Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

17. Τον σκότωσα.

17. Τον σκότωσα.

Μερικές ώρες πριν θα έλεγα πως όλα πήγαιναν από το κακό στα στου διαόλου. 

Μερικές ώρες πριν θα έλεγα πως υπήρχε ακόμη κάτι καλό για το οποίο άξιζε να παλέψω.

Μερικές ώρες πριν, η Jane Avery είχε κάποια σημασία.

Τώρα...τώρα δεν ξέρω.

«Janie, σε παρακαλώ.»

Σήκωσα απότομα το βλέμμα μου. Ο Adrian στεκόταν μπροστά μου, βρεγμένος από τη βροχή  γεμάτος αίματα. Δεν μπορούσα να βλέπω άλλο. «Πήγαινε στο δωμάτιό μου και περίμενε εκεί.»

«Janie-»

«Μη με ακουμπάς!»

Ο Adrian άφησε το χέρι του να πέσει, και έκανε αυτό που του είπα, παραπατώντας καθώς ανέβαινε τις σκάλες. Σκούπισα με αργές κινήσεις τα δάκρυά μου και συγκράτησα τον εαυτό μου από να φωνάξω, γιατί αυτό ήθελα. Ήθελα να φωνάξω, να τσιρίξω, να ουρλιάξω από όλα όσα γίνονται. Αντίθετα δεν έκανα τίποτα. Δεν ήθελα να ξυπνήσω τη Katherene, όχι όσο δεν χρειαζόταν.

Ελέγχοντας την αναπνοή μου, πήγα προς το μόνο μέρος που μπορούσα να βρω βοήθεια αυτή τη στιγμή, πραγματική βοήθεια. Θα το μετανιώσω, σκέφτηκα, θα το μετανιώσω πικρά, αλλά δεν πάει στο διάολο. 

Θα πάει.

Άνοιξα τη πόρτα του δωματίου του, και όπως περίμενα, ήταν ακόμη ξύπνιος. Καθόταν στο γραφείο με μια στοίβα χαρτιά και μόνο τη λάμπα ανοιχτή να φωτίζει το σημείο που ήθελε. Όταν άκουσε τα βήματά μου, σήκωσε το βλέμμα του από τα χαρτιά του και με κοίταξε με περιέργεια.

«Άκουσα μουρμουρητά.»είπε σιγανά. Μάλλον κανείς δεν ήθελε να ξυπνήσει τη Katherene. «Έγινε κάτι;»

Σχεδόν παθητικά, σαν να είχα κάνει αυτή τη κίνηση πολλές φορές, κουραστική κίνηση μπορώ να πω, έκλεισα τη πόρτα, και τη κλείδωσα δύο φορές. Ας είχαν πρόβλημα οι πράκτορές του αργότερα.

«Janette.»

Η φωνή του με ξύπνησε από τις σκέψεις που με κυρίευαν και προσπάθησα να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή, και ας ήξερα ότι δεν θα κρατούσε για πολύ. «Μπορείς να κάνεις κάτι για μένα;»

«Αν είναι νόμιμο.» είπε προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο. Κατάλαβε πως απέτυχε όταν δεν γέλασα. «Δεν είναι νόμιμο;»

«Δεν ξέρω τη τύφλα μου από νόμους.» απάντησα και τον κοίταξα καλά. «Αλλά μπορείς να κάνεις τα πάντα που θα σου ζητήσω.»

Αυτή τη φορά έκατσε πίσω στη καρέκλα του και με παρατήρησε προσεκτικά. «Ποιος ήρθε τέτοια ώρα Jane και τι σου είπε;»

Ναι τι σου είπε;

Ή μάλλον τι δεν σου είπε;

«Πριν μερικά λεπτά κάποιος πέθανε.» είπα χαμηλόφωνα. Αυτό τον έκανε να αντιδράσει, αλλά δεν πρόλαβε να πει κάτι. «Σε λιγότερο από δέκα λεπτά θα είναι εκεί ένα ασθενοφόρο, και πιθανότατα η αστυνομία.»

Σηκώθηκε έξαλλος από τη καρέκλα του και ήρθε μπροστά μου. «Σε τι μπλέχτηκες;»

Δεν απάντησα στην ερώτησή του. «Θέλω να κάνεις στην αναφορά ο θάνατος αυτός να φαίνεται σαν αυτοκτονία.»

Με έπιασε από τους ώμους και με ταρακούνησε δυνατά. «Ξέρεις τι στο διάολο λες;»

«Σε παρακαλώ, μη ρωτάς και απλώς κάν' το.» τον ικέτευσα. 

«Jane, τι έκανες;»

Εγώ τίποτα.

Τουλάχιστον ακόμη.

«Jane γιατί θες να παραποιήσω μια αναφορά;»

Θεέ μου τι κάνω;

«Γιατί ήταν δολοφονία.»

__________________________________

Μερικές ώρες πριν

«Κάτι τρέχει.» είπε η Sarah. «Το νοιώθεις;»

Υπήρχε μια βλεφαρίδα πάνω στα γυαλιά ηλίου μου που δεν έλεγε να φύγει. «Πάντα κάτι τρέχει, Sarah.»

Δεν τα παράτησε όμως. «Μωρέ δεν το νιώθεις;»

Ξεφύσησα παρατώντας τα γυαλιά στο ξύλινο τραπέζι της άυλης του σχολείου. «Πες το.»

Η Sarah ήρθε κοντά μου ετοιμάζοντας τον εαυτό της για κάποιο μεγάλο κουτσομπολιό, σταυρώνοντας τα πόδια κάτω από τη κοντη φούστα της μαζορέτας και σταυρώνοντας τα χέρια της πάνω στο τραπέζι. «Δεν ξέρω αν το παρατήρησες, αλλά είναι Τετάρτη.»

«Μάλιστα...»

«Είναι στη μέση της εβδομάδας και δεν έχει γίνει τίποτα ακόμη!» είχε αρχίσει να τα χάνει, ήμουν σίγουρη πλέον. «Υπάρχει τόση ησυχία σαν να γίνει κάτι, αλλά εμείς δεν το ξέρουμε.»

Έσκυψα κοντά της, τρίβοντας απαλά το χέρι της. «Sarah, ο Alex μπορεί -»

«Η Chloe είναι αρκετά ήσυχη.» συνέχισε η Sarah. «Και η Mae είναι άφαντη. Δεν έχει λείψει ούτε μια μέρα από το σχολείο.»

«Μπορεί να είναι άρρωστη.» είπα.

«Πάρτη τηλέφωνο τότε.»

«Ανησυχείς υπερβολικά πολύ.»

Μου πέταξε το τηλέφωνό μου. «Σου λέω κάτι πάει λάθος.»

Με έναν βαθύ αναστεναγμό για να δείξω τον όχι και τόσο μεγάλο ενθουσιασμό μου, πάτησα τον αριθμό της Mae και μετά το κουμπί κλήση. Με τη μικρή δεν ήμασταν τόσο κοντά, όπως με τη Sarah, ή ακόμη και με τη Liv, τα δύο κορίτσια ήταν έξω από την "οικογένεια" των τεσσάρων μας, εμού, της Sarah, του Alex και του Adrian. Αλλά πάντα ήταν καλό να έχεις φίλους και απέξω, ποιος ξέρει πότε θα σου χρειαστούν.

Ένα, δύο, τέσσερις χτύπους αργότερα, τα παράτησα, την ίδια στιγμή που βγήκε ο τηλεφωνητής. «Sarah, ίσως κάνει κοπάνα. Δεν είναι και τόσο κακό.»

Η Sarah έπιασε κάτι στον λαιμό της, ένα μικρό σταυρουδάκι που φορούσε από μικρή, ως σύμβολο της πίστης στον Θεό, στην ανώτερη δύναμη. Πάντα το έκανε αυτό όταν ένιωθε νευρικότητα, άγχος και γενικότερα άσχημα. «Janie σου λέω, έχω ένα κακό προαίσθημα.»

Προσπάθησα να διώξω την αρνητικότητα της Sarah από πάνω μου, αλλά αυτό και αν ήταν δύσκολο μιας και μοιραζόμασταν το ίδιο συναίσθημα. Μετά από το συμβάν στο νοσοκομείο, και το όνειρο που είδα με τον Francis -γιατί μόνο ως όνειρο εξηγείται- το άσχημο συναίσθημα που είχα τη προηγούμενη εβδομάδα είχε γίνει ένας πονοκέφαλος χωρίς σταματημό. Κάτι μέσα μου δεν με άφηνε ήσυχη, τη ψυχή, το μυαλό, το πνεύμα μου. Δεν είχα ύπνο, δεν είχα τίποτα.

Ίσως άρχισα να τρελαίνομαι. Καλά, δεν είναι και κάτι καινούριο.

Έπιασα το χέρι της Sarah για άλλη μια φορά, και της χάρισα το πιο γλυκό χαμόγελό μου. «Θα ξαναπάρω αργότερα. Μην ανησυχείς, σε παρακαλώ.»

Οι ώρες πέρασαν γρήγορα και το πρόγραμμα του σχολείου έφτασε στο τέλος του πιο γρήγορα από όσο περίμενα. Ίσως το γεγονός ότι σε λιγότερο από δύο εβδομάδες είναι ανοιξιάτικες διακοπές, που πρακτικά σήμαινε το τέλος του σχολικού έτους, έκανε τη μέρα όλο και πιο μεγάλη, αλλά για κάποιο λόγο περνούσε πιο γρήγορα.

Υπήρχαν ακόμη σύννεφα, δεν θα τα αποχωρίζονταν ποτέ το Seattle, όμως σήμερα είχε ήλιο, και για κάποιο λόγο, ήθελα να κρυφτώ από αυτόν. Το γεγονός της βροχής και του άσχημου καιρού πρακτικά κάθε μέρα, είχε κάνει κάποιον σαν εμένα αντι-ηλιακό, με όλο αυτό το φως, τη χαρά και τη ζεστασιά ποτ προσέφερε να μας φαίνονται σαν κάτι που απλά είναι πολυ καλό για αληθινό.

Ήμουν πολυ αρνητικός τύπος.

Με το που έφτασα σπίτι μια έκπληξη όμως με περίμενε. Δεν ήταν παράλογο να είμαι τόσο αρνητική όταν όλα συμβαίνουν σε μένα.

Δύο μαύρα SUV με φιμέ τζάμια ήταν παρκαρισμένα έξω από την αυλή. Δεν χρειάστηκε και πολυ ια να καταλάβω τι γινόταν. Οπότε όταν μπήκα μέσα, δεν ξαφνιάστηκα από τους τέσσερις τύπους με τα μαύρα να στέκονται στη κουζίνα και στο σαλόνι. Και στο σαλόνι, ω ναι, εκεί ήταν η έκπληξή μου.

«Ποιος πέθανε και σου έδωσε τόση προστασία από τις Μυστικές Υπηρεσίες;» η ερώτηση βγήκε από το στόμα μου πριν καν μπω εκεί. Αλλά δεν σταμάτησα ούτε όταν πάτησα το πόδι μου μέσα. «Είσαι τόσο καλός φίλος με τον Πρόεδρο και έτσι; Αν ναι, μπορεί να σε πάρει μακριά;»

Ο Marc Avery άφησε στο τραπεζάκι την εφημερίδα που κρατούσε και με κοίταξε στα μάτια. Ίδια μελί μάτια, ίδια μπουκλωτά καστανόξανθα μαλλιά, επόμενο ήταν να είμαι κόρη του. Δεν χαμογέλασε, δεν είπε γεια, απλά απάντησε. «Δεν είναι από τις Μυστικές Υπηρεσίες.»

«Άρα κάποιος πέθανε;»

«Κανένας δεν πέθανε.» απάντησε ενοχλημένος. «Είναι της NSA. Και θα μείνουν εδώ όσο είμαι και εγώ εδώ.»

Σήκωσα το φρύδι μου. «Έχω δύο ερωτήσεις.»

«Μόνο;»

«Ερώτηση νούμερο ένα.» ξεκίνησα αγνοώντας τον. «Πώς γίνεται ένας απλός βοηθός του Γενικού Εισαγγελέα να έχει προστασία από την NSA; Οι τύποι είναι στον Λευκό Οίκο έτσι;»

Ο πατέρας μου αυτή τη φορά χαμογέλασε. «Δεν επιτρέπεται να πω.»

«Αχ,τα μυστικά του επαγγέλματος ε;» Δεν τον άφησα να συνεχίσει και τον πρόλαβα. «Και δεύτερη ερώτηση, η πιο κρίσιμη. Πόσο θα μείνεις εδώ;»

«Φεύγω τη Τρίτη το πρωί, μετά τα γενέθλιά σου.»

Επιτέλους μια ξεκάθαρη απάντηση.

Όσο χάλια και αν ήταν.

«Θα έρθει και η αγία μητέρα;»

«Θα έρθει και ο Lucas.»

«Ποιος άλλος θα έρθει, ο Πρόεδρος;»

«Κανονίζεται εύκολα αν θέλεις.»

Στριφογύρισα τα μάτια μου. «Ποιος σου άνοιξε; Η Katherene ξέρει ότι είσαι εδώ;»

«Κάτω από τη γλάστρα βρήκα το κλειδί.» Με μούτζωσα στο μυαλό μου για τη προφανή κρυψώνα. «Και όχι, δεν το ξέρει.»

Ένα κύμα έντονων συναισθημάτων, κυρίως αρνητικών, με κυρίευσε, και τα επόμενα λόγια μου έκαναν τους πράκτορες να ετοιμαστούν για πόλεμο. «Φύγε από το σπίτι μου που να πάρει, θα σε σκοτώσω!»

«Θα σκοτώσεις τον πατέρα σου;» ρώτησε κοιτώντας με καλά.

«Ο πατέρας μου είναι ήδη νεκρός.» απάντησα στον ίδιο τόνο. «Εσύ είσαι απλώς ο άνδρας που έδωσε λίγο σπέρμα για να δημιουργηθώ.»

Αυτό τον έκανε έξαλλο. Σηκώθηκε από τον καναπέ που καθόταν και ήρθε κοντά μου, με ένα απειλητικό βλέμμα. «Δεν θα μου μιλάς εμένα έτσι.»

«Είσαι ένας άγνωστος που να πάρει!» φώναξα. «Ένας που απλώς προσπαθεί να μπει στη ζωή μου. Άργησες λίγο. Δεκαέξι χρόνια!»

Και το χέρι του σηκώθηκε. Με το που έκλεισα τα μάτια μου ένιωσα το τσούξιμο στο μάγουλό μου. Ήμουν σίγουρη πως όχι μόνο θα έμενε σημάδι, αλλά θα έμενε και για μέρες. Δεν ήταν κάτι που χρειαζόμουν αυτή τη στιγμή. Προσπάθησα να κρατήσω ήρεμη τη φωνή μου όταν μίλησα, βλέποντας το πρόσωπό του, μια μάσκα σοκ για την ίδια του τη πράξη.

«Οικογένεια δεν είναι οι άνθρωποι οι οποίοι μοιράζονται το αίμα τους. Είναι αυτοί με τους οποίους μεγαλώνεις, στην καρδιά σου.» Κάτι μέσα του, κάτι μικρό, έσπασε. «Έχασα τον μπαμπά μου. Μη προσπαθείς να πάρεις τη θέση του.»

Έφυγα από εκεί πριν προλάβει να πει κάτι. Όχι ότι είπε. Ούτε αυτός, ούτε οι πράκτορές του από όπου στο διάολο ήταν, προσπάθησαν να με εμποδίσουν. Έφυγα από εκεί και κρύφτηκα στο δωμάτιό μου, το μόνο μέρος που φώναζε ηρεμία.

Γιατί; Γιατί όλα συμβαίνουν τώρα; Γιατί πολύ απλά δεν περίμενε κανείς λίγο, λίγο να βρω μια ανάσα να πάρω. Γιατί;

«Μου χρωστάς.» μουρμούρισα κοιτώντας ψηλά. Δεν θα ερχόταν απάντηση. Ποτέ δεν θα ερχόταν.

Έτριψα το μάγουλό μου όσο έπαιρνα το κινητό από τη τσάντα μου. Η εικόνα της Sarah το πρωί με φρίκαρε, το λιγότερο, και σε συνδυασμό με τη δική μου ψυχολογική αναστάτωση, κατάλαβα πως ίσως είχε δίκιο. Η Mae δεν έχανε ποτέ το σχολείο, απλά για να μπορεί να βλέπει τον Jason σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά, αλλά και για να έχει καλή εικόνα μπροστά στους καθηγητές. Η απουσία της σήμερα ήταν κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο, μέχρι και μια φίλη της με ρώτησε για εκείνη.

Και ο Ed St. Laurens.

Κάτι τρέχει με αυτούς.

Λοιπόν... 

Πάτησα τον αριθμό της αλλά δεν βρήκα επιτυχία ούτε αυτή τη φορά. Έπεισα τον εαυτό μου να μην αρχίσει να πανικοβάλλεται ακόμα και σκέφτηκα να πάρω τον Nathan. Αυτός ήξερε τα πάντα και θα μου έλεγε κάτι, ότι και να ήταν.

Δυστυχώς όταν απάντησε, κατάλαβα πως δεν θα μου έλεγε και πολλά.

«Janie όχι τώρα.» είπε γρήγορα. «Έχω...δουλειές.»

Και αυτό ήταν. Μου το έκλεισε πριν προλάβω όντως να πω κάτι.

Τι στο διάολο όλοι σήμερα;

Λίγες ώρες αργότερα, μετά από μια έντονη συζήτηση με τη Katherene και τον κύριο-το-παίζω-δυνατός Marc Avery, η οποία κατέληξε σε καβγά και στον καθένα κλειδωμένο στα δωμάτιά του, έκανα ένα μπάνιο που δεν ήξερα πόσο πολύ το χρειαζόμουν. Είχα χαλαρώσει τελείως όταν βγήκα, και είχα στήσει τα πάντα για μια βραδιά ταινίας, ακόμη και αν ο καιρός έξω έδειχνε πως το βράδυ θα εξελισσόταν σε κάτι χειρότερο.

Συμφώνησα με τον εαυτό μου να μη βάλω κάποια άσχημη σκέψη στο μυαλό μου.

Έσπασα αυτή τη συμφωνία πιο σύντομα από όσο περίμενα.

Είχα ετοιμάσει το παγωτό φράουλας σε ένα από τα μεγάλα μπολ, αυτά για τις σούπες και τις μικρές σαλάτες, όταν κάτι με έκανε να πεταχτώ από τον τρόμο μου. Οι πράκτορες του μπαμπά εμφανίστηκαν μπροστά από την πόρτα όταν πήγα εκεί, τη πηγή του δυνατού ήχου.

«Δεσποινίς πηγαίνετε στο δωμάτιό σας.» είπε ο ένας από αυτούς.

«Βρε άι στο διάολο.» μουρμούρισα και τους προσπέρασα, αλλά ο ένας από αυτούς δεν με άφησε να την ανοίξω τη πόρτα, κρατώντας το χέρι του εκεί. «Δεν είναι και κανένας δολοφόνος εκεί έξω.»

Δεν απάντησε κανένας τους.

Τα χτυπήματα ακούστηκαν και ήταν θαύμα που ούτε ο μπαμπάς μου ούτε η Katherene κατέβηκαν ακόμη. Αφήνοντας ένα εκνευρισμένο βλέμμα στους πράκτορες, κοίταξα από το ματάκι. «Τον ξέρω. Είναι άκακος.»

Οι πράκτορες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, πριν χτυπήσω το χέρι αυτού που κρατούσε το χερούλι. Από τη ξαφνική αυτή κίνηση, άφησε το χερούλι και πήρα την ευκαιρία ανοίγοντας τη πόρτα. Όπως το περίμενα, η βροχή είχε κάνει χάλια τον Adrian, αλλά όταν άνοιξα τη πόρτα δεν φάνηκε να τον ενοχλεί ιδιαίτερα.

Το πρόσωπό του ήταν τρομαγμένο.

Η καρδιά μου πιο πολύ.

«Adrian τι έγινε;»

Δεν απάντησε αμέσως. Σήκωσε αργά τα χέρια του προς το μέρος μου. Κοίταξα εκεί και μπορεί να μην είχα καθόλου φως να με βοηθήσει να δω καθαρά, κατάλαβα πως αυτό που έβρεξε τα χέρια του δεν ήταν βροχή.

Σχεδόν έκλεισα τη πόρτα στα μούτρα των πρακτόρων.

«Τι έκανες;» ρώτησα χαμηλόφωνα. 

Αυτή τη φορά ο Adrian απάντησε αμέσως.

«Τον σκότωσα.»

__________________________________

A/N Περιττό να πω πως φτάνουμε στο τέλος, οπότε δεν θα το πω.

Οι διακοπές τελείωσαν οπότε, πείτε καλημέρα στα σχολεία. Το μόνο πράγμα που δεν θα μας αφήσει ποτέ.

Επίσης τελειώνει και το Loving June. Ένα κεφάλαιο έμεινε. Ανεβαίνει στο επόμενο δεκάλεπτο.

Τι θα διαβάζετε εσείς από εμένα;

Ένα έχω να σας πω.

Δεν ξέρω.

Θα τη κάνουμε και αυτή τη συζήτηση.

Μέχρι τότε, I salute you.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro