να έρχεται από το σαλόνι και κατευθύνθηκα προς τα εκεί.
Πάνω στον τριθέσιο καναπε ξάπλωνε η "μητέρα". Τριγύρω της υπήρχαν σπασμενα μπουκάλια από κρασί σε όλο το πάτωμα.
Το πρόσωπο της ήταν γυρισμένο προς τον τοίχο. Το τσιγάρο στο στόμα της είχε γίνει ένα με τα χείλη της. Ρουφούσε και έβγαζε τον καπνό πετώντας τις στάχτες γύρω της στο πάτωμα.
"Γύρισες."ειπε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
"Εγώ ή Εσύ;" της απάντησα καθώς έβγαζα την ζακέτα μου.
"Που ήσουν;" με ρώτησε καθώς έβγαλε ένα μπουκάλι -που δεν είχα προσέξει πριν-και το ακούμπησε στα χείλη της πίνοντας μια γερή γουλιά από το διαφανές υγρό.
"Κάπου" της απάντησα ενώ κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Έβγαλα ένα ποτήρι από το ράφι και άνοιξα την βρύση γεμίζοντας το με νερό έως πάνω. Αφού ήπια όλο το ποτήρι το άφησα στο νεροχύτη και έκανα να φύγω όταν συγκρούστηκα με κάτι.
Σήκωσα τα μάτια μου και την είδα να στέκεται ακριβώς μπροστά μου.
Πως στο καλό;;;Δεν την άκουσα καν!
Τα κάστανα μάτια της είχαν γίνει μαύρα και το άσπρο είχε μετατραπεί σε κόκκινο. Έκανα ένα βήμα πίσω και η πλάτη μου ακούμπησε στον νεροχύτη.
"Όταν σε ρωτάω που είσαι θα μου απαντάς!"είπε και με μία κίνηση το χέρι της βρέθηκε πάνω στο μάγουλο μου με τέτοια δύναμη που έχασα την ισορροπία μου και βρέθηκα να ξαπλώνω στο κρύο πάτωμα της κουζίνας.
"ΚΑΤΑΝΟΗΤΌ;!"ρώτησε και με κλοτσησε με δύναμη στο στομάχι με τα ολοκαίνουργια κόκκινα τακούνια της. Έκανε αυτή την κίνηση ακόμα μία φορά και αφού πήρε κάτι από το ντουλάπι αποχώρησε από τη κουζίνα.
Ένιωσα τα μάτια μου να κλείνουν και έφτυσα αίμα στο πάτωμα.
Παρόλο τον πόνο που ένιωθα έκανα μία κίνηση και έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη μου.
10:30 μ.μ
Πήγα στις επαφές και αφού βρήκα την επαφή του μπαμπά μου τον καλεσα και το έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση ενώ το άφησα στο πάτωμα.
"Η κλήση σας προωθείται.."
Άκουσα και αποκοιμήθηκα.
[...]
Ξύπνησα μα δεν ανοιξα ακόμα τα μάτια μου. Έκανα μία κίνηση με το χέρι μου και κατάλαβα πως ξάπλωνα στο κρεβάτι μου.
Για μισό λεπτό..Δεν θυμάμαι να πηγα στο κρεβάτι μου χθες!
Άνοιξα τα μάτια μου και τα ετριψα μαλακά με το μανίκι της μπλούζας μου ώστε να μπορέσω να δω καλύτερα.
"Ευτυχώς ξύπνησες!"άκουσα μια φωνή και γύρισα και είδα τον μπαμπά μου και κάθεται σε μία καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι μου.
Φορούσε ακόμα τα ρούχα της δουλειάς και η βαλίτσα με τα πραγματα του βρίσκονταν δίπλα του στο πάτωμα. Τον κοίταξα και στο πρόσωπο του απλώθηκε ένα κουρασμένο μα μεγάλο χαμόγελο.
Τα σγουρα μαλλιά του πετούσαν από εδώ κι από εκεί αφινιασμένα.
"Η Anna δεν σου το'κανε αυτό;"
Κουνησα καταφατικά το κεφάλι μου.
"Σήκω σου έφτιαξα πρωινό"είπε και ετεινε το χέρι του προς το μέρος μου. Το έπιασα και με σήκωσε από το κρεβάτι.
"Καλύτερα να μην πάς σχολείο σήμερα" είπε καθώς κατευθύμασταν προς την κουζίνα.
"Δεν θέλω να χάνω μαθήματα."του λέω καθώς κάθομαι και μου αφήνει το πιάτο με το πρωινό μπροστά μου.
"Είσαι σίγουρη;"με ρωτάει καθώς βάζει καφέ στην κούπα που του πήρα στα γενέθλια του.
"Είμαι σίγουρη."του είπα και ήρθε και με αγκάλιασε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro