Happy Birthday...
"Ακόμα δεν μου είπατε που πάμε..." τους υπενθύμισα μετά από αρκετή ώρα στο αυτοκίνητο.
Με το που βγήκαμε από το σπίτι μπήκαμε στο αυτοκίνητο του Λουκ. Ο Λουκ στην θέση του οδηγού, ο Άιζακ στον συνοδηγό, κι εγώ πίσω ανάμεσα στην Μπέλα και στην Άντζελα. Ο Έντουαρντ δεν έχω ιδέα που εξαφανίστηκε.
"Και ούτε πρόκειται." απάντησε χαμογελαστά η Μπέλα.
Ξεφύσισα και έπεσα βαριά πίσω.
"Δεν με λυπάστε ε; Με τραβολογάτε από εδώ κι από κει, ένα δίωρο και δεν μου λέτε και τίποτα!" παραπονέθηκα σαν 5χρονο.
Αφού κανένας δεν απάντησε έπρεπε να μιλήσω. Ο υπ' αριθμόν ένα κανόνας της κοινωνικότητας.
Να γεμίζεις την σιωπή.
"Ο Έντουαρντ που εξαφανίστηκε;" ρώτησα χαλαρά.
"Έχει καιρό να αλλάξει. Όταν χθες σε βρήκε έκατσε μαζί σου για να σε προσέχει. Εμείς πήγαμε όσο εκείνος ήταν σπίτι." μου εξήγησε ο Λουκ.
"Γιατί είναι απαραίτητο να αλλάξει;" ρώτησα και έσκυψα προς τα μπρος.
"Γιατί αλλιώς μας επηρεάζει πολύ η πανσέληνος." απάντησε.
"Η πανσέληνος συνδέεται με την άλλη φύση μας. Εντείνει την ανάγκη μας να αλλάξουμε. Αν μεταμορφωνόμαστε συχνά η ανάγκη αυτή μειώνεται." συμπλήρωσε ο Άιζακ κι εγώ έκατσα πίσω στην θέση μου.
Κοίταξα έξω από το πράθυρο. Θα έβρεχε. Ο ουρανός ήταν βαρύς και μου θύμιζε τις μέρες και τις αναμνήσεις που προσπαθώ να αφήσω πίσω μου. Δεν είναι εύκολο. Είναι σαν να μου είπαν να θυμηθώ κάποιον που δεν γνώρισα ποτέ.
Θα τα καταφέρω όμως. Για μία φορά στην ζωή μου είμαι αισιόδοξη για κάτι. Για κάτι που θέλω πάρα πολύ. Θέλω η ζωή μου -όχι να φτιάξει, αισιόδοξη είμαι όχι ηλίθια- να διορθωθεί. Έστω και λίγο. Έστω και αν δεν μπορέσω ποτέ να γλιτώσω από τα παιδιά στο σχολείο.
Ο ήχος από χαλίκια κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου με επανέφεραν στην πραγματικότητα. Κοίταξα γύρω μου. Χρώματα, μουσική, θόρυβος, φωνές.
Ζωή.
Κατέβηκα από το αυτοκίνητο. Τα μάτια μου τυφλώνονταν από τα δυνατά φώτα, όμως δεν θα τα έκλεινα. Όχι σήμερα, όχι τώρα. Παιδιά πέρασαν από δίπλα μας τρέχοντας και γελώντας, με μαλλί της γριάς στα χέρια τους.
Ένα λούνα παρκ.
Χαμογέλασα κοιτώντας τα και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τα μπράτσα μου. Άρχισα να ακολουθώ τους άλλους. Έκατσα μερικά μέτρα πιο πίσω κοιτώντας συγκεντρωμένη τα σύννεφα που γεννούσε η ζεστή ανάσα μου.
Ξαφνικά κάτι προσγειώθηκε, σχεδόν αθόρυβα δίπλα μου και την στιγμή που πήγα να τσιρίξω, ο Έντουαρντ άρχισε να γελάει σαν υστερικό.
"Έπρεπε να δεις την φάτσα σου!" είπε μέσα από τα γέλια του ενώ κρατούσε την κοιλιά του.
"Χα χα χα. Γελάσαμε." απάντησα ειρωνικά και τον χτύπησα παιχνιδιάρικα στον ώμο.
"Εσύ θα πρέπει να είσαι και γαμώ τις φίλες." μου απευθύνθηκε στον ίδιο τόνο και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.
Δεν απάντησα, απλά ξεροκατάπια και αρχίσαμε να περπατάμε γρήγορα προσπαθώντας να φτάσουμε τους άλλους, που είχαν ήδη φτάσει στο περίπτερο του ταμείου. Περνώντας τα πρόχειρα στοιχισμένα κάγκελα στην είσοδο του λούνα παρκ άκουσα δυνατά γέλια από μια παρέα. Τα μάτια του Έλιοτ συνάντησαν τα δικά μου και σχεδόν ένιωσα πως είδε την αλλαγή μέσα μου. Για μια στιγμή είδα τον κολλητό μου. Αλλά όταν καγχάζοντας γύρισε στην Κέιτ ψιθυρίζοντας της κάτι, θυμήθηκα πως μάλλον δεν ήταν ποτέ φίλος μου.
Την στιγμή που πήραμε τα εισιτήρια το λούνα παρκ ήταν σχεδόν άδειο. Μεζευτήκαμε όλοι σε έναν κύκλο και, αφού τα παιδιά χαιρέτησαν τον Έντουαρντ, αρχίσαμε να συζητάμε που να πάμε. Αφού δεν συμμετείχα και ιδιαίτερα στην συζήτηση κοίταξα ξεφυσώντας τον ουρανό. Χαμογελώντας ελαφρά κατέβασα το βλέμμα μου και είδα στην γωνία του λούνα παρκ την ρόδα.
"Να πάμε στην ρόδα;" ρώτησα ενθουσιασμένα κι εκείνοι σταμάτησαν να μιλάνε και με κοίταξαν.
"Ε;" έκανε ο Λουκ κομπλαρισμένος.
"Λέω, να πάμε στην ρόδα;" επανέλαβα και τους κοίταξα.
Οι περισσότεροι στραβοκατάπιαν και κοίταξαν αλλού.
"Εμείς θα πάμε στο roller coaster, εσύ μπορείς να πας στην ρόδα με..." ξεκίνησε να λέει η Άντζι.
"Τον Άιζακ." κατέληξε χαμογελώντας και ο Άιζακ σήκωσε απότομα το κεφάλι του κοιτώντας τες φρικαρισμένος.
"Κάτσε τι; Όχι όχι όχι. Εγώ είμαι σε χειρότερη θέση από όλους σας απέναντι στην ρόδα." είπε εκείνος σοβαρός και χαμογέλασα αμήχανα.
"Πρέπει κάποια στιγμή να το ξεπεράσεις το ξέρεις έτσι;" του απευθύνεται ο Λουκ.
"Κι εσείς το ίδ-" άρχισε να τους μαλώνει ο Άιζακ, αλλά η Μπέλα του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και τραβώντας τους υπόλιπους άρχισαν να κατευθύνονται προς το roller coaster.
Κοίταξα τον Άιζακ που ξεφυσούσε.
"Δεν είναι ανάγκη να πάμε αν δεν θες." είπα γρήγορα αλλά εκείνος ένευσε αρνητικά.
"Είναι η μέρα σου Τζάνετ. Γίνεσαι 18." ανταπάντησε χαμογελώντας σφιγμένα και συμφώνησα.
Ξεκινήσαμε να περπατάμε προς το σπιτάκι ελέγχου της ρόδας. Εκείνη την στιγμή ένας κύριος με μια μαύρη κουκούλα ανέβαινε σε ένα βαγόνι, αφού η ρόδα σταμάτησε και κανένας άλλος δεν ήταν πάνω. Δεν δώσαμε σημασία, πλησιάσαμε το ταμείο και δώσαμε τα εισιτήριά μας.
Ανεβήκαμε μπροστά από το 'κουτί' που ήταν ο κύριος και κατεβάσαμε την μπάρα. Όταν η ρόδα ξεκίνησε, κοίταξα στο κάτω βαγόνι τον άγνωστο με την κουκούλα. Εκείνος την κατέβασε και ένα σαρδόνιο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του, καθώς έβγαζε τα γάντια του.
Ο άνδρας από το βράδυ μετά το νοσοκομείο. Εκείνος που μου επιτέθηκε. Το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό μου. Κοίταξα τον Άιζακ, που κοιτούσε προσηλωμένος μπροστά. Στραβοκαταπίνοντας και, πάνω από όλα, ελπίζοντας ο άνδρας να μην είχε κάνει τίποτα στο βαγόνι, ακούμπησα το χέρι του.
"Τί έχει γίνει στην ρόδα;" ρώτησα και έβγαλε μια ανάσα που έτρεμε.
Ο Άιζακ φοβόταν.
"Δεν ήμασταν πάντα μόνο 5 Τζάνετ..." ξεκίνησε να λέει και έκλεισε τα μάτια του.
Δεν μπορώ να διαβάσω σκέψεις, δεν μπορώ να θεραπεύσω, ούτε έχω κυνόδοντες και νύχια. Ξέρω όμως να καταλαβαίνω πότε κάποιος υποφέρει.
"Δεν χρειάζεται να μου-" άρχισα να λέω, αλλά με διέκοψε.
"Την λέγανε Λούνα..." μουρμούρισε με τόσο πόνο και ταυτόχρονα αγάπη που ένιωσα ένα τσίμπημα στο στομάχι μου.
"Ήταν το έκτο μελος της παρέα μας. Η ψυχή της. Η αδερφή μου." ξεκίνησε να αφηγείται και άκουσα κάτι να τρίζει, αλλά προσπάθησα να μην δώσω σημασία, πιστεύοντας ότι απλά έτριξε η πόρτα καθώς οι δαίμονες επέστρεφαν στο κεφάλι μου.
"Νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει τα πάντα. Όλοι θαυμάζαμε την ζωντάνια της, το ότι ήταν η μόνη που είδε θετικά το... 'δώρο' που μας δόθηκε." είπε ειρωνικά αγνοώντας το θόρυβο που έγινε ακόμα πιο έντονος.
"Ήταν ένα βράδυ σαν σήμερα. Το λούνα παρκ ήταν άδειο και εμείς μπήκαμε κρυφά. Ανέβηκε στην κορυφή της ρόδας φωνάζοντας ευτυχισμένη πως 'Τώρα μπορούμε να τολμάμε, χωρίς να φοβόμαστε'. Όμως..." ξεροκατάπιε.
"Όμως γλίστρησε. Το σοκ την τύφλωσε. Δεν πρόλαβε να πιαστεί από κάπου και έπεσε. Σαν ένας έκπτωτος άγγελος. Η αδεφή μου ήταν νεκρή. Την θάψαμε στο δάσος και ποτέ κανείς δεν ξαναμίλησε για αυτήν. Μέχρι σήμερα." τελείωσε και με κοίταξε βουρκωμένος.
"Για-γιατί δεν θεραπεύτηκε;" ρώτησα σοκαρισμένη.
Ο Άιζακ έκλαιγε.
"Έσπασε το σβέρκο της Τζάνετ. Δεν είμαστε αθάνατοι, απλά έχουμε βελτιωμένα χαρακτηριστικά." κάγχασε για ακόμα μια φορά.
"Άιζακ, λυπάμαι τόσο πολύ..." ψιθύρισα εξίσου βουρκωμένη και έσφιξα το χέρι του.
Η ρόδα ξαφνικά σταμάτησε όταν φτάσαμε στην κορυφή. Κοίταξα κάτω και είδα τον χειριστή λιπόθυμο στο έδαφος και ένα άλλον άνδρα, επίσης μαυροντυμένο όπως εκείνος στο από κάτω βαγόνι μέσα στο 'σπιτάκι'.
Χαιρετώντας με βγήκε από το κουβούκλιο και έφυγε από το λούνα παρκ. Και τότε το ένα από τα δύο σίδερα που συγκαρατούσε το βαγόνι μας, έσπασε. Η δικιά μου μεριά λύγισε προς τα κάτω και με μια κραυγή γλίστρησα πάνω από την μπάρα, πέφτοντας προς τα κάτω.
Δύο μέτρα πιο κάτω κατάφερα και κρατήθηκα από ένα σίδερο και τότε μόνο έδωσα προσοχή στον Άιζακ που μου φώναζε. Η ρόδα, για κακή μου τύχη, ήταν σχετικά απομονωμένη από το υπόλοιπο λούνα παρκ και κανείς δεν θεώρησε περίεργο ότι ήταν σταματημένη. Ή το κορίτσι που κρεμόταν από ένα ετοιμόροπο σίδερο.
"Άιζακ... Λ-λίγη βοήθεια;" ρώτησα προσπαθώντας να σταθεροποιηθώ και κοίταξα τον άνδρα που ανέβηκε αθόρυβα στο βαγόνι του Άιζακ και το δικό μου, την στιγμή που ο ίδιος πήδηξε στο σίδερο ακριβώς από πάνω μου.
Τον ένα χέρι μου γλίστρησε και μια πνιχτή κραυγή βγήκε από το στόμα μου βλέποντας και το άλλο χέρι μου να αφήνει σιγά σιγά το σκουριασμένο σίδερο. Η ανάσα μου κόπηκε και κρύος ιδρώτας έλουσε το μέτωπό μου. Όταν το τελευταίο δάχτυλο άφησε το σίδερο, έκλεισα τα μάτια μου όμως δύο χέρια έπιασαν τα δύο δικά μου και πήρα μια βαθιά γρήγορη ανάσα.
"Άιζακ!" ούρλιαξα όταν ο άνδρας στάθηκε πίσω του τραβώντας με δύναμη το ένα χέρι του πίσω και σπάζοντάς το.
Ο Άιζακ γρύλισε και μεταμορφώθηκε. Το χέρι το παραμορφωμένο είχε σταθεί περίεργα, ωστόσο φαινόταν να θεραπεύεται αργά αργά και τα κόκκαλα να παίρνουν την θέση τους.
Ο άνδρας αφού το έσπασε άλλη μια φορά έκανε το ίδιο με το αριστερό χέρι. Τα υπόλοιπα έγιναν πολύ γρήγορα για να τα καταλάβω.
Εγώ έκλεισα τα μάτια μου έτοιμη για ακόμα μια φορά να παραδοθώ στο κενό, όμως πάλι κάτι με κράτησε πίσω. Ένας οξύς πόνος στο χέρι που άφησε τελευταίο ο Άιζακ με έκανε να ανοίξω τα μάτια και να ουρλιάξω.
Είδα το αίμα να τρέχει από τις τρύπες που τα δόντια του δημιούργησαν. Με δάγκωσε. Τα κόκκινα μάτια του έλαμπαν έντονα. Οι φωνές μου ίσα που κάλυπταντα γρυλίσματά του. Οι φλέβες άρχισαν να γίνονται μαύρες και ανέβαιναν μέχρι πάνω στον ώμο μου. Το τρομαγμένο μα ταυτόχρονα απολογητικό βλέμμα του Άιζακ πρόδιδε το τι γινόταν. Με δάγκωσε. Με άλλαξε.
Το δεξί χέρι του θεραπευμένο πλέον χτύπησε τον σοκαρισμένο άνδρα, την στιγμή που εκείνος αποσπάστηκε από το χέρι μου. Ο Άιζακ σήκωσε απότομα το κεφάλι του πετώντας με προς τα πάνω. Άπλωσα με γρήγορες κινήσεις τα χέρια μου βλέποντας το ακριβώς από πάνω σίδερο, και περιέργως κρατήθηκα και με σχετική ευκολία ανέβηκα πάνω του.
Ο άνδρας έπεσε πίσω και έσκασε στο έδαφος. Δεν είδα παραπάνω λεπτομέρειες προτιμούσα να κοιτάξω αλλού. Κοίταξα τα χέρια μου. Η δαγκωματιά και οι φλέβες είχαν εξαφανιστεί.
"Τζάνετ!" άκουσα τον Λουκ να φωνάζει από κάτω και κοίταξα τον Άιζακ μαζί με τους υπόλοιπους να περπατάει πάνω κάτω πιο νευρικός από ποτέ.
Τον άκουσα να μουρμουρίζει 'Θεέ μου τι έκανα...'.
Ο Λουκ πήγε να σκαρφαλώσει για να με πιάσει, όμως αρχίζοντας να συνειδητοποιώ τι έγινε, πήδηξα στον στύλο ακριβώς από κάτω και μετά στο έδαφος. Όλοι σταμάτησαν να κουνιούνται και γύρισαν με κοιτάξουν ακόμα και ο Άιζακ.
Ένιωσα το κεφάλι μου να πονάει και ζαλισμένη το έπιασα.
"Δηλαδή εγώ τώρα είμαι..." άρχισα να λέω, αδυνατώντας να συνεχίσω την πρόταση.
"Λυκάνθρωπος." συμπλήρωσε ο Έντουαρντ στραβοκαταπίνοντας.
Ο πρώτος κεραυνός έπεσε και ένιωσα σχεδόν να σπάει τα τύμπανα μου. Τα γέλια και οι φωνές των παιδιών ακούγονταν σαν να βρίσκονταν ακριβώς δίπλα στο αυτί μου. Το αίμα του νεκρού άνδρα και παραλίγο δολοφόνου μου εισέβαλε βίαια στην μύτη μου. Ένιωθα όλες μου τις αισθήσεις πιο έντονες. Όλα μου τα συναισθήματα φώναζαν μέσα στο κεφάλι μου και οι δαίμονες μου ούρλιαζαν βλέποντας ευτυχισμένοι την κατάρα να με κυριεύει.
"Χρόνια Πολλά Τζάνετ..." είπε ο Λουκ με ένα λυπημένο χαμόγελο και ένιωσα τις πρώτες στάλες της βροχής να πέφτουν πάνω μου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro