His brother
"Κάμερον;"
Ο αδερφός του. Τι κάνει εδώ; Υποτίθεται ότι ήταν στην Φλώριντα. Η οικογένειά του μετακόμισε μετά... Μετά το συμβάν.
"Τζάνετ;" ρώτησε σοκαρισμένος.
"Γιατί είσαι εδώ;" ρώτησε κουνώντας το κεφάλι του.
Τα μάτια τους μοιάζουν τόσο πολύ. Ένας χρόνος διαφορά, είχε σαν αποτέλεσμα πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά, όχι όμως τα μάτια.
Νιώθω σαν να κοιτάω τα ίδια μάτια που πονούσαν πριν 2 χρόνια. Που με ηρεμούσαν, που με ήξεραν, που με αγαπούσαν.
Δάκρυσα.
Κατάλαβα πως αρκετή ώρα τώρα δεν είπα τίποτα παραμόνο τον κοιτούσα, με ανοιχτό το στόμα, δακρυσμένα μάτια, ραγισμένη καρδιά και μυαλό γεμάτο από θανατηφόρες αναμνήσεις.
Θανατηφόρες...
Χα.
Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στην γέφυρα πίσω μας και βλέπω τον Άιζακ να κοιτάει απειλητικά τον Κάμερον. Ξαφνικά, σαν να ξύπνησα μόλις από έναν βαθύ λύθαργο, έσφιξα το χέρι του και απάντησα στον Καμερον.
"Αυτό θα σε ρωτούσα κι εγώ." τον κοίταξα χωρίς κανένα συναίσθημα.
Επικίνδυνο πράγμα το μυαλό. Ξέρει τις αδυναμίες σου, τους φόβους σου και μπορεί τόσο εύκολα να σε σκοτώσει. Το μόνο που αρκεί είναι να σκεφτείς την πιθανότητα, και εκείνο την κρατάει την ιδέα και την ταϊζει και την ποτίζει, την κρατάει ζωντανή, μέχρι να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τα πάντα εναντίον σου.
"Επιστρέψαμε. Οι δικοί μου θέλουν να σε δουν-" άρχισε να λέει μα τον διέκοψα.
"Δεν μπορώ Καμ..." είπα πληγωμένα.
"Τζάνετ δεν σε κατηγορούν πια για τίποτα! Ό,τι είπαν το είπαν πάνω στην σύγχησή τους, μετάνιωσαν και σε έψαξαν όμως ποτέ δεν σηκώνεις το τηλέφωνο! Έχουν περάσει δύο χρόνια Τζάνετ και είναι δύσκολο για όλους μας και καταλαβαίνω πως είναι δύσκολο και για εσένα, αλλά σε παρακαλώ. Νιώθουν υπεύθυνοι για ό,τι σου συμβαίνει, μην τους φορτώνεις ένα ακόμα βάρος." με παρακάλεσε και σήκωσα το βλέμμα μου επιφυλακτικά.
"Ξες πως είναι να χάνεις κάποιον που αγαπάς πολύ;" ρώτησε και κάγχασα.
Ειλικρινά το ρώτησε αυτό; Εγώ είμαι η πιο χαμένη της ιστορίας. Ξέρω πόσο πόνεσαν οι άλλοι, αλλά τουλάχιστον είχαν κάποιον κοντά τους να τους κρατάει το χέρι στην κηδεία. Όταν όμως το μόνο που σου έχει απομείνει για παρέα είναι ένα ξυραφάκι τι κάνεις;
Στραβοκατάπιε.
Άθελά μου εκείνη η μέρα πέρασε από το μυαλό μου.
FlashBack
Δεν έχω άλλα δάκρυα να ρίξω. Ό,τι μπόρεσα το έκανα στο τμήμα.
Κρατώντας καλύτερα το μαύρο δερμάτινό μου γύρω από το σώμα μου πλησίασα το μικρό μαύρο πλήθος που στεκόταν μπροστά από ένα παπά που στεκόταν λίγο πιο μακριά, με το χρυσοκόκκινο πετραχήλι του να ξεχωρίζει.
Κοιτώντας την πλάκα γύρω από την οποία είχαν συγκεντρωθεί αυτά τα 10 άτομα, κάλυψα το στόμα μου με το χέρι μου.
Το αγόρι μου. Ο έρωτάς μου κείτονταν κάτω από αυτήν την πλάκα, χωρίς σφυγμό, χωρίς χαμόγελο, χωρίς συναισθήματα ή αναμνήσεις.
Όλα είχαν πέσει στο κενό μόνο και μόνο επειδή ήθελε να ζήσω εγώ.
Ένας δυνατός λιγμός με γονάτισε πάνω στο γρασίδι του νεκροταφείου. Η Κέιτ γύρισε το κεφάλι της. Μόλις το βλέμμα της συνάντησε το δικό μου, περίμενα να έρθει να με αγκαλιάσει, να μου πει πως θα περάσει, πως θα είναι εκεί για εμένα. Δεν είχα και κανέναν άλλον εκτός από αυτήν και την Τζούλιετ.
Το μόνο που έκανε όμως ήταν να με κοιτάξει υποτημητικά και να γυρίσει μπροστά της. Ρουφώντας την μύτη μου σηκώθηκα όρθια και πλησίασα το πλήθος.
Πατώντας ένα κλαδί 10 ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν πάνω μου. Μετά από λίγη ώρα σιωπής η μαμά του Ζακ βγήκε μπροστά.
"Εσύ; Πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ;" φώναξε με ένα εξοργισμένο βλέμμα.
"Κυρία Μάρτιν..." πήγα να πω, αλλά με διέκοψε.
"Φύγε από εδώ! Τέρας! Μας κατέστρεψες! Εσύ φταις που το παιδί μου βρίσκεται μέσα σε ένα ξύλινο κουτί τρία μέτρα μέσα στο έδαφος! Αν δεν ήσουν εσύ, θα ήταν ακόμα μαζί μας! Εύχομαι να πονάς όσο πονάμε εμείς!" άρχισε να ουρλιάζει.
"Ποιός σας είπε κυρία ότι δεν πονάει;" ρώτησα βουρκωμένη τόσο σιγά που για μια στιγμή αμφέβαλα αν με είχε ακούσει.
"Τότε χαίρομαι." είπε ψυχρά ορθώνοντας το σώμα της και κοιτώντας με ακίνητη.
Κοίταξα πίσω της, ψάχνοντας για βοήθεια, για υποστήριξη στο πλήθος. Όμως κάθε βλέμμα που συναντούσα, άλλαζε απότομα κατεύθυνση. Ο μπαμπάς του Ζακ δάκρυσε.
"Φύγε από εδώ! Αρκετό κακό προξένησες!" απαίτησε κοιτώντας με υποτιμητικά.
Πήγα να ανοίξω το στόμα μου, όμως με πρόλαβε.
"Είπα φύγε! Πριν φωνάξω την αστυνομία!" επανέλαβε πιο έντονα.
Γύρισα γρήγορα τρέχοντας προς την έξοδο του νεκροταφείου.
"Δολοφόνε!" άκουσα την φωνή του πατέρα του να με κυνηγάει.
Όμως δεν γύρισα πίσω να κοιτάξω. Βγήκα έξω ακουμπώντας την πλάτη μου στα μαύρα κάγκελα και γλιστρώντας όλο και πιο κάτω.
Βυθιζόμουν.
Τα πνευμόνια μου έκλεισαν, και τα μάτια μου θόλωσαν και στο μυαλό μου επικράτησε το απόλυτο χάος.
Η πρώτη μου κρίση πανικού.
EndOfFlashBack
Βλέπεις Ζακ. Τίποτα δεν αρκεί για έναν άνθρωπο. Όλη την αγάπη του κόσμου να του δώσεις, κάποιος θα έρθει και θα σε αμφισβητήσει.
Και είναι άδικο. Γιατί σε αγάπησα και σε αγαπώ όσο τίποτα άλλο.
"Σε παρακαλώ." ξαναείπε ο Κάμερον κοιτώντας με βαθιά στα μάτια.
"Εντάξει." απάντησα απότομα μετά από λίγο και σηκώθηκα όρθια πλησιάζοντάς τον.
"Έλα να με πάρεις στις 8." είπα σιγανά και άρχισα να κατευθύνομαι προς το σπίτι, αφού πρώτα γύρισα προς το μέρος του Άιζακ γνέφοντάς του πως θα είμαι εντάξει.
Προσπάθησε να συγκρατήσεις τους άλλους μόλις δουν το βίντεο. σκέφτηκα και εκείνο κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, κοιτώντας με ακόμα με ένα σοβαρό βλέμμα.
Είχε δει την ανάμνηση.
[...]
Κοιτιέμαι στον καθρέφτη του δωματίου μου. Ένα μαύρο φόρεμα. Κλειστό στο μπούστο με μακριά φουσκωτά μανίκια, μια πλεχτή ζώνη και ένα ζευγάρι μαύρες γόβες.
Πέρασα τα πλέον στεγνά μαλλιά μου μια φορά με την βούρτσα και παίρνοντας το κινητό μου κατέβηκα κάτω, όπου με περίμενε ο Κάμερον.
"Πάμε;" με ρώτησε χαμογελώντας συγκρατημένα.
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και τον ακολούθησα μέχρι το μεγάλο μαύρο τζιπ του.
Δεν ξέρω τι να περιμένω. Δεν ξέρω αν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσω ό,τι και πριν δύο χρόνια. Δεν ξέρω καν αν πρέπει να πιστέψω τον Καμ ότι όντως οι γονείς του θέλουν να μου ζητήσουν συγγνώμη.
Υποθέτω πως μερικές φορές πρέπει να προσέχεις. Να μην περιμένεις πολλά. Ίσως μάλιστα να μην κοιτάξεις καν πίσω από τα τείχη σου. Γιατί αν τα αφήσεις έστω και για λίγο είσαι ευάλωτος.
Και το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι τώρα, είναι κι άλλες πληγές.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro