Revolvers and broken dolls
"Τζάνετ!" άκουσα τον Λουκ να με φωνάζει και αφού έστρωσα καλύτερα το πάπλωμα που σκέπαζε το σώμα του Άιζακ και άφησα την βρεγμένη πετσέτα μέσα στην λεκάνη, έτρεξα στον κάτω όροφο όπου αντίκρισα και τους τέσσερις να βγάζουν τα παλτό τους.
Κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας και άρπαξα την Άντζι από το χέρι τραβώντας της προς τον πάνω όροφο, ενώ οι άλλοι ακολούθησαν στον ίδιο ρυθμό. Όταν μπήκαμε στο δωμάτιο άφησα το χέρι της Άντζι και πλησίασα τον Άιζακ. Κάθισα δίπλα του και χάιδεψα το ιδρωμένο μέτωπό του.
"Πόσην ώρα είναι έτσι; "ρωτάει πλησιάζοντας και κάθεται δίπλα μου.
"Κοντά μία ώρα." απάντησα αγχωμένα και τον εξέτασε.
"Δεν είναι καλό." σχολίασε μετά από λίγο κοιτώντας προς το μέρος των άλλων.
Κράτησα την ανάσα μου και στραβοκατάπια.
"Θα γίνει καλά έτσι; Εννοώ είναι λυκάνθρωπος, δεν γίνεται να πεθάνει τόσο εύκολα! Έτσι;" ρώτησα σχεδόν πανικόβλητη, αλλά οι άλλοι απέφυγαν να με κοιτάξουν.
"Έτσι;" ρώτησα φωνάζοντας πλέον και ξεφυσάω καθώς η Μπέλα έρχεται προς το μέρος μας.
"Συμπεριφερόταν περίεργα; Είπε κάτι παράξενο;" ρώτησε ο Έντουαρντ κάνοντας ένα βήμα μπροστά και ο Λουκ επέστρεψε το βλέμμα του πάνω μου περιμένοντας να δώσω μία απάντηση.
"Ήταν χαρούμενος. Πολύ χαρούμενος. Ξέρω ότι αυτό δεν είναι κακό, αλλά ξέρετε τον Άιζακ οπότε ήταν περίεργο και... Είπε κάτι για ένα ακόνιτο;" ρώτησα και αμέσως όλοι γύρισαν απότομα προς το μέρος μου.
"Ακόνιτο είπες;" ρώτησε ο Λουκ υψώνοντας τον τόνο της φωνής του και κατένευσα διστακτικά.
"Γιατί; Το ξέρετε;" ρώτησα κοιτώντας έναν έναν ξεχωριστά.
"Είναι ένα φυτό, ένα λουλούδι. Είναι δηλητήριο για εμάς. Μερικές σταγόνες μπορούν να είναι μοιραίες." εξήγησε η Μπέλα και εγώ γούρλωσα τα μάτια μου.
"Δηλαδή μπορεί να... Μπορεί να..." τραύλισα σχεδόν αδύναμη να σχηματίσω την λέξη.
"Μπορεί να πεθάνει." ολοκλήρωσε ο Έντουαρντ την πρόταση μου και ξαφνικά ένιωσα μια έντονη ζαλάδα.
Έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω και στήριξα την πλάτη μου στην μεγάλη ξύλινη ντουλάπα. Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα τρίβοντας το μέτωπό μου. Όχι πάλι. Όχι κι άλλος θάνατος. Όχι κι άλλο σκοτάδι.
"Κάτι πρέπει να κάνουμε." είπα μετά από λίγο.
"Μην το λες εγώ λέω να τον αφήσουμε να ψοφήσει." άκουσα ξαφνικά την ειρωνική φωνή της Λούνα δίπλα μου και στριφογύρισα τα μάτια μου σκεπτόμενη ότι ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελα να δω σήμερα.
Άπλωσα κουρασμένη το χέρι μου ξέροντας ότι δεν είχα άλλη επιλογή και εκείνη το έπιασε σφιχτά.
"Λούνα;" αναφώνησε η Μπέλα, όταν την είδε και όλοι την χαιρέτησαν με ένα νεύμα, εκτός από την Άντζι που συνέχισε να παρακολουθεί τον Άιζακ.
"Βγάλτε του την μπλούζα!" φώναξε η Λούνα και με τράβηξε προς το μέρος του, ενώ οι άλλοι τραβάνε την μπλούζα του μέχρι που βγαίνει από το κεφάλι του και τον αφήνει ακάλυπτο.
Στιγμιαία στραβοκατάπια βλέποντας μια μαυρίλα να απλώνεται από την μέση του προς τα πάνω. Ο Άιζακ τραντάχτηκε και πήρε μια τραχιά ανάσα που με έκανε να ανατριχιάσω.
"Πείτε μου ότι μπορείτε να κάνετε κάτι." μουρμούρισα σχεδόν βουρκωμένη.
Έφερα το χέρι που δεν κρατούσε την Λούνα στο πρόσωπό μου και σκούπισα βιαστικά τα μάτια μου. Κανείς δεν μου απάντησε απλά συνέχιζαν να μιλάνε σιγανά μεταξύ τους.
"Φαίνεται το πρόβλημα να έρχεται από το στομάχι του. Το θέμα είναι ότι το μόνο πράγμα που φαίνεται να κατανάλωσε το τελευταίο 24ωρο ήταν ένα ποτήρι νερό όσο ήμασταν εδώ. Όταν γυρίσαμε σπίτι δεν έφαγε τίποτα ούτε ήπιε και το πρωί σήμερα είχαμε μόνο το περιστατικό με τον Έλιοτ." εξήγησε η Άντζι μετά από λίγο και την κοίταξα προβληματισμένη.
"Τι θα μπορούσε να είναι λοιπόν; Εγώ δεν ήξερα καν τι ήταν το ακόνιτο μέχρι πριν από λίγα λεπτά, δεν υπάρχει περίπτωση να υπήρχε στις κανάτες μας, γιατί εμείς αγοράζουμε εμφιαλωμένο." ανταπάντησα και γύρισε το κεφάλι της προς τον Άιζακ.
"Δεν ξέρω. Μόνο η ρίζα του ακόνιτου που χρησιμοποιήθηκε για να τον δηλητηριάσει, μπορεί να τον βοηθήσει. Οι μπότες του Έλιοτ ίσως ή στο έδαφος του σχολείου ή- Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι αρκετά λογικό για εξήγηση." είπε η Άντζι κουνώντας το κεφάλι της μπερδεμένη.
Μια σκέψη χτύπησε το μυαλό μου, μα ήταν υπερβολικά απαίσια για να το σκεφτώ. Όχι. Όχι, όχι, όχι, δεν γινόταν να ισχύει.
Μα ξαφνικά θυμήθηκα κάτι.
Με κινήσεις αργές, σχεδόν αδύνατο να τις καταλάβω εγώ η ίδια, το χέρι μου γλίστρησε από αυτό της Λούνα και κατευθύνθηκα με βήματα εξίσου αργά προς την μεγάλη συρταριέρα απέναντι από το κρεβάτι μου.
Σε παρακαλώ Θεέ μου κάνε να έχω άδικο.
Άνοιξα το πρώτο συρτάρι μου και αντίκρισα την πορσελάνινη κούκλα μου.
Αγκάλιασα βουρκωμένη την κούκλα μου και κουλουριάστηκα κοντά στο γραφείο. Ακόμα και εκείνη μου φαίνεται διαφορετική. Πιο βαριά από ό,τι συνήθως, μυρίζει τριαντάφυλλο.
Η ανάμνηση με χτύπησε περίεργα και σήκωσα διστακτικά την όντως βαρύτερη κούκλα μου. Δεν την θυμόμουν έτσι. Στα μαλλιά της δεν κρυβόταν πλέον εκείνη η τούφα που είχα προσπαθήσει να κουρέψω.
Πήρα μια ανάσα που έτρεμε, ενώ οι άλλοι με παρακολουθούσαν συνοφρυωμένοι. Ακούμπησα την κούκλα στην μέση του δωματίου.
Και η σφαίρα σφυρίζει βγαίνοντας από το όπλο. Και σε χτύπησε. Ένα ουρλιαχτό ακούγεται. Το δικό μου ουρλιαχτό. Ο καλυμμένος άνδρας αρχίζει να τρέχει κουτσαίνοντας κρύβοντας το όπλο στο σκισμένο, παλιό παντελόνι του.
Εικόνες από εκείνο το βράδυ εισέβαλαν και αυτές στο μυαλό μου και ξαφνικά ο Ζακ εμφανίστηκε δίπλα μου και μου έπιασε τον ώμο.
Ο άνδρας ήταν κοντός. Βρώμικος. Κούτσαινε μαστουρωμένος ενώ έτρεχε έξω από το σοκάκι μέσα στο ποίο σκότωσε τον Ζακ. Τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Έτσι νομίζαμε όλοι μέχρι τώρα.
Σήκωσα το πόδι μου και με δύναμη το προσγείωσα πάνω στην πορσελάνινη κούκλα σπάζοντας της. Γονάτισα παραμερίζοντας τα σπασμένα κομμάτια και τα ρούχα της, ενώ ήρθα αντιμέτωπη με την απόδειξη του φόβου μου.
Γαμώτο.
Με τρεμάμενα χέρια έπιασε το πανί που τύλιγε ένα μαύρο περίστροφο.
"Τζάνετ, τι είναι αυτό;" με ρωτάει ο Λουκ ενώ σηκώνεται προχωρώντας προς το μέρος μου.
Δεν του απάντησα. Απλά πέταξα άγαρμπα το πανί με το όπλο στο χέρι του και έτρεξα προς το διπλανό δωμάτιο, το γραφείο του μπαμπά μου.
Με κινήσεις βιαστικές άνοιξα σπάζοντας το τό κλειδωμένο κεντρικό συρτάρι του ξύλινου επίπλου και έβγαλα έξω μια λεπτή στοίβα με χαρτιά. Εικόνες αυτού που έψαχνα ήρθαν στο μυαλό μου θολές και ανακριβείς, μα θυμόμουν το μεγάλο πλαίσιο στην κορυφή του. Ανακαλύπτοντας ότι το προτελευταίο χαρτί ήταν αυτό που έψαχνα και αφού του έριξα μια βιαστική ματιά σιγουρεύοντας ότι οι αναμνήσεις μου δεν με γελούσαν, έτρεξα κάτω στην κουζίνα.
Έφτασα στην γωνία της και πάτησα με το πόδι μου το πεντάλ που άνοιγε τον κάδο. Η σακούλα ήταν άδεια, αλλαγμένη λογικά σήμερα το πρωί.
Βλασφήμησα μέσα από τα δόντια μου και έτρεξα έξω από το σπίτι.
Κατευθύνθηκα προς τον κάδο στον οποίο κατέληγε ο απορριμματοφόρος. Στρίβοντας προς την πίσω γωνία, ανακάλυψα ανακουφισμένα, αλλά ταυτόχρονα τρομοκρατημένη, ότι ήταν ακόμα γεμάτος, καθώς το απορριμματοφόρο θα περνούσε αργότερα μέσα στην ημέρα.
Ήταν αρκετά ψηλός για εμένα και έτσι με ένα σάλτο, βρέθηκα με λυγισμένα γόνατα στην κορυφή των πλατιών -για καλή μου τύχη- τοιχωμάτων του. Μέσα στο άγχος και την αδρεναλίνη μου ένιωθα τις αισθήσεις μου να βρίσκονται σε έκσταση.
Οργίαζαν στέλνοντας κάθε ερέθισμα που λάμβαναν από τριγύρω μου απευθείας στον εγκέφαλό μου. Η όρασή μου καθάρισε ακόμα περισσότερο, η χρυσή αύρα επέστρεψε και με την βοήθεια της οξυμένης όσφρησης μου εντόπισα μια μυρωδιά πολύ δυσάρεστη που ωστόσο δεν αναγνώριζα.
Μόλις βρήκα την πηγή της μυρωδιάς, παραμέρισα με τα χέρια μου -στα οποία είχαν εμφανιστεί γαμψά νύχια χωρίς να το αντιληφθώ- σακούλες και φλούδες και έφτασα σε ένα σακουλάκι που περιείχε την ξεραμένη ρίζα από ένα φυτό. Το πήρα στα χέρια μου και παρατήρησα το μοναδικό μωβ πέταλο που είχε ξεμείνει από το λουλούδι προσπαθώντας να αγνοήσω τις σουβλιές στο στομάχι μου, τους δαίμονες μου που χτυπούσαν την πόρτα, απαιτώντας να επιστρέψουν, μα δεν το επέτρεψα. Όχι ακόμα.
Έκλεισα το σακουλάκι σφιχτά μέσα στην παλάμη μου και έτρεξα πάνω στο δωμάτιό μου όπου τους βρήκα όλους. Η Άντζι με την Λούνα πίσω της έμεινε δίπλα στον Άιζακ, η Μπέλα κοιτούσε προβληματισμένη έξω από παράθυρο, ο Ζακ με παρατηρεί μόλις από την γωνία του δωματίου και ο Λουκ με τον Έντουαρντ εξέταζαν μπερδεμένοι την κούκλα και το όπλο, προσέχοντας έξυπνα να μην το ακουμπήσουν και αλλοιώσουν οποιοδήποτε δακτυλικό αποτύπωμα.
Όταν είχα την προσοχή όλων, πέταξα την σακούλα στην Άντζι και εκείνη την κοίταξε έκπληκτη.
"Αυτή είναι η ρίζα. Κάνε και χρησιμοποίησε ό,τι κρίνεις απαραίτητο." της είπα κοιτώντας τον Άιζακ και εκείνη κατένευσε αποφασιστικά με την Μπέλα να την πλησιάζει.
"Εσείς." συνέχισα δείχνοντας τον Λουκ και τον Έντουαρντ οι οποίοι στάθηκαν αμέσως όρθιοι.
"Θα έρθετε μαζί μου στο αστυνομικό τμήμα." συμπλήρωσα και πήρα το πανί τυλίγοντας καλύτερα το όπλο, καθώς κατευθυνόμουν προς την πόρτα.
"Τζάνετ τι σκατά έγινε;" φώναξε ο Λουκ εντελώς μπερδεμένος.
Σταμάτησα και γύρισα μόνο το κεφάλι μου προς το μέρος του.
"Ξέρω ποιος είναι ο δολοφόνος." απάντησα πικρά και ένιωσα τα βλέμματα όλων μαζί με του Ζακ καρφωμένα πάνω μου καθώς ξαναξεκινούσα να πηγαίνω προς την έξοδο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro