My name is Janet Wilson
Λύπηση. Έπρεπε να ξέρω. Έπρεπε να είχα καταλάβει. Τι άλλο θα μπορούσε να νιώσεις κανένας για εμένα;
"Εγώ είμαι ερωτευμένος μαζί σου μωρό μου. άκουσα την φωνή του Ζακ στο αυτί μου.
"Δεν είσαι καν εδώ Ζακ!" φώναξα βάζοντας για άλλη μια φορά τα κλάματα.
"Με άφησες! Γιατί μπήκες μπροστά μου; Γιατί έσωσες κάτι τόσο αξιοθρήνητη; Γιατί δεν άφηνες μια αξιολύπητη ύπαρξη να τελειώσει μίαώρα νωρίτερα!" ούρλιαξα.
Πότε θα σταματήσω να κλαίω Θεέ μου;
Τρέχω στο μπάνιο πιάνοντας το ψαλίδι. Αρχίζω να κόβω με μανία το μέρος των μαλλιών μου που ήταν γαλάζιο. Όταν τέλειωσα έβγαλα το σκουλαρίκι από την μύτη μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη.
Ρίχνοντας ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα στο είδωλό μου, έτρεξα ξανά στο δωμάτιό μου. Έβαλα ένα μαύρο τζιν και ένα μάυρο κοντομάνικο. Τα ρούχα εκείνης της ημέρας.
Άνοιξα την ντουλάπα μου και με βιαστικές κινήσεις, άρχισα να ψάχνω για την κάμερά μου. Όταν την βρήκα, έβγαλα το τρίποδο από το συρτάρι μου και παίρνοντας ένα πακέτο χαρτιά και έναν μαρκαδόρο κατέβηκα κάτω και βγήκα στον κήπο.
Έστησα την κάμερα και κάθισα στο γρασίδι, ενώ άρχισα να γράφω στα χαρτιά, την δικιά μου ιστορία.
"Το όνομά μου είναι Τζάνετ Γουίλσον..."
Όταν τέλειωσα άνοιξα την κάμερα και ξεκίνησα να τραβάω.
https://youtu.be/ai6QLtjMbF8
Σταμάτησα την εγγραφή και βγάζοντας την μνήμη ανέβηκα με όλα τα πράγματα στα χέρια μου.
Άνοιξα τον υπολογιστή και αποθήκευσα το βίντεο σε έναν φάκελο.
Αύριο. Αύριο θα έρθω καρδιά μου.
[...]
Σάββατο. 9:17. Η βροχή χτυπάει αλύπητα τα παράθυρά μου. Με αργές κινήσεις σηκώνομαι και πλησιάζω τον υπολογιστή. Ανοίγω την ομαδική σχολική συνομιλία.
Με ένα κλικ το βίντεο ανέβηκε.
Ένα γράμμα, ένα σημείωμα. Αυτό δεν αφήνουν όλοι πριν το λήξουν;
Έπιασα το παλτό μου και κατέβηκα τις σκάλες βγαίνοντας όσο πιο ήσυχα μπορούσα.
Έξω έβρεχε. Ο ουρανός ήταν τόσο σκοτεινός, που δύσκολα καταλάβαινες ότι ήταν πρωί.
Άρχισα να περπατάω, διασχίζοντας το δάσος απέναντι από το σπίτι μου. Δεν πρόλαβα να πω αντίο, σε κανέναν. Τουλάχιστον όχι άμεσα.
Μπορώ ήδη να ακούσω το νερό τρέχει. Μέσα σε μερικά λεπτά, τα δέντρα λιγοστεύουν και μπορώ πλέον να δω την μικρή γέφυρα.
Το δικό μου μέσο.
9:25. Ήρθε η ώρα λοιπόν...
Άιζακ
"Λουκ, δεν θα απολογηθώ για κάτι που εγώ είχα δίκιο." του είπα για τελευταία φορά.
"Δίκιο; Δίκιο; Φίλε μας χρειάζεται και εσύ την κατηγόρησες για κάθε κακοτυχία της!" με μάλωσε για μία ακόμα φορά.
"Εντάξει! Εντάξει! Θα πάω να ζητήσω συγγνώμη!" φώναξα πιάνοντας το παλτό και το κινητό μου.
Βγήκα από το σπίτι και κατέβηκα τις σκάλες. Βγαίνοντας έξω άρχισα να τρέχω με προορισμό το σπίτι της.
Ξαφνικά το κινητό μου δονήθηκε. Το άνοιξα και είδα πως η Τζάνετ είχε στείλει βίντεο στην ομαδική. Σταμάτησα απότομα να περπατάω και πάτησα το βίντεο.
Όχι. Όχι, όχι, όχι!
Έκλεισα το κινητό και άρχισα να τρέχω προς το σπίτι της. Όταν έφτασα, πήδηξα στο παράθυρό της όμως δεν ήταν μέσα. Τα παπλώματα ήταν ξέστρωτα και ο υπολογιστής ανοιχτός.
"Γαμώτο!" γρύλισα.
"Τζάνετ!" φώναξα με όλη μου την δύναμη.
Μεταμορφώθηκα και άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα μέσα στο δάσος.
Είμαι σχεδόν σίγουρος για το που θα είναι. Σε παρακαλώ Θεέ μου κάνε να την προλάβω...
Τζάνετ
Πλησίασα με σταθερά βήματα την ξύλινης γέφυρας. Ανέβηκα πάνω στην κουπαστή και κοίταξα το νερό.
Τα ρούχα κολλούσαν όλο και περισσότερο πάνω μου λόγω του δυνατού αέρα. Τα χέρια μου κρύωναν, αλλά δεν με ένοιαζε.
Δεν ήμουν πολύ ψηλά. Μα δεν έχει σημασία. Εξάλλου δεν σε σκοτώνει η πτώση, αλλά η σύγκρουση...
Έκλεισα τα μάτια μου.
"Τζάνετ!" άκουσα την φωνή του Άιζακ πίσω μου.
"Φύγε Άιζακ..." είπα τόσο σιγανά που αμφιβάλλω αν με άκουσε.
"Δεν μπορώ να σε αφήσω να το κάνεις αυτό!" ξαναφώναξε.
Διάβασε τις σκέψεις μου, σε παρακαλώ.
Κατάλαβέ με Άιζακ.
Δεν την θέλω αυτήν την ζωή...
Τι να την κάνω; Δεν θα κάνω μεγάλα πράγματα στην ζωή μου.
Πάντα αυτά τα χρόνια θα με κυνηγάνε.
Ό,τι και να κάνω, όπου και να πάω...
"Τζάνετ σε παρακαλώ σε ικετεύω ξανασκέψου το! Αν... Αν είναι για αυτά που είπα, ξέρεις ότι δεν τα εννοούσα! Τα παιδιά σε νοιάζονται και σε αγαπάνε! Σκέψου πως θα νιώσουν αν το κάνεις αυτό! Ή η κυρία Μαίρη!" προσπάθησε για άλλη μια φορά να με μεταπείσει.
"Δεν το κάνω για κανέναν Άιζακ, το κάνω μόνο για εμένα. Ξέρω πως θα στεναχωρηθείτε, αλλά σκέψου πως σε λίγο καιρό θα το ξεπεράσετε. Εννοώ, με ξέρετε ελάχιστα, δεν θα πονέσει τόσο. Εγώ όμως; Πως βλέπεις να εξελίσσεται όλο αυτό; Να σου πω εγώ. Είτε θα πεθάνω ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα αν θα φταίω εγώ ή κάποιος άλλος, είτε θα καταλήξω σε κάποιο ίδρυμα. Και μάντεψε; Δεν θέλω!" φώναξα αγανακτισμένη.
"Τζα-" πήγε να πει αλλά τον διέκοψα.
"Αντίο Άιζακ." μουρμούρισα.
Και αφέθηκα.
Ένιωσα τον αέρα να χτυπάει το πρόσωπό μου. Τα μαλλιά μου, ανάκατα χάιδευαν το πρόσωπο. Ανυπόμονη ένιωθα ήδη την υγρασία του ποταμιού, μέχρι που έπεσα.
Ή μάλλον όχι... Συγκρούστηκα.
Το νερό έβρεξε κάθε σπιθαμή μου, η ανάσα μου κόπηκε. Ήταν παγωμένα. Όπως ακριβώς περίμενα. Το φως άρχισε να λιγοστεύει, το οξυγόνο να εξαφανίζεται και το νερό να παίρνει την θέση του.
Άρχισα να ηρεμώ. Ο θάνατος έγινε πιο ζεστός από ότι περίμενα. Ένιωσα το σώμα μου να ανυψώνεται και να ξαναβγαίνει στη επιφάνεια. Άνοιξα τα μάτια μου και πήρα απρόθυμα μια ανάσα.
Κοίταξα τα μάτια του. Πιο μπλε και από το ποτάμι που μέχρι πριν λίγο μου έκλεβε την πνοή.
"Με... Έσωσες..." αναφώνησα λαχανιασμένα και έβηξα.
"Φυσικά και σε έσωσα! Τζάνετ, ξέρω τι είπα, και ξέρω πως φαίνομαι σαν ο χειρότερος άνθρωπος -ή ότι είμαι τέλος πάντων- που έχεις ποτέ γνωρίσει, αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω να πεθάνεις." με μάλωσε.
"Δεν είσαι ο χειρότερος. Σε καμία περίπτωση δεν είσαι ο χειρότερος. Αυτά που μου είπες δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με όλα όσα μου έχουν κάνει." είπα βουρκωμένη ρίχνοντας μια ακόμα ματιά στο νερό.
Πόσο δελεαστικό εξακολουθούσε να είναι...
"Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα το ξανακάνεις;" ρώτησε κρατώντας το κεφάλι μου και κοιτώντας με έντονα στα μάτια.
"Όχι." απάντησα απλά και εκείνος πήρε μια κοφτή ανάσα από την έκπληξη.
"Θα το κάνω ξανά και ξανά μέχρι τη φορά που κανείς δεν έρθει. Ακόμα και αν με σώσετε κάθε φορά, δεν θα πάψω να μην θέλω όσα μου έχουν δωθεί. Βασικά... Όσα μου έχουν δωθεί, και παρθεί πίσω με τον χειρότερο δυνατό τρόπο." συνέχισα σοβαρά και με κοίταξε θλιμμένος.
"Θα είμαστε πάντα εκεί. Σε κάθε σου βήμα, σε κάθε σου απόπειρα. Δεν θα ξαναεπιτρέψω να γίνει αυτό. Και ζητώ... συγγνώμη."
Χαμογέλασα σφιγμένα, και με κουβάλησε μέχρι την ακτή.
Ξαφνικά βήματα ακούστηκαν μέσα από το δάσος. Τα κεφάλια μας γύρισαν απότομα προς την κατεύθυνση. Τότε μια μορφή ενός γνωστού αγοριού ξεπρόβαλε μέσα από τα δέντρα.
"Κάμερον;" ρώτησα μπερδεμένη κοιτώντας το χλωμό, συνομήλικο μας αγόρι.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro