Past memories
«Περίμενε! Μην πλησιάζεις! Κρατάει όπλο-» ο άνδρας σηκώνει το όπλο και χωρίς δεύτερη σκέψη τραβάει την σκανδάλη.
Και η σφαίρα σφυρίζει βγαίνοντας από το όπλο. Και σε χτυπάει. Ένα ουρλιαχτό ακούγεται. Το δικό μου ουρλιαχτό. Ο καλυμμένος άνδρας αρχίζει να τρέχει κουτσαίνοντας κρύβοντας το όπλο στο σκισμένο, παλιό παντελόνι του.
Δεν με νοιάζει ποιος είναι, ή γιατί το έκανε. Το μόνο που με νοιάζει είναι να είμαι κοντά στο αγόρι, που κάνει κάθε μέρα μου καλύτερη. Που δεν τον νοιάζουν τα λεφτά μου ή το ότι ήμουν ορφανή. Ίσως το μόνο άτομο που με αγάπησε πραγματικά, πέρα από τους γονείς μου.
«Κάνε υπομονή έρχεται το ασθενοφόρο!» λέω αγχωμένα καθώς χαϊδεύω το πρόσωπό του.
«Τζάνετ...» μουρμουρίζει ξεψυχισμένα.
«Όλα θα είναι εντάξει.» συνέχισα χωρίς να απαντάω.
«Τζάνετ.» ξαναλέει όμως αρνούμαι να ακούσω αυτό που θα πει.
«Ηρέμησε και μην μιλάς...» μην το κάνεις πιο δύσκολο.
«Τζάνετ!» φωνάζει πλέον.
«Τι;!» φωνάζω επίσης μην μπορώντας πλέον να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.
«Το ασθενοφόρο θα φτάσει πολύ αργά!» απάντησε ξεψυχυσμένα.
«Μην το λες αυτό! Θα έρθει θα σε πάει στο νοσοκομείο και θα γίνεις καλά! Μην με αφήνεις Ζακ...» του λέω με την φωνή μου να σπάσει στο τέλος.
«Θα είμαι πάντα εκεί τιγράκι... Σε αγαπάω να το θυμάσαι αυτό,» μουρμούρισε ξεψυχισμένα.
Έσκυψα πάνω στο στήθος του κλαίγοντας σιγανά, αφήνοντας να με συνοδεύει η μόνη μουσική που χρειάζομαι. Η καρδιά του χτυπάει αδύναμα κάνοντάς με να φοβάμαι ακόμα περισσότερο. Και ξαφνικά, δίχως να πει τίποτα, δίχως να ρωτήσει, σταμάτησε.
«ΖΑΚ;» φώναξα τρομαγμένη.
Δεν χρειαζόταν άλλος πανικός. Ήξερε και ήξερα ότι δεν υπήρχε λόγος.
«Κι εγώ σε αγαπάω...» του ψιθυρίζω και σηκώνω τα ματωμένα πλέον χέρια μου.
Η σειρήνα του ασθενοφόρου ακούγεται και τα μπλε φώτα γεμίζουν το σοκάκι.
Είχες δίκιο. Ήρθαν αργά.
Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω ανθρώπους μαζεμένους από πάνω μου.
Ένα αγόρι ήταν από πάνω μου, φωνάζοντας σε όλους τριγύρω να απομακρυνθούν.
Ανασηκώθηκα και κράτησα το κεφάλι μου, που έκανε 100 στροφές το δευτερόλεπτο.
"Είσαι καλά;" ρώτησε και η φωνή του ακούγεται θυμωμένη.
Κούνησα γρήγορα το κεφάλι μου και σηκώθηκα απότομα.Αυτό όμως δεν ήταν ακριβώς καλό, αφού η ζάλη πήρε τον έλεγχο για ακόμα μια φορά.Το αγόρι με κράτησε για να μην πέσω και το "κοινό" τριγύρω διαλύθηκε.
"Κάνουν σαν να είναι αμαρτία κάποιος να παθαίνει κρίση πανικού..." μουρμούρισε και θα ορκιζόμουν πως τον άκουσα να γρυλίζει.
"Πως σε λένε;" ρώτησα ώστε να τον ευχαριστήσω.
"Λουκ, εσένα;" ρώτησε με την σειρά του χαμογελώντας ευγενικά.
"Τζάνετ. Με λένε Τζάνετ. Ευχαριστώ για την βοήθεια." απάντησα ήρεμα.
Σκέφτηκα να τρέξω. Να φύγω χωρίς να απαντήσω. Ήθελα όμως για μία στιγμή κάποιον να μοιραστώ την καταστροφή μου.
"Και γιατί βρίσκεσαι εδώ;" ρωτάει σε φιλικό τόνο προσπαθώντας να με βοηθήσει να σταθώ στα πόδια μου.
"Αμ... Μεγάλη ιστορία." απάντησα νευρικά και άρχισα να παρατηρώ τα χαρακτηριστικά του όταν επιτέλους σηκώθηκα όρθια.
Ήταν ψηλός, ψηλότερος από εμένα. Είχε καστανά μαλλιά και καστανά μάτια, σε μία απόχρωση του καφέ που θύμιζε σοκολάτα. Τα δέρμα του ήταν πεντακάθαρο, σχεδόν έλαμπε.
"Τότε επίτρεψε μου να σε κεράσω έναν καφέ και να μου εξηγήσεις." συνέχισε και με βοήθησε να σταθώ καλύτερα στα αδύναμα πόδια μου.
"Μάλλον σοκολάτα." μουρμούρισα σιγανά κοιτώντας κάτω.
"Σοκολάτα;" ρώτησε μπερδεμένος.
"Δεν μου αρέσει ο καφές. Προτιμώ την σοκολάτα." εξήγησα γελώντας με την νευρικότητά μου.
"Σοκολάτα λοιπόν!" συμφώνησε χαμογελώντας.
Και έτσι άφησα πίσω μου, το ψυχρό κτήριο, νιώθοντας χαρούμενη που ίσως έβρισκα επιτέλους ένα άτομο για να μιλάω.
Όμως τις σκέψεις μου σκέπασε το σκοτάδι και η ανασφάλεια ξύπνησε.
Τι εικόνα του έχω δώσει; Γιατί να θέλει να κάνει παρέα με μια ορφανή κοπέλα; Που αποκαλείται δολοφόνος; Που παθαίνει κρίσεις πανικού σε ασανσέρ;
Ω Θεέ μου, είμαι τραγική.
Ξεφύσησα προσπαθώντας να ηρεμήσω.
Όλα θα πάνε καλά Τζάνετ. Πίστεψε στον εαυτό σου και χαμογέλα όπως τότε.
Και το έκανα, όμως το χαμόγελο ήταν μία από τις παλιές μου συνήθειες, και ξαφνικά είχα την αίσθηση ότι ο Ζακ περπατούσε δίπλα μου. Τα μάτια μου έτσουξαν.
Όχι Τζάνετ. Ηρέμησε. Όλα θα πάνε καλά. Απλά να είσαι εσύ και να χαμογελάς. Κάποιος μπορεί να σε αγαπήσει για το χαμόγελο σου, μου είχε πει κάποτε η Μαίρη, η οικονόμος μου.
Ξέχασε να αναφέρει ότι κάποιος άλλος ίσως σε μισήσει για αυτό.
Μπήκαμε μέσα στο γραφικό καφέ. Ο ήχος από το μικρό κουδουνάκι πάνω από την πόρτα ακούστηκε και όλα τα βλέμματα εκτός από ένα γύρισαν και μας κοίταξαν ενοχλημένοι που διακόψαμε τις συζητήσεις τους ή απλώς την ησυχία τους.
Όμως δεν στάθηκα παραπάνω στους κενούς πελάτες.
Σε ένα γωνιακό τραπέζι, με ένα μεγάλο κόκκινο βιβλίο, έναν αχνιστό καφέ και ένα παγωμένο και αδιάφορο βλέμμα καθόταν ένα αγόρι προσηλωμένο στις σελίδες του.
Ο Λουκ με οδήγησε προς το τραπέζι του αγοριού.
Στραβοκατάπια. Δεν φαινόταν να ήθελε παρέα αυτήν την στιγμή πράγμα που με έκανε να αγχωθώ ακόμα περισσότερο.
"Άιζακ! Από δω η Τζάνετ." είπε ο Λουκ εύθυμα και με έδειξε.
Χαμογέλασα και έτεινα το χέρι μου για χειραψία, σε μία προσπάθεια να φανώ ευγενική. Εκείνος πήρε το βλέμμα του από το βιβλίο και μας κοίταξε αδιάφορα. Μετά απλώς άφησε τον εαυτό ξανά σε αυτό.
"... είναι μια κοπέλα που γνώρισα στο ψυχιατρείο." συνέχισε ελαφρώς νευριασμένος.
Ο Άιζακ σήκωσε για ακόμα μια φορά το κεφάλι του.Ακούμπησε κάτω το βιβλίο ανοιχτό και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι.
"Σας φαίνομαι για γκρουπ ψυχολογικής υποστήριξης;" ρώτησε χαμογελώντας ειρωνικά.
Τράβηξα απότομα το χέρι μου κάτω και έκανα ένα βήμα πίσω. Οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα του με την ειρωνεία και την αδιαφορία να τρέχουν στα χείλη του.
"Άιζακ, για το όνομα, απλά ήρθαμε να μιλήσουμε! Γιατί σε πειράζει τόσο αυτό;" φώναξε μέσα από τα δόντια πιο θυμωμένος και έσφιξε το τραπέζι με το χέρι του.
"Λουκ δεν πειράζει! Δεν χρειάζεται να μαλώσετε! Μπορώ να φύγω!" είπα ακουμπώντας τον ώμο του.
Έπιασα το τσαντάκι μου, που ακουμπούσε στο μεταλλικό τραπέζι. Το φόρεσα στον ώμο μου και χαιρέτησα σιωπηλά τα αγόρια, προχωρώντας προς την έξοδο.
Βγήκα από την πόρτα, κάνοντας πάλι το κουδουνάκι να χτυπήσει και άκουσα τον Λουκ να με φωνάζει.
"Περίμενε!".
"Ζακ περίμενε!" φωνάζω στον Ζακ.
"Μην τον ακούς! Είναι απλά αγενής!"
"Άκουσε με! Δεν έχω καλό προαίσθημα!".
"Μείνε!"
Εσύ όμως δεν έμεινες.
Και εγώ αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να φύγω.
Αν φύγω θα καταλήξω πάλι μόνη, πετώντας την ευκαιρία που μόλις μου δόθηκε. Μέσα σε τέσσερις τοίχους. Να ξυπνάω το βράδυ από εφιάλτες, ουρλιάζοντας και κλαίγοντας, παρακαλώντας για λίγη βοήθεια, οίκτο, αγάπη, χωρίς όμως ποτέ να παίρνω απάντηση.
Αν μείνω; Αν μείνω, πιθανά να βρω έναν φίλο. Ίσως και έναν εχθρό. Αξίζει το ρίσκο;
Δεν είναι καιρός για έναν ακόμα εχθρό. Τα μάτια του όμως φάνηκαν, κουρασμένα. Ίσως να μην ήθελε να μιλήσει εκείνη την στιγμή. Ίσως να μην είχε όρεξη για κουβέντες.
Μπαμ.
Ο εκκωφαντικός ήχος του πυροβολισμού τρυπάει τα αυτιά μου και κάνει τον λαιμό μου να κλείνει. Γυρίζω απότομα το κεφάλι μου και βλέπω την τζαμαρία του μικρού μαγαζιού σπασμένη. Όλοι βγαίνουν τρέχοντας, κλαίγοντας και ουρλιάζοντας. Συναίσθημα γνωστό για τον καθένα μας.
Φόβος.
Ο Λουκ και ο Άιζακ είχαν τα χέρια πίσω από τα κεφάλια τους όσο ο άνδρας με την κουκούλα.
Η φιγούρα μοιάζει τόσο με τον άνδρα που- Όχι Τζάνετ. Δεν είναι ώρα.
Ώρα να ανταποδόσεις την χάρη.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro