It will always hurt
Δεν μπορούσα να ξέρω τι γίνεται. Να βοηθήσω. Να τον είχα ακόμα δίπλα μου. Να μου χαμογελάει. Να πειράζει τα μαλλιά μου. Να με κάνει να κοκκινίζω και να νευριάζω.
«Δεσποινίς Γουίλσον, ο κύριος Στιούαρτ σας περιμένει στο γραφείο του», μου ψιθύρισε ευγενικά η ηλικιωμένη γραμματέας, ξυπνώντας με από τις σκέψεις μου.
Την ευχαρίστησα με ένα νεύμα και εκείνη ξανακάθισε στην θέση της, πληκτρολογώντας. Τα ρυτιδωμένα ακροδάχτυλα της χτυπούσαν το πληκτρολόγιο γεμίζοντας τον χώρο με αυτόν και μόνο τον ήχο.
Τικ τακ. Τικ τακ.
Σαν ένα ρολόι.
Ένα ρολόι που εξακολουθεί να μετράει τον χρόνο μου. Πότε θα υποκύψω. Δεν έχει συνηθίσει η τρέλα κάποιος να συνεχίζει να παλεύει με τους δαίμονες του και να μην βυθίζεται στο σκοτάδι των ίδιων του των μυστικών και των λαθών.
Στέκομαι για ακόμα μια φορά μπροστά από αυτήν την παλιά ξύλινη πόρτα. Την έχω κοιτάξει τόσες φορές, και με έχει ακούσει άλλες τόσες, που νομίζω πως με ξέρει καλύτερα από τον καθένα.
Σηκώνω το χέρι μου και την χτυπάω απαλά.
«Παρακαλώ;» ακούγεται η βαριά φωνή του ψυχολόγου μου.
«Εγώ είμαι κύριε Στιούαρτ.» απάντησα ανοίγοντας λίγο την πόρτα ώστε να φανεί μόνο το κεφάλι μου.
«Εσύ είσαι Τζάνετ; Πέρνα μέσα!» συνέχισε με τον όπως πάντα εύθυμο τόνο.
Ανοίγω περισσότερο την πόρτα και εκείνη τρίζει. Ο ήχος αυτός τόσο γνώριμος...
«Έλα τώρα Ζακ, πάμε να φύγουμε!» του φώναξα γελώντας.
«Εντάξει, εντάξει! Μην βαράς τιγράκι!» μου απάντησε και άνοιξε την πόρτα του παλιού σπιτιού, που κουβαλούσε στους ώμους του τον άδικο χαρακτηρισμό «στοιχειωμένο».
Και εκείνη έτριξε σαν να με προειδοποιεί. Ακόμα και εκείνη ήξερε.
Γελάω πικρά στην ανάμνηση των στιγμών μας. Ένα ανόητο δάκρυ κύλησε χωρίς την άδειά μου πάνω στα κάποτε ροδαλά μάγουλά μου και το σκούπισα βιαστικά.
Ακόμα στεναχωριέσαι; 2 χρόνια μετά έπρεπε να έχεις προχωρήσει! με μαλώνει το υποσυνείδητο μου.
Ο πόνος της αγάπης ποτέ δεν φεύγει. Απλά κρύβεται όσο πιο καλά μπορεί μέσα μας. Υπάρχουν όμως και στιγμές αδυναμίας που αυτός ο πόνος ξαναέρχεται στο φως... απαντάει η καρδιά μου.
Δύο στρατόπεδα που ποτέ δεν θα συμφωνούσαν σε τίποτα παρά μόνο στην ανάγκη μου να ζήσω.
«Τζάνετ, με ακούς;» ρώτησε ο κος Στιούαρτ.
«Ναι... Με συγχωρείτε αφαιρέθηκα. Μπορείτε να επαναλάβετε;» απάντησα κουνώντας το κεφάλι μου.
«Έλεγα λοιπόν, δεν πιστεύω πως χρειάζονται πια οι συνεδρίες. Ξες πόσο σε εκτιμάω και δεν θα είχα θέμα, αλλά νομίζω ότι το μόνο που καταφέρνουμε με αυτές τις συναντήσεις είναι να σε κάνω να νιώθεις άβολα και να το, συγγνώμη, τον σκέφτεσαι ακόμα πιο πολύ. Θα είμαι πάντα εδώ αν θες όντως να έρθεις μία μέρα. Ξέρω ότι θα γίνεις καλά, θα τον ξεχάσεις. Θέλει απλά κουράγιο και υπομονή. Όπως έγινε και με τους γονείς σου.» συνέχισε κοιτώντας με συμπονετικά.
Και ποιος σας είπε κύριε ότι εγώ ξέχασα τους γονείς μου;
Ότι δεν μου λείπει η αγκαλιά του μπαμπά μου, το φιλί της μαμάς μου, τα κουλουράκια που φτιάχναμε όταν ήμουν στεναχωρημένη; Τώρα δεν είναι κανείς εδώ. Και απλά θυμάμαι το ταψί με τα ζεστά μπισκότα να βγαίνουν από τον φούρνο.
Όμως, μισό λεπτό. Ελαφρώς στεναχωρημένο χαμόγελο, επιτηδευμένα χαλαρή στάση, σταυρωμένα χέρια, κυρτωμένα φρύδια.
Λύπηση είναι αυτό που κρύβεται στα μάτια σας κύριε Στιούαρτ; Μέχρι και εσείς κολλήσατε αυτήν την πανούκλα που εξαπλώνεται. Ίσως λίγο πιο μετά από τους υπόλοιπους.
Όλοι θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να κρίνουν ό,τι διαφέρει από αυτούς. Δεν υπάρχει σεβασμός προς τον άλλον, δεν υπάρχει κατανόηση του πόνου του, ούτε πραγματική επιθυμία να τον βοηθήσουν. Όλοι κοιτάνε τον εαυτό τους και είναι χαρούμενοι όσο οι άλλοι υποφέρουν περισσότερο από τους ίδιους και τους χτυπάνε την πλάτη λέγοντας 'Μην το βάζεις κάτω' και 'Όλα θα πάνε καλά'. Χιλιοειπωμένα παραμύθια. Το μόνο που έχουν να πουν, να δώσουν, να αισθανθούν είναι λύπηση.
Λες και θα βοηθήσει πουθενά. Λες και το να λυπάσαι κάποιον τον κάνει ξαφνικά δυνατότερο, πιο χαρούμενο, πιο ικανό να αντιμετωπίσει ό,τι του συμβαίνει.
Έχω βρεθεί και στην απέναντι όχθη. Ενώ η λύπη μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αξιοπρεπές συναίσθημα, ο θυμός, το μίσος, η περιφρόνηση δεν είναι σε καμία περίπτωση.
Είχα ένα χαρούμενο παρελθόν. Φίλοι για τους οποίους θα έκανα τα πάντα. Για τους οποίους έκανα τα πάντα. Ήμουν στην ομάδα ποδοσφαίρου το σχολείου, εκεί που γνώρισα τον Ζακ, όταν ένιωσα για πρώτη φορά μετά από καιρό σιγουριά, ασφάλεια, ότι μπορώ να αγαπήσω και να αγαπηθώ δίχως περιορισμούς και κανόνες. Δεν ήμουν όσο μόνη όσο αισθάνομαι τώρα.
Το παρόν μου; Ένα όμορφο ανέκδοτο. Άνθρωποι που ήξερες -που νόμιζες ότι ήξερες-, που εμπιστευόσουν, που αγαπούσες και υποστήριζες γυρίζουν ξαφνικά εναντίον σου. Σε χτυπάνε στα πιο αδύναμα σημεία σου, σαν να μην έχουν ούτε αναμνήσεις, ούτε έλεος. Σαν να μην ήσουν ποτέ τίποτα για αυτούς.
Κλωτσιές, χαστούκια -μεταφορικά και κυριολεκτικά-, βρισιές, απειλητικά μηνύματα, και ένα μικρό ασημένιο ξυραφάκι στο ντουλάπι του μπάνιο. Καλώς ήρθατε στην ζωή μου.
Όσο για το μέλλον, δεν μπορώ να ξέρω. Όσο κι αν είχα σχεδιάσει την ζωή μου μετά το σχολείο, δεν είμαι σίγουρη καν αν θα προλάβω να το τελειώσω πριν η τρέλα κερδίσει σε αυτό το μπρα ντε φερ.
«Ευχαριστώ κύριε Στιούαρτ για την κατανόηση και για όλη την στήριξη που μου παρείχατε τα τελευταία χρόνια.» είπα σχεδόν βουρκωμένα και σηκώθηκα αργά από την πολυθρόνα.
Έσφιξε το χέρι μου και βγήκα για τελευταία φορά από το γραφείο του. Μπήκα βιαστικά στον ασανσέρ και πάτησα το 0. Οι πόρτες έκλεισαν και εγώ άφησα το σώμα μου να κυλήσει πάνω στο κρύο μέταλλο του ασανσέρ. Τα δάκρυα έβγαιναν ανεξέλεγκτα από τα μάτια μου και οι λυγμοί έκαναν το σώμα μου να τραντάζεται.
Όλοι τελικά κάποια μέρα σε αφήνουν. Άτομα που τους εμπιστεύεσαι πράγματα πολύτιμα όπως αναμνήσεις, χαμόγελα, ζεστές αγκαλιές, ακόμα και ένα κομμάτι της καρδιάς σου.
Ζακ και εσύ με άφησες. Σου είπα να μην πλησιάσουμε άλλο, όμως εσύ το έκανες. Και σου είπα πως ήταν επικίνδυνο, όμως εσύ πάντα γελούσες με αυτήν την λέξη.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro