Not deserving it
Είναι απίστευτο πως μέσα σε ένα μόνο βράδυ, νιώθεις σαν να έχεις περάσει ξανά από την αρχή γεύματα 1 χρόνου.
Όλα μας τα χαρτιά ήταν ανοιχτά πάνω στο τραπέζι, κανένας δεν έκρυβε τίποτα. Ούτε καν την μετάνοια. Μου ζήτησαν τόσες πολλές φορές συγνώμη, που κάθε φορά που θα θυμάμαι αυτό το βράδυ η λέξη θα παίζει ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μου σαν κολλημένη κασέτα.
Γέλια για κάτι που ούτε καν μπορούσα να θυμηθώ, άρχισαν να κοπάζουν, μέχρι που για λίγο το μόνο που ακουγόταν ήταν τα μαχαιροπίρουνα που χτυπούσαν τα πορσελάνινα πιάτα.
"Το φαγητό ήταν υπέροχο κυρία Μάρτιν." παραδέχτηκα σκουπίζοντας το στόμα μου με την πετρόλ πετσέτα.
"Ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου." απάντησε χωρίς να πάρει τα μάτια από το πιρούνι της που φτυάριζε τους τελευταίους σπόρους ροδιού από την άκρη του πιάτου.
"Τζάνετ;" ρώτησε ο Νέιθαν τραβώντας την προσοχή μου.
Γύρισα το κεφάλι μου χαμογελώντας γλυκά στον δίδυμο αδερφό του Ζακ.
"Ρίξτο Νέιθαν." τον παρότρυνα παιχνιδιάρικα.
"Πως είναι τα παιδιά στο σχολείο σου;" ρώτησε.
Στραβοκατάπια, νιώθοντας τον λαιμό μου να ξεραίνονται.
"Γιατί ρωτάς;" ρώτησα πίνοντας αργά μια γουλιά νερό.
"Μιας και μετακομίζουμε μόνιμα εδώ, πρέπει να τελειώσω το Λύκειο εδώ και αφού-" δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή του και άρχισα να βήχω σαν δαιμονισμένη.
"Θα... έρθεις στο σχολείο μου;" είπα σχεδόν φωναχτά, όταν ηρέμησα.
"Ναι." απάντησε απλά.
Κόλλησα την πλάτη μου στην καρέκλα και έκλεισα τα μάτια μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ένιωσα πως τα τελευταία δύο χρόνια πέρασαν μέσα μαζί της. Ακόμα ένιωθα τις χθεσινές γρατζουνιές και μελανιές παρά τις δεκάδες στρώσεις από μέικ απ.
"Κυρία Μάρτιν μήπως να το ξανσκεφτόσασταν για το σχολείο;" γύρισα το βλέμμα μου ανήσυχη στην μεσήλικη γυναίκα.
Δύο δικαιολογίες για όσα είπα μόλις.
Πρώτον, δεν θέλω να δει τον τρόπο που μου φέρονται.
Δεύτερον, δεν θέλω να τον δουν να μιλάει μαζί μου. Είναι ο Νέιθαν, ακόμα και αν είναι στην ίδια ηλικία με εμένα, νιώθω σαν να είναι ο μικρός αδερφός μου. Αν τον δουν να μου μιλάει, θα του κάνουν τα ίδια και αυτό είναι κάτι που πρέπει οποσδήποτε να εμποδίσω.
"Μα γιατί κορίτσι μου;" ρώτησε με ένα λυπημένο βλέμμα.
"Αν δεν με θες εκεί-" άρχισε να λέει πληγωμένα ο Νέιθαν, αλλά για ακόμα μια φορά τον διέκοψα.
"Όχι, όχι! Δεν είναι αυτό!".
"Τότε;" αναφώνησε σηκώνοντας το κεφάλι του.
"Μπορείς να έρθεις, αλλά θα κάνεις ότι δεν με ξέρεις, ή ακόμα καλύτερα ότι με μισείς." απάντησα ψυχρά.
"Τζάνετ, δεν παίζει να κάνω κάτι τέτοιο... Και για ποιόν πούστη λόγο να το κάνω έτσι κι αλλιώς;" ύψωσε τον τόνο της φωνής του εκνευρισμένος.
Έσκυψα κάτω, δακρύζοντας. Σηκώθηκα αργά όρθια και γύρισα από την άλλη.
"Γιατί, αυτό..." είπα κατεβάζοντας το φερμουάρ του φορέματος στην πλάτη.
Τραβώντας ελαφρά το μαύρο ύφασμα άφησα να φανεί η πλάτη και τα πλευρά μου.
"Δεν σου αξίζει." συμπλήρωσα με πνιγμένη φωνή.
"Ούτε εσένα." μουρμούρισε άφωνος.
"Έχει δίκιο τιγράκι μου... Δεν σου αξίζει αυτή η κόλαση απλά και μόνο γιατί με αγάπησες..." τον άκουσα να ψιθυρίζει στο αυτί μου και ένιωσα το σώμα μου να ανατριχιάζει.
Κοίταξα απότομα τον καθρέφτη στο χωλ. Το σώμα μου ήταν πίνακας. Γεμάτος αφηρημένη τέχνη. Και το μωβ χόρευε πάνω στις ωμοπλάτες μου, τα πλευρά μου γδαρμένα και γρατζουνισμένα, θυμούνται ακόμα την τελευταία μας συνάντηση.
Άκουσα την κυρία Μάρτιν να παίρνει μια βαθιά ανάσα.
"Τα παιδιά στο σχολείο σου το έκαναν αυτό;" ρώτησε με την ανησυχία να ζωγραφίζει την φωνή της.
Ξανακούμπωσα το φόρεμα κουνώντας καταφατικά το κεφάλι μου. Έκατσα κάτω σκύβοντας το κεφάλι μου.
"Πρέπει να κινηθείς εναντίον τους νομικά!" φώναξε ο κύριος Μάρτιν και χτύπησε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι.
Τα σερβίτσια αναπήδησαν πάνω στο κεντημένο τραπεζομάντιλο και εγώ σήκωσα τρομαγμένη το κεφάλι μου.
Δεν καταλαβαίνουν...
"Δεν καταλαβαίνετε... Η πόλη εδώ με μισεί. Και εξάλλου ο δικαστής είναι ο μπαμπάς ενός από αυτά τα παιδιά... Είναι ικανοί να πουν πως εγώ το έκανα αυτό, για να με λυπηθούν..." είπα απογοητευμένα.
"Τζάνετ ποιό ήταν το παιδί μαζί σου σήμερα;" ρώτησε ο Κάμερον κοιτώντας με μπερδεμένα.
"Ένας φίλος." απάντησα κοιτώντας τον.
"Και γιατί ήσουν βρεγμένη όταν σε βρήκα;" αποκρίθηκε και όλοι με κοίταξαν με το ίδο ερωτηματικό βλέμμα.
"Ήθελα να κάνω μια βουτιά." είπα γρήγορα γυρνώντας το κεφάλι μου.
"Αρχές Δεκεμβρίου;" ρώτησε ειρωνικά και εγώ έβρισα από μέσα μου για το πόσο ανόητη απάντηση έδωσα.
Βλέποντας ότι δεν ήμουν διατεθειμένη να δώσω απάντηση, σηκώθηκε και κάνοντας τον κύκλο του τραπεζιού έκατσε στην καρέκλα δίπλα μου. Πήρε στις ζεστές του χούφτες τα κρύα χέρια μου που έσφιγγαν αγχωμένα τις άκρες του φορέματός μου.
"Μπορείς να μας ανοιχτείς Τζάνετ." με ενθάρρυνε τρίβοντας τις παλάμες και τους καρπούς μου.
Ένιωθα τα χάδια του τραχιά όταν περνούσε πάνω από τις ουλές στους καρπούς μου, αλλά ήμουν ευγνώμων που δεν είχε καταλάβει τίποτα. Μέχρι που η έκφρασή του πάγωσε και πιάνοντας το δεξί μου χέρι και με τα δύο του χέρια σήκωσε το μανίκι του φορέματος.
"Γαμώτο." μουρμούρισα τόσο σιγά ώστε να το ακούσω μόνο εγώ.
"Τζάνετ αν αυτά είναι αυτά που νομίζω και ήσουν στην γέφυρα για τον λόγο που υποψιάζομαι, τότε την έχεις πολύ και όταν λέω πολύ εννοώ γαμημένα πολύ άσχημα!" γρύλισε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του και εγώ έσφιξα τα μάτια μου.
Ο Νέιθαν και οι γονείς του σηκώθηκαν και αυτοί πλησιάζοντάς με και κοιτώντας το χέρι μου. Γύρισα το πρόσωπό μου ώστε να μην χρειάζεται να έρχομαι αντιμέτωπη με τις ανήσυχες ανάσες, τις ανούσιες επιπλήξεις και τις βιαστικές κινήσεις.
Το οξυγόνο ένιωθα πως με εγκατέλειπε και τα μάτια μου δάκρυσαν. Σύντομα κάθε μου αναπνοή ακουγόταν έντονη, ξεψυχισμένη, λες και κάποιος μου κρατούσε τον λαιμό. Όμως κανείς δεν το είχε καταλάβει.
"Στοπ!" φώναξα κάνοντας έτσι και τους τέσσερις να απομακρυνθούν και να κάτσουν λίγο πιο μακριά μου.
Προσπαθώντας να σταματήσω την ελαφριά κρίση πανικού, ανέπνεα αργά και αυτός ήταν ο μόνος ήχος που γέμιζε την τραπεζαρία.
"Ευχαριστώ πολύ για το δείπνο, αλλά πρέπει να φύγω." μουρμούρισα πληγωμένα και πιάνοντας την τσάντα και το παλτό μου από την πλάτη της καρέκλας μου.
Χωρίς να ακούω τις παρακλήσεις του να με συνοδεύσει σπίτι, ή τις ερωτήσεις του Νέιθαν κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα. Το τελευταίο που άκουσα πριν την κλείσω ήταν ένα ελφρύ "Λυπάμαι...".
Βγαίνοντας έξω έσφιξα το παλτό γύρω από την μέση μου. Ο αέρας σφύριζε μανιασμένος και τα φύλλα κάτω στο έδαφος χόρευαν τρελά στην αγκαλιά του κάνοντας πιρουέτες.
Ξαφνικά άκουσα κάτι, που, ό,τι κι αν ήταν, με έκανε να ανοίξω βήμα. Ο θόρυβος πολλαπλασιάστηκε και ακουγόταν σαν βήματα, από πολλά άτομα.
Φοβόμουν. Κι αν ήταν άλλη μια επίθεση; Και αν ήθελαν να με σκοτώσουν;
Περνώντας δίπλα από ένας σπίτι, κάτι μπήκε μπροστά μου κάνοντας τα φύλλα στα πόδια μου να σειστούν. Πήγα να τσιρίξω, όμως κάποιος πίσω μου μου έκλεισε το στόμα με ένα πανί. Προσπαθούσα μανιωδώς να φύγω από τα χέρια του άγνωστου, αλλά τα μάτια μου γινόντουσαν όλο και πιο βαριά.
Το τελευταίο πράγμα που είδα πριν τα μάτια μου κλείσουν ερμητικά παραδωμένα στον Μορφέα, ήταν μια τρίτη φιγούρα να πηδάει από την στέγη του σπιτιού ακριβώς πίσω από τον άνδρα μπροστά μου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro