I. Εισαγωγή
Ο καιρός ήταν μουντος όπως και η διάθεση μου.Έβρεχε και νόμιζα για αυτόν τον λόγο ήμουν έτσι , χαλιά.
Αλλά δεν ήταν για αυτό , ήμουν κλεισμένη στο σπιτι για τόσο πολύ που δεν ήξερα τι να κάνω.
Οι ενημερώσεις του Facebook είχαν τελειώσει και κανένας δεν μου είχε στείλει μήνυμα στο snapchat.
Συνήθως θα έστελνα κανένα μήνυμα σε καμία από τις ελάχιστες μου φίλες αλλά δεν ήθελα.
Είχα στείλει τόσα πολλά μηνύματα σε αυτές στο παρελθόν που φαινόταν ότι ήμουν απελπισμένη.Δεν θα το έκανα ξανά.
Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν η μια μετά την άλλη και εγώ ήμουν εδώ , έξω από το παράθυρο του σαλονιού παρακολουθώντας τες λες και ήταν κάτι ενδιαφέρον.
Μετά από λίγα λεπτά κοιτάζοντας τις σταγόνες αποφασίζω να κανω κάτι διαφορετικό.Κάθομαι στον άδειο καναπέ του σπιτιού και προσπαθώ να σκεφτώ.
Αλλά τίποτα!Τίποτα δεν μου έρχεται στο μυαλό ! Ποτέ δεν είχα ιδέες ουτε δημιουργικοτητα.Πέρασε λίγος χρόνος με προσπάθεια να σκεφτώ κάτι μέχρι που απελπίζομαι και αποφασίζω να βγω έξω.
Αρπάζω τα κλειδιά από το τραπεζάκι , παίρνω την ομπρέλα μου και βγαίνω έξω.
Ο καιρός εξακολουθούσε να ήταν βροχερός και όσο παιρνουσε η ώρα οι κεραυνοί γινόντουσαν ποιο δυνατοί και ποιο εντονοι.
Ήμουν σίγουρη πλέον ότι είχα διαλέξει την τέλεια μέρα να βγω από το σπίτι.
Όλες τις ηλιόλουστες μέρες καθόμουν σπίτι πίνοντας καφέ.
Η ομπρέλα ήταν σκισμένη στην μέση και βρεχομουν.Εμοιαζα ακριβως με βρεγμένη γάτα.
Μου πήρε 10 λεπτά βροχής , έναν δυνατό κεραυνό , και μια αίσθηση πνευμονίας για να καταλάβω πως δεν είναι οντως η κατάλληλη μέρα για να είμαι έξω.
Έτρεξα γρήγορα προς το σπίτι , πρώτου να πάθω πνευμόνια.
Διεσχισα δρόμους , γειτονιές , και πεζοδρόμια τρέχοντας με τις βρεγμενες μπότες μου σαν δρομεας που τρέχει για να μην χάσει.
Διεσχιζα έναν δρόμο μέχρι που η στιγμή που περίμενα ήρθε.Έπεσα κάτω με την πλάτη.
Και σου έχει πει η μαμά σου Δάφνη μην τρέχεις !
Και τώρα τι κάνουμε ; σηκωνόμαστε ; Η καθόμαστε μέχρι να σταματήσει να βρέχει ;
Την απόφαση δεν την πήρα εγώ αλλά ένας πραγματικος κύριος που με βοήθησε να σηκωθώ.
Ένας νεαρός γύρω στα είκοσι εμφανίστηκε.Φορούσε κουστούμι και είχε έναν αέρα αυτοπεποίθηση.
Έμοιαζε με γιατρό.
"Είστε Καλά ; Γιατί είστε κάτω ;"
Είναι βολικά εδώ.
"ΚΑΛΑ ΕΙΜΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!" φώναξα για να ακουστω απο τον ήχο της βροχής.
"Πώς σας λενε;" με ρωτησε ενω μου εδινε το χέρι του.
"Δάφνη εσένα; Σε παρακαλώ μίλα μου στον ενικό."
"Είμαι ο Νίκος.Εντάξει δάφνη.Θες να μπεις μέσα ;"
Μου έδειξε ένα κτίριο.
"Θα αρρωστήσεις αν κάτσεις άλλο λίγο εδώ."
Φαίνεται καλός.Δεν θα τον έλεγα δολοφόνο.Από την άλλη όμως φαίνεται λίγο για βιαστής.Δεν βαριέσαι.
"Ναι αμέ ! Ευχαριστώ πολύ!"
Κατευθυνθήκαμε προς το κτίριο ενώ έψαχνε τα κλειδιά του.
Μόλις τα βρήκε και μπήκαμε.Ανεβήκαμε τις ατελείωτες σκάλες του κτιρίου.
Ασανσέρ δεν υπαρχει ;
Μετά από λίγα λεπτά ειχαμε φτάσει στην πόρτα.
Άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε στο σπιτι του.
Κομψό σπίτι !
Πολυτελές!
Δεν πάει ! Η επιχειρματιας είναι η γιατρός !
Η πληρωμένος δολοφόνος..
"Σαν το σπίτι σου!"
Να είχα και εγώ ένα τέτοιο σπίτι..
Μπήκε μέσα σε ένα δωμάτιο ενώ με είχε αφήσει μόνη.
Καιρός να εξερευνησουμε !
Μπήκα μέσα σε ένα τυχαίο δωμάτιο.
Κρεβατοκάμαρα.Βαρετή και αδεια αλλά κομψή όπως το υπόλοιπο σπίτι.
Ποιο είναι το επόμενο δωμάτιο ; αμπε φαμπε μπλουμ!
Μπήκα σε ένα άλλο δωμάτιο.Είχε παντού πίνακες.
Ζωγράφος !
Ενδιαφέρον επάγγελμα.Από την άλλη δεν απορρίπτω το πληρωμένος δολοφόνος.
Ποιος ξέρει ; μπορεί να έχει δύο δουλειές.
Άκουσα την πόρτα να ανοίγει.Πανικός!
"Ώστε εδώ είσαι ; "
"Χαχα Ναι." Δεν είχα λόγια.
"Μην ανησυχείς και εγώ ψάχνω σε άλλα σπίτια."
Ένας βάρος είχε φύγει από πάνω μου.
Δεν είχε πρόβλημα.
"Είσαι ζωγράφος Ε;"
"Ναι!Εσυ με τι ασχολείσαι;"
"Αρχιτεκτονική!Αλλά την έχω βαρεθεί."
"Χαχα.Ζωγραφίζεις ; "
"Το εχω σταματήσει." Αποκριθηκα και παρατηρισε το παράπονο στο πρόσωπο μου.
"Εάν θες να το ξεκινήσεις θα ήμουν χαρούμενος να σου δώσω μερικά μαθήματα..
"Ναι ! Φυσικά και Ναι! "
Ήμουν χαρούμενη!
Είχα σταματήσει τα μαθήματα ζωγραφικής πολυ μικρή.
Είχα αμφιβολίες για τις ικανότητες μου σε αυτά.
Έτσι οι αμφισβητίες μου με
εκαναν να τα μισησω και να τα διαγράψω από την ζωή μου.
Στην πραγματικότητα ήμουν αρκετά καλή αλλά δεν μπορούσα να το δω.
Με το πέρασμα των χρόνων ξέχασα τι θα πει ζωγραφική και τα ξέχασα.
Αλλά πλέον ,αυτές οι αμφισβητίες έχουν σβηστεί.
"Ορίστε το νούμερο μου ! " Είπε δείχνοντας ένα νούμερο γραμμένο στο χέρι μου.
Καλέ ποτέ το έγραψε και δεν το συνειδητοποιησα ;
"Και εσυ μου αρέσεις!" Του απάντησα κάνοντας τον να γελάσει.
"Αύριο στις οκτώ να είσαι εδώ!"
Οκτώ ; τι νομίζει ; Ότι πηγαίνω ακόμα σχολείο και ξυπνάω νωρίς ;
"Κάντο εννέα.Έχω κάτι δουλειές να κάνω." και κατάλαβε ότι ελεγα ψέματα.
"Χαχα στο κρεβατι σου ; " γέλασε.
"Δεν σου λέω! Τα λέμε αυριο.Μυστηριώδη ζωγράφε! " αποκριθηκα πλέον από το σαλόνι ενω άκουγα την φωνή του έξω από την πόρτα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro