2. Calypso
περπατούσε πάνω από είκοσι λεπτά για να βρει επιτέλους την διεύθυνση του σπιτιού που έψαχνε. ο εκδρομικός σάκος βαρενε τις πλάτες της και η ζέστη ήταν σχεδόν αφόριτη.
η θήκη της κιθάρας της κροτσλιζε δεμένη με χταπόδια στον σάκο δυσκολεύοντας ακόμα την κατάσταση..
Τσιμισκή 24 της είχε πει ο Πάνος, ,μετακόμισε εδώ πριν μερικές εβδομάδες από το σπίτι της μαμάς του που έμενε στο Γκύζη και ήρθε να του κάνει έκπληξη..
είχαν τόσους μήνες να βρεθούν από τότε που έφυγε από την Αθήνα για την σχολή στην Πάτρα δεν είχαν δει ο ένας τον άλλον σχεδόν καθόλου.
πήρε το ΚΤΕΛ μετά το μετρό και από εκεί δύο λεωφορεία και τώρα πάλευε με κλειστό από μπαταρία κινητό σε μια περιοχή που δεν ήξερε σχεδόν καθόλου να βρει την διεύθυνση.
εκείνη μεγάλωσε στα σοκάκια του Κολωνού και στο Γκάζι. Οι γνώσεις της για κλασατη περιοχή πάνω από την λεωφόρο Αλεξάνδρας περιοριζοντιυσαν σε πολύ βασικά σημεία αναφοράς.....
Ξεφυσιξε θυμωμένη κουρασμένη και σχεδόν απελπισμένη πριν μπει σε ένα ψιλικατζιδικο που βρέθηκε μπροστά της .
το καμπανάκι της εισόδου κουδούνισε καθώς η βαριά τζαμενια πόρτα έκλεινε πίσω της .
" γειά σας " είπε χαμογελώντας αφήνοντας μία ανάσα . μια παχουλή γυναίκα με γυαλιά πρεσβιοποιας που στηρίζονταν στην άκρη της μύτης της και υδρωμενους κροτάφους την κοιτάξε τουλάχιστον με δυσαρέσκεια.
το χαμόγελο της Ηλέκτρας αποχωρηστηκε το μελαχρινό της πρόσωπο και αντικαταστάθηκε από μια πλήρως πίστη απομίμηση με αυτή της γυναίκας.
" αν ενοχλώ να περάσω μετά" ειρωνεύτηκε ,αν υπήρχε κάτι που την ενοχλούσε περισσότερο και από τον κιμά στα μακαρόνια ήταν τέτοιου τύπου άνθρωποι . σε κοιτούσαν λες και τους χρωστούσες όλο τον κόσμο και στην καλύτερη τους είχες κλέψει το αμάξι.
δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνική,ίσως λίγο μονοχνωτη μα αγαπούσε τους ανθρώπους που ήταν δίπλα της έκανε τα πάντα για εκείνους. μα και οι λίγες προσπαθείες που έκανε κατά καιρούς να είναι πιο προσιτή στεβονταν με αποτυχία και μια υπόσχεση να μην ξανά υποβάλει τον εαυτό της σε τέτοιες δοκιμασίες από κάτι καταστάσεις σαν και αυτή.
η γυναίκα συνωφριοθηκε βηχοντας βαριά κρατώντας με την άκρη των κιτρηνισμενων δαχτύλων της από την νικοτίνη ένα τσιγάρο.
ήταν σειρά της να χαμογελάσει
" τι ζητάς?" την κοίταξε
"Τσιμισκή 24" έστρωσε τα μαλλιά της πίσω από το πρόσωπο της .
"Μαρκοοο!" τσιρηξε η γυναίκα ξαφνιάζοντας την .
ακούστηκαν μερικοί γδουποι μέχρι να εμφανιστεί... ο Μάρκος ... κατεβαίνοντας από κατι στριφογυριστες σκάλες που ούτε είχε παρατηρήσει την παρουσία τους .
ο Μάρκος ενα αγόρι περίπου στα 25 με κάστανα μάτια και κοντοκουρεμένα μαλλιά..
φορούσε μια αμάνικη κίτρινη μπλούζα με το λογότυπο των Terror x crew , τα μπράτσα του λίγο πάνω από τους αγκώνες του διαχωριζονταν από μια σχεδόν ίσια γραμμή το δέρμα του ήταν πιο λευκό από το υπόλοιπο πιο μαυρισμένο μάλλον από μια εκτενή έκθεση στον ήλιο με μια μπλούζα διαφορετικής μανικοκολησης .
ακολουθούσε μια cargo βερμούδα και φυσικά τι άλλο? σαγιονάρες.
" Αμάν ! σέρνεσαι όλη μέρα! τρως τρως σαν βουβάλι θα γίνεις!" έσκουσε η γυναίκα ο Μάρκος ην κοίταξε αδιάφορα ξύνοντας το κεφάλι του .
η Ηλέκτρα κοίταξε συνωφριωμενη την παρωδία μπροστά της .
"πάρε το μηχανάκι και πήγενε την κοπέλα Τσιμισκή 26" είπε αδιάφορα.
παραξενεμένη η ηλεκτρα από την ξαφνική πρόθεση της γυναίκας να την εξυπηρετήσει έσπευσε να αρνηθεί.
"απλώς θέλω να μου πείτε πως να πάω δεν χρειάζεται.." έδειξε τον Μάρκο που έδειχνε μια μικρή ικανοποίηση στην προοπτική να μην ξενιτευτεί από την δροσιά του ψιλικατζιδικου σε σχέση με την υπερβολική ζέστη που είχε έξω .
"η θερμοκρασία έξω σε λίγο θα φτάσει σχεδόν 40 ⁰C και έχεις έρθει ανάποδα . " στριφογυρισε το χέρι της με το τσιγάρο η γυναίκα." δεν θέλω να σε έχω βάρος στην συνείδηση μου αν κοτόπουλιασεις στην μέση του δρόμου " είπε σχεδόν απαξιωτικά.
Ανασηκώσε τους ώμους της με το σακίδιο της να ταλαντεύεται σε αυτούς.
"ευχαριστώ " μουρμουρησε και ο Μάρκος αναστεναζοντας έπιασε τα κλειδιά του και τα γυαλιά ηλίου του .
" έλα " της έκανε νεύμα βγεινοντας εκείνος πρώτος με εκείνη να ακολουθεί. η πόρτα βροντηξε πίσω τους κατακλειζοντας την με ένα καυτό ρεύμα αέρα.
τότε μόνο προσευχήθηκε σιωπηλά που η γυναίκα επέμενε και η ίδια δεν έβαλε μπροστά την υπερηφάνεια της .
ο Μάρκος ανέβηκε πάνω στο παπί του ,ένα κρυπτονακι με κομμένη εξάτμιση κάνοντας της νόημα να ανέβει. εκείνη κάθησε στην σέλα τοποθετοντας τα χέρια της στους ώμους του
" ευχαριστώ" ακούστηκε η φωνή της πάνω από την φασαρία του μοτέρ της μηχανής που μόλις είχε ξεκίνησε να κινείται.
" χαλάρωσε" χαμογέλασε απο τον καθρέφτη εκείνος.
" δεν είσαι από τα μέρη μας ?" την ρώτησε βγεινοντας στον κεντρικό με μια απότομη κάμψη της μηχανής.
" από Αθήνα είμαι αλλά την περιοχή εδώ δεν την ξέρω καθόλου. " του απάντησε μεισοκλεινοντας τα μάτια της ενάντια στον δυνατό άνεμο από την ταχύτητα.
" δεν είναι μακριά πολύ εκεί που πας σε κανένα πεντάλεπτο θα είμαστε εκεί" πάτησε το πόδι του στην άσφαλτο που έκαιγε από κάτω τους στο κόκκινο φανάρι.
μαρσαρε περιμένοντας να ανάψει. λίγο πριν άλλαξε ταχύτητα φεύγοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, όσο γίνεται δηλαδή με αυτό το παπί.
η εξάτμιση έσκασε μια δύο φορές καθώς απομακρυνόταν.
" δεν έχεις θέμα Ε ?" ρώτησε πάνω από τον ωμο του
πριν προλάβει να καταλάβει περί τι την ρωτούσε πέρασε κάθετα την Αλεξάνδρας με κόκκινο φανάρι.
" δεν θα είχα θέμα αν σταμάταγες να περάσουμε σαν άνθρωποι αλλά..." φώναξε δίπλα στο αυτί του για να ακουστεί πάνω από τα κορναρισματα και τις βρισιές.
εκείνος γέλασε αυταρεσκα .
η Διονυσία ρολλαρε τα μάτια της συνηθισμένη σε κάθε τέτοιας λογής φυγουρατζη κάγκουρα....
μέσα σε λίγα λεπτά όντως έφτασαν έξω από μια πόλοι κατοικία στην Τσιμισκή με τον αριθμό 24. τα μεταλλικά παλιάς γραμματοσειράς νούμερα πάλευαν να κρατηθούν πάνω στην βρόμικη τζαμαρία.
κατέβηκε από το μηχανάκι "ευχαριστώ" τον χερετισε ενώ εκείνος μαρσαρε ήδη ξεκινώντας να φύγει από εκεί.
πήρε μια βαθιά ανάσα ,ωραία έφτασε, τώρα πως μπαίνει μέσα...
κοίταξε το κινητό της μήπως κατά τύχη υπήρχε μια περίπτωση να έχει ανοίξει αλλά πού αυτη ..
Προσγειώθηκε στο πλατθσκαλο της πόλοικατοικίας ξεφυσωντας. αυτή την παράμετρο δεν την είχε σκεφτεί και ήταν μεσημέρι αν άρχιζε να τον φώναζει να την ακούσει το λιγότερο θα γινόταν στόχος από τους γείτονες και τις γλάστρες του μπαλκονιού.
δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά όταν η πόρτα άνοιξε από μέσα με μια γιαγιά με καρότσι να βγαίνει μέσα από την πόλοικατοικία . η Ηλέκτρα πετάχτηκε όρθια πιάνοντας την πόρτα πριν κλείσει μπαίνοντας μέσα.
η γλυκειά δροσιά της εισόδου από την υγρασία που αποπνέαν οι σκασμσνοι τοίχοι δροσισαν το καμένο κορμί της .
κάλεσε το ασανσέρ και ανέβηκε στον όροφο που της είχε πει αναζητώντας το κουδούνι. ήταν στον τρίτο όροφο. ο διάδρομος ήταν βαμμένος με το κλασικό μπεζ - κίτρινο χρώμα που ήταν βαμμένες όλες οι πόλοικατοικίες της δεκαετίας του 70 . 4 ξεχωριστές πόρτες από ξανθό ξύλο καλούσαν την άγνοια της για να βρει σε ποιο κουδούνι έπρεπε να απευθυνθεί.
δίχως μεγάλη πίστη στην τύχη της χτύπησε την πρώτη δεξιά πόρτα περιμένοντας.
άργησε λίγο να ακουστεί η κλειδαριά να γυρίζει για να ανοίξει το φύλο της πόρτας.
"Πάνο στο ορκίζομαι αν ξεχάσεις άλλη μια φορά τα κλειδιά -...." το αγόρι που άνοιξε την πόρτα έκοψε την φράση του μπροστά στην άφωνη Ηλέκτρα.
" τι κάνεις εσύ εδώ" ψέλλισαν και οι δύο ταυτόχρονα.
με εκείνη να μην μπορεί ούτε να βλασφιμησει την τύχη της που από ότι φαίνεται καλώς δεν εμπιστεύεται...
" εδώ μένω.." πήρε τον λόγο πρώτο το αγόρι μετά την τεταμένη σιωπή.
" α εε... τον Πάνο έψαχνα βασικά"
τι αγόρι έμεινε σιωπηλό να την παρατηρεί για λίγο
"δεν είναι εδώ τώρα... θα γυρίσει το απόγευμα..."είπε τελικά.η Ηλέκτρα εγνεψε σιωπηλή.
ενοιωθε τόσο πολύ να τον βλέπει μετά από τόσο καιρό. να βλέπει τον Μάρκο μετά από τόσους μήνες, μετά από ότι είχε συμβεί μεταξύ τους . Ακόμα και τα μαλλιά του είχαν μακρύνει. δεν ήταν πλέων ξανθά με την ντεκαπαζ που επιμελώς περνούσε αφήνοντας την τότε να ζωγραφίζει διαφορα σχέδια πάνω του .
"μένουμε μαζί και με τον Γιάννη"πρόσθεσε κοιτώντας την ευθεία στα μάτια με ελαφρώς σκυφτό κεφάλι κάνοντας την να αφήσει κατά μέρος τις μνήμες της .
" θα περάσω πάλι το απόγευμα τοτε " έκανε ένα βήμα πίσω.
" εμ βασικά πέρνα μέσα " έτεινε το χέρι του " δεν πειράζει"
" δεν .." ενοιωθε αυτή την κουβέντα μακρόσυρτη βεβιασμένη και κουραστική.
σε κάθε φράση ξεχνούσε να ανασανει μπροστά σε αυτό το αγόρι.
σε αυτό το αγόρι που έγινε άντρας και ,εκείνη γυναίκα μαζί του .
σε αυτό το αγόρι που γέλασε έκλαψε και θύμωσε μαζί του . σε αυτό το αγόρι που κάποτε αγάπησε ... μεγάλη κουβέντα... η αγάπη.. ίσως αυτό που να ένοιωσε να ήταν αγάπη όντως τελικά μα έπεισε τον εαυτό της εχτές σήμερα και πριν μια ευδομαδα συνέχεια -μαλλον - πως δε το κάνει πια....
"ναι ευχαριστώ" μουρμουρησε τελικα μπαίνοντας μέσα με την πόρτα να κλείνει πίσω τους .
το σπίτι είναι όμορφο σχεδόν ευρύχωρο και πλήρως ακατάστατο.
δρασκελιζει ανάμεσα σε πεταμένα παπούτσια κουτιά πίτσας που αγγίζουν την αποσύνθεση και τις κονσόλες του playstation που φυσικά και ήταν συνδεδεμένες στην τηλεόραση στο σαλόνι.
το παρκέ ήταν χαραγμένο από τις Ρόδες του σκέιτ του Βαγγέλη που ξεκουραζόταν στον τοίχο απέναντι.
υπό άλλες συνθήκες θα γελούσε και θα χλεύαζε το βασίλειο της ακαταστασίας και της βρώμας μα ακόμα και αυτό της φαίνεται άθλος.
" συγνώμη για την ακατάστασια" εξυσε το κεφάλι του ενοιωθε και ο ίδιος άβολα να είναι μαζί της έτσι. .
ανακατεψε τα μεσαίου μήκους μαλλιά του εμφανίζοντας κάτω από το μπράτσο του ενα μικρό τατουάζ που δεν είχε την τελευταία φορά που τον είχε δει ... την τελευταία φορά πριν φύγει εκείνη για Πάτρα πριν χωρίσουν οι δρόμοι τους πριν .... πολλά πριν .
ήταν ένα πυκνό σύννεφο ανταριασμενο να πετάει κεραυνούς, ένα μάτι δέσποζε στην σχεδόν αιχμηρή πουπουλένια του επιφάνεια.
.... νέφος.....
έτσι την φώναζε... ποτέ με το όνομα της ....
παρατήρησε το βλέμμα της και κατέβασε αμέσως το χέρι του κάνοντας ένα βήμα πίσω.
" τέλος πάντων άφησε τα πράγματα σου στον καναπέ" της έδειξε τον εξίσου ακατάστατο καναπέ με μια ανάσα.
φαινόταν σχεδόν αλαφιασμένος μετά το πρώτο σοκ.
εκείνη εγνεψε ξανά σιωπηλή.
" έχω μια δουλειά τώρα πρέπει να φύγω" ψελισε αν και δεν την έπειθε και πολύ..
" θα αφήσω ξεκλείδωτα έχει κάτι να φας στο ψυγείο αν θες ..." έδειξε πρώς το εσωτερικό του διαμερίσματος.
" και .. εμ .. ναι βολεψου" έδειξε ξανά άστα έσκυψε το κεφάλι του το σήκωσε ξανά. σπασμωδικά άρπαξε τα κλειδιά το σκέιτ και τα τσιγάρα του πάνω από το τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ κλείνοντας την πόρτα πίσω του δίχως δεύτερη κουβέντα.
η Ηλέκτρα έμεινε να στέκεται όρθια ακίνητη στην μέση του άδειου πλέων διαμερίσματος. σχεδόν δεν ανεπνεε.
και τότε δίχως κανένα προηγούμενο έτρεξε να ανοίξει τις μπαλκονόπορτες για να μπει αέρας.
αέρας που έλειπε από τα πνευμόνια της, από εκείνη. τα μάτια της έκαιγαν και η καρδιά της βροντουσε ξέφρενα.
γι'αυτό δεν της είχε πει τίποτα ο Πάνος.. για αυτό όποτε ρωτούσε μασαγε τα λόγια του ..
και ίσως να είχε δίκιο αλλά ... αν της το είχε πει δεν θα βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση... αν της το είχε πει ... βασικά μάλλον δεν θα ερχόταν ποτέ...
οι Ρόδες της σανίδας του Μάρκου ακούστηκαν να τρίζουν στον δρόμο.
δεν είχε δουλειά, έφυγε γιατί δεν άντεχε να μείνει μαζί της μόνος του . πάντα αυτό έκανε. πάντα έφευγε μα και εκείνη έτσι αντιμετώπιζε κάθε δυσκολία της . ίσως γι αυτό τα είχαν τακιμιασει κιόλας. μα ... Μάρκο..
ο Μάρκος έφυγε με τα ακουστικά στα αυτιά του να παίζουν στην διαπασών και με την καρδιά του να βροντάει. νόμιζε ότι είχε ξεχάσει, έτσι νόμιζε και το βράδυ που χτύπησε αυτο το τατουάζ, την ξεχνούσε και την θυμόταν στα μπουκάλια που άφηνε στο πάτωμα. την ξεχνούσε και τηνε θυμόταν σε ξένες αγκαλιές και χείλη.
έσπρωξε με δύναμη την σανίδα πατώντας το πόδι του στον κατηφορικό δρόμο.
θυμόταν.. μα οι πρώτες αγάπες ξεχνιούνται ποτέ?
σηκώθηκε από το βρόμικο πάτωμα που καθόταν τα τελευταία πέντε λεπτά ανασαίνοντας έντονα. αυτό το αχουρι την τρελενε που κακά τα ψέματα και το δωμάτιο της στην εστία δεν ήταν σε καλύτερη μοίρα.
εντάξει ίσως σε λίγο καλύτερη.
άνοιξε τον σακό της αφήνοντας την κιθάρα της προσεκτικά πάνω στον καναπέ βγάζοντας ένα μπορντό φουλαρι με μαύρο κεντητό κισσό μαζεύοντας τα ράστα της ψηλά χώνοντας τα μέσα στο μαντίλι.
άνοιξε σχεδόν όλα τα συρτάρια της κουζίνας βρίσκοντας ένα ξεχασμένο πακέτο με μπλέ νάιλον σακούλες .
πήρε μια και άρχισε να πετάει ότι σκουπίδια υπήρχαν μέσα σε αυτή και σε μια άλλη ότι άπλυτα έβρισκε. τακτοποίησε σε μια γωνιά τα παπούτσια και άρχισε να σκουπίζει, να σφουγγαριζει,να τινάζει τις μοκέτες και να τακτοποιεί ντουλάπια.
δεν ήταν πολύ φίλος με την τάξη και την υπερβολική καθαριότητα αλλά εκείνη την στιγμή την έκαιγε να το κάνει το μέρος να αστράφτει.
πέρασαν δύο ώρες .....
το διαμέρισμα μύριζε όμορφα λεβάντα και ξινομηλο .
έβαλε πλυντήριο με κίνδυνο της υγείας της αλλά τα κατάφερε όπως και να έχει και πότισε την μοναδική γλάστρα με βασιλικό που προσπαθούσε να μην ξεραθει με νύχια και με δόντια στο χείλος της βεράντας.
δεν προσπάθησε όμως ούτε στο ελάχιστο να αφαιρέσει την μακα από τις Ρόδες της σανίδας.
χάρασαν το διαμέρισμα σε πολίτες και ηπείρους. νοητά σύνορα βουλιαζαν σαν ρωγμές του χρόνου στο ξύλο, χώριζαν το ταβάνι και τους τοίχους.
τα έπιπλα αιωρούνταν και το σώμα της άλλαζε .
δεν κατάλαβε καν ποτε ήπιε το ένα Xanax .το κατέβασε χωρίς νερό από συνήθεια. τα άκρα της άρχισαν να χαλαρώνουν η όραση της θόλωσε.
δεν έπρεπε να τα παίρνει. ο γιατρός της τα είχε κόψει δύο χρόνια τώρα αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να τα κόψει ακόμα και αν η ιατρική συνταγή δεν της το συνιστούσε .
ίσως και να ήταν εθισμένη,ο οργανισμός της πολλές φορές το ζητούσε άλλες όχι. επέλεγε να μην περνει .
μα ήταν και φορές σαν και αυτή όπου δεν γινόταν αλλιώς .
στάθηκε πάνω από τον καναπέ μέχρι που σωριάστηκε πάνω του . ο ύπνος την πήρε γαλήνια υπό την επήρεια του ηρεμιστικου .
ο Πάνος ποτέ θα έρθει??
τα τελευταία λογια που ειπώθηκαν στο μυαλό της πριν χαθεί στην ζάλη.
" ξύπνα " άκουσε την φωνή του Μάρκου από μακριά.
όχι όχι πάλι εκείνος εδώ. δεν τον θέλει δίπλα της .
μουρμούραει ίσως ενα φύγε αλλά δεν είναι σίγουρη.
" μέχρι να ξυπνήσει πάω να πάρω έναν καφέ" φτάνει με παρεμβολές η φωνή του Πάνου .
μην φύγεις για εσένα ήρθα προσπαθεί να ακουστεί μα το σαγόνι της έχει μαγκωσει.
την σκουνταει " ξυπνά γαμωτο σου " ανήσυχη ξανά η φωνή του της ψυθυριζει .
το μυαλό της ταξιδεύει. καιρό πριν . αγχωδη διαταραχή είχε διαγνώσει ο γιατρός .
τότε της έγραψε πρώτη φορά τα καταραμένα χάπια. ετοιμαζόταν να βγει σε ένα πάρτι. ήταν όμορφη θυμάται. φορούσε ένα ασημί κοντό φόρεμα και ψηλά τακούνια.
ενοιωθε όμορφα.
θα περνούσαν ο Μάρκος με τον Πάνο να την επερναν με το αμάξι.
έστεκε μπροστά από τον καθρέφτη του μικρού μπάνιου του σπιτιού της .
έβαφε τα μάτια της . τοποθετούσε έντονο μαύρο μολύβι τραβώντας το ως σχεδόν λίγο πριν τους κροτάφους της τεντώθηκε να πιάσει το κουτάκι με την άσπρη σκιά.
έβαλε λίγη ποσότητα στον δείκτη της τοποθετοντας την από πάνω .
τόνιζε τα μάτια της . από μικρή όταν άρχισε να διαμορφώνεται το χρώμα τους άλλαξαν τελείως . το ένα ήταν ανοιχτο καφέ ενώ το άλλο γαλάζιο. το λατρεβε αυτό το χαρακτηριστικό της . τα μάτια της .
το τηλέφωνο της χτύπησε θυμάται ξαφνιάζοντας την . ήταν από κάτω τα παιδιά.
άρπαξε το δερμάτινο μπουφάν της και βγήκε γρήγορα από το σπίτι.
...
" είσαι εντάξει ?" άκουσε την φωνή του Πάνου άνοιξε τα βλέφαρα της που πριν κάν το συνειδητοποιήσει είχαν κλεισει . η επήρεια από αυτο το χάπι ήταν πιο δυνατή από ότι περίμενε.
" Ε ναι .." είπε ξαφνιασμένα. ο Μάρκος την κοίταξε περίεργα από την αντανάκλαση του καθρέφτη αλλά δεν είπε τίποτα.
" καλα σε λίγο φτάνουμε " έστρειψε στο φανάρι βγάζοντας φλασ .
η Ηλέκτρα έπιασε την τσάντα της για να είναι έτοιμη να βγεί.
ο Πάνος πάρκαρε σε ένα στενό λίγα μέτρα κάτω από το μαγαζί που θα πήγεναν.
" τα παιδιά θα είναι μέσα ? " ρώτησε με την φωνή της να βγαίνει λίγο πιο συρτή από ότι περίμενε κάτω από τα γυαλιστερά μπορντό χείλη της .
" ναι εγνεψε" ο Πάνος ίσιωνοντας τα μανίκια της μπλούζας του .
ανέβηκαν μια στριφογυριστη τσιμεντένια σκάλα.
ώσπου έφτασαν στην υποδοχή του μαγαζιού άφησαν ταυτότητες και τα μπουφάν τους .
ο άνθρωπος που καθόταν στην πόρτα τους άνοιξε ευγενικά κάνοντας ένα βήμα πίσω. ήταν ντυμένος στα μαύρα και το δίχως ίχνος μαλλιού κεφάλι του κάλυπτε ένα καλοσχεδιασμένο τατουάζ που έπειτα χανόταν στον γιακά του πουκάμισου του .
νέον φώτα και δυνατή μουσική τους χτύπησε πριν αναμειχθούν στον κόσμο.
κινούνταν πιο αργά από ότι συνήθως και δεν ξέρει αν αυτό της άρεσε ή όχι....
.....
χόρευε αισθησιακά ανάμεσα από τον κόσμο ζαλιζοταν αν και δεν ήπιε τόσο.
ζαλιζοταν ακατάπαυστα πρόσωπα και όμορφα φορέματα χάνονταν πίσω από την μουσική που έφτανε μοουκωμενη στα αυτιά της .
άπλωσε τα χέρια της αγκιζοντας τον Μάρκο. είχε πιεί και εκείνος ,την έφερε κοντά του . κόλλησε το σώμα της πάνω του , κινοντουσαν μαζί εκείνη ακολουθούσε τον Ρυθμό του και εκείνος τον δικό της .
χαμογελούσε.
ενοιωθε σχεδόν φτιαγμένη για πρώτη φορά στην ζωή της ,να μπορεί να κινείται με άνεση μέσα στο πλήθος. δίχως να έχει πιεί τόσο.
άκουγε την ανάσα του Μάρκου δίπλα στο αυτί της .
έγειρε ελεφρως πίσω κοιτώντας τον .
έπαψε να χαμογελάει κάτω από το προσηλωμένο του βλέμμα πάνω της .
δεν συνειδητοποιησε ποτε είχαν πλησιάσει τόσο πολύ η ράχη της μύτης του σχεδόν αγκιζε την δική της.
και τότε ήρθε το τέλος. μια αρχή με προδιαγεγραμμένη κατάληξη.
τα χείλη της αγκιξαν τα δικά του.τα χέρια του έσφιξαν την μέση της από την προηγούμενη χαλαρή λαβή τους.
έφερε τις παλάμες της περνώντας τα πάνω από το τότε ξυρισμένο κεφάλι του βαμμένο ντεκαπαζ με ζωγραφισμένες φλόγες στην βάση του αφχαινα που γρατζουνουσε ελαφρώς με τα νύχια της .
έτεινε την γλώσσα της περνώντας την πάνω από τα λευκά του δόντια ώσπου να συναντήσει την δική του .
ενοιωθε στο στερνο της να πάλλεται η καρδιά της και το σωμα του Μάρκου να διεργειρεται δίπλα στο δικό της .
οι ανάσες τους έβγαιναν πίχτες κάτω από το φιλί ..
τραβήχτηκε ελαφρώς αφήνοντας τον ξεπνοο .
έγειρε το κεφάλι της στον λαιμό του .
πέρασε τα χείλη της στο δέρμα του το φιλακιζοντας την σάρκα του ανάμεσα από τα δόντια της.
ο Μάρκος αφησε μια ανάσα.
ήταν πρωτόγνωρο συναίσθημα, συνήθως δεν ήταν τόσο θαρραλέα ιδίως μέσα σε τόσο κόσμο. τελικά μάλλον το χάπι έκανε την δουλειά του .
ο κόσμος ήταν μια στιγμή και εκείνη χανόταν σε αυτον.
" Ηλέκτρα!" η φωνή του Μάρκου της τρυπάει τα αυτιά δεν ακούγεται από πουθενά η μουσική.
" Ηλέκτρα χρήστε μου τι έκανες?" φωνάζει ανήσυχος.
κενό ξανά η μουσική ηχεί στα αυτιά της . ξανά εκείνη μέσα στο ασήμι μικροσκοπικό φόρεμα της .
" είσαι μαστουρωμένη? " φωνάζει.
"όχι.." αναγουλιαζει με μισοκλειστα μάτια " ο γιατρός μου έγραψε κάτι χάπια και πήρα πριν έρθω " συγκρατεί το σώμα της στο κάγκελο με εκείνον από πίσω της να συγκρατεί τα μαλλιά της μακριά από το πρόσωπο της .
κενό ξανά ακουμπάει κάπου μαλακά.
" τι πήρες ?" ψυθυριζει ταρακουνωντας την
" σου είπα!" μουρμούραει και τότε η φωνή της πριν από δύο χρόνια σχεδόν πνιγμένη στο κάγκελο του κλαμπ μπερδεύεται με αυτή του σήμερα στην ίδια απάντηση "τα χάπια που μου εγραψε ο γιατρός!" και τότε σαν ψηχτολουσια ξυπνάει.
στα χέρια του Μάρκου υδρωμενη και παγωμένη,το στόμα τής είναι ξεραμένο.
" Τι έκανες?!" φωνάζει αγριεμενος και απομακρύνεται απότομα από κοντά της .
πέφτει και προσκρούει με δύναμη στο πάτωμα.
τον κοίταει στον φόντο του διαμέρισματος στο Γκύζη.
τι έκανε,τι έκανε.... ούτε που θυμάται.
τι έκανε?
" γιατί ρε Ηλέκτρα! γιατί ξανακυλησες" στρυφογυριζει τραβώντας τα μαλλιά του .
εκείνη ανασηκώνεται ανήμπορη να του πει κάτι.
"γιατί?!" έρχεται ακριβώς μπροστά της εξακολουθώντας να έχει ανεβασμένο τόνο στην φωνή του.
ξέρει πως έχει θέμα με αυτά τα χάπια . δεν τα έκοψε όταν έπρεπε... και αυτα είναι τα αποτελέσματα.
είχε καταφέρει κάποτε να τα σταματήσει ήταν στο πλάι της σε όλη την διαδικασία.
του υποσχέθηκε πως δεν θα πάρει ξανά.
"μου το είχες υποσχεθεί!" έφτυσε μια μία τις λέξεις.
τον κοίταξε στα μάτια. ευθεία στα μάτια.
"εσύ κράτησες τις δικές σου ..?." είπε απλά δίχως καμία τονικότητα στην φωνή της . στο πρόσωπο της αποτυπονωταν σχεδόν η αποδοκιμασία .
είχε πλήρη επίγνωση πως αυτό το πράγμα σε γενικές γραμμές δεν της έκανε καλό. το μόνο που της έκανε τον κόσμο λίγο πιο υποφερτο.
ο Μάρκος χλωμιασε . κατέβασε το υψωμένο του χέρι δίπλα στον κορμό του .
"εσύ? τις κράτησες?" ρώτησε ξανά χτυπώντας το δάχτυλο της στο στέρνο του.
"σαφώς και δεν το έκανες...." κόλλησε το πρόσωπο της στο δικό του " τα τελευταία λόγια σου τα θυμάσαι?" γρυλισε
πώς γίνεται να μην τα θυμάται? μεγαλύτερο ψέμα δεν έχει πει πότε στην ζωή του .
"δεν σημαίνει ς τίποτα για εμένα"μεγαλύτερο ψέμα δεν έχει ξεστομίσει στην ζωή του.
πριν φύγει για τις σπουδές της.
δεν ξέρει καν γιατί πανικοβλήθηκε τόσο πολύ που θα έφευγε.
τον έψαχνε δύο μέρες την επόμενη έφευγε.
όταν το έμαθε άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του με το σκέιτ στο χέρι και όργωσε όλη την Αθήνα. υδρωνε κάτω από τον δυνατό ήλιο και εγδερνε τους αγκώνες του στα χαλίκια που σκοντάφτε η σανίδα. ξαγρυπνουσε σε ένα άσχετο παγκάκι κάτω από ένα δέντρο δίπλα σε μια παιδική χαρά. ώσπου το βράδυ της δεύτερης εμφανίστηκε.
τσακώθηκαν πολύ εκείνη την νύχτα.
η Ηλέκτρα ήταν στο σπίτι του Πάνου. άνοιξε την πόρτα με τα κλειδιά που του είχε δώσει ι φίλος του και ....
έτρεξε πάνω του θυμάται όλο αγωνία
"που ήσουν?!" ρώτησε.
εκείνος την σκουντηξε από πάνω του .
" όπου θέλω" της πέταξε ξερά
"τι εννοείς" σοβαρεψε και εκείνη. δεν απάντησε
"τι εννοείς!?" επανέλαβε με ανεβασμένο τόνο " σε ψάχνω σχεδόν δύο μέρες, αύριο φεύγω" τα μάτια της τον κοιτούσαν με πιο διαπεραστικό από τα δύο το γαλάζιο.
ο θυμός αποτυπονωταν στα ράγισματα του πάγου με το οποίο έμοιαζε εκείνο. η ανησυχία και η λύπη είχαν αντικατασταθεί.
ίσως αν είναι θυμομενη να το πάρει καλύτερα.
"ναι ωραία και τι ήθελες?" δεν ξέρει τι να του απάντησει τα λόγια του την πληγώνουν το βλέπει και δεν ξέρει τι να κάνει.
ο Πάνος τον καρφώνει συνωφριωμενος πίσω από την Ηλέκτρα.
" εντάξει καλό σου ταξίδι" ανασηκώνει δυθέν αδιαφορα τους ώμους του .
" τι συμβαίνει?" βουρκωμενη πλέων αναρωτιέται.
"οχουυ! " δυσανασχετεί"τι να συμβαίνει ρε Ηλέκτρα !"
"καλό σου ταξίδι δεν έχω να σου πω κάτι άλλο"
τα μάτια της ανοίγουν με δυσπιστία "τι εννοείς εμείς..." δείχνει με τα λεπτά ντελικάτα δάχτυλα της μια εκείνη μια τον ίδιο.
"εμείς...." επαναλαμβάνει
"τι εμείς?! δεν έχει εμείς. δεν συμαινεις κάτι για εμένα"
ένας εκοφαντικος ήχος σαν γυαλί να θρυμματίζεται τον τύλιξε.
ήταν η καρδιά του. ίσως και η δική της .
τα αυτιά του βουηζουν .
"τι έγινε?" η φωνή του Πάνου σκάει σαν κεραυνός στο δωμάτιο. απομακρύνονται αστραπιαία ο ένας από τον άλλο.
" τίποτα τσακωνόμαστε" μουρμουρησε ο Μάρκος ενώ η Ηλέκτρα τρέχει πρώς τα εκείνον να τον αγκάλιασει .
χώνεται στην αγκαλιά του χαμογελώντας.
"να μην αφήνεις τα πράγματα σου όπου να ναι να μην την έβαζα στο πλυντήριο."γιυργιυρησε στο στέρνο του Πάνου.
"τι λέτε?" μουρμούραει απορημένος μιας και η υποδοχή θα περίμενε να διαφέρει.
" για μια μπλούζα " έριξε πάνω από τον ώμο του ο Μάρκος βγαίνοντας από το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιες.
"μου έλειψες" έβγαλε το μαντήλι της από τα μαλλιά της αφήνοντας τα χυτά στους ώμους της .
"και εμένα" τον ζουμπηξε ακόμα πάνω της .
"σιγά θα με σκάσεις" γέλασε το μεγαλόσωμο αγόρι καμπουριαζοντας .
"μην μιλάς" γέλασε η Ηλέκτρα
"δεν περίμενα να έρθεις ειδικά τόσο ξαφνικά"την τράβηξε στον καναπέ που κοιμόταν λίγες στιγμές πρίν.
" για αυτό λέγεται έκπληξη " χτύπησε το μέτωπο του με τα δάχτυλα της .
"το σχεδίαζα καιρό. αν και θα ήθελα να μου πεις μερικά παραπάνω πράγματα για το σπίτι " γρυλισε τα τελευταία λόγια.
"δεν ήταν η μπλούζα έτσι? "
"φάε σκατά Πάνο" τον στραβό κοίταξε
"μην μου λες ψέματα " την κοίταξε στα μάτια.
δεν έπρεπε να ψηλιαστει σε καμία περίπτωση τα χάπια..
"ναι για μια μπλούζα ήταν απλώς άναψαν λίγο τα αίματα παραπάνω ." κούνησε αδιάφορα το χέρι της .
δεν της άρεσε να του λέει ψέματα αλλά μερικά είναι για το καλό του .
εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα μπαίνοντας μέσα ένας εμφανώς κουρασμένος Γιάννης.
η μάτια του πλανηθηκε εντυπωσιασμένη στην καθαριότητα του διαμερίσματος ώσπου έπεσε πάνω στην Ηλέκτρα.
πέταξε κάτω την τσάντα και τα κλειδιά του και με ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στην Ηλέκτρα
εκείνη βογκηξε γελώντας από το βάρος του πάνω της .
"νόμιζα πως με ξέχασες" της είπε παραπονιαρικα κλείνοντας την μύτη της ανάμεσα από τα δάχτυλα του.
η Ηλέκτρα έκανε πίσω το πρόσωπο της γελώντας "εννοείται πως όχι!" τον διέψευσε δίνοντας του παραπάνω και από την δέουσα προσοχή από αυτή που αποζητούσε ο Πάνος για να λάβει την απάντηση που ήθελε....
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro