@_prettygirl__-The author (ME)
Μ- Επιτέλους! Πού είσαι τόσην ώρα; την ρώτησα καθώς έτρεχε για να με φτάσει.
Κ- Το... Λεωφορείο... Άργησε και... Μια γιαγιά έπαθε καρδιακό... Και... Έπεσα... έλεγε ξεψυχισμένα παίρνοντας ανάσες ανάμεσα από κάθε λέξη.
Μ- Θα μου τα πεις όσο πίνουμε μια ζεστή σοκολάτα... απάντησα κα έτριψα την πλάτη της.
Έγνεψε καταφατικά και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε στο μικρό μαγαζάκι.
Μπαίνοντας μέσα πήραμε ταυτόχρονα μια βαθιά ανάσα.
Η μυρωδιά των φρέσκων κρουασάν, του μοσχομυρωδάτου καφέ και της γλυκιάς σοκολάτες γέμιζε με το παραπάνω την ατμόσφαιρα.
Καθίσαμε σε ένα γωνιακό τραπέζι δίπλα στο παράθυρο.
Σηκώθηκε και άρχισε να βγάζει το χοντρό μωβ μπουφάν της.
Μετά απο τρία λεπτά τελικά, ξεκούμπωσε τα κουμπιά και τις δύο σειρές από φερμουάρ (true story) και έκατσε στην καρέκλα απέναντι μου.
Ο σερβιτόρος μας πλησίασε και αφού παραγγείλαμε τις σοκολάτες μας την κοίταξα χαμογελώντας.
Μ- Τι έγινε και ήρθες ξεψυχισμένη;
Κ- Καθόμουν στην στάση και περίμενα το λεωφορείο. Άρχισε τότε μια γιαγιά από δίπλα να μου μιλάει, και ξαφνικά άρχισε να φωνάζει "Δεν νοιώθω καλά", "Η καρδιά μου", κάτι για ένα Ανδρέα [ ;) ]... Δεν άκουσα πολλά. Όμως μέσα στην ταραχή μου και την βιασύνη μου να καλέσω ασθενοφόρο, δεν είδα το λεωφορείο που έφευγε. Το ασθενοφόρο πάλι καλά ήρθε γρήγορα και εγώ περίμενα το επόμενο λεωφορείο. Όταν κατέβαινα έφαγα τα μούτρα μου και μέχρι να καθαρίσω το τζιν άργησα. είπε σχεδόν με μία ανάσα.
Την κοίταξα σοκαρισμένη με ανοιχτό στόμα.
Μ- Μόνο εσύ τα καταφέρνεις αυτά... μουρμούρισα τρίβοντας το κεφάλι μου.
Γελάσαμε και οι δύο και τελικά βολευτήκαμε λίγο καλύτερα.
Μ- Λοιπόν ρώτα... είπα ενθουσιασμένη στηρίζοντας το κεφάλι μου στην γροθιά μου.
Κ- Πρώτον μην με κοιτάς με το χαμόγελο "Μόλις-το-έσκασα-από-το-Δαφνί". άρχισε κοιτώντας με φρικαρισμένη.
Έκανα μια δήθεν θλιμμένη φατσούλα και την κοίταξα με puppy face.
Κ- Αυτό είναι χειρότερο! ψιθυριφώναξε.
Τελικά την κοίταξα δολοφονικά πίνοντας μια γουλιά από την μόλις σερβιρισμένη αχνιστή σοκολάτα.
Κ- Λοιπόν... είπε βγάζοντας ένα άσπρο μπλοκάκι από την τσέπη της.
Κ- Πρώτον αν θα άλλαζες κάτι στον εαυτό του, τι θα ήταν; Και εσωτερικά και εξωτερικά. διάβασε και με κοίταξε με ενδιαφέρον.
Μ- *γκουχουΤΟ-ΥΨΟΣ-ΜΟΥγκουχου* έβηξα ψεύτικά και γελάσαμε.
Μ- Εξωτερικά το ύψος μου και εσωτερικά... Δεν ξέρω... Ίσως, και λέω ίσως! Μην το πάρεις πάνω σου! Ίσως είμαι λίγο οξύθυμη και καμιά πιο ευαίσθητη από ότι θα έπρεπε. Οπότε ναι. Πιο ισορροποιημένη συναισθηματικά.
Κ- Ωραία... Δεύτερον... Τι δεν θα αποχωριζόσουν ΠΟΤΕ; ρώτησε στην συνέχεια με ένα βλέμμα "πρόσεχε-τι-θα-πεις".
Στραβοκατάπια κοιτώντας νευρικά το ψυχό βλέμμα της κολλητής μου.
Μ- Φυσικά και πρώτα από όλα εσένα! είπα με ένα τεράστιο, φοβισμένο χαμόγελο.
Εκείνη με κοίταξε καχύποπτα και μου έκανε νόημα να συνεχίσω.
Μ- Αμμμ.... Την οικογένεια μου και τα βιβλία μου.
Κ- Καλά το πας... μουρμούρισε στον εαυτό της.
Ε ρε τι με περιμένει μετά από αυτό...
Κ- Από πού παίρνεις έμπνευση για να γράψεις τα βιβλία σου;
Μ- Τα 2 πρώτα βιβλία μου, δηλαδή το Invisible love και το Ο μαγικός καθρέφτης, τα εμπνεύστηκα από όνειρά μου. No comment! είπα προειδοποιητικά και σήκωσα το δάχτυλό μου.
Η Κωνσταντίνα σήκωσε τα χέρια της ως ένδειξη παράδοσης και εγώ συνέχισα.
Μ- Το "The other me..." δεν θυμάμαι πως ακριβώς το εμπνεύστηκα για να πω την αλήθεια. Απλα μου άρεσε η ιδέα και την αναπτύσσω όλο και περισσότερο. Και αυτό το βιβλίο, γιατί ήθελα να γράψω κάτι σε μυστήριο. Τώρα η εξελίξεις μου έρχονται ανάλογα, αν είναι ή όχι η μέρα μου. συμπλήρωσα χαλαρά.
Κ- Και τέλος, ποιό είναι το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής σου;
Μ- Ποιό εύκολη ερώτηση δεν έβρισκες ε; ρώτησα ειρωνικά.
Και εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της αρνητικά έχοντας απλωμένο στο πρόσωπό της ένα ειρωνικό χαμόγελο.
Ξεφύσιξα και άρχισα να το σκέφτομαι λίγο.
Κ- Με δικά σου λόγια... σχολίασε και την κοίταξα με βλέμμα που αν μπορούσε θα την σκότωνε.
Μ- Λοιπόν... Θέλω να σπουδάσω νομική ή ψυχολογία, ή ότι μου αρέσει παραπάνω στο μέλλον, κάπου στο εξωτερικό. Πιθανόν, να κάνω οικογένεια. Όχι πολύ μεγάλη. Δεν ξέρω τι θα κάνω με την συγγραφή. Είναι σίγουρα κάτι που δεν θα σταματήσω να αγαπάω, αλλά δεν ξέρω πως θα το συνεχίσω. Και φυσικά δεν θα ήθελα να χαθούμε μεταξύ μας! είπα γλυκά και της έπιασα το χέρι.
Μου χαμογέλασε και αγκαλιαστήκαμε.
Μετά από λίγη ώρα συζήτησης περί ανέμων και υδάτων, σηκωθήκαμε και αφού πληρώσαμε, βγήκαμε από το μαγαζί.
*το παρακάτω κομμάτι δεν χρειάζεται να διαβαστεί, γιατί λογικά οι περισσότεροι δεν θα το καταλάβετε*
Η καθεμία να πήρε τον ξεχωριστό της δρόμο.
Ξαφνικά γύρισα.
Μ- Τα λέμε Μπάμπο! φώναξα γελώντας.
Κ- Τα λέμε ρε Ανδρέα! φώναξε και εκείνη με το ίδιο ύφος.
Αρχίσαμε να γελάμε καθώς απομακρυνόμαστα η μία από την άλλη.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro