Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

07| Would You Ever Kiss Me If I Had Poisoned Lips

Όταν ερχόταν η βροχή, ο Άδης ήξερε να κρυφτεί από αυτήν. Καθόταν κάτω από τα δέντρα με τα μεγάλα φύλλα και περίμενε τις σταγόνες να στερέψουν από τον ουρανό. Μα κάθε φορά, η κοπέλα που τον έσωσε, η Κόρη, τον αγνοούσε και περνούσε την ώρα της κάτω από την φύση. Τα ρούχα της ήταν βρεγμένα, τα μαλλιά της μπερδεμένα, η ανάσα της κρυμμένη από το κρύο αλλά πάντα, και κάνοντας εντύπωση στον Άδη, γυρνούσε σε αυτόν με ένα μικρό χαμόγελο.

Ο Άδης είχε πάψει να προσποιείται πως καταλάβαινε καθετί παράξενο στα λόγια ή στις πράξεις της. Την άφηνε να χάνεται στα χέρια του και δεν τις έκανε ερωτήσεις που θα απαντούσε με σιωπή. Η σιωπή ήταν ήδη η μεγάλη της αγάπη.

Στην μεγαλύτερη καταιγίδα τής χρονιάς, ο Άδης κατάλαβε πως κάτι πήγαινε λάθος από τον τρόπο που κοιτούσε η Κόρη τριγύρω: μάτια πνιγμένα στον πανικό ξεχασμένα από την χαρά τής βροχής. Όσο περνούσε η ώρα, ο πανικός γινόταν κάτι περισσότερο από ένα αίσθημα που βυθιζόταν στο στήθος σου. Έπαιρνε την μορφή ενός τρέμουλου, μιας ανάγκης που δεν μπορείς να της δώσεις φωνή και έκλεινε με ένα ανάποδο χαμόγελο.

Ο Άδης δεν μπορούσε να καταλάβει την σύνδεσή της με την φύση και δεν ήταν ένα γεγονός που τον αναστάτωνε καθώς έβρισκε κάτι όμορφε στις απλές ιδέες που δεν καταλαβαίνεις αλλά αναγνωρίζεις ως οικείες. Οπότε την άφηνε να ζήσει σε μια κατάσταση απορίας και την συντρόφευε απλά με μια σιωπή που δεν μπορούσες να μην εμπιστευτείς, κυρίως γιατί προστάτευε μυρωδιές δικές σου και κόσμευε μία απάτη προσωπικότητας που θύμιζε μα στην πραγματικότητα απλά συμπλήρωνε την δικιά σου.

Οι αδερφές ψυχές διπλώνονται όταν χωρίζονται, από φόβο μην χαθούν μακριά.  Νιώθουν πιο μεγάλες έτσι, όταν η φύση τους κάνει μινιατούρες μιας έκδοσης που θα μπορούσαν να αποβάλλουν αν μπορούσαν. Αλλά όταν μπορούν να αγγίξουν η μία την άλλη τότε απλά το κάνουν χωρίς να κάνουν υποδείξεις, δίχως παραδειγματισμούς και χωρίς να επηρεάζονται από κακοπροαίρετες παρασταστάσεις ανωτερότητας.

Τις στιγμές που χτυπούσε ο κεραυνός, αυτός τής έπιανε το χέρι. Το τύλιγε με την στοργή του και η κοπέλα δίπλα του παραδινόταν στην φύση όπως γνώριζε και αγαπούσε.

Έτσι όπως η βροχή φώναζε αρκετά για να ακουστεί στην σιωπή τους, κάτι έπεσε σε τοίχο στο κεφάλι τού Άδη, σε ολοφάνερο αδιέξοδο.

Είχε ζήσει την ζωή του μέχρι τώρα κάτω από οδηγίες των γονιών του, μιας πορείας που τους κρατούσε όλους ζωντανούς. Δεν τον πείραζε η ρουτίνα καθώς μακριά από την ευτυχία είχε μάθει να ζει δίχως αυτήν, χωρίς να την αναζητάει. Πώς θα ψάξει για κάτι που δεν είχε κερδίσει ποτέ και πώς θα το επιθυμήσει όταν δεν το νιώσει ποτέ;

Τις μεγαλύτερες ανθρώπινες απολαύσεις όλοι γνώρισαν καταλάθος όσο έτρεχαν μακριά από την ατυχία τους.

Ο Άδης άρχισε να κλέβει ματιές από την ευτυχία του όταν ορφάνευσε και συνάντησε ένα κορίτσι με σιγανή φωνή, τρελό πύρινο μαλλί και μια γεύση ψυχραιμίας που έκανε μέχρι και τον θρήνο του να μοιάζει μικρότερος.

Την ευτυχία του έβλεπε καθαρά να τον κοιτάζει πίσω όταν οι σταγόνες έπεφταν στο δέρμα του, στο πράσινο.

Την είχε γνωρίσει σε μια καταστροφή και κατέληξε, την στιγμή που το χέρι της έσφιξε το δικό του, πως την αγάπησε μέσα από την καταστροφή επίσης.

Ένα δέντρο είχε πέσει. Φυσούσε τόσο που οι ρίζες του το εγκατέλειψαν, ρίχνοντάς το κάτω. Τα φύλλα γύρω του πετούσαν ασταμάτητα, χαρακτηριστικό μίας ανεξέλεγκτης καταιγίδας που περικύκλωνε αδίστακτα κάθε ζωντανό.
Έκανε κρύο, ο Άδης το ένιωθε να τον χτυπάει στην πλάτη, να του αρπάζει τα πόδια. Καλύπτοντάς τον εαυτό του, στη συνέχεια πλησίασε την Κόρη με μία ελπίδα να την ζεσταίνει και αυτήν.

Το δέρμα της έκαιγε και η κάψα ήταν αφύσικη. Είχε ξανά-αγγίξει το δέρμα της και κάθε φορά η αίσθησή του δεν ήταν δυσάρεστη.

Το πρόσωπό της ήταν ατάραχο μπροστά στον ρυθμό τού καιρού. Δεν ήταν λες και δεν είχε συναντήσει ξανά την ίδια παράσταση, μα τούτη την φορά της έμοιαζε πως κάθε σταγόνα που έπεφτε από τον ουρανό ήταν προσωπική επίθεση στο πρόσωπό της.

Και την μια στιγμή που αυτός βγήκε έξω και άφησε την βροχή να τον χτυπήσει, ήρθε η ανάγκη, σχεδόν ανόητα να μάθει για αυτήν όσα δεν ήξερε.
Όσοι μπορούσαν να δουν πέρα από την βροχή, έβλεπαν το δηλητήριο που έπεφτε σαν αστέρι στο δέρμα του. Και όποιος είχε γνώση, αναγνώριζε πως όταν τελικά γοητευμένος άφησε την γλώσσα του έξω, άφησε κάθε εχθρό να τον σκοτώσει σιωπηλά.
Γιατί οι θνητοί δεν επιβίωναν από το δηλητήριο, όχι δυστυχώς.

«Και τι σε θλίβει που αφήνεις την δυστυχία τόσο πιστά να σε φιλήσει;»

«Ίσως κάτι που δεν καταλαβαίνεις.»

«Στις λέξεις που δεν καταλαβαίνουμε, στηριζόμαστε για ό,τι δεν γνωρίζουμε. Αν ξέραμε τι χρειαζόμασταν, οι ίδιες οι λέξεις θα μας έδειχναν τον δρόμο»

«Δεν βρίσκω τον δρόμο μου.» Απαντάει η Κόρη με μια θλίψη να την πνίγει με τέτοια επαναληπτική ζάλη.

Αυτός σκέφτεται τα λόγια της, το σώμα του βρεγμένο, θύμα της κακοκαιρίας. Δεν είχε ξαφνικά το κουράγιο να περπατήσει μακριά, να κρυφτεί από την βροχή. Το δηλητήριο ήδη να έχει περάσει στο αίμα του, η κούραση ήδη αργά αργά φανερή. «Απλά μείνε μαζί μου, στον δρόμο που πήρες όταν με έσωσες από τις φωτιές.»

«Μα Άδη, ο δρόμος μας δεν είναι προς την ευτυχία;»

«Ο δρόμος μας είναι κρυφός. Μόνο οι Θεοί τον ξέρουν.»

Αυτή γελάει σαν να κρύβει ένα μυστικό, δειλά. «Οι Θεοί είμαι σίγουροι ότι ξέρουν πως ο δρόμος μας δεν είναι κάποιος άλλος άνθρωπος. Κάτι πιο σημαντικό υπάρχει εκεί έξω.»

«Δεν χρειάζεται να είναι ένας άνθρωπος, μπορεί απλά να συντηθείτε στην μέση ενός μονόδρομου. Βρες συνοδοιπόρο σε όποιο μακρύ ταξίδι αποφασίσεις να ακολουθήσεις.»

Κοιτάζουν ασυναίσθητα προς τα κάτω. Τα πόδια τους κοιτάζονται, μέσα σε ένα νοητό τετράγωνο πάνω στο γρασίδι που τους κύκλωνε και ταυτόχρονα τους καταδίκαζε μαζί.

Χαμογελάνε, λίγο στην βροχή, λίγο μεταξύ τους, επειδή το θέλουν και επειδή το χρειάζονται.

Και επειδή η Θεά τής Άνοιξης δεν μπορούσε να κρυφτεί από τα μάτια των ανθρώπων για πάντα, άφησε κομμάτια της να αποκαλύπτονται. Τα χέρια της που έτρεμαν για τα δέντρα και τους κορμούς τους, τα πόδια της που έτρεφαν το γρασίδι, τα μάτια της που τούτη την στιγμή μονάχα κοίταζαν τον Άδη. Μια μόνο ελπίδα έστεκε όταν το πραγματικό της όνομα θα γραφόταν στις λέξεις ανάμεσά τους, να μην έτρεχε μακριά λες και δεν είχαν ζήσει μαζί για μήνες, μακριά από όλο τον κόσμο και κάθε ανάγκη για άλλη συντροφιά πέρα από αυτήν που είχαν ήδη διεκδικήσει.

Τον άφησε να χαζεύει την βροχή και περπάτησε δέκα βήματα μακριά από την προστασία του υπόστεγου. Κάτι φώναζε πως τα μυστικά ήταν φτιαγμένα για να μένουν κρυφά. Ο πατέρας της θα έλεγε πως δεν όφειλε την αλήθεια στον Άδη. Ίσως να στηριζόταν στα λόγια του, από φόβο.

Μα τι μπορούσε να φοβάται και γιατί ήταν ο Άδης;

Οπότε άφησε την δύναμη να μιλήσει για αυτήν, σηκώνοντας το χέρι, ένα φάντασμα που έδειχνε τα δέντρα. Τα χέρια της υψωμένα σαν να κρατούσε άμμο που έπεφτε, χτύπησαν από απόσταση το δέντρο που νωρίτερα είχαν δει να πέφτει. Έσπρωξε τα χέρια της λες και άγγιζαν τον κορμό. Ο Άδης μπερδεμένος έκανε μία κίνηση να την πλησιάσει, να καταλάβει τι ακριβώς ήθελε να δείξει με τις κινήσεις της.

Εκείνη την στιγμή το δέντρο άρχισε να παίρνει ζωή. Όπως ο Άδης πριν το είχε δει να πέφτει, ένας ήχος βαθύς όσο το ξύλο έσπαγε και τα κλαδιά βυθίζονταν στην γη, τώρα ο ίδιος κορμός άρχισε να σηκώνεται. Οι ρίζες του, αυτές που είχαν ξεφυτρώσει, κινούνταν μπροστά του. Μία μία έμπαιναν ξανά στο έδαφος και στη συνέχεια ο κορμός έβρισκε ξανά την θέση του, αθώος από οποιοδήποτε σημάδι καταστροφής ή επαφής με την λάσπη που είχε η κάτω βόλτα. Το πράσινο άρχισε να λάμπει σχεδόν, αν ο Άδης συνέχισε να βλέπει καθαρά γιατί κάτι θόλωνε τα μάτια του.

Ίσως έκλαιγε ή ζαλιζόταν. Μα κυρίως ο Άδης δεν καταλάβαινε τίποτα. Η εικόνα ήταν καθαρή. Η Κόρη είχε σηκώσει τα χέρια της και το δέντρο είχε επιστρέψει στη θέση του, πιο όμορφο από πριν, πιο γερό από πριν.

Αυτό ακριβώς δεν καταλάβαινε. Γιατί γνώριζε την Κόρη και κάτι τέτοιο δεν ήταν κάτι που μπορούσε να κάνει. Ήταν σίγουρος. Οι Θεοί γελούσαν με τα μάτια του, η μόνη εξήγηση που είχε.

Τον κοροϊδεύουν οι Θεοί. Δεν εμπιστεύεται τις αισθήσεις του αρκετά για να αρχίσει να τρέχει μακριά. Και άμα του έλεγε το κεφάλι του να τρέξει, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως θα ήταν μακριά της.

Ο Άδης δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. «Τι είδα μόλις τώρα;» Επιχείρησε να βάλει σε τάξη τις εικόνες στο κεφάλι του και να ζητήσει εξηγήσεις. Μάλλον.

Μάλλον ήταν ακόμα μπερδεμένος γιατί η Κόρη δεν του απαντούσε αλλά τον κοιτούσε με αυτά τα θλιμμένα μάτια λες και τον αγαπούσε και τώρα τον πλήγωνε.

Ίσως ήταν το δηλητήριο αλλά εγώ κρίνω πως ήταν ο πανικός της συνάντησης κορυφή: ο Άδης γνωρίζει την Θεά Περσεφονη, όπως σύντομα θα την γνώριζε όλος ο κόσμος για πάντα.

«Μπορώ να κάνω πιο σημαντικά πράγματα, πιο εντυπωσιακά αλλά ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα- τώρα αποφάσισα να σου το πω.»

«Να μου πεις τι;»

«Είμαι η Θέα της Φύσης.» απαντάει τολμηρά, ο φόβος να καίει την γλώσσα της και κάθε σκέψη.

Σιωπή για μια στιγμή που διαρκούσε περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Ο χρόνος μπορεί να μην έτρεχε, αλλά ο ιδρώτας το έκανε και η Περσεφόνη λουζόταν από αυτόν.

Η Περσεφόνη δεν μπορούσε να αποφασίσει πως ήθελε η αντίδρασή του να είναι. Του είχε πει ψέματα για μήνες, περιμένοντας να δει αν τον εμπιστεύεται για να του αποκαλυφθεί.
Όχι πως θα της κόστιζε να αποκαλυφθεί νωρίτερα απλά... δεν είχε θελήσει να χαλάσει αυτό που έφτιαχναν.

Αυτό φοβόταν να χάσει, μαζί με αυτόν.

Μα επίσης ήταν μια Θεά και κάτι πολύ αλαζονικό μέσα της τής φώναζε πως τέτοια ανασφάλεια ήταν απαράδεκτη.

Και κάτι εκείνη την στιγμή έσπασε. Ο Άδης χαμογέλασε, διώχνοντας τις ξαφνικές λέξεις της μακριά του.

«Είσαι η Περσεφόνη.» Ψιθύρισε σαν κατηγορία. Μα το όνομά της έδινε ελευθερία. Ήταν αυτό που είχε διαλέξει για τον εαυτό της.

«Είμαι η Περσεφόνη.»

«Γιατί με κρατάς δίπλα σου;»

«Γιατί να μην το κάνω;»

«Γιατί θα μπορούσες να γεμίσεις τον χρόνο σου με άτομα πιο ενδιαφέροντα από εμένα.»

«Η ανασφάλεια δεν κολακεύει τον άνθρωπο. Αν ήθελα να είμαι με κάποιον άλλο, θα το έκανα. Αυτό σε απασχολεί αλήθεια, το πώς περνάω τον χρόνο μου;» Μιλάει αυστηρά, τα μάτια της ξαφνικά προσεκτικά να κοιτάνε τα μάτια του, που ασυναίσθητα άλλαζαν χρώμα.

«Με απασχολεί που με άφησες να πιστεύω ότι ήταν ζήτημα της μοίρας όταν μου έσωσες την ζωή ενώ η αλήθεια είναι ότι μπορούσες να τους σώσεις όλους.» υψώνει την φωνή του, ο καταρράκτης από γρήγορες κατηγορίες και σκέψεις.

Τα μάτια της πέφτουν στο χέρι του, η πληγή της φωτιάς που δεν θα έφευγε ποτέ από πάνω του.

«Η μοίρα σου δεν έλεγε ποτέ πως θα πέθαινες από την φωτιά. Όσα άτομα πέθαναν εκείνο το βράδυ, δεν μπορούσα να τα βοηθήσω.»

Δεν το δέχεται. Σηκώνει οργισμένα τα χέρια του στον ουρανό, η βροχή συντονίστηκε με τον κεραυνό που εκείνη την στιγμή χτύπησε πιο ανεξέλεγκτος από ποτέ. «Λες ψέματα.»

«Εγώ σου λέω ψέματα;» Η φωνή της γλιστράει πληγωμένη. Τον κοιτάζει προσεκτικά.

Και δεν ξέρει τι έβλεπε στα μάτια της αλλά ήταν σίγουρα κάτι άσχημο γιατί το πρόσωπό του σκοτείνιασε, κάθε θαλπωρή σημάδι απάτης.

Ήταν ο τρόπος που ρώτησε, αν πίστευε αυτός πως θα άφηνε την οικογένειά της να χαθεί έτσι.

Είχε ζήσει δίπλα της, με την φωνή της απέναντι από την δικιά του.
Ένα όνομα δεν μπορούσε να αλλάξει τα πάντα, σωστά;

Εγώ σου λέω ψέματα;
Εγώ σου λέω ψέματα;

Και έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε την σκηνή στιγμές νωρίτερα ώσπου το σενάριο απαίτησε κατάληξη και ο Άδης είχε μόνο μία.

Χωρίς να σκέφτεται τα λόγια της πριν, απλά έτρεξε προς το μέρος της. Με μια γελοία σκηνική παρουσία, βρεγμένος ολόκληρος, έκανε μία κίνηση προς το μέρος της και με μια ανάσα ένωσε τα στόματά τους.

Την φιλούσε, παρατήρηση βαμμένη από αναστεναγμούς και πνιγμένες πλέον από ξεχασμένες εξομολογήσεις. Το φιλί ήταν μυστικό, κρυμμένο στα στόματά τους και προστατευμένο από τις γλώσσες τους. Κάθε πλευρά του ήταν μακριά από καθετί θνητό, θαμμένο στην αγάπη τής αθανασίας, στην αγκαλιά της, στον θάνατο και στην ζωή. Κατεστραμμένος με το άγγιγμα τής αναγέννησης.

Όσο έκλεινε τα μάτια της και κοιτούσε μέσα από τους ήχους τής καρδιάς του, αυτός χανόταν μέσα από τα χέρια της.

Τον έπλαθε και τον αποζητούσε με το στόμα της και του ψιθύριζε κρυφά μονολόγους στο κεφάλι της και τον αγαπούσε. Πάντα τον αγαπούσε, ακόμα και όταν δεν τον φιλούσε.

Μα αυτή η στιγμή, πόσο θα κρατούσε; Ίσως για πάντα αν παρακαλούσε λίγο ακόμα...

Το χέρι του τυλίχτηκε γύρω της, σαν δεσμά μα αυτά ήταν τρυφερά και άγγιζαν το δέρμα της προκλητικά, έτοιμα να αφήσουν σημάδια από δόντια και μορφές από τις δικές του φωνές.

«Περσεφονη.» Αναστενάζει και ψιθυρίζει στα μάτια της πριν τα κλέψει σε χορό με τα δικά του. Το νέο τής όνομα, σαν μυστικό το κρύβει ανάμεσα στα σώματά τους.

Χαμογελάει και την θαυμάζει από χαμηλά, ανεβάζοντάς την ψηλά, στους ουρανούς και σε κάθε θέση που δεν θα του άνηκε ποτέ. Μα δεν σταματάει εκεί. Είναι στην φαντασία της και σε κάθε σκιά τής απόλαυσης που φορούσε το πρόσωπό του για χρόνια. Βρίσκεται στην γλώσσα της και σε κάθε γωνία τής καρδιάς της, στα σημάδια του που βρίσκονται στα χέρια της.

Αν την τσιμπούσε μια βελόνα τώρα, φοβόταν πως το αίμα του θα έσταζε, χρυσό και μαγεμένο από τον χρόνο, θα υπέγραφε στο όνομά του κι ας άνηκε στο δικό της. Θα την φιλούσε μπροστά στις νύμφες και αυτές θα αναρωτιούνται αν οι άνθρωποι μπροστά στον έρωτα μοιάζουν Θεοί. Και στο σκοτάδι θα της έγραφε κάθε καταραμένη αμαρτία του, μόνο για τα μάτια της, ελπίζοντας οι δικές της να είχαν το όνομά του.

Και την φιλούσε, και θα συνέχιζε να την φιλάει μέχρι το τέλος του κόσμου. Δεν θα μετάνιωνε λεπτό, γιατί είναι αθάνατος και ερωτευμένος με τον θάνατο, με κάθε δικό της ατέλειωτο τραγούδι.

Τα δάχτυλά της τώρα άγγιζαν τα δικά του, σε έναν μπερδεμένο γλαφυρό κόμπο που θύμιζε γόρδιο δεσμό. Αυτός τα κρατούσε σαν φυλαχτό και αυτή ανταποκρινόταν αργά, ζαλισμένα, μεθυσμένα ίσως, ενώ σύντομα τα χέρια της χάραζαν εφιάλτες που αργότερα θα θύμιζαν γλυκόπικρα νανουρίσματα. Όλα τα λόγια όφειλαν να αποδοθούν στην καταιγίδα τους ή στο τρέμουλο που χτυπούσε σταδιακά τις ρίζες τού Άδη.

Αν δεν ήταν φτιαγμένος για αυτήν, θα είχε λιώσει μπροστά της. Θα είχε αφήσει τον εαυτό του να πέσει ξανά για αυτήν, αρκεί να ήταν εκεί εκείνη για να τον πιάσει.

Στην γλώσσα του άφηνε αναστεναγμούς αλλιώτικους και η Περσεφόνη τους αναγνώριζε σαν να ήταν δικοί της. Μια ιδέα καθρέφτη σε κάτι δίχως φώτα. Ω, γιατί το σκοτάδι το ακολουθούσες τυφλά, έτσι δεν είναι;

Το σκοτάδι ήταν εκείνη και ο Άδης είχε κλείσει τα μάτια του. Λες και η εικόνα της ήταν μια ανίκανη για τους ανυπεράσπιστους.

Η φωνή στο κεφάλι του έλεγε πως αυτή ήταν η πιο χαρούμενη στιγμή της ζωής του. Γιατί στα χέρια της πράγματι είχε βρεθεί το καταφύγιό του όταν άλλοτε και μονάχα η συντροφιά της ήταν καταδίκη χειρότερη και από τον θάνατο. Ίσως ήταν η αγάπη της, αυτή που του έδειχνε τόσο προσεκτικά αυτήν την στιγμή, χωμένη στον κόσμο του λες και ήταν δικός της.

Ο κόσμος είχε συνηθίσει να βλέπει τα τέρατα με τα πρόσωπα τών Θεών, των άπληστων ανθρώπων. Μα η μόνη αδικία που μπορούσε να σκεφτεί ο Άδης εκείνη την στιγμή, ήταν μια που του σφράγιζε τα χείλη.
Ω μα θα ορκιζόταν πως πίστευε στους Θεούς πριν την αγαπήσει, αλλά τώρα ήταν σίγουρος πως πια η πίστη του ήταν αυτή. Σε αυτήν θα έκλαιγε, θα μιλούσε και σε αυτήν θα έδινε κάθε φλόγα που έχανε με τον χρόνο.

«Περσεφόνη.» Η φωνή του δεν κρύβεται πίσω από φοβισμένα αισθήματα. Την κοιτάζει και δεν παύει στιγμή να την κρατάει. Στο όνομά της έβρισκε πως μπορούσε να ομολογήσει τις μεγαλύτερες αλήθειες, για το όνομά της να κρύψει τα μεγαλύτερα ψέματα.
Σε μία λέξη μπορούσε να εξηγήσει την καρδιά του και γιατί πάντα ήταν η δικιά της...

Θεοί, πώς αναπνέει ακόμα;
Γιατί το δηλητήριο πλέον βρέχει την γλώσσα του, αυτή που τόσο απλόχερα έχωνε στο στόμα της Θεάς του και χτυπάει το κεφάλι του.

Ο Άδης πέφτει κάτω, η καρδιά του ακίνητη, δηλητηριασμένος από την βροχή. Και πεθαίνει εκπληρώνοντας αυτό που ήθελε να κάνει για μήνες· φιλάει την Περσεφόνη.

Περσεφόνη· πολύ σύντομα θέα των νεκρών.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro