From the 1st all the way to the 10th.
Όταν κατάφερα επιτέλους να φτάσω στο αυτοκίνητο των αγοριών είδα την Άντζελα και την Μπέλα να κάθονται μαζί τους. Γύρισαν και με κοίταξαν ενώ τα μάτια τους γούρλωσαν.
"Πώς μπόρεσαν να σου κάνουν κάτι τέτοιο; Ορκίζομαι την επόμενη φοράπου θα τους δω-" άρχισε να λέειη Άντζελα.
"Δεν χρειάζεται να μας το αναλύσεις τώρα..." την διέκοψε αμήχανα ο Λουκ.
Στριμωχτήκαμε στο αυτοκίνητο και ο Άιζακ πήγε με την μηχανή. Άκουσα την μηχανή να γκαζώνει απότομα.
"Ζακ!" αναφώνησα ασυνείδητα και όλοι γύρισαν να με κοιτάξουν.
Ο Άιζακ είχε κι όλας φύγει και εγώ κοιτούσα τον δρόμο χωρίς να θέλω να απαντήσω στις εκατοντάδες ερωτήσεις που μου έκαναν μόνο κοιτώντας με.
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και σε λιγότερο από 10 λεπτά ήμασταν στο σπίτι μου.
Μπήκαμε όλοι μέσα όπου μας περίμεναν η Μαίρη και ο Άιζακ που φαίνεται να μιλούσαν.
"Δεσποινίς! Τι έγινε; Τι πάθατε;" αναφώνησε μόλις με κοίταξε και το χαμόγελό της αντικαταστάθηκε από μια ανήσυχη έκφραση.
Σηκώθηκε όρθια και με πλησίασε γρήγορα πιάνοντας το πρόσωπό μου με τα ρυτιδιασμένα χέρια της.
"Είμαι καλά Μαίρη... Θα βάλω λίγο οινόπνευμα και θα είναι μια χαρά..." της είπα καθησυχαστικά.
"Είμαι σίγουρη ότι εκείνα τα κωλόπαιδα το έκαναν πάλι έτσι; Άμα με αφήνατε δεσποινίς τώρα θα έψαχναν τρύπα να κρυφτούν!" σχεδόν φώναξε εξοργισμένη.
Την αγκάλιασα και της έτριψα την πλάτη.
"Δεν πειράζει Μαίρη όλα είναι εντάξει. Δεν είναι η πρώτη φορά." προσπάθησα να την ηρεμήσω για άλλη μια φορά.
Και όντως δεν ήταν η πρώτη φορά. Όμως τίποτα δεν είναι εντάξει.
Τίποτα δεν θα ξαναείναι ποτέ εντάξει. Ακόμα και αν όλα αυτά σταματήσουν, και όλα γίνουν ακριβώς όπως 2 χρόνια πριν, πάντα στην ψυχή θα μένει χαραγμένο κάθε ουρλιαχτό, κάθε δάκρυ, κάθε πληγή. Θα σε περικυκλώνει το σκοτάδι που δεν θα σε αφήνει να εμπιστευτείς κανέναν.
Όσες υποσχέσεις και αν δωθούν, όσες αγκαλιές κι αν γίνουν, όσες φορές κι αν ακουμπήσουν τα χείλη κάποιου στο κεφάλι σου, όσα συγγνώμη και αν ακουστούν, οι αναμνήσεις πάντα μένουν.
Κοίταξα το τραπέζι όπου καθόταν πριν λίγο και συζητούσε με τον Άιζακ και το πλησίασα βιαστικά. Ένα παλιό άλμπουμ ήταν ανοιγμένο. Δικές μου παιδικές φωτογραφίες.
Όταν ήμουν πέντε χρονών και είχα πάει με τους γονείς μου στο λούνα παρκ και είχα κερδίσει ένα αρκουδάκι με διπλάσσιο ύψος από το δικό μου. Όταν στα 7 μου, θα πηγαίναμε διακοπές στην Νέα Υόρκη και εγώ προσπαθούσα να χαμογελάσω μέσα από τα δάκρυά μου.
Φοβόμουν τα αεροπλάνα. Φοβόμουν την αλλαγή που συνεπαγόταν ένα αεροπλάνο.
Και την ημέρα των όγδοων γεννεθλίων μου όταν έσβηνα τα κεράκια. Και ευχήθηκα να χιόνιζε εκείνο το βράδυ.
20 Δεκεμβρίου του 2006.
Και χιόνισε. Και οι ρόδες του αυτοκινήτου γλίστρησαν. Ή τουλάχιστον έτσι μου είπαν. Και τώρα καταλαβαίνω τι εννοούν όταν λένε πρόσεχε τι εύχεσαι.
"Σου έχω πει ότι αυτά τα άλμπουμ δεν θα ξαναβγούν από την βιβλιοθήκη." προσπάθησα να πω όσο πιο ευγενικά μπορούσα, αλλά ο θυμός που σιγοέβραζε μέσα μου το καθιστούσε αδύνατο.
"Λυπάμαι δεσποινίς. Επέμενε. Πολύ..." μουρμούρισε η Μαίρη πιο σιγά την τελευταία λέξη και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
Ανέβηκα γρήγορα στο δωμάτιο μου με την ελπίδα να καταλάβουν πως δεν ήταν ώρα για τα κουτιά. Ότι χρειαζόμουν μερική ώρα μόνη μου. Ίσως όχι ακριβώς μόνη μου...
Το ξυραφάκι είναι καλή παρέα τα τελευταία χρόνια..
Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα και οι 5. Κοίταξα τον Άιζακ.
Ήμουν τόσο σίγουρη, ότι θα καταλάβαιναν πως ένιωθα και θα ήθελα να φύγουν, αλλά αυτός με άκουσε και επέστρεψαν. Πλέον ούτε στις σκέψεις μου δεν θα είμαι ασφαλής.
Είναι λες και δεν μπορώ πια να είμαι εγώ!
Και τι είναι το εγώ πια;
"Κράτα τις σκέψεις σου για τον εαυτό σου!" γρύλισε ο Άιζακ κοιτώντας με θυμωμένος.
"Πίστεψε με! Αν με άφηνες θα το έκανα!" του αντιγύρισα με νεύρο.
"Αν σε άφηνα τώρα θα ήσουν στο μπάνιο να χαρακώνεσαι!" είπε πιο έντονα αυτή την φορά.
Ντροπιασμένη γούρλωσα τα μάτια μου. Στραβοκατάπια κοιτώντας τα παιδιά να με κοιτάνε έκπληκτα.
Σχεδόν σαν να με κατηγορούσαν.
"Αν δεν έσκαγες να δεις το άλμπουμ, αν δεν με παρατούσες στο καφέ, δεν θα το σκεφτόμουν καν!" του φώναξα.
"Προσπαθώ να βοηθήσω!" ανταπαντά.
"Με το να μου θυμίζεις πράγματα που δεν θέλω να θυμάμαι πια, δεν βοηθάς!" ούρλιαξα και δεν με ένοιαζε που οι άλλοι μας κοιτούσαν σαν απλοί θεατές.
Περίεργο... Και τόσο καιρό νόμιζα ότι εγώ ήμουν ο θεατής της ζωής μου...
"Δεν θα απολογηθώ, επειδή προσπάθησα να κάνω κάτι καλό!"
"Ωραία αντίληψη του καλού έχεις! Δεν μου έδωσες καν την ευκαιρία να εξηγηθώ! Έπρεπε να χώσεις την μύτη σου! Και πολύ καλό το να με παρατήσεις μόνη στο καφέ με άτομα που σιχαίνονται και τα έντερα μου!" φώναξα και έβγαλα την ζακέτα μου πετώντας την με νεύρο στο πάτωμα.
"Πανέμορφο δεν συμφωνείς! Μάλιστα θα πρέπει να σε ευχαριστώ κι όλας, σωστά;" ουρλιάζω πλέον στα μούτρα του.
"Αν έμενα λίγο ακόμα θα αποκαλυπτόταν το μυστικό μου και πιστεύω ότι είναι πιο σημαντικό από ένα μυξιάρικο κακομαθημένο!" φώναξε και ένιωσα να βουρκώνω.
"Νόμιζα ότι δεν αφήνουμε πίσω κανένα μέλος της αγέλης." είπα με σιγανή βαθύτατα πληγωμένη φωνή.
"Δεν είσαι μέλος της." απαντά ψυχρά στον ίδιο τόνο του.
Το βλέμμα του τρύπησε την ψυχή μου τόσο βαθιά, σε τόσο διαφορετικά σημεία, που σχεδόν σταμάτησε να χτυπάει.
"Άιζακ..." είπε προειδοποιητικά ο Λουκ.
"Όχι Λουκ. Κουράστηκα! Δεν είμαι ο κακός της υπόθεσης! Αλλά δεν θα ρισκάρω την ζωή μου και την ζωή σας, επειδή δεν τολμά να υπερασπιστεί τον εαυτό της!" του απάντησε θυμωμένα.
Και τα μάτια του Λουκ έγιναν κόκκινα. Όταν όμως με κοίταξε ηρέμησε και επέστρεψαν στο κανονικό τους χρώμα.
Είσαι τόσο μεγάλος μαλάκας...
Τα μάτια του γούρλωσαν και γύρισε παλι προς το μέρος μου.
"Πώς με είπες;" ρώτησε προσπαθώντας να συγκρατηθεί.
"Εγώ δεν είπα τίποτα. Προσπαθώ να κρατήσω τις σκέψεις μου για τον εαυτό μου αν δεν σε πειράζει! Εξάλλου τι να σε πειράξει; Είμαι ένα αδύναμο, κλαψιάρικο και κακομαθημένο τίποτα! Γιατί όπως όλοι ξέρουμε εγώ ζήτησα την βοήθειά σας! Εγώ παρακάλεσα τον Θεό να σκοτώσει τους μόνους ανθρώπους που με νοιάζονταν! Εγώ φταίω για όλα! απάντησα με νεύρο.
Γύρισε και έφυγε, χωρίς να πει τίποτα, κοπανώντας με δύναμη την πόρτα πίσω του.
Τράβηξα με δύναμη τα μαλλιά μου και ούρλιαξα. Έριξα με μια κίνηση όλα τα πράγματα πάνω από το γραφείο μου, όμως καταλάθος έπεσε και μια πορσελάνινη κούκλα και έσπασε το χέρι της.
Η τελευταία κούκλα μου. Από τα ελάχιστα πράγματα που απέμειναν από τους γονείς μου.
"Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι..." μουρμούρισα γρήγορα και έπιασα στα χέρια μου την κούκλα και το θρυματισμένο χεράκι της.
"Τζάνετ..." είπε και πήγε να με πλησιάσει.
"Φύγε... Φύγετε όλοι σας! Ποτέ κανείς δεν καταλαβαίνει εμένα... Όλοι απλώς με λυπούνται. Και βαρέθηκα να με λυπούνται και να μου δίνουν φάρμακα και να με φωνάζουν τρελή και ψυχάκια. Βαρέθηκα να ζητάω συγγνώμη από ανθρώπους που δεν το αξίζουν... Όταν θα θελήσετε πραγματικά να ακούσετε ελάτε." της απαντάω και έκανε έκπληκτη ένα βήμα πίσω.
Αγκάλιασα βουρκωμένη την κούκλα μου και κουλουριάστηκα κοντά στο γραφείο. Ακόμα και εκείνη μου φαίνεται διαφορετική. Πιο βαριά από ό,τι συνήθως.
Τα παιδιά με κοίταξαν λυπημένα και έφυγαν.
Μετά από μισή ώρα παρακολούθησης του απόλυτου κενό σηκώθηκα αργά και άφησα απαλά την κούκλα στο γραφείο. Μπήκα στο μπάνιο και ακολούθησα την ρουτίνα μου. Μια ρουτίνα που καταπραϋνει εμένα και τρομάζει τους άλλους.
Πρώτη χαρακιά.
Θύμωσες σήμερα Τζάνετ... Δεν είναι σωστό να θυμώνεις!
Δεύτερη.
Φώναξες Τζάνετ... Δεν κάνει να φωνάζεις!
Τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη.
Μια για κάθε έναν από αυτούς που έδιωξες σήμερα Τζάνετ.
Όγδοη.
Γιατί δεν θα ξεχάσεις ποτέ Τζάνετ.
Έννατη.
Γιατί δεν είσαι αυτό που θα έπρεπε να είσαι Τζάνετ.
Ένα κορίτσι που θέλει να αλλάξει, να σωθεί, να σταματήσει, να χαμογελάσει, να αναπνεύσει.
Δέκατη.
Γιατί είσαι εσύ...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro