Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

You were busy.

Μπήκαμε στο σπίτι και έτρεξα προς τις σκάλες χωρίς να περιμένω τους υπόλοιπους. Αφού τακτοποιήθηκε το θέμα με την Μαίρη η μόνη σκέψη που απασχολούσε το μυαλό μου ήταν μία.

Κάνε Θεέ μου να είναι καλά.

Ανέβηκα δύο δύο τα σκαλιά, εκπλήσσοντας τον εαυτό μου που δεν έπεσα. Έφτασα έξω από την πόρτα του δωματίου μου την στιγμή που εκείνη άνοιξε και η Μπέλα με την Άντζι βγήκαν έξω με ένα κουρασμένο βλέμμα.

"Πώς είναι;" ρώτησα κατευθείαν και η Μπέλα με κοίταξε ένα πονηρό βλέμμα γύρω της.

"Είναι καλά, Τζάνετ. Ο πυρετός έπεσε και οι αναπνοές του επιστρέφουν στο φυσιολογικό τους. Τον έσωσες." προσπάθησε να με καθησυχάσει η Άντζι.

"Δεν έκανα τίποτα. Δικό μου ήταν το λάθος που βρέθηκε σε αυτήν την κατάσταση εξαρχής." απάντησα και η Άντζι πήγε να διαφωνήσει μα η Μπέλα την έπιασε από τον καρπό και κάνοντάς της ένα νόημα που δεν κατάλαβα την τράβηξε προς τον κάτω όροφο.

"Πάμε στους άλλους. Θα τους ενημερώσουμε για τον Άιζακ και είμαι σίγουρη ότι θα μας εξηγήσουν εκείνοι τι έγινε." της είπε καθώς την τραβούσε και η Άντζι έβγαλε ένα επιφώνημα, δείχνοντας πως κατάλαβε.

Κατέβηκαν τις σκάλες, αφήνοντάς με μπερδεμένη μπροστά στην πόρτα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και γρήγορα, ήμουν αγχωμένη για έναν λόγο που δεν γνώρισα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κούνησα το κεφάλι μου. Με αργές κινήσεις άνοιξα την πόρτα και είδα τον Άιζακ να ξαπλώνει ανάσκελα, με γυμνό στήθος στην μεριά του κρεβατιού όπου τον είχα αφήσει.

Μπορούσα να ακούσω τους βαρείς χτύπους της καρδιάς του, παρά την απόσταση, προτέρημα της νέας φύσης μου που δεν είχα ακόμα συνηθίσει. Το δέρμα του έμοιαζε να λαμπυρίζει λόγω του ιδρώτα, το πάπλωμα που κάλυπτε το στομάχι του ανεβοκατέβαινε αργά.

Συνοφρυώθηκα ως προς το γιατί παρατηρούσα τέτοιες λεπτομέρειες.

Κλότσησα τα παπούτσια μου από τα πόδια μου και τα έσπρωξα μπροστά από το κρεβάτι. Περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου έφτασα δίπλα στο κρεβάτι και κάθισα οκλαδόν δίπλα στον Άιζακ.

"Λυπάμαι τόσο πολύ." μουρμούρισα βουρκωμένη και άπλωσα το χέρι μου προς το δικό του.

Το ακούμπησα και η χαμηλή θερμοκρασία του έκανε το σώμα μου να αναριγήσει. 

"Άμα το είχα καταλάβει νωρίτερα, τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί. Παραλίγο να..." ένας λυγμός διέκοψε τα λόγια μου και απλά ακούμπησα το κεφάλι μου στο στρώμα.

Και κλαίγοντας με πήρε ο ύπνος.

[...]

"Δηλαδή όλο το βράδυ δεν κουνήθηκε από εκεί; Καθόλου;" ακούστηκε στο βάθος η φωνή του Έντουαρντ και μερικά μουρμουρητά των άλλων -η έκπληκτη φωνή του Λουκ, το πονηρό ύφος της Μπέλα και της Άντζι.

Κουνήθηκα λίγο στην θέση μου για να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου. Το μυρμήγκιασμα στις πατούσες μου έστελνε κύματα ανατριχίλας στην σπονδυλική μου στήλη και συνοφρυώθηκα δυσαρεστημένη.

"Νομίζω ξύπνησε." είπε ξαφνικά η Μπέλα και ο ήχος βημάτων πάνω στο ξύλινο δάπεδο, καθώς και το τρίξιμο της πόρτας καθώς έκλεινε, γέμισαν τον χώρο.

Νυσταγμένα άνοιξα τα μάτια μου και το πρώτο πράγμα με το οποίο ήρθα αντιμέτωπη ήταν ένα χέρι. Η παλάμη ήταν ανοιχτή με τα δάχτυλα ελαφρώς λυγισμένα, το λευκό δέρμα στην κάτω μεριά του χεριού ερχόταν σε αντίθεση με το ελαφρά πιο μαυρισμένο της πάνω μεριάς.

Κοιμήθηκα πάνω στο χέρι του; αναρωτήθηκα από μέσα μου και με μία κίνηση πετάχτηκα όρθια.

Για λίγες στιγμές επικεντρώθηκα στις βαθιές και σταθερές ανάσες του και στην συνέχεια στα μάτια του. Τα βλέφαρα του κινήθηκαν και έσφιγγε το σαγόνι του κάθε τόσο. Λίγο αργότερα έσφιξε το δεξί του χέρι -το χέρι πάνω στο οποίο κοιμήθηκα- και στην συνέχεια τέντωσε τα δάχτυλά του.

"Αν δεν ξυπνούσες σε μισή ώρα θα σε ξυπνούσα εγώ. Δεν νιώθω το χέρι μου." είπε πνιγμένα με ένα μικρό γελάκι χωρίς να ανοίξει τα μάτια μου και ήθελα να γελάσω αλλά αντίθετα κράτησα την ανάσα μου.

 Σταύρωσα αμήχανα τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου και αναδεύτηκα στην θέση μου.

"Π-Πώς νιώθεις;" ρώτησα σιγανά και άνοιξε τα μάτια του, που φάνταζαν πιο μπλε από ότι συνήθως.

Θεέ μου το χάνω, τι κάθομαι και σκέφτομαι; επέπληξα τον εαυτό μου στις σκέψεις μου και στριφογύρισα αυθόρμητα τα μάτια μου.

Μέσα στην σιωπή που βυθίστηκε το δωμάτιο, καθώς το βλέμμα του συναντούσε το δικό μου, ένιωσα να πνίγομαι.

"Έχω υπάρξει και καλύτερα." απάντησε χαμογελώντας αχνά απορροφημένος από κάτι.

Τα μάτια μου έτσουζαν καθώς συνειδητοποίησα ότι όλα πλέον θα ήταν καλά. Όλα θα πάνε καλά.

Είναι από τις ελάχιστες φορές μετά από χρόνια που έκανα τέτοια σκέψη. Η πρώτη φορά που επιθυμούσα όσο τίποτα να αφήσω το βάρος που κουβαλάω να πέσει από πάνω μου, να νιώσω επιτέλους ελαφρύτερη, ελεύθερη. Χωρίς πόνο και ενοχές. Με είχαν πληγώσει, με είχαν  προδώσει, είχα χάσει την οικογένειά μου και ακόμα εκεί έξω υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν να με σκοτώσουν.

Μα δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος πια. Είχα καινούρια οικογένεια, καινούριους φίλους, καινούρια ζωή και φιλοδοξίες και δυνάμεις. Διέφερα κατά πολύ από έναν μέσο άνθρωπο και, σε αντίθεση με παλαιότερα, δεν ένιωθα πως αυτό αφορούσε κάποιον άλλον εκτός από εμένα.

Μέχρι την στιγμή που έφτασε μπροστά μου δεν συνειδητοποίησα ότι ο Άιζακ είχε σηκωθεί από το κρεβάτι.

"Τι κάνεις; Πρέπει να-" πήγα να πω αλλά προς έκπληξή μου με σταμάτησε ακουμπώντας τον δείκτη του πάνω στα χείλη μου.

Το δέρμα του ήταν κρύο, μα δεν ήταν αυτό που με έκανε να αναριγήσω, αλλά ο τρόπος που κοιτούσε μέσα στα μάτια μου. Δεν ήξερα αν διάβαζε τις σκέψεις μου εκείνη την στιγμή και ήλπιζα πως όχι, γιατί ποιος τον άκουγε αν καταλάβαινε τι είδους επιρροή ασκούσε πάνω μου.

Το στραβό χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπό του μου έδωσε να καταλάβω πως όντως διάβαζε τις σκέψεις μου.

Τι σκατά γίνεται; σκέφτηκα φρικαρισμένη.

Για λίγα δευτερόλεπτα μπορούσα να ακούσω την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο, απειλώντας να βγει από το στήθος μου, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι δεν ακουγόταν μόνο η δική μου.

Τι σκατά γίνεται; ξαναρώτησα τον εαυτό μου λες και περίμενα απάντηση.

"Δεν έχω διάθεση να ξαπλώσω αυτήν την στιγμή." μουρμούρισε διακόπτοντας την βαβούρα που είχε δημιουργηθεί στο κεφάλι μου.

"Θες... Θες να πάμε κάτω;" ρώτησα με δυσκολία, καθώς πλησίαζε λίγο περισσότερο.

"Όχι."

Θεέ μου θα πεθάνω. σκέφτηκα καρφώνοντας το βλέμμα μου στα μάτια του και παρατηρώντας πως το δικό του μεταφέρθηκε στα χείλη μου.

Ασυναίσθητα δάγκωσα το μάγουλό μου, καθώς κοίταξα κι εγώ τα δικά του.

Σύνελθε. με επέπληξα και κούνησα το κεφάλι μου, καθώς πήγα να απομακρυνθώ, όμως έπιασε  το χέρι μου που μέχρι τότε κρεμόταν άκαμπτο δίπλα στο σώμα μου και για ακόμα μια φορά ανατρίχιασα.

Και επιστρέψαμε στην προηγούμενη μας θέση. Ένιωσα τον λαιμό μου να ξεραίνετε και την ίδια στιγμή άρχισε να πλησιάζει το πρόσωπό μου. Περίμενα να πάθω πανικό, ίσως να τσιρίξω ή και να τον χτυπήσω. Μα δεν έκανα τίποτα. Λες και η σκηνή διαδραματιζόταν σε αργή κίνηση το κεφάλι μου έγειρε και τα μάτια μας έκλεισαν ταυτόχρονα.

Τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά μου και ένιωσα ένα κύμα δροσιάς να με διαποτίζει από την κορυφή έως τα νύχια. Τα χέρια του μεταφέρθηκαν στην μέση μου και με τράβηξαν πιο κοντά του μέχρι που το ζεστό δέρμα του κορμού του ζέσταινε και το δικό μου. Τα δικά μου χέρια αγκάλιασαν τον λαιμό του και έκανα μύτες, ώστε να μην χρειάζεται να σκύβει.

Η αίσθηση αυτή ήταν τόσο οικεία και έντονη. Μου θύμιζε κάπως την ορμή που ένιωσα την πρώτη φορά που μύρισα ανθρώπινο αίμα ως λυκάνθρωπος. Τα δάχτυλά μου μπλέχτηκαν στα μαλλιά του ασυναίσθητα. Η κοιλιά μου ανακατευόταν, τα πνευμόνια μου έκαιγαν και η καρδιά μου βροντοχτυπούσε.

Μύριζε σαν κανέλα και καφέ. Οι κινήσεις του ήταν αργές και απαλές, σχεδόν βασανιστικές -από μία άποψη. Και ενώ εγώ προσπαθούσα να δώσω απαντήσεις στο υποσυνείδητό μου που μου υπενθύμιζε όλους τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να απομακρυνθώ -ο Ζακ, το γεγονός ότι μέχρι πριν ένα μήνα πριν μισούσε τα άντερά μου, το πώς μου έχει μιλήσει στο παρελθόν- εκείνος απομακρύνθηκε και πήρε μια ανάσα. Δεν είχα τις απαντήσεις.

Δεν τόλμησα να ανοίξω τα μάτια μου, ενώ προσπαθούσα επίσης να σταθεροποιήσω τις αναπνοές μου. Ακούμπησα το μέτωπό του στο δικό μου και άκουσα ένα γελάκι να βγαίνει τραχύ από τον λαιμό του.

"Και να σου έλεγα, δεν θα πίστευες πόσο καιρό ήθελα να το κάνω αυτό." μουρμούρισε και δεν μπόρεσα να μην χαμογελάσω.

Πώς δεν είχα καταλάβει τίποτα;

"Πρέπει να πάμε κάτω." ανακοίνωσα με έναν τόνο απογοήτευσης που δεν περίμενα να έχω και απομακρύνθηκα με την σειρά μου.

"Ναι σωστά." απάντησε και μπορούσα σχεδόν να ακουμπήσω την αμηχανία που τον περιέκλειε.

Προχώρησα προς την πόρτα και έριξα μόνο μια ματιά πίσω μου για να τον δω να έρχεται πίσω μου φορώντας βιαστικά και κάπως ζαλισμένα την μπλούζα του.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου. Μια πνιχτή κραυγή ξέφυγε από το στόμα μου καθώς ο Λουκ, η Μπέλα, η Άντζι και ο Έντουαρντ έπεσαν στα πόδια μου.

"Εμείς..." άρχισε να λέει ντροπιασμένη η Μπέλα.

"Δεν κρυφακούσαμε αν αυτό νομίζατε." συμπλήρωσε η Άντζι κοιτώντας με από το πάτωμα με ένα πλατύ αθώο χαμόγελο.

Τους κοίταξα όλους έναν προς έναν και στην συνέχεια τον Άιζακ δίπλα μου που έτριβε  χαμογελώντας το μέτωπό του.

"Πώς δεν σας άκουσα;" αναρωτήθηκε δυνατά και ο Έντουαρντ ανασήκωσε τα φρύδια του.

"Ήσουν κάπως απασχολημένος." του απάντησε και δεν μπόρεσα παρά να σκάσω στα γέλια.

Αμέσως ακολούθησαν και οι άλλοι και τελικά γονατίσαμε μαζί τους και χτυπιόμασταν στα πατώματα. Είχα τα μάτια μου κλειστά και η κοιλιά μου πονούσε τόσο πολύ που δεν μου επέτρεπε να σταματήσω να γελάω.

"Τζάνετ." άκουσα ξαφνικά μια ήρεμη φωνή που έκπληκτη συνειδητοποίησα ότι δεν ανήκε σε κανέναν από εμάς.

Το γέλιο μου διακόπηκε καθώς ανασηκώθηκα και κοίταξα προς την μεριά του παραθύρου μου - το σημείο από όπου προήλθε η φωνή.

"Μαμά; Μπαμπά;" αναφώνησα βουρκωμένη.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro