Present became past.
"Τζάνετ μην λες μαλακίες..." είπε κοιτώντας με.
"Όχι Λουκ... Δεν καταλαβαίνεις... Εγώ το έκανα αυτό στον εαυτό μου. Εγώ ζήτησα από τους γονείς μου δώρο για τα γεννέθλιά μου. Εγώ άφησα τον Ζακ να με πείσει να πάμε στο στοιχειωμένο σπίτι. Εγώ επέτρεψα σε όλους τους πρώην φίλους μου να με χτυπούν να με αποκαλέσουν δολοφόνο και ό,τι άλλο. Εγώ έγινα ο σάκος του μποξ πολλών. Θέλω να αλλάξω αλλά δεν γίνεται. Δεν μπορώ. Αυτή είμαι. Εκείνη που συγχωρεί τα πάντα. Εκείνη που θα ακούει τα χειρότερα λόγια, θα το παίζει λιπόθυμη και θα ξεσπάει μόνο όταν έχει πλέον γυρίσει σπίτι της. Εγώ μου το έκανα αυτό..." είπα και η φωνή μου έσπασε στο τέλος.
Στην αρχή καθόταν απλά και με κοιτούσε. Ξέρω πως δεν ήθελε να το κάνει, αλλά καταλάβαινε αυτά που έλεγα. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι άκουγε, αλλά ήξερε ότι ισχύει.
Και χωρίς να το καταλάβω -πιάνοντάς με απροετοίμαστη- με έκλεισε στην αγκαλιά του και με έσφιξε. Σαν να προσπαθούσε να πάρει κάθε στάλα του πόνου μου.
Και ανέπνευσα βαθιά γιατί ο σωματικός πόνος εξαφανίστηκε απότομα, αλλά ο ψυχικός; Με τον κατεστραμμένο μου εαυτό τι θα γίνει;
Ξέρω ότι δεν έχει ελπίδες ότι είναι καμμένο χαρτί, αλλά απλά ελπίζω για το αδύνατο. Εξάλλου και εγώ ακόμα ζωντανή είμαι. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων...
Τύλιξα αδύναμα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του κάνοντας μύτες, μιας και ήταν αρκετά ψηλός για εμένα. Τον έσφιξα όσο μου επέτρεπε ο πόνος που έβγαινε από τις πληγές μου.
Άνοιξα τα μάτια μου και είδα στην πόρτα τον Άιζακ να προχωράει προς το μέρος μας μα βιαστικά βήματα.
Έκλεισα γρήγορα την ζακέτα μου και αρπάζοντας τα γυαλιά μου από τα χέρια του Λουκ τα ξαναέβαλλα, μαζί με την κουκούλα μου και απομακρύνθηκα φορώντας καλύτερα την τσάντα μου.
Με παράτησε. Με άφησε μόνη μου. Έμεινα απροστάτευτη μπροστά στους δαίμονες του πραγματικού κόσμου. Έγδαραν κάθε σημείο τόσο του σώματος όσο και της ψυχής μου και κανένας δεν ήταν εκεί να με υπερασπιστεί.
Σαν να μην ξέρουν ότι είμαι υπερβολικά αδύναμη για να αντισταθώ. Σαν να μην ξέρουν ότι τα έχουν ήδη καταστρέψει όλα. Τίποτα δεν έχει μείνει για να γίνει χειρότερα.
Και εκείνος με παράτησε απλά εκεί, τρέχοντας σαν δειλός σαν να ήθελε να ξεφύγει από κάτι. Δεν ξέρω αν πρέπει να θεωρηθώ εγώ γενναία, ή αν έχω έστω το δικαίωμα να αποκαλέσω έτσι τον εαυτό μου. Τουλάχιστον ξέρω πως εγώ έκανα ό,τι μπορούσα.
Ακόμα και αν αυτό ήταν τίποτα απολύτως.
Έβαλα τα χέρια στις τσέπες μου και έστριψα στον επόμενο διάδρομο. Σταμάτησα όμως όταν άκουσα την φωνή του Λουκ.
Πως είναι δυνατόν ή φωνή ενός μόνου ανθρώπου να κάνει τόσο εύκολα τις σκέψεις μου να βγάλουν τον σκασμό;
Ένωσα την πλάτη μου με το ντουλαπάκι από πίσω μου.
"Πας καλά ρε μαλάκα; Τι σκεφτόσουν όταν την άφησες μόνη της με αυτούς τους πούστηδες;" ρώτησε ο Λουκ σχεδόν φωνάζοντας.
"Μήπως ότι είχα σχεδόν μεταμορφωθεί μπροστά σε 5 θνητούς συμμαθητές μας;" απάντησε ο Άιζακ στον ίδιο τόνο.
Έβγαλα λίγο το κεφάλι μου από τον τοίχο και τους είδα να κοιτάνε έντονα ο ένας τον άλλον.
"Ξες όμως σε τι κατάσταση κατάφερε να φύγει από εκεί;" φώναξε τώρα και ο Άιζακ κοίταξε προς το μέρος μου.
Εγώ προσπάθησα να κρυφτώ όσο πιο γρήγορα μπορούσα, αλλά ήταν ανώφελο. Έφτασε δίπλα μου σε χρόνο dt.
Πήγα να φύγω, αλλά με έκλεισε στην γωνία, ανάμεσα στα ντουλαπάκια και τον ελάχιστο τοίχο που περίσσευε.
"Πες μου ότι οι εικόνες που σκέφτεσαι είναι η φαντασία σου! Πες μου ότι αυτά που είδε ο Λουκ πάνω στο σώμα είναι απλά ένας φόβος του! Πες μου ότι είναι ψέμματα." σχεδόν με παρακαλούσε να του υποσχεθώ κάτι που δεν μπορούσα.
Κατέβασα την μεγάλη κουκούλα μου και έβγαλα τα γυαλιά. Έκανε ένα βήμα πίσω στραβοκαταπίνοντας, αφήνοντάς μου χώρο να ανοίξω την ζακέτα. Την κατέβασα από τους ώμους μου και άφησα όλα τα πράγματά μου στο πάτωμα.
Πήρε μια ανάσα την οποία δεν άφησε. Κοιτούσε όλο μου το σώμα με ένα βλέμμα που δεν μπορούσα να εξηγήσω.
"Εγώ φταίω." μουρμούρισε ψυχρά.
Έκανε το χέρι του γροθιά και χτύπησε με δύναμη ένα ντουλαπάκι. Το δικό μου ντουλαπάκι.
Εκείνο έχοντας πλέον μια τεράστια λακούβα άνοιξε και φάνηκαν τα πράγματα που είχα μέσα.
Τα ντουλαπάκι μας ήταν μικρά. Μια σειρά στιβαγμένη πάνω σε μία άλλη. Μέσα σε κάθε ντουλαπάκι δύο ράφια.
Στο δικό μου, το πάνω ήταν γεμάτο βιβλία, τετράδια και μολύβια. Το κάτω είχε δύο κουτιά, τα οποία γέμιζα με φωτογραφίες.
Ο Λουκ τον πλησίασε κοιτώντας τα κουτιά. Ήθελα να τους σταματήσω μα δεν μπορούσα. Ίσως ένα κομμάτι μου ήθελε να μάθουν.
Έπιασαν στα χέρια τους, ο καθένας από ένα κουτί και γύρισαν να με κοιτάξουν.
Τα μάτια τους ήταν κατακόκκινα λες και κάποιος είχε βάλει μέσα τους όλον τον πόθο του κόσμου.
"Θες να πάμε σπίτι;" ρώτησε ο Λουκ, ενώ τα μάτια τους σαν να έσβησαν επέστρεψαν πίσω στο κανονικό τους χρώμα.
Το μόνο που είχα δύναμη να κάνω ήταν να κουνήσω καταφατικά το κεφάλι μου.
"Σε περιμένουμε στο αυτοκίνητο μου." συνέχισε και άρχισαν να προχωράνε προς τα έξω αφήνοντας με μόνη μου να μαζέψω τα πράγματά μου.
Ο Άιζακ είχε πάλι σιωπήσει. Υιοθέτησε για ακόμα μια φορά την ψυχρή έκφραση που είχε όταν γνωριστήκαμε.
Τα έβαλα στην τσάντα μου, την οποία και πέρασα στον έναν μου ώμο. Το κουδούνι χτύπησε εκείνη την στιγμή.
Όλα τα παιδιά μπήκαν κατευθείαν μέσα και εγώ προσπάθησα να περάσω απαρατήρητη. Όσο προχωρούσα όμως στην μέση του διαδρόμου άκουγα σχόλια γύρω μου.
"Κοίτα την! Ίου." Ιου Αμάντα; Για το μόνο κορίτσι που ήρθε στο πάρτυ σου στα δέκατα τέταρτα γεννέθλιά σου;
"Πώς είναι έτσι Θεέ μου;" Όντως Μαξ; Αυτό του ήταν το καλύτερο που είχες να πεις, για εκείνη που πλήρωσε την εγχείρηση της μαμάς σου όταν είχε καρκίνο;
"Πως τολμάει και κυκλοφοράει; Δεν της αξίζει τίποτα! Η πουτάνα απλά στάθηκε τυχερή!" Όπως και εσύ εξάλλου Όλιβερ, αφού κανένας δεν έμαθε ακόμα για τις προτιμήσεις σου στο κρεβάτι...
Γιατί ξέρεις πως αυτό το σχολείο, αυτοί οι άνθρωποι, μαθητές και καθηγητές, το μόνο που ξέρουν είναι να κρίνουν ό,τι μπορούν, ό,τι είναι διαφορετικό.
Δεν περίμενα κάτι παραπάνω. Τα μόνα χρόνια που ήταν όμορφα εδώ πέρα σε αυτό το σχολείο, ήταν μέχρι τον θάνατό του. Μετά όλα άλλαξαν. Οι μάσκες έπεσαν και τα τέρατα αποκαλύφθηκαν.
Και κατάλαβα πως το παρόν μπορεί να γίνει τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα, τόσο απλά, παρελθόν.
Και το "αξίζει" έγινε "άξιζε".
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro